μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

 

 

 

 

 

“Mors ultima ratio”
Λατινικό ρητό

Το τεράστιο σώμα του γέμιζε το χώρο επιβλητικά, καθώς εκείνος στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, ενώ γύρω του περιφέρονταν μικρές ιπτάμενες σφαίρες με εικόνες που δεν είχαν μορφοποιηθεί ακόμα και έμοιαζαν με αναμνήσεις κάποιου που προσπαθούσε να ξεχάσει. Δε χρειαζόταν να βγει από το μικρό του εργαστήριο, στην δυτική πτέρυγα του παλατιού που δεν είχε οπτική επαφή με τις Πύλες, για να φτιάξει αυτό το όνειρο.
Για κάποιους εφιάλτες που είχε κατασκευάσει, πήγαινε σε κάποιο από τα ψηλότερα επίπεδα του παλατιού που πρόσφερε απεριόριστη θέα στην Ενύπνια και από εκεί διάλεγε τις τρομερές μορφές που θα καταλάμβαναν τα όνειρα αυτά και ξεσήκωνε τις πιο επικίνδυνες τοποθεσίες μέσα από τις άπειρες δυνατότητες επιλογών που είχε στη διάθεσή του. Άλλες φορές πάλι, περιδιάβαινε την επικράτειά του στην Ενύπνια στα σύνορα με τον Τάρταρο, για να επιλέξει από κοντά τα δύσμορφα πλάσματα και τα δυσοίωνα μέρη που θα συμπλήρωναν το σκηνικό ενός καλοδουλεμένου εφιάλτη. Τώρα όμως αυτό που χρειαζόταν, ήταν η διακριτικότητα.
Καμιά φορά ο φόβος δε χρειάζεται να είναι τόσο προφανής. Φόβο δε σου προκαλεί απαραίτητα αυτό που βλέπεις, φόβο αισθάνεσαι από κάτι που περιμένεις να δεις. Είναι εκείνο το συναίσθημα άγνοιας, μια υποψία του ότι κάτι πάει στραβά, η σκιά του κινδύνου που ελλοχεύει στο σκοτάδι, είναι η αμφιβολία… ή ακόμα και η ξαφνική γνώση για κάτι το μέχρι πρότινος άγνωστο…
Είχε όλα τα απαραίτητα στο εργαστήρι του. Μετά από το περιστατικό στο Φίλντισι είχε γίνει σκιά του θνητού και τον περίμενε σε κάθε του όνειρο. Είχε μάθει τους φόβους του καλύτερα από τον ίδιο. Είχε τις εικόνες από το μυαλό του Τζων και ήξερε για ποιαν νοιάζεται. Είχε ακούσει εκείνη την μέρα και ο ίδιος το τραγούδι της που είχε αφυπνίσει τον ονειρευτή, σώζοντάς του τη ζωή λίγο πριν τον αρπάξει και τον παραδώσει στα χέρια του Θανάτου.
Τώρα με αυτές τις εικόνες και λίγο υπαινικτικό τρόμο θα έφτιαχνε έναν ακόμα εφιάλτη που θα έφτανε τον Τζων ένα βήμα πιο κοντά στην εξάντληση. Είχε γίνει η μοναδική του ασχολία τον τελευταίο χρόνο. Προσπαθούσε να κρατήσει τον ονειρευτή μακριά από τα Περίχωρα, στέλνοντας του τρομακτικούς εφιάλτες για να τον κρατάει ξύπνιο όλη νύχτα. Ο θάνατος από “φυσικά αίτια” δε θα αργούσε να έρθει.
Τώρα πρόσθετε τη μορφή της Ελπίδας στο όνειρο, γνωρίζοντας ότι ο Τζων την αναζητάει πάντα πέφτοντας για ύπνο. Κανονικά τις μορφές σε ένα όνειρο τις προσθέτει ο Μορφέας, αλλά σε αυτή την ειδική περίπτωση κάποιες αποσπασματικές εικόνες που είχε ο ίδιος ο Φοβήτωρας από την Ελπίδα, έφταναν για να στήσει τον εφιάλτη που ήθελε. Ο Μορφέας δεν χρειαζόταν να γνωρίζει τίποτα.
Έχοντας τις εικόνες τις Ελπίδας να αιωρούνται στο ανοικτό του χέρι μπροστά του και κάποια σκόρπια γήινα σκηνικά, πρόσθεσε λίγο από το χαρακτήρα του και έκλεισε το όνειρο σε μια μικρή σφαίρα. Μια ωραία προσθήκη για να συμπληρωθεί η εικόνα ενός κομψού λαιμού, όπως αυτός της Ελπίδας, είναι ένα σετ μακριών νυχιών που να απειλούν να της τον κόψουν. Μετά θα αυτοσχεδίαζε…
Από εκείνη τη μέρα στο Φίλντισι δεν άφηνε τον ονειρευτή να περιπλανιέται μόνος του στα Περίχωρα. Εκείνη τη περίεργη μέρα ο Αρνητής του εξαφανίστηκε και ο ονειρευτής είχε πλέον τη δυνατότητα να ονειρεύεται συνειδητά όποτε ήθελε, άσχετα αν δεν του το είχε επιτρέψει από τότε. Μέχρι να τον σκοτώσει, δε θα του επέτρεπε ποτέ.
Έστειλε το όνειρο και περίμενε…
Ο εφιάλτης ταξίδεψε στην Ενύπνια, πέρασε μέσα από το Φίλντισι, συνέχισε στο Μεσοδιάστημα και την ώρα που ο Τζων έκλεινε τα μάτια του στη Γη για να ξεκουραστεί, ο εφιάλτης υλοποιήθηκε στα Περίχωρα.
Ο Φοβήτωρας τώρα καθόταν στην μοναδική πολυθρόνα του μικρού του εργαστηρίου, κρατώντας καρφωμένο το βλέμμα του σε ένα κρανίο που είχε φτιάξει ο ίδιος, το οποίο είχε την ιδιότητα από το ένα του μάτι να προβάλει όνειρα που είχαν περάσει από το Κέρατο και από το άλλο μάτι όνειρα που είχαν περάσει από το Φίλντισι.
Τώρα είχε όλη του την προσοχή εστιασμένη στις κινήσεις του ονειρευτή μέσα στον εφιάλτη που του είχε κατασκευάσει. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να παραμείνει στα Περίχωρα πολύ ώρα.
Ο Τζων μπήκε σε κατάσταση REM σχεδόν αμέσως αφότου έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να ονειρεύεται νιώθοντας ανακουφισμένος που είχε καταφέρει να φέρει πάλι την Ελπίδα στα όνειρά του. Όμως…? Αυτά τα απειλητικά νύχια…? Ελπίδα…? Μωρό μου…?

«Για ένα λεπτό…» (σκέφτηκε) «Είμαι σε όνειρο…» Ψιθύρισε στον ύπνο του και τα λόγια του ακούστηκαν από κάποιον άλλον…

Ο Φοβήτωρας κατάλαβε αμέσως την εναλλαγή στη συνείδηση του θνητού. Είχε αρχίσει πάλι να ονειρεύεται συνειδητά. Ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο και τώρα έπρεπε να αρχίζει να παίζει με τη συνείδηση του Τζων.
Άφησε τον εφιάλτη που είχε ετοιμάσει να ξεδιπλωθεί λίγο ακόμα μεταφέροντας την αίσθηση στον Τζων ότι μπορεί να είναι και ξύπνιος. Ακόμα ένα κύμα φόβου θα τον ξύπναγε σίγουρα. Προσθέτοντας την τελική πινελιά της απόλυτης αίσθησης του Θανάτου πίσω από την κλειστή σιδερένια πόρτα, συνυφασμένης με το συναίσθημα της πρόκλησης που του είχε στείλει, δεν αποκλείεται να τον πέθαινε σήμερα στον ύπνο του. Δεν είναι και λίγο να ξέρεις ότι πίσω από την πόρτα καραδοκεί ο θάνατος της αγαπημένης σου ή και ο δικός σου.
Και τότε επενέβει ο ίδιος ο Θάνατος. Μέσα από το μυαλό του Φοβήτωρα έστειλε μια και μοναδική λέξη. Μια λέξη με την χροιά της φωνής του Θανάτου που άκουσε ο Τζων πλησιάζοντας την πόρτα. Ο Θάνατος ήθελε ο Τζων να ξέρει με ποιον έχει να κάνει. Το θεωρούσε δίκαιο. Τον καλούσε με το όνομα του.

«Τζών» Η φωνή φάνηκε να έρχεται πίσω από την πόρτα.

Στο κάλεσμά του από τον ίδιο τον Θάνατο ο Τζων λίγο έλειψε να πεθάνει και ήταν κυρίως το έντονο αίσθημα της αυτοσυντήρησής του που τον κράτησε ζωντανό. Αυτό και οι τυχαίοι θόρυβοι στον ξενώνα που είχε καταλύσει για τη νύχτα. Με μια ακούσια αντίδραση ο οργανισμός του τον επανέφερε στο σώμα του, ξυπνώντας τον.
Ο Φοβήτωρας διέκοψε οργισμένος την αυτοσυγκέντρωσή του και σκέπασε απότομα τα μάτια καλύπτοντάς τα με τις τεράστιες παλάμες του με τα χοντρά δάχτυλα, σε μια κίνηση απογοήτευσης και κούρασης. Δεν του άρεσε να επεμβαίνει ο Θάνατος στα όνειρα που έφτιαχνε, αλλά αυτό ήταν ένα από τα πολλά τιμήματα που είχε πληρώσει όταν είχε συμφωνήσει να τον υπηρετεί μέχρι να πεθάνει ο ονειρευτής.
Σηκώθηκε με φόρα από την πολυθρόνα. Καθώς όρθωσε το ανάστημά του, ο χώρος στο εργαστήριο έμοιαζε να μικραίνει ακόμα περισσότερο. Ξεφύσησε σαν άγριο ζώο φυλακισμένο. Σκιές χόρεψαν στο ημίφως των κεριών και των λαμπών λαδιού που φώτιζαν το χώρο και εξαφανίστηκαν καθώς εξαφανίστηκε και ο ίδιος με μια του σκέψη.
Περπατούσε για αρκετή ώρα. Μετά την τηλεμεταφορά του από την Ενύπνια στον Τάρταρο, προτίμησε να περπατήσει. Είχε το προνόμιο από τον ίδιο το Θάνατο να τηλεμεταφέρεται οπουδήποτε ήθελε στον Τάρταρο, παρακάμπτοντας έτσι την περιοχή του Βαρκάρη, όπου η τηλεμεταφορά είναι αδύνατη, και την πύλη που οδηγεί στην Κοιλάδα του Θανάτου και φυλάσσεται από τον Κέρβερο.
Κόκκινη και μαύρη ακατέργαστη πέτρα απλωνόταν τριγύρω για αμέτρητα χιλιόμετρα. Εκείνος έμοιαζε να βρίσκεται στη μέση του πουθενά, ακολουθώντας ένα μονοπάτι που ανοιγόταν ολόισιο ανάμεσα στους κοφτερούς βράχους και το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τα τεράστια βράχια που βρίσκονταν γύρω του, ήταν ότι εκείνος κινιόταν.
Το μονοπάτι εκτεινόταν ατελείωτο μπροστά του και πίσω του χωρίς να παρεκκλίνει, μια τομή από νυστέρι χειρούργου πάνω στο έδαφος και συναντούσε στο βάθος του ορίζοντα έναν ουρανό σκοτεινό, χωρίς φεγγάρι και αστέρια να τον στιγματίζουν, με μαύρα σύννεφα να παρασέρνονται από μανιασμένους ανέμους και συνεχείς, αλλά αθόρυβους κεραυνούς που ξεσπώντας παντού ανεξέλεγκτα, ήταν και η μοναδική πηγή ενός απόκοσμου και εκτυφλωτικού φωτισμού.
Απολάμβανε το τοπίο και την μακάβρια ομορφιά του σαν να γύριζε σπίτι, προσπαθούσε όμως να μη σκέφτεται καθόλου τον τελικό του προορισμό και τον θεό που έπρεπε να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά. Το μυαλό του ήταν ήδη απασχολημένο από τις επιπτώσεις της συμμαχίας που είχε συνάψει με εκείνον και από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε με τον ιδιαίτερο ονειρευτή που δεν έκανε καθόλου εύκολη την προσπάθειά του να απαλλαγεί από αυτή τη συμφωνία.
Ο δυνατός αέρας περνώντας ανάμεσα από τις σχισμές που δημιουργούσαν τα βράχια, σφύριζε ασταμάτητα σαν πνεύμα που προμηνύει θάνατο και έφερνε στα ρουθούνια του μια έντονη μυρωδιά από θειάφι. Χιλιόμετρα μακριά από το μονοπάτι που οδηγούσε στο Σιδερένιο Πύργο και παράλληλα με αυτό, ο ποταμός Πυριφλεγέθων έβραζε ασταμάτητα λιώνοντας την πέτρα και το μέταλλο σε ένα καυτό μείγμα, δίνοντας στον Τάρταρο το χαρακτηριστικό κοκκινωπό του χρώμα που έλαμπε εντονότερο με κάθε αθόρυβο κεραυνό που ξεσπούσε. Στο στόμα του είχε μια μεταλλική γεύση από αίμα. Με κάθε του εισπνοή αισθανόταν το ιχώρ στις φλέβες των κροτάφων του να χτυπάει όλο και πιο έντονα από μια διεστραμμένη ευχαρίστηση.
Αύξησε το ρυθμό του βαδίσματός του στην Κοιλάδα του Θανάτου και προσπάθησε να καταπνίξει το σχεδόν ευφορικό συναίσθημα που ένιωθε στο μακάβριο τοπίο, συναίσθημα το οποίο άρχιζε να εξαφανίζεται σταδιακά όσο τα βήματά του τον έφερναν όλο και πιο κοντά στο τέλος της διαδρομής του. Στο Σιδερένιο Πύργο.
Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον ορίζοντα μπροστά και αντανακλούσε κεραυνούς στο απύθμενο σκοτάδι των ματιών του. Ξεφυσούσε μανιωδώς και εισέπνεε δυνατά σαν κάθε του ανάσα να είναι και η τελευταία, ένα βουνό από μυς εν κινήσει, που καθώς βάδιζε γρήγορα στο ολόισιο απέραντο μονοπάτι, έμοιαζε με αμαξοστοιχία φορτωμένη με ατσάλι και μπετό και προορισμό την κόλαση.
Κάποια στιγμή, διέκρινε σε κάποια απόσταση να ξεπροβάλλει η αρχή του πρώτου Χάλκινου Τείχους. Έμοιαζε να αναδύεται σιγά σιγά καθώς πλησίαζε, ώσπου φτάνοντας αρκετά κοντά κάλυπτε όλο το οπτικό του πεδίο και εκτεινόταν δεξιά και αριστερά για ατελείωτα χιλιόμετρα. Ένα απροσπέλαστο πανύψηλο και λείο Τείχος που έλαμπε κόκκινο σα να είχε πάρει φωτιά από το χρώμα του χαλκού και των κεραυνών που άστραφταν πάνω του, ορθωνόταν επιβλητικό διακόπτοντας την ξέφρενη πορεία του. Το ευθύγραμμο μονοπάτι που ακολουθούσε τόση ώρα έμοιαζε να σταματάει απότομα πάνω του χωρίς να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι συνεχίζει, καθώς το μέταλλο ήταν συμπαγές και με καθόλου εμφανή σημάδια που να μαρτυρούν την ύπαρξη πόρτας.
Φτάνοντας μπροστά από το Τείχος ψιθύρισε κάτι και συνέχισε το βηματισμό του περνώντας μέσα από το τείχος που, ενώ φαινόταν βαρύ, ακλόνητο και αδιαπέραστο, άνοιξε να τον υποδεχτεί και έκλεισε πίσω του σαν μια βελούδινη κουρτίνα.
Τώρα βρισκόταν σε ένα χώρο που δεξιά και αριστερά του εκτεινόταν ένας μακάβριος κήπος σπαρμένος με κάτασπρα κόκαλα και κρανία διαφόρων πλασμάτων, που εν ζωή πρέπει να ήταν φοβερά στην όψη, ενώ στο βάθος διέκρινε το δεύτερο Χάλκινο Τείχος.
Ανάμεσα στα κόκαλα και πολύ κοντά στο τείχος είδε κάποιες σκόρπιες ψυχές να περιφέρονται ανήσυχες και να το ψηλαφούν σαν προσκυνητές, προσπαθώντας να βρουν την είσοδο για το μέρος που θα έρχονταν αντιμέτωπες με την τελική τους κρίση. Ήταν η τελευταία τους δοκιμασία πριν ο Θάνατος τους λυτρώσει και μερικές είχαν παραμείνει ανάμεσα στα τείχη για αμέτρητους αιώνες συμπληρώνοντας την αποκρουστική διακόσμηση από κόκαλα. Από πάνω του οι κεραυνοί εξακολουθούσαν να μαίνονται αθόρυβοι αλλά πλέον με αυξημένη συχνότητα. Προχώρησε μειώνοντας τον ξέφρενο ρυθμό του βηματισμού του.
Ο μανιασμένος αέρας που σε όλη τη διαδρομή του έγδερνε το πρόσωπο, εδώ είχε μειωθεί στο ελάχιστο και το μόνο που ακουγόταν ήταν η γρήγορη αναπνοή του. Κάνοντας λίγα βήματα στο χώρο με τα κόκαλα, ένιωσε τα πρώτα σημάδια αδυναμίας να τον καταβάλλουν. Το μέρος είχε αρχίσει να του απορροφά τη ζωτική του ενέργεια.
Περνώντας στο Δεύτερο Τείχος από μια εξίσου αόρατη είσοδο ψιθυρίζοντας μια άλλη λέξη, το σκηνικό επαναλαμβανόταν μόνο που τώρα τριγύρω τα κόκαλα ήταν κατάμαυρα και σε μερικά σημεία σχηματίζονταν αλλόκοτα γλυπτά που φαίνονταν σαν να βρίσκονταν σε μια αέναη πάλη προσπαθώντας να κατασπαράξει το ένα το άλλο.
Εδώ οι ψυχές ήταν περισσότερες. Η δεύτερη λέξη ήταν εύκολο να την προφέρει κανείς και όλες οι ψυχές ήξεραν τί να ζητήσουν, αλλά η τρίτη λέξη ήταν δύσκολη και λίγες ψυχές είχαν το σθένος να την προφέρουν.
Τώρα πλέον δεν ακουγόταν παρά μόνο ο ήχος της καρδιάς του που χτυπούσε ακόμα δυνατά στα μηνίγγια του. Έσφιξε τα δόντια και ένα διεστραμμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Γρύλισε. Οι μυς στο λαιμό του τεντώθηκαν και φαίνονταν ότι θα σπάσουν. Από εδώ και πέρα έπρεπε να μαζέψει όλη του τη δύναμη για να μην αφήσει και αυτός τα κόκαλά του να διακοσμήσουν το χώρο με την προσθήκη τους.
Το Τρίτο Τείχος δεν άργησε να φανεί μπροστά του και περνώντας την τελευταία αόρατη πύλη στάθηκε για ακόμα μια φορά με δέος μπροστά από τον πελώριο, Σιδερένιο Πύργο του Θανάτου. Το τετράγωνο αυστηρό κτίριο που έμοιαζε με μεγαλιθική ταφόπλακα τον έκανε πάντα να κοντοστέκεται. Στο κρύο σίδερο που έλαμπε απειλητικό με το μαύρο χρώμα του τέλους από τη λάμψη των κεραυνών δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρά την ύπαρξη ζωής μέσα. Επειδή δεν υπήρχε καμία.
Όλο το έδαφος τριγύρω καλυπτόταν από αψεγάδιαστο, γυαλιστερό, κατάμαυρο μάρμαρο κάνοντας ακόμα πιο επιβλητική την παρουσία του σιδερένιου κατασκευάσματος που ορθωνόταν μπροστά του.
Ο πανύψηλος χωρίς παράθυρα, σιδερένιος πύργος που η κορυφή του εξαφανιζόταν στο βάθος του κατάμαυρου ουρανού και στεφανωνόταν από μυριάδες κεραυνούς, έμοιαζε να τον περιμένει για να τον φυλακίσει για πάντα μέσα του.
Όλο το κατασκεύασμα και μαζί ο μαρμάρινος περίγυρος αντανακλούσαν τους αθόρυβους κεραυνούς και χαρασσόταν στιγμιαία από αυτούς και το κτίσμα που έμοιαζε με το μνημειώδες μαυσωλείο κάποιου καταραμένου απέθαντου φαινόταν να αποκτά ζωή για να μπορέσει να υμνήσει το Θάνατο.
Αν και ήξερε ότι ο Έρεβος είχε δημιουργήσει ολόκληρο τον Τάρταρο, στεκούμενος εκεί του φαινόταν ότι μια ακόμα πιο σκοτεινή δύναμη, αν αυτό ήταν δυνατό, να είχε ανεγείρει αυτό το θλιβερό μνημείο προς τιμήν αυτού που απαλύνει τους πόνους και απαλλάσσει από ασθένειες. Το μοναδικό μνημείο για έναν τέτοιο γενναιόδωρο ευεργέτη. Ο πύργος του Βασιλιά Των Νεκρών.
Στο χώρο επικρατούσε νεκρική σιγή. Η καρδιά του έμοιαζε να έχει πάψει να χτυπά. Αν δεν ήταν ο ίδιος ένας αθάνατος άρχοντας του τρόμου, θα νόμιζε ότι είναι νεκρός και αυτό ίσως να ήταν και το μοναδικό πράγμα που θα τον τρόμαζε.
Έκανε ένα αβέβαιο βήμα μπροστά νιώθοντας την αδυναμία σε όλο του το σώμα να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Το τίμημα ήταν το ίδιο για όποιον έμπαινε στο παλάτι του Θανάτου και συνήθως όσοι έμπαιναν δεν είχαν και πολλά να χάσουν. Ήταν ήδη νεκροί.
«Φοβήτωρα. Σε περίμενα. Πέρασε.» άκουσε μέσα στο κεφάλι του να τον καλεί ο Θάνατος και ένα κύμα δυσφορίας κατέκλυσε στιγμιαία το κορμί του. Η τεράστια σιδερένια πύλη έσπασε σε δυο κομμάτια και άνοιξε για να τον υποδεχτεί σιωπηλά, αφήνοντας μια αντανάκλαση πάνω στο μαύρο μάρμαρο από ένα άρρωστο πρασινωπό φως που έλαμπε από το εσωτερικό του πύργου. Η δυσφορία και η αδυναμία του μεγάλωσαν και αναγκάστηκε να ξοδέψει μεγάλη ενέργεια για να δείχνει ανέπαφος από την παρουσία, παντού γύρω, του Θανάτου.
Πέρασε τη σιδερένια πύλη και τα δυο της φύλλα έκλεισαν πίσω του καταληκτικά με πάταγο, σπάζοντας τη σιωπή. Στάθηκε στον προθάλαμο που κίονες από συμπαγής σκιές στήριζαν ένα κατάμαυρο ταβάνι που έμοιαζε διαφανές και γεμάτο από σκοτεινές αναμνήσεις όλων των νεκρών που αισθάνθηκαν αμέσως την παρουσία του εκεί και τον καλούσαν να ενωθεί μαζί τους και να χαθεί για πάντα ανάμεσά τους. Η πηγή του αρρωστημένου φωτισμού τον καλούσε στο βάθος του προθάλαμου, εκεί που τελείωνε το Πηγάδι των Ψυχών.
Ο πάτος του Πηγαδιού φανέρωνε με τι ήταν γεμάτος ο πανύψηλος σιδερένιος πύργος. Διασχίζοντάς τον, αυτός ο πάτος φάνηκε να αναδεύεται με μανία. Οι ψυχές που ξεπρόβαλλαν από εκεί, στροβιλίστηκαν βίαια και χάθηκαν σε μια σκοτεινή δίνη, αφήνοντας να εμφανίζονται μέσα από ένα κατάμαυρο πηχτό φόντο κάποιες τελευταίες ψυχές που φαίνονταν να βασανίζονται αιώνια.
Στο τέλος του προθάλαμου, πέρα από την αψιδωτή είσοδο που παρέμενε πάντα ανοιχτή, είδε το Θάνατο να κάθεται πάνω στο σιδερένιο θρόνο του. Ήταν ένα απλό κάθισμα με αρκετό πάχος σε κάθε του διάσταση και με την σιδερένια πλάτη να ενώνεται απευθείας με την υπόλοιπη σιδερένια αίθουσα που φαινόταν εντελώς άψυχη σε αντίθεση με τον προθάλαμο πριν, που ήταν ένα μέρος γεμάτο ψυχές.
Η αίθουσα ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει ένα μικρό νεκροταφείο και δεν φωτιζόταν από κάπου συγκεκριμένα, απλά υπήρχε ένα ασθενικό φως στα πρασινόμαυρα χρώματα της αποσύνθεσης, έτοιμο να σβήσει. Οι σιδερένιοι τοίχοι ήταν εντελώς άδειοι και έμοιαζαν να φωσφορίζουν σα το εσωτερικό από νεκρά όστρακα.
Ο Άρχοντας Των Νεκρών καθισμένος στο λιτό θρόνο, στήριζε το κεφάλι του στο ένα χέρι, με τα μακριά και κομψά δάχτυλά του να ακουμπούν στο λείο μέτωπο και στους κροτάφους του. Είχε τα μάτια κλειστά, ενώ το άλλο του χέρι αναπαυόταν ήρεμα στο μπράτσο του θρόνου.
Με την είσοδο του Φοβήτωρα στην αίθουσα, άνοιξε τα μάτια και σήκωσε το βλέμμα του για να τον συναντήσει. Ένα μειδίαμα στα όρια της τρέλας, σχηματίστηκε στο αψεγάδιαστο πρόσωπό του, αλλά ακόμα και αυτό τον έκανε να δείχνει επικίνδυνα όμορφος.
Ο Φοβήτωρας σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά από το Θάνατο και χαιρέτισε επίσημα υποκλινόμενος, σε μια προσπάθεια να κρύψει τη δυσφορία και την αποστροφή του.
«Καλώς ήρθες ανιψιέ.» Του είπε με την πιο άχρωμη φωνή που θα μπορούσε ποτέ να ακουστεί από κάποιον με την εκπληκτική ομορφιά του και χωρίς να σηκωθεί, άνοιξε τα χέρια σε μια άκομψη χειρονομία καλωσορίσματος.
Ο Φοβήτωρας κυριολεκτικά πάντα έτρεμε τις συναντήσεις του με το Θάνατο. Μπορεί να ήταν αυτός που δημιουργούσε τους εφιάλτες των θνητών αλλά ο φόβος του Θανάτου είναι ότι πιο τρομακτικό έχουν να αντιμετωπίσουν αυτοί. Ο ίδιος φόβος έπιανε και τον ίδιο όποτε βρισκόταν εδώ και τον εξαντλούσε στην προσπάθειά του να μη το δείχνει.
Ίσως ήταν η επιβλητική ομορφιά του Θανάτου σε συνδυασμό με την άχρωμη φωνή του που τον έκανε να φαίνεται σαν να μην εννοεί τίποτα από όσα λέει, γνωρίζοντας όμως ότι αυτά που ακούς είναι θανάσιμα σοβαρά.
Ίσως ήταν η φυσική του ικανότητα να απορροφά ζωτική ενέργεια από κάθε ζωντανό πλάσμα γύρω του, που σε συνδυασμό με τα παραπάνω δύο χαρακτηριστικά, τον έκαναν πραγματικά τον υπέρτατο φόβο.
Ίσως ήταν ο τρόπος που οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του, γεμίζοντας το χώρο απόκοσμο ψύχος και η χροιά της φωνής του που ήταν σταθερή σα νανούρισμα αλλά άχρωμη και δε μετέφερε μέσα της κανένα συναίσθημα. Ήταν σαν να μιλούσε μια νεκρή γλώσσα.
Ίσως ήταν τα μάτια του. Ποτέ ο Φοβήτωρας δεν είχε κατορθώσει να κοιτάξει κατάματα τον Θάνατο. Κανείς ζωντανός δε μπορεί καθώς μόνο οι νεκροί έχουν αυτό το “προνόμιο”. Το παγωμένο, άψυχο σαν νεκρού ψαριού, βλέμμα του, με ένα βλεφαρισμό οδηγούσε κατευθείαν στο Χάος. Εκεί που ξεκίνησαν όλα. Εκεί που επιστρέφουν όλα. Και τα μάτια του Θανάτου ήταν η μοναδική δίοδος.
Θέλοντας να κάνει και αυτή την επίσκεψη όσο πιο σύντομη γινόταν, δεν περίμενε τον Θάνατο να θίξει το θέμα. Σαν στρατιώτης έδινε την αναφορά του και περίμενε τις επόμενες διαταγές. Σε αυτό τον πόλεμο είχε διαλέξει στρατόπεδο. Είχε αφήσει πίσω του το βασίλειο του πατέρα του, του Ύπνου και τώρα υπηρετούσε τον θείο του, το Θάνατο. Παρόλα αυτά όμως το μίσος που ένιωθε μέσα του για το σύμμαχό του συναγωνιζόταν το μίσος του για τους ανθρώπους.
Μισούσε το ανθρώπινο είδος, έτσι που μόνο ο Άρχοντας του Φόβου μπορούσε να δώσει έννοια στο μίσος. Δεν ένιωθε απλά απογοητευμένος από το ανθρώπινο είδος όπως ο πατέρας του, που σε κάποιες περιπτώσεις τους θεωρούσε ανάξιους να λαμβάνουν το δώρο του ή την ενόχληση που ένιωθε ο Μορφέας από το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα μέσα από τα προφητικά όνειρα να βλέπουν το μέλλον.
Ο Φοβήτωρας τους μισούσε με όλη τη δύναμη της ύπαρξης του. Ίσως γιατί κατά βάθος τους έμοιαζε. Στην μακρόχρονή ύπαρξή του, είχε μελετήσει αρκετά το ανθρώπινο είδος για να βρει τι ήταν αυτό που φοβούνται και να το αναπαράγει στα όνειρα.
Είχε δει τα φρικτά και αποτρόπαια πράγματα που μπορεί να προκαλέσει ο άνθρωπος στο συνάνθρωπό του και τα είχε χρησιμοποιήσει. Είχε αφομοιώσει όλους τους φόβους τους και είχε φτιάξει εφιάλτες με όλα τα ταπεινά τους αισθήματα, όπως της μισαλλοδοξίας και της κακίας που μαστίζουν την ανθρωπότητα.
Είχε μεταμορφωθεί ο ίδιος σε ένα πλάσμα καθαρού μίσους για να μπορεί να κάνει τη δουλειά του τέλεια. Επίσης δεν είχε τη σχέση που είχε ο Μορφέας με τον πατέρα τους για να συμμερίζεται τις απόψεις του περί Ισορροπίας και σε καμία περίπτωση δε θεωρούσε ότι φαινόταν να υπάρχει ελπίδα για την πρόοδο του ανθρώπινου είδους.
Είχε μοιάσει πιο πολύ στον θείο του το Θάνατο. Μια οντότητα σκληρή, γεμάτη πίκρα, αλόγιστη όσο αφορούσε στους ανθρώπους και μοχθηρή. Σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό του, ένας κινούμενος μυώδης μέχρι και στα δάχτυλα όγκος, με ένα σχεδόν τετράγωνο κεφάλι χωρίς καθόλου τριχοφυΐα, με κατάμαυρα απύθμενα μάτια και ανελέητο βλέμμα, ήταν αυτός που είχε αναλάβει να δημιουργεί τους ανθρώπινους εφιάλτες.
Και κάθε φορά ξεπερνούσε τον εαυτό του φτιάχνοντας πραγματικά ότι πιο τρομερό μπορούσε παρακινούμενος από το μίσος που ξεχείλιζε σα δηλητήριο από μέσα του.
Τώρα στεκόταν σχεδόν ανήμπορος μπροστά στο Θάνατο βοηθώντας στα σχέδιά του για την καταστροφή του Ύπνου και της ανθρωπότητας, ένα απλό πιόνι, δέσμιος μιας λανθασμένης επιλογής.
«Τον έχω στο χέρι…» είπε με τη βαριά του φωνή σα πριόνι σε κόκαλο και η φράση δεν αντήχησε καθόλου στην τεράστια σιδερένια αίθουσα, πέφτοντας νεκρή.
«Αυτό μου είπες και την τελευταία φορά.» του απάντησε στον ίδιο άχρωμο τόνο που έμοιαζε με τη χλομάδα ενός νεκρού σε ψυγείο.
«Θέλω να πεθάνει σύντομα και θα προτιμούσα να μην αναμιχθώ προσωπικά για να γίνει αυτό. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Αρκετά τράβηξα την προσοχή του πατέρα σου περιπλανώμενος στα Περίχωρα και παίρνοντας ψυχές που πίστευα ότι είναι αυτός.
»Αν ο Ύπνος καταλάβει τα σχέδιά μου, δε θα μένει άλλη επιλογή από την ανοικτή σύγκρουση. Τώρα μπορείς να πεις ότι… προσπαθώ να τους πιάσω και τους δύο στον ύπνο…» χαμογέλασε στο δικό του αστείο και τα κάτασπρα δόντια που φάνηκαν και έμοιαζαν με στοιχισμένες ταφόπλακες, θύμισαν στο Φοβήτωρα τον κήπο με τα λευκά κόκαλα μετά το πρώτο Χάλκινο Τείχος. Άλλο ένα τέτοιο χαμόγελο και ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε εκεί.
«Αναμίχτηκες όμως σήμερα και τον ξύπνησες…» Είπε με μια υποψία παραπόνου και δυσαρέσκειας στη φωνή του που ίσως και να την πλήρωνε.
«Θέλω πιο γρήγορα αποτελέσματα…» Η σκληρότητα στο βλέμμα του σε αυτή την απάντηση μπορούσε να συγκριθεί με το μέταλλο που ήταν κατασκευασμένο ολόκληρο το παλάτι του.
«Είναι στα όρια της κατάρρευσης. Προσπαθώ να τον πεθάνω από φόβο στον ύπνο του, αλλά το μυαλό του είναι αρκετά δυνατό. Ο οργανισμός του όμως έχει εξασθενήσει. Κοιμάται λίγο κάθε μέρα, εφόσον φροντίζω να τον ξυπνάω με εφιάλτες. Η απουσία ύπνου σε λίγο θα οδηγήσει σε παραισθήσεις και αργά ή γρήγορα ο εξασθενημένος οργανισμός του θα τον παραδώσει στα χέρια σου.
»Αλλά… αυτός ο θνητός με έχει προβληματίσει. Από τότε που κατάφερε να ξεγελάσει τον Αρνητή του και να αγγίξει το Φίλντισι, δε φαίνεται να έχει καταλάβει στα αλήθεια τι του έχει συμβεί. Παρόλα αυτά δείχνει εξαιρετική αντοχή.»
«Αυτό το γνωρίζω ανιψιέ. Από τότε κατάλαβα ότι είναι αυτός που ψάχνω. Γι’ αυτό ένα χρόνο τώρα σου είπα να του στέλνεις εφιάλτες. Ο μόνος θνητός που θα μπορούσε να ξεφύγει. Και δεν θέλω να ξεφύγει κανένας. Αν έστω και ένας θνητός συνεχίσει να ονειρεύεται, ο Ύπνος δεν πρόκειται να νικηθεί ποτέ. Δε μπορώ να τους βοηθήσω να φτάσουν στην τελειότητα αν δεν πάρω την εξουσία του Ύπνου στα χέρια μου και αυτός ο θνητός είναι το μόνο εμπόδιο.
»Προσπαθώ να τους απαλλάξω από αυτό το φορτίο των επιλογών και της άγνοιας που τους βαραίνει και το μόνο που καταφέρνει, είναι να προκαλεί πόνο, δυστυχία και μιζέρια. Και ο μόνος τρόπος για να τους βοηθήσω είναι να νικηθεί ο Ύπνος. Αυτός ο θνητός είναι ο μόνος που μπορεί να κρατήσει τις Πύλες ανοιχτές και να δώσει στον Ύπνο τη δύναμη που χρειάζεται για να συνεχίσει να υπάρχει, επιτρέποντας στους ανθρώπους να συνεχίσουν να ονειρεύονται.»
Ένα μαύρο πέπλο κυμάτισε μέσα στα μάτια του Θανάτου και στο Φοβήτωρα φάνηκε ότι ο Θάνατος προσπαθούσε να ακούσει κάποιον που του ψιθύριζε.
Όσο μιλούσε τα λόγια του είχαν μια ιδιαίτερη επίδραση πάνω του και τον άκουγε σαν υπνωτισμένος. Με αυτή την αλλαγή στη στάση του Θανάτου, σα να βγήκε από την επίδρασή του και γύρισε ενστικτωδώς να δει αν κάποιος άλλος είχε μπει στην αίθουσα. Όταν είδε παραξενεμένος ότι δεν είχε έρθει κανείς γύρισε πάλι να τον αντικρίσει και με το βλέμμα του χαμηλωμένο, προσπαθώντας να μη συναντήσει το βλέμμα του Θανάτου, είπε με ένα γρύλισμα:
«Ίσως είναι απαραίτητος και άλλος ένας θάνατος. Μια γυναίκα με το όνομα Ελπίδα. Πρέπει να πεθάνει. Την γνώρισα την ίδια μέρα που είδα τον θνητό να έχει ακουμπήσει την Πύλη. Κάποιος κατώτερος Όνειρος είχε φτιάξει τον εφιάλτη της εκείνη τη μέρα, αλλά εξελίχθηκε και αυτό σε ένα περίεργο όνειρο. Αυτοί οι δύο είναι στενά συνδεδεμένοι.
»Από αυτή βρήκε τη δύναμη και τη θέληση να ξεφύγει από τα χέρια μου και να καταφέρει να γυρίσει πίσω στον κόσμο του. Ήταν αυτή που τον κάλεσε πίσω. Εκείνη τη μέρα τον είχα πραγματικά στο έλεός μου. Δε θα καταλάβαινε τίποτα, κανείς, αλλά ξέφυγε… Ίσως είναι καλύτερα να απαλλαγούμε και από αυτή για να είμαστε σίγουροι.»
«Μην είσαι ανόητος ανιψιέ!» Η σιδερένια αίθουσα φάνηκε να λυγίζει πάνω από το κεφάλι του πανύψηλου Φοβήτωρα, ο οποίος αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κρύψει την αδυναμία του, αφήνοντας ένα μουγκρητό πόνου.
«Σε όλες τις διαστάσεις κανείς δε μπορεί να με αμφισβητήσει. Είμαι η μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι μπορώ να παίρνω ζωές κατά βούληση. Παίρνω μεγάλο ρίσκο κάθε φορά που σκοτώνω θνητούς στον ύπνο τους και δε θέλω να ρισκάρω περισσότερο σκοτώνοντας εν ψυχρώ θνητούς στη Γη. Ο Τζων όμως αξίζει το ρίσκο. Πρέπει να πεθάνει και εσύ θα φροντίσεις για αυτό.»
«Προσπαθώ. Είναι το μόνο που κάνω. Ακόμα και την υπνοβασία δοκίμασα πάνω του, καταφέρνοντας να απομακρύνω από τη ζωή του εκείνη τη θνητή αλλά από εκείνη τη μοναδική φορά που τον είχα υπό τον έλεγχό μου και θα μπορούσα να τον κάνω να τη σκοτώσει και να αυτοκτονήσει δε μπόρεσα να ξαναπάρω τον έλεγχο του μυαλού του. Χωρίς να το ξέρει μου αντιστέκεται! Είναι ιδιαίτερος…
»Από τότε προσπαθώ με τους χειρότερους εφιάλτες μου. Του έχω στείλει ότι καλύτερο έχω φτιάξει ποτέ. Εφιάλτες που ακόμα και η Μόρα και ο Βραχνάς θα ζήλευαν.
»Έχει δει να του πέφτουν τα δόντια και να τα φτύνει μαζί με αίμα νιώθοντας τη σαπίλα τους. Τον έχω αφήσει αβοήθητο με τη γη γύρω του να τρέμει και να ταράζεται από συγκλονιστικούς σεισμούς. Τον έχουν κυνηγήσει πλάσματα που διψούν για αίμα και τον έχουν ακινητοποιήσει αφήνοντάς τον παράλυτο στο έλεός τους…
»Μόνο όταν του δείχνω την Ελπίδα σε κίνδυνο τρομάζει πραγματικά… Σαν να μην τον νοιάζει για τον εαυτό του… Δε μοιάζει φυσιολογικός…» είπε και αμέσως σκέφτηκε ότι αυτό το γνώρισμα της ανιδιοτέλειας δεν το είχε συναντήσει σε πολλούς ονειρευτές παρά μόνο σε κάτι ρομαντικούς και ερωτευμένους, ονειρευτές που βλέπουν σπάνια εφιάλτες. Για τον άρχοντα των εφιαλτών η ανθρωπότητα ήταν ένα είδος που έβριθε από εγωισμό και ιδιοτέλεια.
Ο Θάνατος έμεινε για λίγο αμίλητος. Μετά από μια στιγμή απόλυτης ησυχίας που φάνηκε να κρατάει για μια αιωνιότητα, κοίταξε τον Φοβήτωρα με μάτια που μέσα τους φαινόταν να αναδεύεται και να κατασταλάζει το σκοτάδι του Χάους σε μια τελεσίδικη απόφαση.
«Πάρε αυτό.»
Γυρίζοντας απλά προς τα πάνω το χέρι που αναπαυόταν στο μπράτσο του θρόνου, εμφανίστηκε στην παλάμη του ένας στρόβιλος από σκιά που υλοποιήθηκε στο σχήμα μιας σφαίρας. Η αίθουσα σκοτείνιασε και το κρύο αυξήθηκε κάνοντας τα χνώτα του Φοβήτωρα να βγαίνουν σε μεγάλες τολύπες άχνας. Ο Άρχοντας του Φόβου αισθάνθηκε σα να ζούσε τον προσωπικό του εφιάλτη.
«Στείλε του αυτό το όνειρο. Κάνε τον να νιώσει το μαρτύριο της αιωνιότητας. Αν και νομίζουν ότι εγώ είμαι ο “κακός” ασ’ τον να γνωριστεί με τον αληθινό εχθρό. Το χρόνο. Αν επιζήσει από αυτό το όνειρο, θα αναγκαστώ να επέμβω… ίσως λίγο πιο δραστικά…» Στα τελευταία λόγια του Θανάτου ο Φοβήτωρας νόμιζε ότι άκουσε έναν δισταγμό. Τον ίδιο δισταγμό που ένιωθε και ο ίδιος να αγγίξει αυτό το ανοσιούργημα. Ένα όνειρο που δεν είχε κατασκευαστεί στην Ενύπνια.
Ο Φοβήτωρας άγγιξε πρώτα με τα δάχτυλά του επιφυλακτικά και μετά πήρε στο χέρι του το αντικείμενο που του πρότεινε ο Θάνατος. Ήταν μια μαύρη σφαίρα στο μέγεθος της παλάμης του. Την κοίταξε προσεκτικά και παρατήρησε αμέτρητες φωτεινές γραμμές να εμφανίζονται στη λεία μαύρη επιφάνεια της πέτρας, να μπλέκονται μεταξύ τους διαγράφοντας άπειρες κυκλικές τροχιές πριν εξαφανιστούν από εκεί που ξεκίνησαν και όλα αυτά πριν προλάβει ο Φοβήτωρας να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρά του.
Καθώς την κρατούσε στο χέρι του και το βλέμμα του χανόταν μέσα της και τον τραβούσε να ακολουθήσει, την αισθανόταν κρύα και βαριά και ένιωθε κάθε στιγμή που περνούσε σαν να κρατούσε λίγο παραπάνω ή σαν να μην είχε κρατήσει όσο έπρεπε. Η καρδιά του είχε αρχίσει να χάνει χτύπους και η αναπνοή του είχε γίνει ακανόνιστη και ρηχή.
Μαζί με την αδυναμία που του προξενούσε η παρουσία του Θανάτου δίπλα του, ένιωθε και έναν ανεξήγητο αποπροσανατολισμό όσο αφορά στο πως είχε συνηθίσει να βιώνει το χρόνο γύρω του. Ένιωθε σαν ένα δισδιάστατο πλάσμα σε ένα τρισδιάστατο χώρο.
Ήταν εξοικειωμένος με διάφορες χρονικές μεταβλητές, όπως ήταν συνηθισμένος και στην πλήρη απουσία του χρόνου. Γνώριζε το χρόνο που έχουν θεσπίσει οι θνητοί για να μετράνε την κάθε στιγμή από τις μίζερες ζωές τους, το χρόνο που περνάνε αυτοί οι άθλιοι στα Περίχωρα βιώνοντας τους εφιάλτες του, το χρονικό διάστημα του ονειρικού σεναρίου που δεν είχε καμία σχέση με τον πραγματικό χρόνο του ονείρου τους, το χρόνο που κοιμόταν ο πατέρας του, το χρόνο που του έπαιρνε να κάνει μια σκέψη που θα γινόταν το όνειρο κάποιου, τόσες πολλές διαφορετικές σταθερές… Ζώντας σε μια χώρα που ο χρόνος δεν υπήρχε, γνώριζε το χρόνο στην πραγματική του διάσταση.
Τώρα κρατώντας αυτό το αντικείμενο στο χέρι του ένιωθε μια ανεξήγητη αναστάτωση. Ένα αντικείμενο με συμπυκνωμένο χρόνο μέσα του. Ένιωθε πολλές στιγμές να περνάνε μαζί καθώς ο χρόνος είχε σταματήσει. Και ένιωθε… (Γερασμένος?) … κάτι μέσα του να τον παρακινεί να απαλλαγεί από αυτό το αντικείμενο.
Είχε μείνει, ούτε και ο ίδιος ήξερε πόση ώρα, να κοιτάζει το αντικείμενο και τα λόγια του Θανάτου τον επανέφεραν πίσω στη σιδερένια αίθουσα να στέκεται σα χαμένος.
«Δε θα χρειαστεί να κάνεις και πολλά αυτή τη φορά…» Είπε και μια ανεπαίσθητη χροιά χαράς και ειρωνείας στιγμάτισαν τα λόγια του και έκαναν τη μοχθηρία στο χαμόγελό του να μοιάζει με ανθρωποφάγου τέρατος.
«Απλά στείλε το μέσα από το Κέρατο και άφησε το να ζωντανέψει στα Περίχωρα την επόμενη φορά που θα είναι εκεί αυτός. Φρόντισε να το αφήσεις αρκετά κοντά στην Πύλη και γρήγορα. Το ταξίδι ενός αντικείμενου συμπυκνωμένου χρόνου σε μια χώρα που ο χρόνος δεν υπάρχει καλό θα ήταν να είναι σύντομο και… διακριτικό. »
Ο Φοβήτωρας τον κοίταξε με ένα βλέμμα που υποδήλωνε υποχρεωτική υποταγή και σκεπτικισμό. Με ένα γρύλισμα που έμοιαζε με παράπονο αρκούδας ρώτησε:
«Μέσα από το Κέρατο?»
Ο Θάνατος ένευσε με όλη τη σοβαρότητα που οι θνητοί αντιμετωπίζουν το θάνατο. Ο Φοβήτωρας δεν ήθελε να ξέρει τι συνέπειες θα είχε ένα όνειρο με το χρόνο μέσα του όταν θα περνούσε από την Πύλη που αψηφούσε τους νόμους του χρόνου. Δυστυχώς για εκείνον και όλη την Ενύπνια, ήξερε.
Έβαλε τη σφαίρα στην τσέπη του και με φανερή πλέον την εξάντλησή του από την συναναστροφή του με το Θάνατο, κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
Λίγο πριν φτάσει στον προθάλαμο με τους κίονες από σκιές και το Πηγάδι των Ψυχών από πάνω, άκουσε μέσα στο μυαλό του και πίσω του σαν ψίθυρο: «Θα τα ξαναπούμε ανιψιέ… Μη με απογοητεύσεις…» και τα γόνατά του λύγισαν.
Βγαίνοντας από το παλάτι ακόμα πιο εξασθενημένος από τον αποπροσανατολισμό που του προκαλούσε το αντικείμενο που κουβαλούσε έφερε άθελά του, το χέρι του μπροστά από τα μάτια του για να μην είναι εκτεθειμένα απευθείας στον εξοντωτικό φωτισμό από τους αθόρυβους κεραυνούς που τώρα, με δεδομένη την κούραση του, έμοιαζαν να ξεσπούν πιο φωτεινοί και πιο βίαιοι και από κρίση επιληπτικού.
Συνέχισε το δρόμο του, ουσιαστικά ακολουθώντας ενστικτωδώς το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα τρία Χάλκινα Τείχη και στην ευρύτερη κοιλάδα του Θανάτου και μετά από αρκετή ώρα βρέθηκε και πάλι αντιμέτωπος με τον μανιασμένο άνεμο που τον μαστίγωνε ανελέητα.
Στάθηκε λίγο να νιώσει τον πόνο από τον τραχύ αέρα και να αισθανθεί ζωντανός και αποφάσισε να περπατήσει και πάλι μέχρι το σημείο που είχε τηλε-μεταφερθεί ερχόμενος. Δεν ήταν ακόμα σε θέση να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη τόσο σύντομα για να επιστρέψει στην Ενύπνια μετά την επίσκεψή του στο Σιδερένιο Πύργο.
Περπατώντας σε ένα τοπίο που κάλλιστα θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο ίδιος για κάποιον εφιάλτη, άρχισε να νιώθει καλύτερα. Αισθάνθηκε και πάλι το μίσος του να φουντώνει και να τον τροφοδοτεί με την απαραίτητη ενέργεια για το ταξίδι του.
Το βλέμμα του είχε πάψει να παρατηρεί το τοπίο γύρω του και είχε αρχίσει να πλανιέται μέσα του για να συναντήσει το μίσος που αναζωπυρωνόταν με μια φλόγα ακόμα πιο δυνατή και από τις φλόγες του Πυριφλεγέθωντα κάθε φορά που συναντούσε το Θάνατο. Ήταν αυτό το μίσος που τον είχε οδηγήσει να συνάψει αυτή τη συμφωνία.
Ήταν αυτό το μίσος που είχε νιώσει ο Θάνατος να αναβλύζει και να εκπέμπεται μέσα βαθιά από το Φοβήτωρα και του είχε προτείνει να συνεργαστούν.

* * *

Τότε που ο Θάνατος, με την περίπτωση της ύπνωσης του Δία από τον Ύπνο, είχε πάρει την άδεια να περιφέρεται ελεύθερα στα Περίχωρα και να μαζεύει ψυχές, ο Ύπνος είχε βάλει το γιο του το Φοβήτωρα υπεύθυνο να προσέχει τις κινήσεις του Θανάτου και να τον ενημερώνει.
Ήταν, ίσως λόγω της εξαιρετικής αντοχής του στην παρουσία του Θανάτου, ο πλέον κατάλληλος για αυτή τη δουλειά και ίσως ο τρόπος που ο Θάνατος έπαιρνε τις ψυχές να αποτελούσαν έμπνευση για έναν κατασκευαστή εφιαλτών.
Είχε δεχτεί να παρακολουθεί το Θάνατο διακριτικά, χωρίς να μπορεί να επέμβει σε οτιδήποτε έκανε ο θείος του στα Περίχωρα και είχε δει πράγματι καινούριους τρόπους που θα μπορούσαν να κάνουν ένα θνητό να τρομάξει τόσο πολύ που να είναι πρόθυμος να δώσει και την ίδια του τη ζωή.
Πολλοί το έκαναν. Αν δεν πέθαιναν αυτομάτως με την παρουσία του ίδιου του Θανάτου στον ύπνο τους, ζούσαν για λίγο μέσα στον ολοκληρωτικό φόβο και κάποια μέρα αποφάσιζαν να προσφέρουν τη ζωή τους σε αυτόν, αποζητώντας τη λύτρωση, χωρίς να ξέρουν ότι ο Θάνατος ούτε δέχεται ούτε ζητάει δώρα.
Για ένα μεγάλο διάστημα επισκεπτόταν τα Περίχωρα αρκετά συχνά, παίρνοντας τις ζωές πολλών ονειρευτών με ένα τρόπο που φανέρωνε ότι δεν του έδινε καμιά ευχαρίστηση, σαν κάποιος που μάζευε τυχαία βότσαλα στην παραλία και τα πετούσε και πάλι αδιάφορα μη βρίσκοντας το κατάλληλο.
Από ένα σημείο και μετά όμως η συμπεριφορά του Θανάτου στις επισκέψεις του στα Περίχωρα είχε αλλάξει. Οι επισκέψεις ήταν πιο σπάνιες και φαινόταν να είναι πιο επιλεκτικός με τα θύματά του, μαζεύοντας “βότσαλα” με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Θάνατος παρατηρούσε για αρκετό καιρό τα όνειρα κάποιου πριν αποφασίσει να τον επισκεφθεί. Ήταν τότε που είχε πλησιάσει το Φοβήτωρα και του είχε προτείνει μια συνεργασία.
Ο Θάνατος τριγυρνώντας στα Περίχωρα, ψάχνοντας τον Τζων όλο αυτόν τον καιρό, είχε αντιληφθεί τη διακριτική παρουσία του Φοβήτωρα. Άλλωστε ένα πλάσμα με τα χαρακτηριστικά του Άρχοντα του Φόβου, δύσκολα περνάει απαρατήρητο ακόμα και σε ένα περιβάλλον γεμάτο από απίστευτες μορφές.
Τον είχε καλέσει δίπλα του μια μέρα με προσποιητό ενδιαφέρον για να τον ρωτήσει τους τρόπους με τους οποίους ο ίδιος τρομάζει τους θνητούς.
Μετά από μια επίδειξη μαεστρίας στη χειραγώγηση του φόβου, όπου ένας κακομοίρης θνητός μετά από εκείνο το όνειρο είχε χάσει τον ύπνο του για ένα μήνα σχεδόν, βλέποντας την ίδια του την κηδεία μέχρι που έκλεισε η κάσα βαριά και καταληκτική από πάνω του, ο Φοβήτωρας γύρισε προς τον Θάνατο και του είπε:
«Έτσι γίνεται… Φοβούνται οτιδήποτε μπορεί να τους στερήσει τη ζωή τους… Φοβούνται τόσο πολύ μη χάσουν το “πολυτιμότερο αγαθό” όπως οι ίδιοι λένε, που καταλήγουν να ζουν μια ζωή μέσα στο φόβο.
»Επίσης φοβούνται το διαφορετικό. Οτιδήποτε είναι στην εξωτερική εμφάνιση διαφορετικό από τους ίδιους δεν μπορούν να το δεχτούν ως κάτι το φυσιολογικό και τρομάζουν, το κατατάσσουν απευθείας ως απειλή και το αποφεύγουν. Προσπαθούν απελπισμένα να ξεφύγουν και εγώ είμαι εκεί για να τους καθηλώσω. Να τους κάνω να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους… Αλλά πάντα τρέχουν σαν δειλοί…» στην τελευταία του λέξη η αποστροφή του για το ανθρώπινο είδος ήταν τόσο εμφανής που ήθελε λίγο να αποκτήσει κόψη και να χρησιμοποιηθεί ως όπλο εναντίον τους.
«Μπορώ να νιώσω το μίσος μέσα σου…» Του αποκρίθηκε ο Θάνατος με την άχρωμη φωνή του που κάθε φορά που την άκουγε αναριγούσε. «Τι θα έλεγες αν μπορούσα να σε απαλλάξω από αυτό?»
Ο Φοβήτωρας γύρισε απότομα και τον κοίταξε κατάματα με δυσπιστία. Αμέσως το μετάνιωσε οικτρά ερχόμενος αντιμέτωπος με το βλέμμα του Θανάτου. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που το επιχείρησε.
«Είναι αυτό που με παρακινεί.» του είπε έχοντας ήδη χάσει μεγάλο μέρος της δυνατότητάς του να σκεφτεί καθαρά καθώς το βλέμμα του αιχμαλωτίστηκε από το Χάος στα μάτια του Θανάτου.
«Θα είσαι ελεύθερος μετά…» του απάντησε με ένα μειδίαμα γνωρίζοντας ότι ήταν θέμα χρόνου να συμφωνήσει σε ό,τι και αν του πρότεινε.
«Δεν… Κοίτα… Είναι το δικό τους μίσος. Αυτό που νιώθουν ο ένας για τον άλλον. Μου πήρε χρόνια να το καταλάβω και να το χρησιμοποιήσω εναντίον τους. Αν το χάσω αυτό οι εφιάλτες μου θα καταλήξουν τόσο τρομακτικοί όσο ο μπαμπούλας για έναν ενήλικο.»
«Δε νομίζω. Κοίτα όλα αυτά που έχεις φτιάξει. Μη μου πεις ότι σε βοήθησε το μίσος κάποιου θνητού για να δημιουργήσεις αυτά τα αριστουργήματα? Σκέψου τι θα δημιουργούσες αν μπορούσες να απαλλαγείς από τα ανθρώπινα συναισθήματα και χρησιμοποιούσες το μίσος που νιώθεις μέσα σου όχι σαν δύναμη που σε παρακινεί αλλά σαν συστατικό των εφιαλτών σου… Θα είχες… τη δύναμή μου. Θα μπορούσες να φτιάξεις τόσο τρομακτικά όνειρα που θα μπορούσες να σκοτώσεις κάποιον με ένα όνειρο… Σκέψου το. Άλλωστε ένας θεός της Ενύπνια δε είναι σωστό να νιώθει ανθρώπινα συναισθήματα… Υποβιβάζεις τον εαυτό σου έτσι…»
Ο Φοβήτωρας σκέφθηκε λίγο τους αδερφούς του, το Μορφέα και τον Ίκελο. Ήταν και οι δυο θεοί των ονείρων αλλά τόσο συνδεδεμένοι με την ανθρώπινη φύση που η αλήθεια ήταν ότι αρκετές φορές τους θεωρούσε κατώτερούς του και απέφευγε τη συναναστροφή μαζί τους. Ειδικά με τον Ίκελο που ήταν γοητευμένος από το ανθρώπινο είδος.
Η σκέψη του ήταν ακόμη θολωμένη από το Χάος που είχε αντικρίσει στα μάτια του Θανάτου και τα λόγια του ακούγονταν άχρωμα και πειστικά μπερδεύοντας ακόμα περισσότερο την κρίση του.
Ένιωθε μέσα του το λάθος αλλά δε μπορούσε να το απομονώσει και να το αντιληφθεί.
«Ποιο θα είναι το τίμημα?» Τον ρώτησε σε μια στιγμιαία έκλαμψη κριτικής σκέψης, αν και ήταν ήδη αργά καθώς η απόφαση είχε ήδη παρθεί μέσα του. Ωστόσο γνώριζε αρκετά το Θάνατο ώστε να ξέρει ότι μια συναλλαγή μαζί του πάντα είχε ένα κόστος.
«Για σένα τίποτα… Θέλω μόνο τη βοήθειά σου για να πεθάνει ένας και μόνο θνητός…»
«Ποιος?»
«Φοβάμαι ότι ακόμα δεν ξέρω ποιος είναι…Και εγώ τον ψάχνω. Όμως είμαι σίγουρος ότι σύντομά θα ξέρουμε… Σύντομα θα εμφανιστεί στο προσκήνιο από μόνος του, αδαής και αθώος σαν πρόβατο στη σφαγή.»
«Δε μπορώ να πάρω ανθρώπινη ζωή κατά βούληση.»
«Το ξέρω ανιψιέ… Ούτε και εγώ. Αυτό που κάνω είναι να περιμένω να τους υποδεχτώ… Όλοι αυτοί που έχω “μαζέψει” όλο αυτό τον καιρό εδώ πέρα ήταν κοντά στο θάνατο. Απλά μπορείς να πεις ότι επέσπευσα τις διαδικασίες. Αλλά σε αυτή την περίπτωση θέλω να κινήσω εγώ τα νήματα. Θέλω να δώσω αυτή την ελαφριά σπρωξιά στο πρώτο κομμάτι του ντόμινο…
»Από σένα θέλω μόνο να τον ανακαλύψεις, μιας και είσαι συνέχεια εδώ, και μόλις το κάνεις να με καλέσεις. Μέχρι να γίνει αυτό, εγώ θα αποσυρθώ και θα περιμένω… Αρκετά περιπλανήθηκα στη… «Χώρα Των Περιπλανώμενων». Ο αδερφός μου ο Ύπνος, είμαι σίγουρος θα κάνει ανήσυχο ύπνο τελευταία…»
Το χαμόγελο στο πρόσωπό του ήταν τόσο στημένο και τόσο καλά καμουφλαρισμένο πίσω από την επιβλητική ομορφιά του, που μόλις το αντίκρισε ο Φοβήτωρας η καρδιά του σφίχτηκε και ένιωσε ότι κάτι άλλο κρύβεται πίσω από όλη αυτή την ιστορία. Έμεινε να κοιτάζει σκεπτικός προς το μέρος που στεκόταν ο Θάνατος προσπαθώντας με όλη του τη δύναμη να αποφύγει να τον ξανακοιτάξει κατάματα.
«Ανιψιέ… Δε μου έχεις εμπιστοσύνη? Δεν έχεις εμπιστοσύνη στη μόνη φερέγγυα θεότητα? Δεν έχεις εμπιστοσύνη στο αίμα σου? Στ’ αλήθεια δε βλέπεις ότι η θέση σου δεν είναι εδώ σε αυτό το βασίλειο των ονείρων? Δε βλέπεις ότι μαζί θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα? Μοιάζουμε σε τόσα πολλά… Συμμερίζομαι το μίσος σου και μπορώ να σου δώσω τη δύναμη να το κατευθύνεις πάνω σε αυτούς που το αξίζουν. Μπορώ να σε απαλλάξω από την πηγή του. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μου δώσεις έναν θνητό…»
Όση ώρα μιλούσε, ο Φοβήτωρας άρχισε να νιώθει μια εξάντληση που όμοιά της δεν είχε ξανανιώσει. Δεν είχε ξαναπλησιάσει το Θάνατο για τόση πολύ ώρα, αλλά μόλις στις τελευταίες του κουβέντες κατάλαβε μια αλλαγή.
Το βλέμμα του είχε θολώσει και ένιωθε το σώμα του ανήμπορο να αντιδράσει. Το κατάμαυρα μάτια του που φυσιολογικά άστραφταν σα δυο λίμνες μια αφέγγαρη νύχτα, τώρα θύμιζαν δυο νερόλακκους γεμάτους λάσπη. Τα μάτια του κινήθηκαν αργά και παρατήρησε το τοπίο γύρω του. Σε ακτίνα εκατό μέτρων τα πάντα είχαν νεκρώσει και έμοιαζε να έχει απλωθεί μια σκιά που κάλυπτε με μίασμα ότι πλησίαζε και ότι βρισκόταν ήδη μέσα της. Ο ίδιος ένιωσε για πρώτη φορά στην ύπαρξή του άρρωστος, κρατώντας μετά βίας το περιεχόμενο του στομαχιού του στη θέση του και μια ξαφνική τάση φυγής τον παρότρυνε να τρέξει μακριά.
Ο Άρχοντας του Τρόμου φοβόταν! Αδυνατούσε να κάνει έστω και μια ολοκληρωμένη σκέψη, η κρίση του είχε θολώσει από το άγγιγμα του επερχόμενου τέλους και το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν το δυνατό του μίσος για τους ανθρώπους.
Η προειλημμένη απόφαση βγήκε στην επιφάνεια σαν τον εμετό που συγκρατούσε με κόπο και με μια έκφραση που έμοιαζε με πραγματικό πόνο αλλά και πόνο ψυχής, συμφώνησε. Συμφώνησε χωρίς να έχει μάθει το πραγματικό τίμημα της συμφωνίας του με το Θάνατο.
«Θα το κάνω. Θα βοηθήσω αυτός ο θνητός να πέσει στα χέρια σου πιο γρήγορα από το αναμενόμενο.»
«Χρειάζομαι τον όρκο σου Φοβήτωρα. Ορκίσου στα νερά της Στυγός ότι θα κάνεις αυτό που υποσχέθηκες.»
Η τιμωρία της εμβάπτισης στα νερά της Στυγός είχε αιώνες να εφαρμοστεί. Ο όρκος ήταν ό,τι είχε παραμείνει από εκείνη την παλιά τιμωρία και η αθέτηση του όρκου είχε την ίδια ισχύ. Όποιος αθετούσε τον όρκο έπεφτε για αμέτρητα χρόνια σε λήθαργο όμοιο με το θάνατο. Ακόμα και ο ίδιος ο γιος του Ύπνου αθετώντας τον όρκο αυτό θα βίωνε το θάνατο σαν ένας κοινός θνητός.
«Ορκίζομαι στα νερά της Στυγός ότι θα βοηθήσω αυτός ο θνητός να πέσει στα χέρια σου…» είπε και η φωνή του κουβαλούσε το βάρος της παραίτησης.
«Πολύ ωραία…» Το βλέμμα του Θανάτου φωτίστηκε από μια σαδιστική ικανοποίηση. «Δε χρειάζεται να αναφέρω ότι ο Ύπνος ή οποιοσδήποτε άλλος δεν πρέπει να μάθει τίποτα για αυτό.» συμπλήρωσε και του πρότεινε το χέρι…
Ο Φοβήτωρας άπλωσε το χέρι του για να σφραγίσει τη συμφωνία του με το Θάνατο. Για να σφραγίσει τη μοίρα των θνητών. Και τη δική του. Τελικά τους έμοιαζε περισσότερο απ’ όσο νόμιζε.
«Ανιψιέ…» Ο Θάνατος πήρε το χέρι του Φοβήτωρα στο δικό του και το κράτησε σφιχτά. Μια λαβή από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς. Με φωνή που έκρυβε ένα θανατηφόρο ενθουσιασμό και τα μάτια του να καρφώνουν το Φοβήτωρα και να τον τραβάνε στο αδυσώπητο Χάος πίσω τους του είπε:
«Δέξου αυτό… Ως ένδειξη της γενναιοδωρίας μου. Ως επικύρωση της συμφωνίας μας. Μου υποσχέθηκες ένα θνητό, σου δίνω το δώρο της γνώσης… Δε θα μπορούσα να κρατάω το σύμμαχό μου στην άγνοια.»
Το μυαλό του Φοβήτωρα κατακλύστηκε από εικόνες ενός μέλλοντος που είχε διαμορφωθεί με τη δική του συμβολή. Είδε ένα μέλλον που δεν είχε κανένα τίμημα για τον ίδιο, όπως ακριβώς του είχε υποσχεθεί ο Θάνατος, αυτό όμως δε σήμαινε ότι δεν υπήρχε κανένα τίμημα για τη διαμόρφωση αυτού του μέλλοντος. Το ακριβώς αντίθετο.
Είδε τον εαυτό του να κάθεται στο σκαλιστό στη μαύρη πέτρα θρόνο στην αυλή των κοιμισμένων αγαλμάτων και να παρατηρεί την Ενύπνια να σβήνει σταδιακά σαν ένας γραμμένος μαυροπίνακας που περνάει από πάνω του ένα σφουγγάρι.
Όλα τα θαυμαστά τοπία και τα επιβλητικά κτίρια και ο πολύχρωμος ουρανός και τα πλάσματα των μύθων, ξεθώριαζαν και σταδιακά εξαφανίζονταν, αφήνοντας πίσω τους το απόλυτο κενό. Το σκοτάδι της ανυπαρξίας και του Χάους.
Κοιτώντας την καταστροφή ένιωθε κενός. Ένα άδειο κουφάρι σα νεκρός, στερημένος από συναισθήματα. Ακόμα και το μίσος του είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας στη θέση του μόνο ένα απροσδιόριστο αίσθημα απώλειας. Παρατηρούσε τα πάντα να χάνονται, ξέροντας ότι ο ίδιος το είχε προκαλέσει αυτό και καθόταν στον πέτρινο θρόνο μοιάζοντας με έκπτωτο βασιλιά. Ένας έκπτωτος βασιλιάς στη θέση ενός νεκρού βασιλιά.
Είδε τον πατέρα του τον Ύπνο να κείτεται ακίνητος σα παγωμένος με τα μάτια αφύσικα ορθάνοικτα στο κρεβάτι που όλους αυτούς τους αιώνες έπεφτε να κοιμηθεί. Τώρα πλέον ήταν το νεκροκρέβατό του.
Είδε τη μητέρα του την Πασιθέη ή μια σκιά που τη θύμιζε, με τα μαλλιά της μπερδεμένα και βρώμικα και τα ρούχα της σκισμένα σε κουρέλια, να βρίσκεται στον Τάρταρο, στο βασίλειο του Θανάτου, πασχίζοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της στις βασανισμένες ψυχές, που όμως δεν αποζητούσαν χαλάρωση ή ξεκούραση από το αιώνιο μαρτύριό τους. Αποζητούσαν την λύτρωση. Όπως και η ίδια.
Είδε τον αδερφό του το Μορφέα να ταράζεται από μια τρομακτική αλλαγή που συνέβαινε μέσα του. Τον είδε να χάνει μια προς μια τις μορφές που μπορούσε να πάρει. Είδε τις μορφές όλων των ανθρώπων να φεύγουν μέσα από τον Μορφέα σαν ημιδιάφανα σεντόνια που κάποιος τα ξερίζωνε με βία και εξαφανίζονταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Είδε τον αδερφό του να μένει με μια μορφή που τον έκανε το πιο αποκρουστικό πλάσμα που είχε κατασκευάσει ποτέ του για εφιάλτη.
Τον είδε να στέκει μαρμαρωμένος με τη μορφή του να μη μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Είχε μεταμορφωθεί σε κάποιον που δεν είχε διακριτά χαρακτηριστικά αποπνέοντας μια αίσθηση απόλυτης αφασίας. Μόνο στις κενές τρύπες που είχαν αφήσει πίσω τους τα μάτια του, είδε το σκοτάδι του πόνου και τη μνήμη του ποιός ήταν και πού κατάντησε. Ένα πλάσμα χωρίς χαρακτηριστικά. Ένα πλάσμα χωρίς χαρακτήρα.
Είδε τον αδερφό του το Φάντασο. Καθώς ξεθώριαζαν τα θαύματα στην Ενύπνια ξεθώριαζε και αυτός και τον είδε να περιφέρεται άσκοπα στο σκοτάδι, ένα φάντασμα του εαυτού του, προσπαθώντας να βρει κάτι να σκεφτεί, να βρει κάτι να κάνει και να μη μπορεί να θυμηθεί για ποιό ακριβώς λόγο υπάρχει ακόμα, αφού δεν υπήρχε τίποτα πλέον που θα μπορούσε να εμπνεύσει τον ίδιο να παρακινήσει τους ανθρώπους να φανταστούν.
Είδε τον αδερφό του τον Ίκελο, με τα ρούχα των θνητών που του άρεσε να φοράει, να στέκεται αβοήθητος, μη μπορώντας να κάνει τίποτα για να αντισταθεί στην καταστροφή της Ενύπνια, μη μπορώντας πλέον να κατασκευάσει εναλλακτικές πραγματικότητες αφού τα πάντα κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα. Κατέληγαν σε μια και μοναδική πραγματικότητα με το Θάνατο να έχει ολοκληρωτική εξουσία πάνω στους ανθρώπους, δίνοντάς τους την επιλογή να κάνουν μόνο ένα πράγμα. Να υπακούν τυφλά στις προσταγές του.
Στη συνέχεια είδε τον κόσμο των θνητών. Κανείς δεν κοιμόταν. Κανείς δεν έκανε τίποτα. Κανείς δεν ένιωθε ούτε ένα συναίσθημα. Στέκονταν σαν χαμένοι, κοιτώντας πουθενά συγκεκριμένα με βλέμμα κενό σα σπασμένο κρύσταλλο. Σαν κάτι να τους είχε σβήσει από τη μνήμη τους το πώς είναι να είσαι άνθρωπος. Κανένας δεν έψαχνε τίποτα, κανείς δεν αναρωτιόταν πώς έγινε αυτό. Και όσοι προσπαθούσαν να κοιμηθούν, έκλειναν τα μάτια και σαν νεκροί βίωναν το θάνατο. Κανείς δε μπορούσε να ονειρευτεί. Κανείς δε μπορούσε να ξαναπάει στα Περίχωρα. Ποτέ ξανά.
Κάθε βράδυ που η ανθρωπότητα έπεφτε για ύπνο, πέθαινε και ξυπνούσε την άλλη μέρα το ίδιο νεκρή. Το ανθρωπινό είδος είχε ακρωτηριαστεί. Οι άνθρωποι είχαν χάσει την ελεύθερη βούληση και είχαν υποβιβαστεί σε άβουλα όντα, παρακινούμενα μόνο από το ένστικτο. Δεν υπήρχε εσωτερικό κίνητρο σε κανέναν για οτιδήποτε και επικρατούσε μια αφύσικη και μακάβρια ηρεμία σε ολόκληρη τη Γη. Μια ηρεμία που τη γνώριζαν καλά όσοι είχαν σταθεί πάνω από ένα φρέσκο πτώμα.
Ολόκληρη η φύση είχε αισθανθεί αυτή την αλλαγή και η φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων είχε αλλοιωθεί. Τα πουλιά δεν τραγουδούσαν, τα ψάρια δεν κολυμπούσαν, έπλεαν απλώς ακίνητα σα νεκρά, τα άγρια θηρία έμοιαζαν χαμένα και ήρεμα σαν άρρωστα κατοικίδια. Τα φυτά έμοιαζαν να έχουν χάσει το χρώμα και το άρωμά τους και ένα βαρύ πέπλο σα σάβανο έμοιαζε να έχει καλύψει τα πάντα κάνοντας τη Γη να μοιάζει με νεκρό πλανήτη. Έναν πλανήτη ζωντανών νεκρών.
Ένα μαύρο δάκρυ κύλησε από το κενό σκοτάδι των ματιών του.
«Με ξεγέλασες…» ήταν τα μόνα λόγια που μπόρεσε να αρθρώσει από τον κυκεώνα των σκοτεινών σκέψεων που γέμιζε το μυαλό του με απελπισία.
«Κάνεις λάθος ανιψιέ… Δεν σου έκρυψα τίποτα… Εσύ από την άλλη δεν έκανες την πιο κρίσιμη ερώτηση όταν είχες την ευκαιρία… Εσύ δεν ρώτησες το «Γιατί», αλλά μου πρόσφερες απλόχερα τη ζωή ενός θνητού, μια ζωή που δεν είχες καμία εξουσία πάνω της… Ενέργησες λίγο πολύ όπως συμπεριφέρονται οι θνητοί, παρακινούμενοι από ένα τυφλό μίσος και ιδιοτέλεια… Το τίμημα για σένα δεν είναι τίποτα… Εσύ θα συνεχίσεις να υπάρχεις και να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου σε μένα, στον Τάρταρο. Εκεί που ανήκεις άλλωστε…
»Όταν πάρω την εξουσία του Ύπνου στα χέρια μου και οι άνθρωποι κάνουν ύπνο χωρίς όνειρα, χωρίς αυταπάτες, χωρίς ελπίδα και γνωρίζοντας τί είναι αυτό που τους περιμένει στο τέλος, μιας και θα το βιώνουν κάθε μέρα, τότε η ανθρωπότητα θα τελειοποιηθεί. Θέλουν να μάθουν τί τους περιμένει στο τέλος από τότε που περπάτησαν στη Γη. Και εγώ θα τους το δείξω.»
Ο Θάνατος είχε πλέον χαλαρώσει τη λαβή του και ο Φοβήτωρας τράβηξε το χέρι του που το ένιωθε μουδιασμένο, όπως και το μυαλό του από την φοβερή αποκάλυψη. Ήταν πλέον δεμένος σε ένα σκοπό. Είχε συμφωνήσει να παρέχει τις υπηρεσίες του στο Θάνατο, βοηθώντας τον να σκοτώσει ένα θνητό και με αυτή του την πράξη θα οδηγούσε ολόκληρη την ανθρωπότητα και την Ενύπνια στην απόλυτη υποδούλωση στο Θάνατο, ο οποίος θεωρούσε ότι σε αυτή τη νέα Ισορροπία οι άνθρωποι θα έφταναν στην τελειότητα. Θα ζούσαν τη ζωή τους σε απόλυτη τάξη.
Την απόλυτη τάξη που επικρατεί όταν δεν υπάρχει τίποτα, όταν δεν συμβαίνει τίποτα και όταν δεν υπάρχει ελπίδα για να αλλάξει κάτι. Θα ζούσαν στην απόλυτη τάξη της τέλειας υποταγής, όπου ακόμα και τα πιο ανήσυχα πνεύματα θα είχαν επιτέλους βρει την ηρεμία στην αποδοχή της απελπισίας. Στη γνώση του τέλους.

* * *

Μια ριπή δυνατού αέρα που κουβαλούσε τόνους άμμου και καυτών χαλικιών τον χτύπησε στο πρόσωπο και τον έβγαλε από την ενδοσκόπησή του. Τα βήματά του τον είχαν φέρει μέχρι το μέρος όπου μπορούσε να τηλε-μεταφερθεί και πάλι πίσω στην Ενύπνια και ένιωσε την ελάχιστη δύναμη μέσα του για να το κάνει. Θα πήγαινε πίσω στην Ενύπνια, τη «Χώρα των Περιπλανώμενων». Στη Χώρα που σύντομα ο μόνος περιπλανώμενος θα ήταν ο ίδιος.
Με μια στιγμιαία έκλυση ενέργειας που ακολουθήθηκε από μια εκτόνωση έντονης λάμψης εμφανίστηκε στο σχετικά μικρό, αναφορικά με τον όγκο του, εργαστήριο.
Το ταξίδι από τον Τάρταρο με αυτό τον τρόπο, συμπεριλαμβανομένου και της εξασθένησης του από την συναναστροφή του με τον Θάνατο και του αντικειμένου που κουβαλούσε τον είχε αφήσει για άλλη μια φορά αδύναμο.
Για λίγα αγωνιώδη λεπτά δεν μπορούσε να εστιάσει το βλέμμα του το οποίο ολίσθαινε από αντικείμενο σε αντικείμενο και τον ζάλιζε. Ένιωθε τρωτός και σιχάθηκε τον εαυτό του γι’ αυτό. Ένα τρομερό στην όψη πλάσμα γεμάτο από μυς που τον έκαναν να μοιάζει σα να είχαν φυτρώσει πέτρες πάνω του, δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του.
Μέχρι να ισορροπήσει είχε καταστρέψει κάμποσα μπουκάλια που περιείχαν ψυχεδελικά φίλτρα που προκαλούσαν παραισθήσεις και πανικό, επιδεινώνοντας την κατάστασή του.
Άκουσε ένα χτύπημα στην ξύλινη πόρτα του εργαστηρίου και τον Μορφέα απ’ έξω να τον καλεί. Στην προσπάθειά του να πλησιάσει την πόρτα έπεσε με φόρα επάνω της και ο τεράστιος όγκος του λίγο έλειψε να την κάνει κομμάτια.
Δεν ήθελε να τον δει κανείς σε αυτή την κατάσταση, πόσο μάλλον ο Μορφέας που ήταν πάντα συγκροτημένος. Του γρύλισε κάτι που έμοιαζε με “φύγε” αν και μέσα στη ζαλάδα του δεν θυμόταν να απάντησε κάτι.
Ο Μορφέας τον ρώτησε κάτι που επίσης δεν κατάλαβε και προσπάθησε να τον διώξει μαζεύοντας όλη του την οργή και μεταφέροντάς την στη φωνή του. Το αποτέλεσμα ήταν να του απαντήσει ότι δεν είχαν να πουν τίποτα με ένα τόνο απελπισίας. Ο Μορφέας εξακολούθησε να τον ενοχλεί μιλώντας του για ένα όνειρο και η επιμονή του τον εξόργισε ακόμα περισσότερο.
Κατάφερε να του απαντήσει, αφού μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις σε μια τρομακτική φωνή που ούτε ο ίδιος ήξερε ότι μπορούσε να βγάλει, ιδιαίτερα στην κατάσταση που ήταν τώρα. Δεν άκουσε τίποτα άλλο απ’ έξω. Προφανώς ο Μορφέας είχε φύγει, έτσι αφέθηκε να σωριαστεί με πάταγο στο πάτωμα με τα χυμένα φίλτρα και τα σπασμένα γυαλιά.
Έμεινε εκεί αρκετή ώρα. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Το χέρι του πήγε ασυναίσθητα στην τσέπη που κρατούσε τη σφαίρα που του είχε δώσει ο Θάνατος. Ο συμπυκνωμένος χρόνος και η κρύα λεία επιφάνεια του υλικού της σφαίρας του έκαψε το χέρι στην επαφή μαζί της, σα να κρατούσε ένα κομμάτι πάγο. Το έντονο αίσθημα πόνου που του προκάλεσε τον βοήθησε να συγκεντρωθεί.
Σηκώθηκε αργά, θρυμματίζοντας ακόμα περισσότερο τα σπασμένα γυαλιά γύρω του προσπαθώντας να συνέλθει. Κάθισε με κόπο στην σκαλιστή με μοτίβα νεκροκεφαλών και φρικτών μορφών πολυθρόνα του και έβγαλε τη σφαίρα από την τσέπη του. Ήθελε λίγο ακόμα πόνο για να συνέλθει πλήρως. Την κράτησε μπροστά στο θολωμένο βλέμμα του και προσπάθησε να εστιάσει πάνω της. Ο γλυκός πόνος επανήλθε σχεδόν αμέσως.
Κοιτώντας την προσεκτικά παρατήρησε ότι διαστρέβλωνε την οπτική του γύρω της σαν να εξέπεμπε πολύ ζέστη. Οι φωτεινές γραμμές στην επιφάνεια της μαύρης σφαίρας έκαναν πάλι την εμφάνισή τους ολοκληρώνοντας τροχιές, άλλες αστραπιαία και άλλες τόσο αργά που νόμιζε ότι θα τον κοίμιζαν και δε θα ξυπνούσε ποτέ.
Το αντικείμενο είχε τρομερή επίδραση επάνω του. Εκτός του ότι ήταν ένα όνειρο που αποτελούσε ύβρη για έναν κατασκευαστή ονείρων, αφού δεν είχε φτιαχτεί στην Ενύπνια, το κρατούσε στα χέρια του ένα πλάσμα που ζει σε μια χώρα όπου ο χρόνος δεν υπάρχει. Είχε στα χέρια του ένα κατασκεύασμα φτιαγμένο από το υλικό του χρόνου και τον εξουθένωνε να έχει στην κατοχή του ένα τέτοιο αντικείμενο. Όσο και αν ο πόνος που του προξενούσε ήταν ευπρόσδεκτος, ήθελε να απαλλαγεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτό.
Όμως όταν θα το έκανε δεν θα μπορούσε και πάλι να ησυχάσει. Όταν θα άφηνε το αντικείμενο να περάσει από το Φίλντισι, θα γινόταν ο πιο τρομακτικός εφιάλτης ενός ονειρευτή που θα ήταν και ο τελευταίος του. Μετά από αυτό θα σταματούσε να υπάρχει. Όπως και η Ενύπνια.
Κρατούσε στα χέρια του τον ίδιο το θάνατο. Το θάνατο ενός θνητού που το μόνο του σφάλμα ήταν ότι είχε γίνει ο μόνος που θα μπορούσε να ονειρεύεται ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του Ύπνου και των Ονείρων.
Το σφάλμα του ήταν ότι ήταν ερωτευμένος και είχε ξεχωρίσει από τους υπόλοιπους ονειρευτές σε μια προσπάθεια να δει την αγαπημένη του σε ένα όνειρο και είχε γίνει ο μόνος που θα μπορούσε να εμποδίσει τον Θάνατο, με την ιδιότητα που είχε αποκτήσει ακουμπώντας το Φίλντισι, να πάρει την εξουσία του Ύπνου και να μετατρέψει όλη την ανθρωπότητα σε άβουλα όντα χωρίς κανένα εσωτερικό κίνητρο για τίποτα.
Σε όντα χωρίς ελεύθερη βούληση που θα ακολουθούσαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία γεννημένοι νεκροί. Σε όντα χωρίς αισθήματα, χωρίς έριδες, χωρίς στόχους, φιλοδοξίες, χωρίς ιδέες, σκέψεις, προβληματισμούς, αναζητήσεις, σε όντα που θα βίωναν το θάνατο και την ανυπαρξία καθημερινά πέφτοντας σε βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα. Μακάριοι στην άγνοιά τους. Τέλειοι.
Δεν τον ένοιαζε πλέον. Ποιος ήταν αυτός για να κρίνει τα σχέδια ενός ανώτερου θεού? Ίσως ο Θάνατος να είχε δίκιο και με τη θυσία όλης της Ενύπνια και την απόκτηση ολοκληρωτικού ελέγχου πάνω στους ανθρώπους, πράγματι να έφταναν στο υψηλότερο επίπεδο που θα μπορούσαν να φτάσουν.
Όπως και να έχει το θέμα δεν θα υπέφεραν, όπως σήμερα, γιατί πολύ απλά δεν θα ήξεραν ότι υποφέρουν. Θα σταματούσε να υποφέρει και ο ίδιος. Θα είχε απαλλαγεί από το μίσος του για αυτούς αφού πλέον δε θα χρειαζόταν να ασχοληθεί ποτέ ξανά μαζί τους. Θα μπορούσε να σταματήσει να φτιάχνει εφιάλτες καθώς δεν θα ήταν πλέον απαραίτητο, και θα υπηρετούσε στο πλευρό του Θανάτου.
Από την άλλη όμως, παρέμενε ένα πλάσμα της Ενύπνια. Μεγάλο μέρος της Χώρας των Ονείρων ήταν κατασκευασμένο από τον ίδιο και το να δει το δημιούργημά του να χάνεται ήταν ένα πλήγμα για αυτόν.
Όμως, κρατώντας τη σφαίρα με τον συμπυκνωμένο χρόνο να τον εξαντλεί ολοένα και περισσότερο και έχοντας δώσει την υπόσχεσή του να τη στείλει να κάνει αυτό που ήταν σχεδιασμένη να κάνει, η πορεία του και η πορεία όλης της ανθρωπότητας και της Ενύπνια ήταν προδιαγεγραμμένη. Δε χρειαζόταν να σκεφτεί τίποτα άλλο πλέον. Όπως και όλοι οι άνθρωποι σε λίγο καιρό.
Η τελευταία του σκέψη για τους ανθρώπους που τόσο μισούσε και ίσως και οι ενδόμυχες ενοχές του, τον εξαγρίωσαν τόσο που σηκώθηκε απότομα από την πολυθρόνα του, την οποία έσπρωξε με βία προς τα πίσω στέλνοντάς την να χτυπήσει στον τοίχο, εκτοξεύοντας θραύσματα από το βαρύ ξύλο παντού και μια κραυγή σαν έκρηξη ηφαιστείου βγήκε ασυναίσθητα από τα σωθικά του και συντάραξε το χώρο του εργαστηρίου.
«Αρκετά!»

* * *

Μετά την αποχώρηση του Φοβήτωρα από το παλάτι του, ο Θάνατος έμεινε αρκετή ώρα σκεπτικός στο σιδερένιο θρόνο.
Ο πρασινωπός φωτισμός της αίθουσας τώρα είχε μειωθεί σε ένταση και η φιγούρα του Θανάτου ντυμένη στα μαύρα, με τα όμορφα αλλά και συνάμα αποκρουστικά χαρακτηριστικά του προσώπου του, που οφειλόταν κυρίως στο βλέμμα του που είχε μείνει παγωμένο κοιτώντας το άπειρο μέσα του, τον έκανε να μοιάζει με φίδι που παραφύλαγε ακίνητο το ανύποπτο θύμα του.
Αμφέβαλλε πολύ για τον καινούριο του σύμμαχο. Αμφέβαλλε για το αν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας αυτή την απλή αποστολή. Τι θα μπορούσε όμως να πάει στραβά?
Του είχε δώσει το πιο θανατηφόρο όνειρο που είχε κατασκευαστεί ποτέ και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να το περάσει από την Πύλη των Ονείρων. Αλλά μέσα του η αμφιβολία μεγάλωνε. Και ο λόγος ήταν ότι ο Φοβήτωρας είχε ήδη αποτύχει μια φορά.
Τον είχε προειδοποιήσει ότι ο θνητός θα εμφανιζόταν και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον πιάσει και να του τον φέρει. Δεν τα είχε καταφέρει.
Ακόμα δεν είχε ηρεμήσει από τη μέρα που ο τεράστιος όγκος του είχε εμφανιστεί μπροστά του και του είχε αναφέρει τα συμβάντα εκείνης της μέρας. Ακούγοντας τον να του λέει ότι είχε χάσει το θνητό μέσα από τα χέρια του, αν δεν του ήταν απαραίτητος, θα του είχε πάρει τη ζωή για την αποτυχία του.
Τον χρειαζόταν όμως ακόμα, γι’ αυτό και είχε συγκρατηθεί. Το ότι είχαν βρει το θνητό ήταν ένα βήμα προόδου. Πλέον θα έπαυε να επισκέπτεται τα Περίχωρα, σταματώντας να δίνει στόχο στον αδερφό του που είχε αρχίσει να τον υποψιάζεται, μιας και είχε σκοτώσει όποιον θνητό έμοιαζε ο κατάλληλος υποψήφιος για αυτό που τον είχαν προειδοποιήσει.
Τον είχαν προειδοποιήσει για την εμφάνιση ενός θνητού που θα μπορούσε να ονειρευτεί αυτόβουλα χωρίς τη βοήθεια του Μορφέα και των υπόλοιπων Όνειρων και θα είχε τη δύναμη να φτιάξει ο ίδιος όνειρα. Τον είχαν προειδοποιήσει για ένα θνητό που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στο να υλοποιήσει το σχέδιό του για την τελειοποίηση του Κύκλου.
Τότε σκέφτηκε να βάλει το Φοβήτωρα να τον βγάλει από τη μέση και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που όλες οι υποψίες θα στρέφονταν αλλού. Στον ίδιο το Φοβήτωρα.
Είχε επιτρέψει στον εαυτό του ένα χαμόγελο που θα πάγωνε και τον ήλιο όταν σκέφτηκε ότι το μόνο που θα χρειαζόταν θα ήταν να στερούσε τον ύπνο από το θνητό. Και ποιος καταλληλότερος να το κάνει αυτό από τον άρχοντα του τρόμου, τον κατασκευαστή των εφιαλτών της ανθρωπότητας, τον καινούριο του σύμμαχο?
Τόσο απλό σχέδιο. Ίσως γι’ αυτό να ήταν και τόσο καλό.
Φυσικά θα μπορούσε, όταν είχε μάθει ότι ήταν αυτός ο θνητός που έψαχνε, να εμφανιστεί στο όνειρό του και να του πάρει την ψυχή όπως είχε κάνει με τις προηγούμενες ψυχές που έμοιαζαν υποψήφιες. Αυτές που είχε σκοτώσει διακριτικά στην Ενύπνια πριν αρχίσει να τραβάει πάνω του υποψίες.
Δεν τους σκότωνε ο ίδιος αν και είχε τη δύναμη. Δεν του επιτρεπόταν κάτι τέτοιο γιατί ακόμα και ο Θάνατος υπόκειται σε κανόνες που έχουν θέσει αρχαιότερες θεότητες από τον ίδιο. Οι ψυχές είχαν πεθάνει απλά από την διακριτική παρουσία του Θανάτου που έψαχνε για τη συγκεκριμένη ψυχή στα όνειρά τους.
Η παρουσία και μόνο του Θανάτου κοντά στην πνευματική υπόσταση του ονειρευτή τον έκανε να παραδίδει το πνεύμα του, αν όχι επιτόπου αρκετά σύντομα, ανάλογα πόσο δυνατό ήταν το πνεύμα του εκάστοτε θνητού.
Τον Τζων ήξερε ότι δεν μπορούσε να τον πάρει τόσο εύκολα. Ήξερε ότι αυτός που έψαχνε είχε δυνατό πνεύμα ακόμα και αν ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει ακόμα. Γι’ αυτό είχε φτάσει να αγγίξει το Φίλντισι.
Τώρα που ήξερε ποιος ήταν δεν ήθελε να τον κυνηγήσει απροκάλυπτα και να ριψοκινδυνέψει να αποκαλυφθούν τα σχέδιά του. Βαθιά μέσα του όμως, όσο και αν δεν ήθελε να το παραδεχθεί, φοβόταν μήπως αποτύχει να σκοτώσει το θνητό εκεί που ήξερε ότι ήταν πιο δυνατός από τους υπόλοιπους. Ο Τζων ήταν πλέον από τους πιο ισχυρούς ονειρευτές και στα Περίχωρα ίσως ήταν δύσκολο να τον εξολοθρεύσει.
Την επομένη του γεγονότος που ο θνητός είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Θάνατος είχε φωνάξει τον Φοβήτωρα στο παλάτι του.
«Άρχοντα του Φόβου… Πέρασε.» τον υποδέχτηκε με εμφανή το σαρκασμό στη φωνή του μη μπορώντας ακόμα να ελέγξει τα νεύρα του για την πρόσφατη αποτυχία του.
Ο Φοβήτωρας τον κοίταζε απαθής. Είχε ξεπεράσει τις αμφιβολίες για την ανίερη συμμαχία που είχε συνάψει με το Θάνατο και πλέον, μετά την αποκάλυψη του σχεδίου, ένιωθε μόνο τύψεις, αλλά το μίσος του για την ανθρωπότητα εξακολουθούσε να υπερισχύει. Η υπόσχεσή του τον έδενε και ήταν έτοιμος να κάνει ότι του ζητούσε για να τελειώνει με αυτή την υπόθεση.
«Οι δυνάμεις και η μαεστρία σου στο φόβο θα αποδειχθούν πολύ χρήσιμες. Η συμμαχία μας δεν είναι τυχαία. Η θέση σου είναι εδώ μαζί μου. Ό,τι δεν μπορώ να πετύχω εγώ λόγω, ας πούμε “πρωτοκόλλου”, μπορείς να το καταφέρεις εσύ και μάλιστα χωρίς να ανησυχήσει κανείς. Τα αδέρφια σου και ο αδερφός μου δε θα καταλάβουν το παραμικρό. Αυτό που θέλω από σένα είναι να συνεχίσεις να κάνεις τη δουλειά σου, αλλά πιο στοχευμένα.
»Θέλω να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και να φτιάξεις τους πιο τρομακτικούς εφιάλτες που μπορείς. Θέλω να ξεχάσεις τους υπόλοιπους ονειρευτές και να έχεις μοναδικό αποδέκτη των έργων σου το θνητό που απέτυχες να φέρεις εδώ τότε που εμφανίστηκε…» Έκανε την αναφορά στην αποτυχία για να του δώσει ένα επιπλέον κίνητρο, ενισχύοντας την οργή και το μίσος του για να κατασκευάσει ότι χειρότερο εφιάλτη μπορούσε.
«Θέλω να μάθεις τους πιο απόκρυφους φόβους του. Να μπεις τόσο βαθιά στη ψυχή του και να τον κάνεις να ονειρεύεται κάθε μέρα καταστάσεις που θα αποβούν μοιραίες για τη ζωή του… Θέλω να φτιάξεις εφιάλτες με τη δύναμη να κάνουν την καρδιά του να σταματήσει από το φόβο και το μυαλό του να παγώνει στερώντας του κάθε ελπίδα… Στερώντας του την ίδια τη θέληση για ζωή.»
Ο Φοβήτωρας δεν αποκρίθηκε. Συμφώνησε βουβά και έφυγε τόσο ταπεινωμένος από την αναφορά του Θανάτου στην πρότερη αποτυχία του, που ο τεράστιος όγκος του φαινόταν να έχει συρρικνωθεί.
Προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του το σαρκασμό του Θανάτου και επικεντρώθηκε σε αυτό που του είχε αναθέσει. Ένα τρομερό χαμόγελο όλο δόντια παραμόρφωσε το πρόσωπό του στη σκέψη του τι περίμενε τον ονειρευτή. Αν μη τι άλλο ήξερε να φτιάχνει εφιάλτες. Αυτό ήταν ο λόγος της ύπαρξής του.
Δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητική δουλειά να φτιάξει τον πιο τρομακτικό εφιάλτη για οποιονδήποτε θνητό. Λίγη παρατήρηση μόνο και όταν θα έβρισκε το αδύνατο σημείο του θα τον χτύπαγε ανελέητα.
Αν δεν κατάφερνε να τον σκοτώσει με κάποιον από τους εφιάλτες του, θα κατάφερνε σίγουρα να του στερήσει το πολύτιμο δώρο του πατέρα του.
Κανείς θνητός δε μπορεί να συνεχίσει να ζει για πολύ αν του στερήσεις τον ύπνο. Και με τους εφιάλτες που θα του έφτιαχνε, μόνο και μόνο η προσπάθεια να ηρεμήσει ξυπνώντας έντρομος κάθε νύχτα, θα αρκούσε για να του στερήσει τη δυνατότητα να μπορέσει να ξανακοιμηθεί.
Είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Κάθε βράδυ που ο Τζων έπεφτε για ύπνο, ο Φοβήτωρας μελετούσε την ψυχή του. Μετά από μερικές μέρες προσεκτικής παρατήρησης, είχε εξερευνήσει τις πιο μύχιες σκέψεις του, τους πιο κρυφούς του φόβους, τα πιο σκοτεινά του μυστικά σε τόσο βάθος, που τον είχε μάθει καλύτερα απ’ ότι ήξερε ο ίδιος τον εαυτό του.
Αφού είχε μάθει πλέον όλες του τις φοβίες και οτιδήποτε απασχολούσε το υποσυνείδητό του, ξεκίνησε την κατασκευή. Δεν ήταν και τίποτα το δύσκολο. Όλοι οι θνητοί φοβούνται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα και όλοι ,μα όλοι, τους φοβούνται για τη ζωή τους. Ή μάλλον φοβούνται την αλλαγή που φέρνει ο θάνατος στη ζωή τους, μια αλλαγή που τους φοβίζει όπως και οποιαδήποτε αλλαγή που τους οδηγεί σε άγνωστα μονοπάτια. Ζώντας σε μια διάσταση που άλλαζε συνεχώς, οι άνθρωποι ήταν το μόνο είδος που αποζητούσε τη σιγουριά της μονιμότητας.
Παρόλα αυτά στην αρχή είχε αρχίσει να του στέλνει “συμβατικούς” εφιάλτες μόνο και μόνο για να δει τις αντιδράσεις του. Ήξερε ότι ήταν ιδιαίτερος και ήθελε να δοκιμάσει τις αντοχές του.
Αρκετές φορές είχε χρησιμοποιήσει το κυνηγητό και την παράλυση. Στάνταρ εφιάλτης. Πιάνει στους περισσότερους. Στο Τζων όμως δεν είχε πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Πολλές φορές, ειδικά μετά τις πρώτες μέρες των επιθέσεων, ο θνητός αντί να ξυπνήσει έντρομος, είχε καταφέρει να επιμηκύνει τη διάρκεια του ονείρου, ανακτώντας αμέσως τον έλεγχο της κατάστασης, βρίσκοντας τρόπο να ξεφύγει από τους εκάστοτε διώκτες του, χωρίς καν να ονειρευτεί συνειδητά.
Μετά δοκίμασε τον πνιγμό. Ο πανικός του Τζων διαρκούσε ελάχιστα και μετά έβρισκε τη διαύγεια να καταλάβει ότι δεν πρόκειται για την πραγματικότητα αλλά για ένα όνειρο και επωφελούταν από την ευκαιρία που του δινόταν να κάνει μια υποβρύχια εξερεύνηση χωρίς εξοπλισμό.
Σε αυτή την περίπτωση, ενώ αρχικά έβλεπε έντρομος να βυθίζεται με βαρίδια στα πόδια στα βάθη μιας σκοτεινής θάλασσας, έμεινε έκπληκτος όταν συνειδητοποίησε ότι αν ήθελε μπορούσε να αναπνεύσει!
Είχε αφεθεί με μεγάλη χαρά να φτάσει στον πάτο παίρνοντας βαθιές ανάσες μέσα στο νερό και καταφέρνοντας να απαλλαγεί με μια του σκέψη από τα βαρίδια, ξεκίνησε να κολυμπά σε υποβρύχιες σπηλιές και πολύχρωμους κοραλλιογενείς υφάλους νιώθοντας και ο ίδιος ένα υδρόβιο ον, αλλάζοντας τη μορφή του ονείρου από εφιάλτη σε εκπλήρωση μιας παλιάς του επιθυμίας.
Τότε ήταν που ο Φοβήτωρας αποφάσισε να επεμβαίνει άμεσα στα όνειρα του και να τον ξυπνάει, αφού ο Αρνητής του είχε εξαφανιστεί τη μέρα που εκείνος είχε αγγίξει το Φίλντισι και υπήρχε κίνδυνος τα όνειρα του Τζων να γίνουν ασκήσεις συνειδητού ονειρέματος.
Ο εφιάλτης των δοντιών επίσης είχε αποδειχτεί άχρηστος, καθώς ο Τζων έβλεπε τα δόντια του να πέφτουν και φτύνοντας αίμα, δεν στεναχωριόταν καθόλου γιατί το μυαλό του, κάνοντας ασυνήθιστους συνειρμούς, του έλεγε πως ούτως ή άλλως ήταν χαλασμένα και έπρεπε να φύγουν.
Σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, πτώση μετεωριτών, το ίδιο το τέλος της γης δεν αρκούσε να τον τρομάξει καθώς είχε μείνει να κοιτάζει τα πάντα γύρω του να καταρρέουν και αυτός στεκούμενος στο τελευταίο στέρεο κομμάτι γης, παρατηρούσε το υπερθέαμα σαν θεατής στο σινεμά τραγουδώντας “It’s the end of the world as we know it”.
Παρόλα αυτά δεν άργησε να βρει το ευαίσθητο σημείο του. Σε κάθε εφιάλτη που του είχε στείλει, μια γωνία του μυαλού του ανησυχούσε αν η Ελπίδα ήταν καλά. Με αυτό θα μπορούσε να τον εξοντώσει.
Ενώ στους αρχικούς εφιάλτες που του έστελνε τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που περίμενε, φτιάχνοντας εφιάλτες που απειλούσε την αγαπημένη του Ελπίδα τον είδε να αντιδρά όπως έπρεπε.
Επίσης είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί και υπαινικτικό τρόμο. Ο θνητός δεν αντιδρούσε σε κάτι εμφανώς τρομακτικό όπως τέρατα, καταστροφές, βασανιστήρια. Αντιδρούσε σαν να έβλεπε ταινία τρόμου. Όμως στον υπαινικτικό τρόμο και την υπόνοια ότι η Ελπίδα ίσως κινδυνεύει, ξυπνούσε αναστατωμένος, με το φόβο να σφίγγει την καρδιά του σα να την έχει γραπώσει το χέρι ενός δυνάστη.
Μετά τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο εύκολα για το Φοβήτωρα. Ο θνητός έμοιαζε να μην έχει καμία ανησυχία για την ίδια του τη ζωή όσο για τη ζωή της αγαπημένης του. Τέτοιο αλτρουισμό και τέτοια αγάπη ένα πλάσμα σαν τον Φοβήτωρα, ο οποίος ήταν ένα συνονθύλευμα όλων των αρνητικών στοιχείων και συναισθημάτων της ανθρωπότητας, δεν μπορούσε να τα κατανοήσει και να τα ερμηνεύσει, μπορούσε όμως να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του θνητού.
Πλέον δεν ήταν ο Τζων που κινδύνευε στους εφιάλτες του. Ήταν η Ελπίδα. Ο Τζων ξυπνούσε άρρωστος από όνειρα που όχι μόνο του έδειχναν ξεκάθαρα ότι η Ελπίδα διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο, αλλά ότι ευθύνεται και ο ίδιος για αυτούς τους κινδύνους. Τότε ήταν που είχε δοκιμάσει και την υπνοβασία πάνω του.
Η δύναμη της υπνοβασίας ήταν μια ικανότητα που είχαν όλοι οι Αρνητές που είχαν να αντιμετωπίσουν δυνατούς ονειρευτές. Ήταν η τελευταία τους αντίσταση σε ονειρευτές που είχαν την ικανότητα να ονειρευτούν συνειδητά. Πολλοί Αρνητές είχαν βρει το αδύνατο σημείο των φόβων των ονειρευτών και μέσα από αυτό το “κενό” εισέβαλλαν μέσα στους ονειρευτές και τους καταλάμβαναν σαν πνεύματα, δίνοντας στους Αρνητές να χειραγωγήσουν τους ονειρευτές σα μαριονέτες. Ο Ύπνος όμως είχε απαγορεύσει την εκτενή χρήση αυτής της δύναμης και το μαρτύριο του ονειρευτή σταματούσε όταν ο Αρνητής κατάφερνε να αποτρέψει τον ονειρευτή να ονειρευτεί συνειδητά.
Εκείνη τη μέρα ο Φοβήτωρας είχε παραβεί τις διαταγές του Ύπνου και είχε κάνει το Τζων να υποφέρει. Κανείς Όνειρος δεν επιτρεπόταν να κάνει τους ονειρευτές να υποφέρουν. Είχε κάνει το Τζων ένα μανιακό δολοφόνο και είχε επιτεθεί στην Ελπίδα. Το μόνο που είχε καταφέρει πριν ο Τζων βρει τη δύναμη να αντισταθεί ήταν να τον χωρίσει από την αγαπημένη του. Κάτι ήταν και αυτό. Ίσως ήταν το μεγαλύτερο πλήγμα που του είχε καταφέρει με τους εφιάλτες του. Αλλά ήταν και το μοναδικό. Από τότε δεν είχε μπορέσει να τον ξανακυριεύσει και αυτό από πείσμα τον έκανε να φτιάξει ακόμα πιο τρομακτικούς εφιάλτες.
Για ένα μεγάλο διάστημα τα όνειρά του αποτελούνταν από φρικτά βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε την Ελπίδα, εφιάλτες που τον αρρώσταιναν όχι μόνο γιατί είχε αρχίσει να ανησυχεί για τον ψυχισμό του αλλά και γιατί ξυπνώντας, δεν μπορούσε να μοιραστεί το όνειρό του με την Ελπίδα από φόβο μήπως εκείνη τον θεωρήσει παρανοϊκό και τον παρατήσει φοβούμενη για τη ζωή της. Το τι ανομολόγητες πράξεις της έκανε σε εκείνα τα απαίσια όνειρα δεν ήθελε ούτε ο ίδιος να το σκέφτεται.
Είχε αρχίσει να νομίζει ότι το μυαλό του για κάποιο ανεξήγητο λόγο αντιδρούσε στην υπερβολική αγάπη και ευτυχία που ένιωθε κοντά σε αυτή τη γυναίκα. Κάτι ανάλογο του είχε συμβεί όταν ήταν πολύ μικρός, καθώς μεγαλώνοντας στο συντηρητικό περιβάλλον της μεσοαστικής αγγλικής κοινωνίας, είχε αρχίσει να σκέφτεται πρόστυχα και χυδαία όταν του επιβαλλόταν να νιώθει ιερότητα και κατάνυξη συνήθως στις εκκλησίες ή στην προσευχή πριν το οικογενειακό δείπνο.
Αυτή του την αντίδραση την είχε δικαιολογήσει στον εαυτό του αργότερα όταν είχε καταλάβει ότι ήταν φυσιολογική, από τη στιγμή που δεν υπήρχε κανένας λόγος να αισθανθεί κατάνυξη και σεβασμό για οτιδήποτε με το ζόρι και ότι μπορούσε να τιμήσει τα θεία με το δικό του τρόπο.
Στην περίπτωση όμως της Ελπίδας κανείς δεν τον πίεζε για τίποτα. Την αγαπούσε που να πάρει!
Υπήρξε ένα σημείο στη ζωή του όπου στις σχέσεις του ήταν επιφυλακτικός. Είχε πληγωθεί από μεγάλους έρωτες που είχαν αποδειχθεί φιάσκο αρκετές φορές στο παρελθόν και αποκτώντας δυσάρεστη εμπειρία δεν αφηνόταν ολοκληρωτικά σε μια σχέση.
Άλλωστε είχε μάθει και από την Ελπίδα ότι οι αρχαίοι της πρόγονοι έλεγαν «παν μέτρον άριστον», αλλά με αυτό το εκπληκτικό πλάσμα δίπλα του που ανταπέδιδε την αγάπη που της έδινε, δεν μπορούσε να κρατήσει το μέτρο.
Άφηνε τα συναισθήματα του για αυτήν να τον πλημμυρίζουν και να του παρασέρνουν μυαλό και καρδιά, όπως τα νερά του ποταμού που καταλήγουν σε καταρράκτη.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένιωθε αληθινή αγάπη και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην την πληγώσει συναισθηματικά για κανένα λόγο. Σίγουρα δεν ήθελε να την πληγώσει ούτε φυσικά όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος δεν θέλει να κάνει κακό σε κανέναν συνάνθρωπό του.
Υπήρχαν πολλά στην ανθρώπινη φύση που απεχθανόταν, και είχε γνωρίσει, κυρίως μέσα από τη δουλειά του, αρκετούς τύπους ανθρώπων που, αν του δινόταν η ευκαιρία να τους εξαφάνιζε ανώδυνα για να γίνει ο κόσμος ένα καλύτερο μέρος, θα το έκανε.
Απεχθανόταν κυρίως κάτι ξιπασμένους πλούσιους που δεν έδιναν δεκάρα για το συνάνθρωπό τους ή το περιβάλλον τους γενικότερα. Ανθρώπους που δεν σκέφτονταν τίποτα άλλο πέρα από τον εαυτό τους και το προσωπικό τους κέρδος, αλλά ακόμα και σε αυτούς δε θα μπορούσε να κάνει κακό, γιατί από τη μια ήταν κατά της βίας και από την άλλη είχε πάντα μια δικαιολογία για τους άλλους και τις πράξεις τους.
Κάθε άνθρωπος είχε τους λόγους του που έκανε κάτι και αυτός δεν ήταν κάποιος που θα μπορούσε να τον κρίνει, άσχετα αν αυτές οι πράξεις είχαν αρνητικές επιπτώσεις είτε στον ίδιο είτε στην ανθρωπότητα γενικότερα.
Το σύνθημά του για τη ζωή ήταν: «Ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν» γιατί ήξερε ότι αυτός ο ίδιος δεν ήταν τέλειος για να μπορούσε να κρίνει τους άλλους. Έκανε μόνο αυτοκριτική που το έβρισκε πιο εποικοδομητικό.
Αλλά τι είδους αυτοκριτική να κάνει στα όνειρά που έβλεπε για την Ελπίδα και στις αποτρόπαιες πράξεις που της έκανε σε αυτά?
Πως μπορούσε να βλέπει στον ύπνο του ότι κάνει τέτοια φρικτά πράγματα στο μοναδικό άνθρωπο, πέρα από τους γονείς του, που αγαπούσε πραγματικά με όλη την ανιδιοτέλεια της έννοιας αγάπη?
Φοβόταν ότι ίσως είχε αρχίσει να τα χάνει και το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε χάσει τον ύπνο του.
Ο Φοβήτωρας τον είχε μάθει σαν ανοιχτό βιβλίο.
Ξύπναγε κάθε μέρα κάθιδρος με την καρδιά του να χτυπάει σα τρελή έτοιμη να σπάσει και καμιά φορά έβγαζε ασυνάρτητες κραυγές που όταν κοιμόταν μαζί με την Ελπίδα την ξυπνούσαν ανήσυχη.
Προσπαθούσε να τον ησυχάσει χαϊδεύοντας τον, λέγοντάς του ότι ήταν απλά ένα όνειρο. Εκείνος όμως αδυνατούσε να ηρεμήσει καθώς τρόμαζε στη σκέψη ότι αν τον ρωτούσε για το τι είχε δει, δεν θα μπορούσε να της πει ότι έβλεπε να της κάνει πράγματα που μόνο ένα πραγματικά άρρωστο μυαλό θα σκεφτόταν να κάνει σε κάποιον άλλο.
Κάποιες φορές που τον είχε ρωτήσει την απέφευγε αμήχανα, προσπαθώντας να κάνει χιούμορ λέγοντάς της ότι ήταν ένας εφιάλτης από το σκοτεινό του παρελθόν, το σκοτεινό παρελθόν που κάθε μεγάλος άντρας φροντίζει να έχει για να συντηρεί το μύθο του.
Ένα χρόνο τώρα, μέχρι τη στιγμή που εκείνη είχε αποφασίσει να φύγει για να δουν και οι δύο πως θα πάνε τα πράγματα εκείνος υπέφερε. Και τώρα πλέον μόνος με τους εφιάλτες του, υπέφερε ακόμα περισσότερο.
Το σχέδιο του Θανάτου λειτουργούσε άψογα.
Οι συνεχείς εφιάλτες που είχε προστάξει το Φοβήτωρα να στέλνει στον Τζων, είχαν εξασθενήσει τον οργανισμό του στερώντας του τον πολύτιμο ύπνο, είχαν τσακίσει την αυτοπεποίθηση του και τον είχαν καταντήσει ένα ράκος που αγωνιζόταν να βγάλει την κάθε μέρα που ξημέρωνε και βασανιζόταν κάθε νύχτα για λίγο ύπνο.
Ήταν βέβαιος ότι σε λίγο καιρό το σώμα του θνητού θα παραδινόταν στην πνευματική φθορά που του προκαλούσε η απώλεια ύπνου και θα κατέληγε στα χέρια του, χωρίς κανείς να υποψιαστεί ότι αυτός ευθυνόταν για την κατάστασή του. Η τελειοποίηση του Κύκλου είχε μπει σε τροχιά υλοποίησης και θα γινόταν πραγματικότητα μόλις ο θνητός έφευγε από τη μέση.
Αλλά παρόλη την μυθική υπομονή του, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Πολλά διακυβεύονταν και ο θνητός είχε επιδείξει εξαιρετική αντοχή στο βασανιστήριο των συνεχών εφιαλτών. Είχε αντέξει ένα χρόνο και δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί.
Δεν ήξερε ότι είχε αντέξει τόσο πολύ γιατί η Νύχτα είχε βάλει το χέρι της για να έχει ο Τζων εκείνο το προφητικό όνειρο που θα γνώριζε την Ελπίδα από την οποία έπαιρνε δύναμη.
Όπως επίσης δεν ήξερε για πιο λόγο ο Έρεβος του είχε κάνει ένα απροσδόκητο δώρο, καθώς δε μπορούσε να μείνει αμέτοχος, και τώρα ο Θάνατος είχε στα χέρια του το πιο θανατηφόρο όνειρο που είχε φτιαχτεί ποτέ. Ένα όνειρο που όμοιό του δεν μπορούσε να υπάρξει ξανά. Το όνειρο που είχε δώσει στον Φοβήτωρα και το οποίο ο Τζων θα έβλεπε σύντομα. Το τελευταίο όνειρο της ζωής του.
Ο Άρχοντας Των Νεκρών άρχισε να γελά και το γέλιο του τράνταξε το Σιδερένιο Πύργο. Οι αθόρυβοι κεραυνοί απ’ έξω, έμοιαζαν για πρώτη φορά να έχουν αποκτήσει ήχο καθώς το μακάβριο γέλιο του Θανάτου ταξίδεψε σε όλο τον Τάρταρο μεταφέροντας το μήνυμα ότι σε ό,τι αφορά στους ανθρώπους και πως ό,τι και αν έκανε ο θνητός, ήταν ανέκαθεν εκείνος που είχε τον τελευταίο λόγο.

Leave a comment