μυθιστόρημα φαντασίας

Latest

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

 

 

«Είναι μια καλή άποψη να βλέπεις τον κόσμο σαν ένα όνειρο.
Όταν βλέπεις κάτι σαν εφιάλτη, μπορείς να ξυπνήσεις
και να πεις στον εαυτό σου ότι ήταν απλά ένα όνειρο.
Λέγεται ότι ο κόσμος που ζούμε δεν διαφέρει και πολύ από αυτό».
Hagakure – Το Βιβλίο Των Σαμουράι

 

Πίσω από το θολωμένο από την υγρασία παρμπρίζ, το φανάρι άναψε κόκκινο σαν φάρος στην πρωινή ομίχλη. Το cd στο αμάξι έπαιζε το «Violet’s in a Pool» από Tamaryn και η καλή μουσική ήταν ό,τι χρειαζόταν για να κρατηθεί ξύπνιος. Αυτό, και ο δυνατός καφές που είχε πάρει από το φούρνο της γειτονιάς του.
Αν και η κυρία Νίτσα, η χοντρή φουρνάρισσα, ήταν η μεγαλύτερη κουτσομπόλα σε αυτό το γεωγραφικό διαμέρισμα της Αττικής, ήταν πολύ γραφική και σχετικά καλοπροαίρετη για να παρεξηγήσει κάποιος τα σχόλια, τα κουτσομπολιά ή τις αδιάκριτες ερωτήσεις της.
«Πάλι για ψάρεμα θα πάτε, κύριε Τζων μας;» του είπε με το χαμόγελό της να της ζαρώνει τα προγούλια, κάνοντάς τη να μοιάζει και η ίδια με γλυκό από το φούρνο της που παραφούσκωσε.
«Τι να κάνω, κυρία Νίτσα μου; Πάω να δω αν κουνιούνται οι βάρκες πριν πάω στο γραφείο…»
Συνήθιζε τον πρώτο καφέ της μέρας να τον πίνει σπίτι του, σήμερα όμως πήγε από το φούρνο, γιατί οι επισκέψεις στης κυρίας Νίτσας και οι στιχομυθίες τους ήταν από τα λίγα πράγματα που του είχαν δώσει το κουράγιο να συνεχίσει να ζει τον τελευταίο καιρό. Η χοντρή κυρία τού είχε λείψει.
«Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά, κύριε Τζων μας. Παλικάρι σαν και εσάς, σαν τα κρύα τα λουτρά, να ταλαιπωριέστε έτσι…»
«Τι να κάνω, κυρία Νίτσα μου… Υποχρεώσεις…» αποκρίθηκε ξέροντας ότι η δικαιολογία ήταν όχι απλώς φτηνή, ήταν τσάμπα.
«Τι υποχρεώσεις, καλέ, άγρια χαράματα; Δεν ξέρω εγώ τι ώρα πάτε στο γραφείο; Άλλος είναι ο καημός σας… Τι καφέ θέλετε;»
Ήξερε ότι η τελευταία ερώτηση ήταν για να περάσει το προηγούμενο σχόλιο απαρατήρητο, για να επιστρέψει δυναμικά σε λίγο. Χαμογελώντας από μέσα του και περιμένοντας το «κήρυγμα», της απάντησε:
«Φραπέ, κυρία Νίτσα μου. Σκέτο. Δυνατό».
«Φραπέ, καλέ, σκέτο; Πρωινιάτικα; Θα σας τσακίσει το στομάχι… Αααχ, κύριε Τζων μας, δεν προσέχετε καθόλου… Ούτε η κυρία Ελπίδα σας προσέχει…» του είπε με προσποιητό μάλωμα καθώς έβαζε τον καφέ και το νερό στο πλαστικό ποτήρι.
Να το, σκέφτηκε και γέλασε. «Ε, η Ελπίδα ακόμα και από μακριά με προσέχει…» της είπε, αν και ήταν σίγουρος ότι το ήξερε.
«Μακριά; Καλέ; Τα “χαλάσατε”;» τον ρώτησε με τέτοια έκπληξη, σαν να της είχε πει ότι η Ελπίδα είχε πάει για καλόγρια, ενώ χτύπαγε το φραπέ με θρησκευτική ευλάβεια κουνώντας γύρω γύρω το ποτήρι με μαεστρία, για να χτυπηθεί καλά.
«Όχι, κυρία Νίτσα μου… Δεν τα “χαλάσαμε”. Είναι στην Αγγλία, κάνει το διδακτορικό της…»
«Ααα, καλέ, δόξα τω Θεώ. Νόμιζα ότι τα “χαλάσατε”. Και ήσταν τόσο ταιριαστοί. Να της πείτε, κύριε Τζων μας, να το αφήσει το “δικτατορικό” και να γυρίσει να σας προσέξει. Ακούτε; Αυτό να της πείτε!»
«Θα της το πω, κυρία Νίτσα μου, θα της το πω…»
«Α! Έτσι μπράβο. Έτοιμο το καφεδάκι σας».
«Ευχαριστώ, κυρία Νίτσα μου. Καλή σας μέρα».
«Καλημέρα, κύριε Τζων μας! Πάρτε και αυτό το κουλουράκι από μένα. Μη σας “κόψει” ο καφές…»
«Ευχαριστώ, κυρία Νίτσα μου. Να ’στε καλά. Καλή σας μέρα».
Είχε ξυπνήσει πάλι την ώρα που ξυπνάνε οι φουρνάρηδες, λόγω της κατάστασής του, και είχε ξεκινήσει για το γραφείο πολύ νωρίς για να θεωρηθεί ευσυνείδητος υπάλληλος. Αν έκρινε κανείς και από το παρουσιαστικό του, μάλλον υπάλληλος με σοβαρό πρόβλημα αϋπνίας μπορούσε να θεωρηθεί.
Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, που έκαναν μια ωραία αντίθεση με τη νεοαποκτηθείσα χλομάδα του προσώπου του, σε συνδυασμό με την απώλεια βάρους, είχαν φτιάξει ένα σύνολο ενός ανθρώπου που βάδιζε σταθερά στην κατάρρευση.
Η αντιμετώπιση στο γραφείο τον τελευταίο καιρό ήταν πιο απογοητευτική ακόμα και από την κατάστασή του. Αν και τον πρώτο καιρό ήταν συγκρατημένα ευγενικοί όπως το περίμενε, αφού ήταν ο καινούργιος από την Αγγλία, μετά από ένα χρόνο μερικοί συνάδελφοι είχαν καταλήξει να τον αποφεύγουν σαν να είχε κάτι κολλητικό.
Δεν μπορούσε όμως να τους κατηγορήσει. Ακόμα και ο ίδιος τρόμαζε τελευταία με την εικόνα που παρουσίαζε. Τώρα, περιμένοντας το φανάρι να ανάψει πράσινο, έριξε μια ακόμα ματιά στον καθρέφτη του αυτοκινήτου και τα κουρασμένα μάτια του γέλασαν με το θλιβερό θέαμα. Βλέποντας το ταλαιπωρημένο πρόσωπό του, σκέφτηκε να μείνει αξύριστος, να βάλει παλιόρουχα και να πάει στο γραφείο, για να δει αντιδράσεις. Τι γέλια θα έκανε και τι αποζημίωση θα έπαιρνε…
Ο ήχος της κόρνας από πίσω του τον έκανε να τιναχτεί, αν και τα νεύρα του ήταν αρκετά τεντωμένα από την αϋπνία για να τινάζεται με το παραμικρό. Του είχε πάρει αρκετό καιρό να συνηθίσει το κορνάρισμα όταν είχε έρθει στην Ελλάδα και στην αρχή νόμιζε ότι ήταν έτσι ο νόμος, και όταν άναβε το φανάρι, έπρεπε κάποιος να κορνάρει, για να ξεκινήσουν τα αμάξια. Τώρα που το είχε συνηθίσει, είχε έρθει η αϋπνία να τον κάνει να τινάζεται πάλι.
Έβαλε ταχύτητα, ήπιε μια γουλιά καφέ και έψαξε το κουλούρι της κυρίας Νίτσας. Ο καφές ήταν αρκετά δυνατός για να τον κρατάει ξύπνιο και για να του τρυπήσει το στομάχι.
Έφτασε στο γραφείο της «Επίλυσις» την ώρα που έμπαιναν οι καθαρίστριες. Κοίταξε το ρολόι του, 07:07, και αποφάσισε να μείνει στο αμάξι ν’ ακούσει όλο το cd.
Προσπάθησε να θυμηθεί τους στίχους, αλλά το μυαλό του γύριζε στην Ελπίδα. Τέτοια ώρα στην Αγγλία θα κοιμόταν και αναρωτήθηκε αν τον σκεφτόταν όσο συχνά τη σκεφτόταν κι εκείνος. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα όσο τα έβλεπε η κυρία Νίτσα. Μακάρι να της έλεγε να αφήσει το «δικτατορικό» της και να γυρίσει πίσω κι εκείνη να το έκανε.
Δυστυχώς, τα πράγματα σε μια σχέση δεν είναι ποτέ απλά. Πόσο μάλλον όταν είχε παρουσιαστεί αυτό το πρόβλημα που δεν τους είχε αφήσει περιθώρια για πολλές επιλογές. Μετά από εκείνη τη νύχτα που την είχε τραυματίσει άθελά του, η επιλογή ήταν μία.
Ευτυχώς όμως που δεν τα είχαν «χαλάσει», όπως φοβόταν η κυρία Νίτσα. Το χωρισμό με την Ελπίδα δεν θα τον άντεχε, αν και αυτό που είχαν συμφωνήσει, απείχε πολύ λίγο από την οριστική διάλυση της σχέσης τους. Ήταν θέμα χρόνου. Και όχι έτσι όπως το εννοούσε η Ελπίδα.
Πήρε μια ανάσα και έκλεισε λίγο τα βλέφαρά του, που τα ένιωθε βαριά από την κούραση. Είχε να κοιμηθεί ένα ολόκληρο οκτάωρο… Πόσο; Έξι μήνες σίγουρα. Μπορεί και εφτά.
Κοιμόταν το πολύ δεκαπέντε λεπτά με μισή ώρα κάθε μέρα και παρόλα αυτά, είχε ακόμα τη δύναμη να σηκώνεται το πρωί, να μαζεύει τα κομμάτια του, να πηγαίνει στη δουλειά, να γυρίζει και να ελπίζει να κοιμηθεί μετά από τόση κούραση. Ήξερε ότι έπαιρνε δύναμη μόνο από μία σκέψη. Να ξαναδεί την Ελπίδα.
Με κλειστά τα μάτια, το μυαλό του περιπλανήθηκε λίγο σε εικόνες από πιο ευτυχισμένες εποχές. Τότε που είχαν γνωριστεί και είχαν ερωτευτεί. Τότε που κοιμόνταν μαζί. Τότε που μπορούσε να κοιμηθεί.
Ακούγοντας ακόμα μουσική και τους θορύβους απέξω από το αυτοκίνητο, είδε σαν παλιά ταινία τα μαύρα μαλλιά της να πέφτουν πάνω από το βιβλίο που κρατούσε εκείνη τη μέρα στη βιβλιοθήκη. Άκουσε ξανά το τρανταχτό της γέλιο σε ένα αστείο του σε ένα υπόγειο μπαρ στο Βέλγιο. Ένιωσε τη χαρά που έκανε όταν τον υποδέχτηκε στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει, όταν επιτέλους του είχε βρει δουλειά και είχε έρθει για να μείνουν μαζί στην Ελλάδα. Άγγιζε τις καμπύλες της ανάμεσα στα σεντόνια. Αισθάνθηκε ευγνώμων για τα πρωινά που ξυπνούσαν αγκαλιά.
Τινάχτηκε. Πήρε απότομα μια βαθιά ανάσα σαν να είχε βγει από τη θάλασσα και άνοιξε απότομα τα μάτια. Αυτό ήταν. Ό,τι ξεκούραση ήταν να πάρει σήμερα, την πήρε.
Η έλλειψη ύπνου τον έριχνε σε αυτή την κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, όπου έβλεπε εικόνες σαν όνειρο, αλλά είχε πλήρεις τις αισθήσεις του. Παραδόξως, αυτό το «ταξίδι» τού έδινε μια ικανή ποσότητα ενέργειας να βγάλει τη μέρα, και το σημερινό ευτυχώς είχε κρατήσει περισσότερο απ’ όσο περίμενε.
Η ώρα είχε πάει 07:57. Ήταν μια καλή ώρα να πάει στο γραφείο ακόμα και αν ήταν κουρασμένος, να προσποιείται ότι μπορεί να δουλέψει.

* * *

Όσο και αν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στην ομιλία του Καναδού ερευνητή που ήταν προσκεκλημένος στο Πανεπιστήμιο του Leeds, για να μιλήσει για ανεξήγητες διαταραχές στον ύπνο, όπως αυτή που είχε παρουσιάσει πρόσφατα ο Τζων, το μυαλό της γυρνούσε στην Ελλάδα.
Καθώς άκουγε για την περίπτωση ενός τρίχρονου που υπέφερε από μια σπάνια νευρολογική κατάσταση που ονομαζόταν «Δυσμορφία Chiari», κύριο σύμπτωμα της οποίας ήταν ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί παραπάνω από μια ώρα κάθε μέρα, αναπόφευκτα στο μυαλό της ερχόταν ο Τζων.
Στη συνέχεια, ο Καναδός ερευνητής παρουσίαζε τα συμπτώματα της «Θανάσιμης Οικογενειακής Αϋπνίας», τα οποία ταίριαζαν απόλυτα με τα συμπτώματα που παρουσίαζε ο Τζων, ο οποίος βρισκόταν και στο ηλικιακό φάσμα των πασχόντων. Αλλά εκείνος, πέρα από την αϋπνία που του προκαλούσαν οι εφιάλτες, δεν είχε ούτε κρίσεις πανικού, ούτε παράνοια, ούτε φοβία.
Σίγουρα δεν είχε παραισθήσεις, που είναι το δεύτερο στάδιο της ασθένειας, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει τι συνέβαινε στο μυαλό του και πόσο αληθινά βίωνε τους καθημερινούς εφιάλτες που τον ξυπνούσαν έντρομο. Αν έκρινε από τον τελευταίο εφιάλτη εκείνη την περίεργη νύχτα, τότε ίσως δεν αποκλείονταν ούτε οι παραισθήσεις, ούτε η παράνοια.
Όσο οι διαταραχές του ύπνου γίνονταν όλο και πιο ασυνήθιστες, όπως η περίπτωση ενός εικοσιτριάχρονου που σε κατάσταση ύπνου διέρρηξε το σπίτι των πεθερικών του και τους δολοφόνησε, ή η περίπτωση μιας γυναίκας από την Αυστραλία που υπνοβατούσε έξω από το σπίτι της και έκανε επαναλαμβανόμενα σεξ με αγνώστους, ή οι ανεξήγητες περιπτώσεις θανάτων βρεφών κατά τη διάρκεια του ύπνου τους, τόσο εκείνη δεν έδινε καμία σημασία στα λεγόμενα του ερευνητή και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση.
Είχε έρθει στο Leeds για το διδακτορικό της, ενώ πίσω στην Ελλάδα, στο σπίτι όπου συζούσαν μέχρι πριν από λίγο καιρό, ο Τζων υπέφερε από κάτι που όλα έδειχναν ότι είναι μια ανεξήγητη και ασυνήθιστη δυσλειτουργία του ύπνου. Ο ύπνος ούτως ή άλλως είναι ένα μυστήριο για την επιστήμη και εκείνη ως επιστήμων ίσως έπρεπε να είχε μείνει δίπλα του, για να μελετήσει το φαινόμενο, και αυτή η σκέψη τής δημιουργούσε αμφιβολίες για την απόφασή της.
Η κατάστασή του όμως χειροτέρευε σταδιακά και την έκανε να φοβάται ότι ίσως συνδεόταν με τη σχέση τους. Όπως και να είχε το θέμα, η απόφασή της εκείνη την περίοδο της είχε φανεί σωστή, και η ευκαιρία για το διδακτορικό στο Leeds είχε παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή την απόφαση. Τα είχε ζυγίσει τα πράγματα.
Ίσως όμως ο Τζων είχε δίκιο. Ίσως, πολλές φορές, δεν γίνεται να πάρεις τη σωστή απόφαση ορθολογιστικά. Πολλές φορές, η καρδιά ξέρει καλύτερα, αλλά ήταν ίσως πολύ περήφανη και σίγουρα πολύ «επιστήμων» για να το παραδεχτεί.
Τώρα τον σκεφτόταν και της έλειπε. Αναρωτήθηκε αν τη σκεφτόταν όσο συχνά τον σκεφτόταν κι εκείνη. Της έλειπε το χαμόγελό του και η ελληνική του μύτη. Της έλειπε ο τρόπος που την κοίταζε με τα μελιά του μάτια, σαν να της έλεγε «είμαι δικός σου, να με προστάξεις». Της έλειπε να χώνει τα δάχτυλά της στα πυκνά του μαλλιά και εκείνος να αφήνεται στο χάδι. Της έλειπε το χιούμορ του πιο πολύ απ’ όλα σε αυτή τη χώρα, όπου τα πάντα ήταν γκρίζα. Ή μάλλον έτσι της φαίνονταν λόγω της νοσταλγίας της.
Ο Καναδός ερευνητής ολοκλήρωνε την ομιλία του με κάποιο αστείο που έλεγε ότι μπορείτε κάλλιστα να δείρετε την πεθερά σας κατά τη διάρκεια της νύχτας και να ισχυριστείτε ότι ήταν παραϋπνία, μια διαταραχή του ύπνου REM, αλλά εκείνη με τον Τζων να υποφέρει από μια διαταραχή του ύπνου που την είχε κάνει να κινδυνέψει, δεν έβρισκε πλέον καθόλου αστείες αυτές τις διαταραχές.
Βγήκε από την αίθουσα που μύριζε πολλούς ανθρώπους, έξω στον κρύο αέρα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα αναζωογόνησης, ανακούφισης και νοσταλγίας, ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι που νοίκιαζε, στα προάστια του Leeds. Ο καιρός ήταν χωρίς καμιά πρωτοτυπία, βροχερός, και έκανε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα βαριά σαν φτηνού μυθιστορήματος, αλλά το σπρέι βροχής που έπεφτε την ώρα που βγήκε στο δρόμο, ήταν απροσδόκητα ευχάριστο και έτσι αποφάσισε να περπατήσει.
Αν και η μυρωδιά της βρεγμένης γης, του μουχλιασμένου ξύλου και της γλυκιάς σαπίλας των πεσμένων φύλλων ήταν από τις αγαπημένες της, την είχε βαρεθεί, όπως και τον καιρό. Είχε επιθυμήσει τη βαριά μυρωδιά του πεύκου και του θυμαριού και των ξερών χόρτων μέσα στην ανυπόφορη ζέστη, όπως είχε επιθυμήσει την ίδια την ανυπόφορη ζέστη.
Είχε κουραστεί να είναι ντυμένη με βαριά ρούχα, με παλτό και κασκόλ και σκούφο, που αισθανόταν να την πνίγουν. Όπως την έπνιγε τελευταία και η σχέση της με τον Τζων. Ίσως τελικά γι’ αυτό να είχε φύγει.
Καθώς περπατούσε αποφεύγοντας λιμνούλες από νερά που κυμάτιζαν από τις ανεπαίσθητες σταγόνες που έπεφταν και στο πρόσωπό της, θυμήθηκε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Εκείνο το βράδυ είχαν πέσει στο κρεβάτι μετά από καβγά για κάτι τόσο ασήμαντο που δεν το θυμόταν καν. Ήταν πάνω από μια βδομάδα που οι εφιάλτες του είχαν πάψει να ξυπνάνε μόνο εκείνον και η ατμόσφαιρα στο σπίτι τις τελευταίες μέρες ήταν βαριά και μύριζε μπαρούτι. Για την ακρίβεια, ήταν πάνω από ένας μήνας που η αϋπνία του είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική. Εκείνο το βράδυ όμως, εκτός του ότι φοβήθηκε για τη σωματική της ακεραιότητα, ανακάλυψε ότι μοιράζεται το κρεβάτι της με έναν άγνωστο και αυτό την τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.
Όπως και τα προηγούμενα βράδια, την ξύπνησαν τα ανήσυχα μουρμουρητά του. Ακατάληπτες φράσεις που φαινόταν να επαναλαμβάνει σαν κάποιο είδος εξορκισμού.
Καθώς ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, άνοιξε τα μάτια της και τον είδε ανάσκελα δίπλα της να παραμιλάει μούσκεμα στον ιδρώτα, σφίγγοντας με τις γροθιές του τα σεντόνια.
Άνοιξε το πορτατίφ στο κομοδίνο της. Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα έτσι όπως γυαλίζουν οι τρελοί. Καθώς τον παρατηρούσε ανήσυχη και λυπημένη για το μαρτύριό του, άπλωσε το χέρι της για να τον χαϊδέψει και να τον ξυπνήσει απαλά. Πριν προλάβει να τον αγγίξει, εκείνος άνοιξε απότομα τα μάτια και έσφιξε τα δόντια, βγάζοντας ένα γρύλισμα, που της φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε να έχει βγει από μέσα του.
Το γρύλισμα έγινε κραυγή και στρίβοντας τον κορμό του, της άρπαξε το χέρι χωρίς να την κοιτάζει και το έσφιξε με μια αφύσικη δύναμη. Ο πόνος την έκανε να βγάλει ένα ουρλιαχτό αγωνίας και αυτό φάνηκε να τραβάει την προσοχή του. Με μια αστραπιαία κίνηση σηκώθηκε όρθιος τραβώντας τη μαζί του.
Την κοίταξε με μάτια κενά, σαν να κοίταγε μέσα της και καθώς κρατούσε το χέρι της, την τράβηξε κοντά του με βία. Με το άλλο του χέρι την έπιασε από το πρόσωπο και της έσφιξε τα μάγουλα προσπαθώντας να της ανοίξει το στόμα.
Ένα κύμα πανικού την έλουσε και κοιτάζοντάς τον έντρομη, προσπάθησε να φωνάξει το όνομά του, αλλά το χέρι του στο πρόσωπό της την εμπόδιζε. Τα δάχτυλά του άρχισαν να ψαχουλεύουν το ανοιχτό της στόμα και με φρίκη διαπίστωσε ότι προσπαθούσε να της τραβήξει τη γλώσσα έξω, γρυλίζοντας με αυτό το τρομακτικό κενό βλέμμα στα μάτια του.
Ο πανικός της την έκανε να τιναχτεί βίαια και τον έσπρωξε με μια δύναμη που δεν φανταζόταν ότι έχει, στέλνοντάς τον να σωριαστεί με πάταγο στο πάτωμα, γρυλίζοντας και παίρνοντας θέση στη γωνία σαν λυσσασμένο σκυλί. Εκείνη παραπάτησε στο κομοδίνο και ρίχνοντας κάτω το πορτατίφ, το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το χέρι της μάτωσε από τα σπασμένα γυαλιά.
Το ελάχιστο φως του δρόμου που έμπαινε από τις μισάνοιχτες γρίλιες έριξε δυο στοιχειωμένα δάχτυλα φωτός στα άδεια μάτια του και στο σφιγμένο του σαγόνι, με τα δόντια του εκφοβιστικά κάτασπρα και έτοιμα να βυθιστούν στη σάρκα της.
«Τζων! Τζων! Τζων! Τζωωωων!» του ούρλιαξε και τα πνευμόνια της άδειασαν.
Εκείνος πετάχτηκε και της όρμησε. Το ματωμένο χέρι της γλίστρησε πάνω στο πρόσωπό του, σε μια προσπάθεια να του ανακόψει τη φόρα, και το κεφάλι του χτύπησε στον τοίχο πίσω της. Ο δυνατός γδούπος την έκανε να διστάσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα, όσο εκείνος έμεινε ακίνητος, σωριασμένος στο πάτωμα ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά. Με ένα βογκητό πόνου εκείνος σηκώθηκε. Η γεύση του αίματος ήταν και στα δυο στόματα. Το πρόσωπό του χλομό και κόκκινο, μια μάσκα τρέλας.
Η όψη του την τάραξε. Απομακρύνθηκε από δίπλα του με υστερία και στάθηκαν ο ένας μακριά από τον άλλο στο πάτωμα, με την ανάσα της γρήγορη και τη δική του βαριά. Υπό άλλες συνθήκες, αυτές οι ανάσες ήταν αποτέλεσμα ηδονής.
Ο τρόμος και στα μάτια των δυο μετατράπηκε σταδιακά σε έκπληξη και μετά σε θλίψη. Εκείνος ξέσπασε σε κλάματα. Εκείνη αποφάσισε να φύγει.

* * *

Γύρισε από το γραφείο σαν περιπλανώμενο φάντασμα. Μπήκε στο διαμέρισμα και δεν είχε το κουράγιο ούτε να γδυθεί. Ωστόσο, είχε διαθέσιμο ένα ικανό απόθεμα από τη δύναμη της συνήθειας για να βάλει ένα cd στο στέρεο, να κάνει ένα ζεστό ντους, να φάει κάτι και να πέσει για ύπνο ξέροντας ότι θα ξυπνήσει το ίδιο κουρασμένος. Έσβησε το φως.
Το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο γέμιζε το σκοτεινό δωμάτιο με ένα ανεπαίσθητο, πράσινο, φουτουριστικό φως. Ακόμα και αυτός ο ελάχιστος φωτισμός τον ενόχλησε καθώς άνοιξε τα μάτια του με αγωνία προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του και να δει την ώρα.
Το καντράν έγραφε 05:05. Για ένα ακόμα βράδυ ο ύπνος του είχε διακοπεί απότομα από έναν τρομακτικό εφιάλτη. Ευτυχώς δεν αφορούσε την Ελπίδα και γι’ αυτό δεν είχε ξυπνήσει πανικόβλητος.
Είχε ξυπνήσει όμως σφιγμένος σαν τανάλια και η καρδιά του σφυροκοπούσε στο στήθος του. Χαλάρωσε τη λαβή του στο πάπλωμα και καθώς ακροβατούσε ακόμα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, τέντωσε το χέρι του ασυναίσθητα προς την άλλη μεριά του κρεβατιού όπου, ακουμπώντας τα κρύα σεντόνια, συνειδητοποίησε με απογοήτευση ότι η Ελπίδα δεν ήταν εκεί. Αυτή η διαπίστωση τον προσγείωσε ανώμαλα στην πραγματικότητα. Η καρδιά του σφίχτηκε, αλλά ηρέμησε. Μην ανησυχείς. Ηρέμησε. Ήταν απλά ένα όνειρο. Άλλο ένα συνηθισμένο βράδυ.
Φυσικά και δεν ήταν εκεί. Είχε επιστρέψει στην Αγγλία αφήνοντάς τον μόνο να βλέπει κάθε βράδυ, εδώ και ένα χρόνο τώρα, τρομερούς εφιάλτες και να προσπαθεί να καταλάβει τι πάει στραβά. Σιγά την ψυχολόγο, σκέφτηκε με πικρία και αμέσως μετάνιωσε γι’ αυτή του τη σκέψη.
Με τα μάτια του να προσαρμόζονται στο ημίφως του δωματίου, έφερε πάλι τα γεγονότα στο μυαλό του. Η αλήθεια ήταν ότι μετά από εκείνο το βράδυ, το είχαν συζητήσει διεξοδικά και είχαν συμφωνήσει πως η καλύτερη λύση και για τους δύο ήταν να απομακρυνθεί για λίγο εκείνη από τη ζωή του, μέχρι να καλυτερεύσει η κατάστασή του.
Δυστυχώς, κάθε μέρα που περνούσε, η κατάστασή του δεν έδειχνε κανένα σημάδι βελτίωσης. Κάθε μέρα, είχε να αντιμετωπίσει τους ίδιους φρικτούς εφιάλτες, και επιπλέον το γεγονός ότι η Ελπίδα του έλειπε όλο και πιο πολύ, κάνοντάς τον να νιώθει απελπιστικά μόνος στο μαρτύριό του.
Δεν τον ένοιαζε που κάθε βράδυ όταν έπεφτε για ύπνο, ξυπνούσε σχεδόν αμέσως από κάποιον εφιάλτη, κάνοντας την υπόλοιπη μέρα του αφόρητα κουραστική. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο από το μυστήριο των εφιαλτών, ήταν ότι αυτή η κατάσταση τον είχε απομακρύνει από τη γυναίκα της ζωής του. Για κάποιο διάστημα είχε την ευτυχία να περάσει τις καλύτερες μέρες της ζωής του δίπλα της, κυριολεκτικά δίπλα στη γυναίκα των ονείρων του, και τώρα η απουσία της δεν τον βοηθούσε, όπως είχαν συζητήσει ότι θα γινόταν.
Πλέον έτρεμε όταν ερχόταν η ώρα να πέσει στο κρεβάτι και είχε αρχίσει να πιστεύει ότι αυτά τα τρομερά όνειρα θα βγουν αληθινά. Όχι για εκείνον, μα για την Ελπίδα. Φοβόταν πιο πολύ ότι βλέπει αυτούς τους εφιάλτες σαν προειδοποίηση για εκείνη και ήταν σίγουρος ότι σύντομα θα της συμβεί κάποιο κακό.
Το γεγονός ότι η ζωή του είχε αρχίσει να γίνεται μια πραγματική κόλαση δεν τον ένοιαζε. Μπορούσε να ζήσει στην κόλαση. Αν έχανε την Ελπίδα, δεν θα μπορούσε να ζήσει καν. Όμως δεν μπορούσε να βρει κάποια άλλη λογική εξήγηση για τα φρικτά όνειρά του. Ένα παλιότερο όνειρο την είχε φέρει κοντά του και τώρα αυτοί οι εφιάλτες τον προειδοποιούσαν ότι θα τη χάσει για πάντα.
Προσπάθησε να σταματήσει να σκέφτεται και απομάκρυνε από πάνω του τα σκεπάσματα που είχαν κολλήσει πάνω του. Η απότομη αλλαγή στη θερμοκρασία τον έκανε να σηκωθεί απότομα από το κρεβάτι, να βγάλει το ιδρωμένο t-shirt που φόραγε στον ύπνο του και να βάλει το μπουρνούζι του.
«Ουδέν κακό αμιγές καλού…» μονολόγησε σκεφτόμενος ότι ναι μεν ξύπνησε αρκετά νωρίς, αλλά από την άλλη, αυτό του έδινε το χρονικό περιθώριο να ετοιμαστεί για το σημερινό ταξίδι με την ησυχία του.
Πήγε στην κουζίνα με βαριά βήματα και αφού έβαλε στην καφετιέρα να ετοιμάζεται φρέσκος καφές, μπήκε στο ντους και άφησε το καυτό νερό να χαλαρώσει τους σφιγμένους του μυς από την υπερένταση.
Κάθισε αρκετή ώρα στο μπάνιο κάτω από το νερό και με κάθε σταγόνα που κυλούσε και έφευγε από πάνω του, προσπαθούσε να αφήσει να παρασυρθούν και όλες οι ανησυχίες του. Σε μεγάλο βαθμό, τα κατάφερε. Είχε γίνει καλός σε αυτό, γιατί είχε συνηθίσει ένα χρόνο τώρα να προσπαθεί να συνέλθει τα πρωινά.
Φόρεσε τη ρόμπα του μπάνιου και πήγε στην κουζίνα που μοσχοβολούσε από το άρωμα του έτοιμου ζεστού καφέ. Έβαλε στην αγαπημένη του κούπα μια γερή δόση, την κράτησε στα χέρια του και ήπιε δυο γουλιές όρθιος, ενώ το ρόφημα ακόμα άχνιζε.
Ένιωσε τη ζέστη να κατεβαίνει ευπρόσδεκτη αργά μέσα του και την καφεΐνη να ακολουθεί την αντίθετη πορεία προς το κεφάλι του και να τον ξυπνάει. Αναζωογονημένος από το μπάνιο και τον καφέ, κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας μες στην απόλυτη ησυχία του δωματίου, για ν’ απολαύσει τη στιγμή, κοιτώντας το άπειρο. Το μόνο πράγμα που έσπαγε τη σιωπή ήταν το ρυθμικό τικ τακ του ρολογιού στον τοίχο και οι σκέψεις του.
Ένιωθε ότι κάτι πάει στραβά, αλλά αυτό το «κάτι» όλο του διέφευγε. Όπως του διέφευγαν τα περισσότερα όνειρα που έβλεπε παλιότερα και η ανάμνησή τους πάλευε να κρατηθεί ζωντανή την ώρα που ξυπνούσε.
Όμως ένα χρόνο τώρα, τα περισσότερα όνειρα που έβλεπε, τα θυμόταν ολοκάθαρα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να ξεχάσει εφιάλτες με τόσο αρρωστημένο περιεχόμενο, που τον είχαν κάνει να αρχίσει να αμφιβάλλει για το χαρακτήρα του.
Αυτό το «κάτι» που δεν μπορούσε να καταλάβει, ήταν για ποιο λόγο βλέπει εφιάλτες από τη στιγμή που δεν είχε τίποτα να τον αγχώνει. Του το είχε πει και η Ελπίδα που ήταν και πιο ειδική από εκείνον σε αυτά. Οι εφιάλτες είναι αποτέλεσμα καταπιεσμένων επιθυμιών ή συσσωρευμένου στρες, πράγματα που δεν ίσχυαν στην περίπτωσή του, πόσο μάλλον στη δεδομένη περίοδο, που στη δουλειά του δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα και είχε δίπλα του την Ελπίδα, τη γυναίκα της ζωής του. Ακολούθησε ένα μονοπάτι σκέψης που τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι το όλο πράγμα γινόταν μεταφυσικό.
Θυμήθηκε. Ένα όνειρο είχε προηγηθεί της γνωριμίας του με την Ελπίδα, ένα όνειρο που αν δεν το είχε δει, δεν θα την είχε πλησιάσει και δεν θα την είχε γνωρίσει ποτέ. Και τώρα, εφιάλτες.
Δεν πίστευε στη μοίρα ή στην τύχη ή σε κάποια ανώτερη δύναμη που κινεί τα νήματα, αλλά κάθε φορά που το σκεφτόταν, στην περίπτωση της γνωριμίας του με την Ελπίδα, ένιωθε ότι πράγματι κάποιος είχε βάλει το χεράκι του και είχαν γνωριστεί.
Από την άλλη, αδυνατούσε να πιστέψει ότι η τωρινή του κατάσταση οφειλόταν στη γνωριμία του με την Ελπίδα, αν και το μαρτύριο είχε ξεκινήσει λίγο καιρό αφότου γνωρίστηκαν.
Η αλήθεια ήταν ότι διάφορα παράξενα είχαν συμβεί στη γνωριμία τους. Για παράδειγμα, εκείνο το όνειρο που είχε δει πριν τη γνωρίσει. Το θυμόταν ακόμα και σήμερα με κάθε λεπτομέρεια. Τόσο ζωντανό… Τόσο φωτεινό… Και χωρίς καμιά αμφιβολία, προφητικό.
Επίσης, λίγο πριν ξεκινήσουν οι εφιάλτες, είχαν δει και οι δύο το ίδιο όνειρο, το ίδιο βράδυ! Μάλιστα εκείνη τη μέρα, είχε καταφέρει να τη δει στον ύπνο του μετά από μεγάλη προσπάθεια. Είχε καταφέρει για πρώτη φορά… Πώς το έλεγαν αυτό; Α, ναι… Είχε ένα «διαυγές όνειρο». Είχε δει ένα «συνειδητό όνειρο» και το πρωί που την είχε πάρει τηλέφωνο να της το πει, είχε μείνει έκπληκτος, γιατί και εκείνη τον είχε δει στον ύπνο της και τα όνειρά τους έμοιαζαν. Πόσο περίεργο ήταν αυτό;
Το πιο περίεργο όμως ήταν όλες αυτές οι ανώμαλες καταστάσεις που έβλεπε στον ύπνο του από εκείνη τη μέρα και μετά. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι το μυαλό του μπορούσε να σκεφτεί τέτοια ειδεχθή πράγματα και προσπαθούσε να καταλάβει από πού είχε προσλάβει αυτές τις αποτρόπαιες εικόνες, από τη στιγμή που ούτε θρίλερ έβλεπε, ούτε είχε δουλέψει ποτέ σε μπουντρούμι το Μεσαίωνα. Μήπως ήταν εικόνες κάποιας άλλης ζωής; Ή μήπως ήταν απλώς στα πρόθυρα της παράνοιας, της σχιζοφρένειας ή, τέλος πάντων, στο κατώφλι της τρέλας;
Δεν ήθελε να το σκέφτεται και ούτως ή άλλως, αν είναι να χάσεις τελείως τα λογικά σου, δεν το σκέφτεσαι πριν. Απλώς γίνεται. Είχε άλλα πράγματα να σκεφτεί για σήμερα, όπως το σημερινό ταξίδι.
Με την επίδραση του καφέ, το μυαλό του είχε συνέλθει λίγο από τον εφιάλτη που τον είχε ξυπνήσει και το ρολόι στον τοίχο που έγραφε 06:06, σήμαινε ότι έπρεπε να αρχίσει να ετοιμάζει τα πράγματά του για το ταξίδι στην Πάτρα.
Σηκώθηκε αποφασιστικός να αντιμετωπίσει την καινούργια μέρα, έβαλε την κούπα στο νεροχύτη και κατευθύνθηκε βιαστικός στην κρεβατοκάμαρα, για να αλλάξει και να ετοιμάσει τη βαλίτσα του. Η φούρια του διακόπηκε στο χολ, όπου το βλέμμα του έπεσε για άλλη μια φορά στο τραπεζάκι με το τηλέφωνο και στη φωτογραφία που υπήρχε πάνω.
Ήταν ένα πορτρέτο και των δυο τους, που είχε τραβήξει ο ίδιος. Την είχε τραβήξει στην πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, όταν είχαν πάει μαζί διακοπές. Καταραμένες φωτογραφίες, σκέφτηκε. Χειρότερες από τη μνήμη. Όταν θυμάσαι κάτι, το θυμάσαι όπως σε βολεύει, η φωτογραφία όμως είναι αλλιώς. Δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την αγάπη που είχε απαθανατιστεί σε εκείνη τη στιγμή. Φαινόταν στο χαμόγελό τους. Στο χέρι του που καθώς την αγκάλιαζε από πίσω, κατέληγε στο μεταξένιο ώμο της. Έλαμπε στα μάτια της. Τώρα πού είχε πάει όλη αυτή η αγάπη; Την ήθελε πίσω.
Κοιτώντας τη φωτογραφία τώρα, λυπόταν. Ίσως αν την κοιτούσε μια άλλη μέρα, να γέλαγε με την ανάμνηση των ευτυχισμένων στιγμών που είχαν περάσει μαζί. Ίσως όταν κατόρθωνε να ξεπεράσει το πρόβλημα με τους εφιάλτες, να πήγαιναν πάλι διακοπές μαζί και να έβγαζε μια καινούργια φωτογραφία. Πάλι ονειροπολούσε. Δεν πειράζει, σκέφτηκε, αφού δεν μπορούσε να ονειρευτεί σαν φυσιολογικός άνθρωπος, τουλάχιστον ας ονειροπολούσε.
Το μόνο κακό με την ονειροπόληση είναι ότι χάνεις την αίσθηση του χρόνου. Ξαναπήρε φόρα, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και πήρε τη μικρή βαλίτσα, μια και θα διανυκτέρευε μόνο μια μέρα στο ξενοδοχείο, τη γέμισε γρήγορα με τα απαραίτητα, φόρεσε το κοτλέ ναυτικό μπλε παντελόνι, που ήταν το πιο ζεστό που είχε, και το γκρι σκούρο πουλόβερ πάνω από ένα σκούρο καφέ πουκάμισο, έκανε έναν τακτικό έλεγχο στο σπίτι, πήρε το μπλε μαύρο παλτό του, φόρεσε το ρολόι του, πήρε το φορητό υπολογιστή και έφυγε.
Την ώρα που βγήκε από την εξώπορτα της πολυκατοικίας, τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου έσβησαν απότομα και τα αυτοκίνητα έλαμπαν από την πρωινή υγρασία σαν να τα είχαν πασπαλίσει με διαμαντόσκονη. Αν και ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να φωτίζει τη μέρα, φαινόταν από το γκρίζο του ουρανού πως η σημερινή συννεφιά δεν θα τον άφηνε να ζεστάνει όπως έπρεπε. Ίσως έβρεχε.
Μπήκε στο αμάξι, που ήταν πιο παγωμένο εσωτερικά απ’ ό,τι έξω, και έβαλε αμέσως το καλοριφέρ και το cd να παίζει.To «Stupid Dream» από τους Porcupine Tree έκανε εισαγωγή ονειρικά ενώ έβαζε ταχύτητα, και θα του κρατούσε παρέα μέχρι την Κόρινθο. Σε περίπου τρεις ώρες θα ήταν Πάτρα και είχε επιλέξει άλλα δυο cd για το δρόμο.
Είχε προγραμματίσει να φτάσει αρκετά πρωί, προκειμένου να κανονίσει και κάτι άλλες δουλειές για την εταιρεία και να επιστρέψει νωρίς στο ξενοδοχείο, ώστε να διαβάσει με την ησυχία του το ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το αυριανό του ραντεβού στο κοσμηματοπωλείο. Μετά από μισή ώρα είχε βγει στην Εθνική Οδό.
Η διαδρομή ήταν ήσυχη και ο χειμωνιάτικος ουρανός όσο φωτεινός έπρεπε για ένα ευχάριστο ταξίδι. Βγαίνοντας από τα όρια της πόλης, οι αντιθέσεις των γκριζόασπρων σύννεφων που ταξίδευαν πάνω από πρασινοκίτρινους λόφους και ξερά λιβάδια πρόσφεραν εικόνες για φωτογραφία, και σε συνδυασμό με τη μουσική που είχε επιλέξει, το μυαλό του ταξίδεψε μακριά από τις σκέψεις που τον απασχολούσαν για τους εφιάλτες και την Ελπίδα. Στην κατάσταση όπου βρισκόταν, χρειαζόταν κάθε δυνατό αποπροσανατολισμό από τα προβλήματά του για να μην καταρρεύσει και η ομορφιά της φύσης ήταν από τους καλύτερους.
Χωρίς απρόοπτα, έφτασε στην Πάτρα στις 10:10 και πήγε κατευθείαν στον ξενώνα που είχε βρει στο διαδίκτυο. Το ταξίδι δεν ήταν κουραστικό, αλλά ήθελε να φρεσκαριστεί προτού ξεκινήσει τις δουλειές του.
Απέφευγε τα ξενοδοχεία, ακόμα και τα πιο ακριβά. Τον ενοχλούσε η επιτηδευμένη ευγένεια και η μυρωδιά κλεισούρας και καθαριότητας με υπερβολική χρήση αρωματικής χλωρίνης που επικρατούσε στα δωμάτια. Οι ξενώνες ήταν πιο αυθεντικοί και στη συμπεριφορά των υπαλλήλων και στις μυρωδιές των δωματίων.
Ο συγκεκριμένος ξενώνας ήταν πιο συμπαθητικός από κοντά, απ’ ό,τι στις φωτογραφίες στο διαδίκτυο, είχε θέα το λιμάνι και μπαίνοντας είδε στη ρεσεψιόν μια εξίσου συμπαθητική υπάλληλο.
«Welcome, sir…» του είπε εκείνη με έναν αδιόρατο δισταγμό για το αν πέτυχε τη γλώσσα. Από την άλλη, ίσως δίστασε που τον είδε σε αυτά τα χάλια.
«Καλημέρα, δεσποινίς… εε, μιλάω ελληνικά…» της απάντησε σε άπταιστα ελληνικά με ένα κουρασμένο χαμόγελο.
Με πατέρα Εγγλέζο και μητέρα Ελληνίδα, είχε μεγαλώσει στην Αγγλία και είχε περάσει πολλά καλοκαίρια στην Ελλάδα, και αυτό, πέρα του ότι τον έκανε δίγλωσσο από μικρή ηλικία, εκδηλωνόταν ξεκάθαρα και στην εξωτερική του εμφάνιση.
Ήταν ψηλός, το ύψος που συνήθως έχει κάποιος Βορειοευρωπαίος, και αρκετά σωματώδης. Τα χρώματά του ήταν γήινα, με πυκνά μαύρα μαλλιά, έντονα μελιά μάτια και δέρμα που απείχε πολύ από το ανοιχτόχρωμο των Άγγλων.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν μεν μεσογειακά, με αποκορύφωμα τη μύτη του που άνετα τη χαρακτήριζες ελληνική, αλλά η γενικότερη φυσιογνωμία του δεν φανέρωνε τις ελληνικές του ρίζες, γεγονός που έκανε πολλούς στην Ελλάδα, που τον γνώριζαν για πρώτη φορά, να του απευθύνονται στην αγγλική.
«Έχω κάνει κράτηση για μια διανυκτέρευση».
«Είστε ο κύριος;»
«Τζων Ντέραμ».
«Α. Μάλιστα. Σας έχουμε κρατήσει το δωμάτιο με θέα στο λιμάνι…»
«Θαυμάσια».
«Έχετε κάποια ταυτότητα;»
«Ορίστε…»
«Τ-Ζ-Ω-Ν Ν-Τ-Ε-Ρ-Α-Μ» πληκτρολόγησε στον υπολογιστή και με ένα υπηρεσιακό αλλά ειλικρινές χαμόγελο, του πρόσφερε το κλειδί.
«Το δωμάτιο είναι στα δεξιά σας μόλις ανεβείτε τις σκάλες. Θα χρειαστείτε βοήθεια με τα πράγματά σας;»
«Όχι, ευχαριστώ… Καλή σας μέρα».
Μπήκε στο δωμάτιο, όπου η χαρακτηριστική μυρωδιά της κλεισούρας και καθαριότητας ήταν ευχάριστα εμπλουτισμένη από τη μυρωδιά του ξύλου των επίπλων και από το άρωμα φρέσκων γαρίφαλων που διακοσμούσαν ένα μικρό γραφείο, και με ανακούφιση άφησε τα πράγματά του σε μια καρέκλα.
Άνοιξε την κουρτίνα του παραθύρου και έριξε μια ματιά στη θέα. Το λιμάνι σαν τεράστιος χαμαιλέοντας είχε χαθεί στα γκρίζα χρώματα του χειμωνιάτικου ουρανού και της ανήσυχης θάλασσας, και μερικά γλαροπούλια έφερναν βόλτες πάνω από την ιχθυόσκαλα. Η κίνηση στην πόλη ήταν συνηθισμένη και όλοι πήγαιναν στις δουλειές τους κρατώντας σφιχτά τα πανωφόρια τους. Μια πινακίδα από νέον ενός καταστήματος με ψαρικά είδη αναβόσβηνε ρυθμικά.
Άνοιξε τα συρτάρια από συνήθεια, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και ένα φευγαλέο βλέμμα που δεν τον ικανοποίησε στον καθρέφτη, πήρε την τσάντα με τα απαραίτητα για τη δουλειά του στην πόλη και έφυγε.
Είχε να συναντήσει κάποιους συνεργάτες της εταιρείας του και η μέρα, αν και κρύα και με μεγάλες πιθανότητες για βροχή, προσφερόταν για βόλτα. Αποφάσισε να περπατήσει, τρέφοντας μια φρούδα ελπίδα ότι έτσι θα γυρίσει στο δωμάτιο αρκετά κουρασμένος, ώστε να μπορέσει να κοιμηθεί βαριά. Ευχόταν να μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς όνειρα, σαν ναρκωμένος.
Ήξερε όμως ότι κάποια στιγμή το βράδυ θα ξυπνούσε πανικόβλητος έχοντας κοιμηθεί ελάχιστα. Ήξερε ότι θα επέστρεφε σε αυτό το δωμάτιο για να αντιμετωπίσει έναν ακόμα εφιάλτη. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό.
Όπως ήταν σίγουρος και για τα λόγια που θα επαναλάμβανε σαν λιτανεία εκείνη την ώρα μέσα στην αγωνία του, ανασαίνοντας γρήγορα και λουσμένος στον ιδρώτα: «Μην ανησυχείς. Ηρέμησε. Ήταν απλά ένα όνειρο. Μην ανησυχείς. Ηρέμησε. Ήταν απλά ένα όνειρο…»
Μακάρι να μπορούσε να το πει αυτό και για τη ζωή του, που είχε εξελιχθεί σε ένα ζωντανό εφιάλτη. Μακάρι να μπορούσε να ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την τελική μορφή της ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ του βιβλίου.

Το πρώτο μου μυθιστόρημα φαντασίας είναι επιτέλους πραγματικότητα!
Δείτε εδώ: Για Παραγγελίες
Ευχαριστώ που ονειρεύεστε…