μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

 

 

 

«Αυτό είναι το τεστ για να μάθεις αν
η αποστολή σου σε αυτή τη Γη έχει
τελειώσει. Αν είσαι ακόμα ζωντανός
δεν έχει τελειώσει.»

Richard Bach, 1936 – Αμερικανός συγγραφέας

Ο Θάνατος καθόταν στο σιδερένιο θρόνο του με μια έκφραση απογοήτευσης και δυσαρέσκειας που έκανε το παγωμένο, όμορφο πρόσωπό του να μοιάζει με άγαλμα σμιλεμένο από χέρια παρανοϊκού γλύπτη.
Εκατομμύρια ψυχές είχαν περάσει από τα χέρια του. Για την ακρίβεια από τα μάτια του. Και όλες είχαν ακολουθήσει το προδιαγεγραμμένο δρομολόγιο. Παρόλα αυτά, η μία ψυχή που περίμενε με ανυπομονησία και είχε συμβάλλει ο ίδιος να τον επισκεφθεί, είχε αργήσει πάρα πολύ.
Στην είσοδο της αίθουσας του θρόνου που βρισκόταν το Πηγάδι των Ψυχών, οι καταραμένες ψυχές στροβιλίζονταν με τέτοια ορμή που αν μπορούσαν να ξεφύγουν από τη φυλακή του Πηγαδιού, θα γκρέμιζαν το σιδερένιο παλάτι του Θανάτου μέχρι τα θεμέλια.
Ήξερε ότι ο Φοβήτωρας είχε στείλει το όνειρο του χρόνου στον Τζων και ήξερε ότι αυτό είχε κάνει τη δουλειά για την οποία ήταν φτιαγμένο, γιατί είχε πάψει να τον νιώθει στους ζωντανούς. Ο Τζων όμως δε βρισκόταν ούτε ανάμεσα στους νεκρούς.
Περίμενε να δει την ψυχή του θνητού σύντομα, καθώς εκείνη έπρεπε να είχε ήδη πάρει το δρόμο που ακολουθούν όλες οι ψυχές όταν αποχωριστούν για πάντα το θνητό σώμα, το προσωρινό τους κατάλυμα. Αλλά η συγκεκριμένη ψυχή φαινόταν να έχει χαθεί κάπου ανάμεσα στο κόσμο των ζωντανών και σε αυτή τη διάσταση. Την άκουγε σα ψίθυρο στο μυαλό του και την ένιωθε στο κρύο που επικρατούσε στη σιδερένια αίθουσα, αλλά και τα δυο αισθήματα ήταν φευγαλέα.
Ήξερε ότι αφήνοντας τη σάρκα πίσω τους, οι ψυχές ξεκινούν την τελευταία πορεία τους και βρίσκουν το δρόμο σαν προσκυνητές προς τη Μέκκα, για να φτάσουν στα σύνορα του Ταρτάρου. Εκτός βέβαια αν η εκάστοτε ψυχή ήταν ανήσυχη.
Όλες οι ψυχές μετά το φυσικό θάνατο του υλικού μέρους της ύπαρξης ενός ζωντανού οργανισμού, ακολουθούν ένα είδος φάρου που τους καλεί να επιστρέψουν στο μέρος απ’ όπου ξεκίνησαν όλα. Μέσα από τα μάτια του Θανάτου προς το Χάος.
Στην αρχή το φώς αχνοφαίνεται στο βάθος ενός φανταστικού ορίζοντα και οι ψυχές περισσότερο έλκονται από αυτό, όπως η μύτη μιας πυξίδας έλκεται από το βορρά, παρά το εντοπίζουν οπτικά.
Ενίοτε κάποιες ψυχές, αδιαφορούν για το κάλεσμα και ψάχνουν να ολοκληρώσουν έναν ανεκπλήρωτο σκοπό, που λόγω του απροσδόκητου τέλους τους, άφησαν στη μέση. Ή πολλές φορές, απλά συνεπαρμένες από κατήχηση και εγωισμό, καταλήγουν να περιφέρονται άσκοπα σε μια καταραμένη διάσταση μεταξύ Γης και Ταρτάρου, νομίζοντας ότι ξέρουν το δρόμο και περιμένουν εκεί, σε μια άσκοπη αναζήτηση. Κάποιοι από αυτούς είχαν βάλει τέλος στη ζωή τους μόνοι τους.
Κάποτε έρχεται και για αυτές η λύτρωση αλλά αυτό δεν είναι πάντα σίγουρο. Υπάρχουν άπειρες ψυχές που βασανίζονται αιώνια σε εκείνη τη διάσταση, χωρίς να βρουν ποτέ το δρόμο προς την ολοκλήρωση. Όπως υπήρχαν και άλλες που ακόμα βασανίζονταν ανάμεσα στα Χάλκινα Τείχη. Αλλά γι’ αυτές υπήρχε ελπίδα κάποτε να έκαναν τη σωστή παράκληση και να λυτρώνονταν. Για τις ψυχές που κατέληγαν στην καταραμένη διάσταση δεν υπήρχε καμία ελπίδα.
Υπάρχουν κάποιες ψυχές που δεν ολοκληρώνουν τον κύκλο τους και δεν επιστρέφουν ποτέ στο Χάος. Αυτές τις ψυχές κάποιοι τις αποκαλούν καταραμένες. Ο Θάνατος τις αποκαλεί απλά ανόητες.
Ο Θάνατος δε φημίζεται για το έλεός του. Αν μια ψυχή δε μπορέσει να βρει το δρόμο της προς αυτόν, δεν θα την λυπηθεί και δε θα την αναζητήσει παρά μόνο όταν πρέπει.
Η δουλειά του δεν είναι η περισυλλογή ούτε η κρίση. Η δουλειά του είναι να δίνει στην κάθε ύπαρξη τη δυνατότητα να ολοκληρώσει έναν κύκλο, έναν κύκλο που δεν αποφασίζει αυτός πότε θα ολοκληρωθεί. Απλά ξέρει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να επέμβει και να κόψει το νήμα της ζωής, δίνοντας στην ψυχή την ευκαιρία να βρει το δρόμο της.
Την απέραντη αυτή διάσταση, όπου οι ανήσυχες και καταραμένες ψυχές δεν βρίσκουν το δρόμο για την ολοκλήρωση του κύκλου τους, ο Θάνατος την επισκέπτεται μόνο για συγκεκριμένες περιπτώσεις ψυχών. Από την αρχή της ύπαρξής του, ο Θάνατος μάζευε περιπλανώμενες ψυχές από εκεί και τώρα πλέον το Πηγάδι ήταν γεμάτο. Πάντα όμως υπήρχε χώρος για μια ακόμα ψυχή. Την ψυχή του Τζων που περίμενε να την υποδεχτεί σύντομα, όταν εκείνος θα περνούσε σε λίγο το κατώφλι του Θανάτου.
Αν μια ψυχή που μόλις αποχωρίστηκε την υλική υπόσταση της ύπαρξής της, αφεθεί να ακολουθήσει το κάλεσμα, το φώς που την οδηγεί ξεπροβάλλει αργά, όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο ζεστό, διαπερνώντας το σκοτάδι της αμφιβολίας και αγκαλιάζει τους νεοεισερχόμενους σε αυτή τη διάσταση προσωρινής ύπαρξης. Το φώς που τους υποδέχεται είναι το φαναράκι του Βαρκάρη. Εκείνος που περνάει τις ψυχές από τη μια όχθη του ποταμού της Λήθης στην άλλη.
Υπήρξαν μερικές περιπτώσεις ιδιαίτερων ψυχών ή ακόμα και θνητών που αψηφούσαν το φως και φτάνοντας στο Βαρκάρη αποφάσιζαν να κολυμπήσουν. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα τότε στον καιρό των ηρώων, πολλά είχαν συμβεί που παραβίαζαν το “πρωτόκολλο” .
Είχαν υπάρξει αρκετοί θνητοί που είχαν βρει τη δίοδο για τη διάσταση του Ταρτάρου και σε μια ηρωική αναζήτηση αγαπημένων ψυχών, είχαν καταφέρει να παρακάμψουν το Βαρκάρη και είχαν φτάσει μέχρι την Κοιλάδα του Θανάτου. Ακόμα πιο λίγοι είχαν φτάσει μέχρι το Σιδερένιο Πύργο και το είχαν μετανιώσει. Ο Θάνατος απεχθάνεται τους απρόσκλητους επισκέπτες.
Το αποτέλεσμα αυτών των επισκέψεων ήταν η κατασκευή του Κέρβερου, για να φυλάει την είσοδο της Κοιλάδας, η ενδυνάμωση του Βαρκάρη που απαγόρευε κάθε είδους ταξίδι πέρα από τη μεταφορά με το σκάφος του και ότι οι ψυχές αυτές που είχαν αψηφήσει τους κανόνες χάθηκαν για πάντα, όπως και οι ήρωες τους τελευταίους αιώνες.
Αυτοί ήταν οι πρώτοι που έμαθαν με τον άσχημο τρόπο ότι δεν μπορεί κάποιος να διασχίσει κολυμπώντας τον ποταμό της Λήθης, γιατί μια βουτιά στα νερά του, αφαιρεί από όποιον γεύτηκε το νερό αυτό όλες τις αναμνήσεις του και αυτό θα σήμαινε ότι θα έφτανε στο Θάνατο χωρίς να ξέρει ποιος είναι και χωρίς γνώση της πρότερης ζωής του.
Υπήρξαν ψυχές που έφταναν μπροστά του ανίκανες να δουν τη ζωή τους στα μάτια του, μη μπορώντας να κρίνουν τους εαυτούς τους. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερος κριτής για έναν άνθρωπο από την ίδια του την ψυχή.
Ο Θάνατος δεν κρίνει. Ωστόσο είναι δύσκολο να σταθεί η οποιαδήποτε ψυχή μπροστά στα μάτια του, γιατί είναι ο καθρέφτης που μέσα τους κάθε άνθρωπος βλέπει ό,τι έχει κάνει εν ζωή.
Γι’ αυτό και ο Θάνατος είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο της ανθρώπινης ψυχής και όχι της υλικής ύπαρξης όπως νομίζουν οι θνητοί. Γιατί εκεί δεν υπάρχουν μυστικά. Μπροστά στον καθρέφτη όλες οι ψυχές στέκονται γυμνές.
Όταν λοιπόν έρθει εκείνη η ώρα, η τελευταία ώρα για κάθε ψυχή, στέκουν ανίσχυρες ενώπιον του αμείλικτου βλέμματος του Θανάτου και κοιτούν μέσα του, αναγνωρίζοντας τον ίδιο τους τον εαυτό και αναλύοντας και την παραμικρή του λεπτομέρεια.
Όταν αυτή η τέλεια ενδοσκόπηση ολοκληρωθεί, τότε τα μάτια του Θανάτου γίνονται η πύλη που η λυτρωμένη ψυχή επιστρέφει στο Χάος. Εκεί που ξεκίνησαν όλα. Και αν η ενδοσκόπηση έχει ελαφρύνει την ψυχή από τα βάρη της, η νέα αρχή θα είναι εύκολη. Αν όχι, μπορεί να μην βρεθεί ποτέ η ευκαιρία, αυτή η ψυχή να υπάρξει ξανά. Γι’ αυτό και μια ψυχή που δε γνωρίζει ποιά είναι, χάνεται για πάντα στο ασύλληπτο Χάος.
Αυτό είναι που δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι. Η δεύτερη ευκαιρία που όλοι επιθυμούν, είναι δυνατή για τους περισσότερους. Μετά την ενδοσκόπηση μέσα στο παγωμένο βλέμμα του Θανάτου, αρκεί μια ψυχή να είναι δυνατή και να έχει αντέξει την κριτική και τότε, περνώντας στο Χάος, θα ξαναενωθεί και θα επιστρέψει κάποτε ακόμα πιο δυνατή, θα επιστρέψει καλύτερη και θα συνεχίσει να επιστρέφει, μέχρι να φτάσει την τελειότητα.
Κάθε στιγμή που περνούσε και δεν εμφανιζόταν ο Τζων μπροστά του, έκανε το Θάνατο να αναρωτιέται τί μπορεί να έχει πάει στραβά. Ήταν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση το όνειρο που του έστειλε να μην τον είχε αποτελειώσει. Ήταν ήδη αρκετά καταπονημένος από τους συνεχόμενους εφιάλτες που του έστελνε ένα χρόνο τώρα, με τη βοήθεια του Φοβήτωρα
Αν ο θνητός δεν έχει φτάσει ακόμα στο Βαρκάρη τότε το πιο πιθανό είναι να περιπλανιέται χαμένος στις όχθες της Λήθης. Έπρεπε να τον έχει στα χέρια του, ακόμα και αν αυτή η ψυχή δε θα γνώριζε πλέον ποια είναι. Δεν ήθελε να το διακινδυνεύσει.
Από την άλλη, δεν ήθελε να σκέφτεται καν την πιθανότητα ο Τζων να βρίσκεται στην Καταραμένη Διάσταση.
Έστειλε το μήνυμα στο Φοβήτωρα να πάει να τον παραλάβει και μόλις τότε σκέφτηκε ότι ίσως έκανε μεγάλο λάθος που επέσπευσε το θάνατό του, μιας και υπήρχε η πιθανότητα αυτή τη στιγμή ο θνητός να βρίσκεται σε εκείνη ακριβώς στη διάσταση που καταλήγουν οι ανήσυχες ψυχές.
Σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να πάει να τον ψάξει ο ίδιος πράγμα που δεν θα το ήθελε καθόλου γιατί αυτός ο χώρος δεν είναι φτιαγμένος για τις ανθρώπινες ψυχές. Δεν είναι φτιαγμένος ούτε καν για θεούς.
Εκεί καταλήγουν οι ψυχές που δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν ποτέ την ύπαρξή τους μέσα από το Θάνατο. Εκεί καταλήγουν οι καταραμένοι. Και όταν ο Θάνατος έπρεπε ή ήθελε ο ίδιος να τις πάρει από κει, πλήρωνε και αυτός ένα τίμημα.
Ο Θάνατος είναι ο μόνος θεός που δεν έχει πιστούς. Όλοι τον γνωρίζουν, αλλά όλοι τον αρνούνται. Δεν υπάρχουν ύμνοι στο όνομά του, ούτε ναοί. Κανείς, δεν έχει κάνει ποτέ, καμία θυσία για τον ίδιο των Άρχοντα των Νεκρών. Όλοι θυσιάζονται ή θυσιάζουν, όλοι του προσφέρουν ψυχές στο όνομα άλλων θεών ή ιδανικών. Γι’ αυτόν υπάρχει μόνο ο φόβος των ανθρώπων ακόμα και στο άκουσμα του ονόματός του.
Αντίθετα από τον αδερφό του τον Ύπνο, όπου όλοι τον προσμένουν καθημερινά με ανυπομονησία, γεγονός που τον δυναμώνει ως θεότητα, ο Θάνατος έχει δεχτεί ελάχιστες επικλήσεις και αυτές, όλες για έλεος, μια ιδιότητα που δεν κατέχει καν.
Η θεϊκή του δύναμή δεν πηγάζει από την πίστη, όπως των υπολοίπων θεών. Αυτός είναι ο μόνος που πρέπει να μεριμνήσει για την ύπαρξή του. Και είναι αναγκασμένος να το κάνει γιατί για αυτό είναι δημιουργημένος. Γιατί αν δεν το κάνει τότε όλα θα είναι μάταια.
Ο Κύκλος της ζωής θα διαρραγεί και όλα θα πάψουν να υπάρχουν. Ακόμα και ο ίδιος. Και είναι στο χέρι του, όχι μόνο να συνεχίσουν να υπάρχουν τα πάντα, αλλά να συνεχίσει να υπάρχει και ο ίδιος. Και κανείς, πόσο μάλλον ένας θεός, δεν θέλει να πάψει να υπάρχει.
Γι’ αυτό το λόγο, δεν μπορεί να αφήσει τις ψυχές να μην ολοκληρώσουν το ταξίδι τους γιατί τότε θα ήταν χαμένος. Το Χάος, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Αρκεί όμως κάποιος να φροντίζει να επιστρέφουν τα πάντα εκεί έτσι ώστε να μπορέσει να ξαναρχίσει ο Κύκλος. Και αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος ο Θάνατος. Το τέλος της ανθρώπινης ψυχής δεν είναι παρά μόνο μια καινούρια αρχή.
Κάθε Κύκλος διαφέρει από τον προηγούμενο, αφού μερικές ψυχές επιστρέφουν καλύτερες και άλλες δεν καταφέρνουν να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους. Κάθε ψυχή όμως που χάνεται στην Καταραμένη Διάσταση, κάνει τον Κύκλο όλο και πιο μεγάλο, όλο και πιο δύσκολο για όλους, θεούς και ανθρώπους. Έτσι ο Θάνατος αναγκάζεται να ταξιδεύει μέχρι εκεί για να περισυλλέξει κάποιες ψυχές που δεν έχουν ολοκληρώσει ποτέ τον κύκλο τους.
Αυτές καταλήγουν στο Πηγάδι των Ψυχών, απ’ όπου ο Άρχοντας των Νεκρών αντλεί τη δύναμή του. Όταν τις χρειαστεί, απομυζεί την ύπαρξή τους και τις αφήνει να επιστρέφουν στο Χάος με τον χειρότερο τρόπο και με την πιθανότητα να μην έχουν ποτέ τη δεύτερη ευκαιρία τους.
Το ταξίδι όμως στην Καταραμένη Διάσταση τον φέρνει πολύ κοντά σε ανώτερες και αρχαιότερες θεότητες από αυτόν, θεότητες που είναι τόσο σκοτεινές και αλλοπρόσαλλες που οποιαδήποτε συνάντηση μαζί τους μπορεί να αποβεί μοιραία όχι μόνο για εκείνον αλλά και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Σε εκείνη τη διάσταση όπου βασιλεύουν η Νύχτα και ο Έρεβος ακόμα και ο ίδιος ο Άρχοντας των Νεκρών πρέπει να είναι προσεκτικός. Το ότι είναι απόγονος αυτών των αέναων όντων δεν τον κάνει και απρόσβλητο στην επαφή μαζί τους. Το ρίσκο είναι μεγάλο κάθε φορά που εισέρχεται σε αυτό το σκοτεινό βασίλειο γιατί εκεί επικρατούν κανόνες που έχει θέσει η πιο παλιά ύπαρξη στον κόσμο. Το Χάος. Και οι κανόνες του Χάους δεν είναι ποτέ ξεκάθαροι. Εκεί ξεκίνησαν όλα, εκεί επιστρέφουν όλα. Και εκεί όλοι, ψυχές θνητών και αθάνατοι είναι ανίσχυροι και ίσοι. Στο Χάος τα πάντα είναι ένα.
Από καιρό ήθελε να σταματήσει τα ταξίδια σε εκείνη την διάσταση. Δεν μπορούσε όμως να βρει τον τρόπο να κάνει όλες τις ψυχές να επιστρέφουν σε εκείνον και να ολοκληρώνουν μέσα από τα μάτια του, τον κύκλο τους χωρίς επιπλοκές. Η βοήθεια του Βαρκάρη ήταν σημαντική, αλλά ακόμη και ο Πρώτος Νεκρός δεν μπορούσε να τις συλλέξει όλες.
Αν μπορούσε να κάνει όλες τις ψυχές, ακόμα και τις καταραμένες να καταλήγουν κατευθείαν σε εκείνον χωρίς τον κίνδυνο του ταξιδιού στην Καταραμένη Διάσταση, θα είχε σιγουρέψει την αέναη και ομαλή λειτουργία του Κύκλου.
Αιώνες προσπαθούσε να βρει απάντηση στο πώς θα μπορούσε να πετύχει τον τέλειο Κύκλο χωρίς να παρακάμψει κανόνες που είχαν τεθεί πριν ακόμα ο ίδιος δημιουργηθεί. Δεδομένου ότι ο ρόλος του ήταν αυστηρά προκαθορισμένος όπως και τα σύνορα του βασιλείου του, του Ταρτάρου, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
Κάτι συνέβη όμως, που του επέτρεψε να βγει από τα στενά πλαίσια δράσης του και να γνωρίσει μια άλλη έκφανση της ανθρώπινης ψυχής. Κάθε ψυχή που έφτανε στο Σιδερένιο Πύργο, εξιστορούσε τη ζωή της και έκρινε τις πράξεις της. Έτσι ο Θάνατος δεν γνώριζε ποτέ τί ήταν αυτό που επιθυμούσε η κάθε ψυχή, γνώριζε μόνο τί είχε πράξει.
Ήταν τότε που του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει, όχι μόνο τί είχε πράξει η κάθε ψυχή αλλά και το τί επιθυμούσε να πράξει. Και μελετώντας και μαθαίνοντας βαθύτερα την ανθρωπότητα και τις αδυναμίες της κάθε ανθρώπινης ψυχής, βρήκε τρόπο να πετύχει το σχέδιό του. Θα έκανε την ανθρωπότητα τέλεια και τον Κύκλο ίδιο, συνεχή και αδιάσπαστο στην αιωνιότητα.
Δεν θα είχε πλέον σημασία αν μια ψυχή ήταν καταραμένη ή ευλογημένη να ολοκληρώσει τον κύκλο της κανονικά. Το τέλος θα ήταν το ίδιο για όλες τις ψυχές και ο Κύκλος τέλειος.
Ήταν τότε που μαινόταν ο τρωικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ξέσπασε για τα μάτια μιας θνητής με θεϊκή ομορφιά. Η θεά Ήρα θέλοντας να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου ζήτησε από τον θεό Ύπνο να κοιμίσει το Δία για να μπορέσει να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά της.
Ο Ύπνος στην αρχή ήταν διστακτικός, μιας και το να κοιμίσεις το βασιλιά των θεών σίγουρα θα είχε κάποιο τίμημα, στη θέα όμως της ανταμοιβής που του πρόφερε η Ήρα, οι όποιες αμφιβολίες ξεπεράστηκαν.
Η Ήρα του ορκίστηκε να τον παντρέψει με μια από τις νεότερες Χάριτες που παρεμπιπτόντως ήταν το αντικείμενο του πόθου του. Η ανταμοιβή του θα ήταν ο γάμος του με την πανέμορφη Πασιθέη, τη θέα της χαλάρωσης και της ξεκούρασης, ένα ταίρι πραγματικά ταιριαστό για τον άρχοντα Ύπνο.
Αν και είχε ήδη τέσσερεις γιους που έφτιαχναν Όνειρα, γιοι που είχαν δημιουργηθεί λίγο μετά από τον ίδιο, η Ενύπνια χρειαζόταν μια βασίλισσα, περισσότερους Όνειρους και μια μητέρα για τον Μορφέα, τον Ίκελο, το Φοβήτωρα και το Φάντασο.
Ο Ύπνος ενέδωσε και η Ήρα όντως τον πάντρεψε με την Πασιθέη, όταν όμως ήρθε η ώρα να πληρώσει το τίμημα της κοίμησης του Δία, ο Ύπνος δεν περίμενε ότι θα τη γλύτωνε τόσο εύκολα. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Αυτό που στην αρχή φάνηκε μια ήπια τιμωρία έμελλε να είναι και η αρχή του τέλους, όχι μόνο για τον Ύπνο και το βασίλειό του, την Ενύπνια, αλλά και για την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων στη Γη. Και μετά από τόσους αιώνες, θα έβλεπε τώρα το πραγματικό τίμημα αυτής της τιμωρίας.
Ο Ύπνος σε μια από τις σπάνιες φορές που έφυγε από τη σκοτεινή του αίθουσα, στα υπόγεια του παλατιού του στην Ενύπνια, αναγκάστηκε να το κάνει για να παρουσιασθεί ενώπιων του βασιλιά των θεών και να υποστεί την τιμωρία του.
Ο θεός Δίας, ο υπέρτατος άρχοντας, μπροστά στον οποίο όλοι οι θεοί υποκλίνονταν με σεβασμό και τον οποίο ο Ύπνος είχε ξεγελάσει, καθόταν ράθυμος στο χρυσοποίκιλτο θρόνο του, στην τεράστια αίθουσα ακροάσεων στο παλάτι του, στο βουνό Όλυμπος.
Με το ένα του χέρι χάιδευε την λευκή παχιά του γενειάδα κοιτώντας τον Ύπνο με ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι θα ακολουθούσε κάποια διασκεδαστική, τουλάχιστον για τον ίδιο τιμωρία.
Τα τεράστια μαύρα φτερά του Ύπνου διπλωμένα πίσω του, πρόδιδαν την ενόχλησή του, περισσότερο από το αυστηρό πρόσωπό του. Υποκλίθηκε αποδίδοντας τις απαραίτητες τιμές στον Δία, ρίχνοντας όμως ένα στιγμιαίο βλέμμα που έκρυβε μια σεβάσμια αντίρρηση.
Ακόμα και αν ήξερε ότι είχε κληθεί να λογοδοτήσει, η δυσφορία του ήταν η ίδια για οτιδήποτε τον ξυπνούσε και τον οδηγούσε εκτός της κατασκότεινης κάμαρας που περνούσε την αιωνιότητα της ύπαρξής του κοιμώμενος. Δεν είχε σκοπό να δικαιολογηθεί στο Δία, γιατί ήταν η Ήρα, η ίδια του η γυναίκα, που τον είχε ξεγελάσει. Ο ίδιος ήταν απλά, ένα ακόμα πιόνι στα ατελείωτα μυστικά σχέδια και καπρίτσια της.
Παρέμενε σιωπηλός ενώπιον του Δία, που ακόμα χάιδευε τη γενειάδα του, και τον περίμενε μέχρι εκείνος να του απευθύνει το λόγο. Ο Δίας ξαφνικά άλλαξε στάση στον θρόνο του και τώρα σκυμμένος μπροστά, με ένα πονηρό χαμόγελο να περιμένει να ξεσπάσει σε στεντόρειο γέλιο, ακουμπούσε απαλά ένα κεραυνό από τους πολλούς που είχε στη φαρέτρα δίπλα του και με το άλλο του χέρι έδειχνε τον Ύπνο.
Η φωνή του έσπασε την αμήχανη σιωπή και αντήχησε στην τεράστια αίθουσα με την πληθώρα μαρμάρινων κιόνων και αγαλμάτων σαν πραγματικός κεραυνός!
«Ύπνε!» Ο Ύπνος στο άκουσμα αυτής της φωνής δεν βλεφάρισε καν, αντίθετα με κάποιες άλλες οντότητες που βρίσκονταν στην αίθουσα και ξέσπασαν σε χαμηλόφωνα σχόλια και προσέδιδαν με το μουρμουρητό τους μια ονειρική υπόσταση στο όλο σκηνικό, το οποίο ο Ύπνος αισθανόταν οικείο. Τώρα δεν ακουγόταν ο παραμικρός ψίθυρος και όλοι είχαν ανακαθίσει παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τη σκηνή που εκτυλισσόταν, αναμένοντας την τιμωρία του Δία με μια υποβόσκουσα χαιρεκακία.
«Μιας και αποφάσισες να εμπλακείς σε υποθέσεις που δεν σε αφορούν θα αναγκαστείς να υποστείς το ίδιο. Φυσικά όχι από μένα, δεν έχω καμία όρεξη να ασχολούμαι με όλους εσάς τους περίεργους εκεί στην Ενύπνια.
»Ο αδερφός σου ο Θάνατος, ήθελε από καιρό να μπορεί να εισέρχεται στα χωράφια σου και αυτή του την επιθυμία θα πραγματοποιήσω. Είσαι αρκετά τυχερός που το δέλεαρ που σου πρόσφερε η Ήρα άξιζε πραγματικά τον κόπο να εναντιωθείς στη θέλησή μου…», του είπε κλείνοντάς του το μάτι, «…γι’ αυτό και η τιμωρία σου θα είναι αυτή. Φύγε και στο μέλλον φρόντισε να κοιμάσαι περισσότερο. Μου φαίνεται σου λείπει Ύπνος!» και γελώντας με το αστείο του, προκαλώντας και κάποια πολύ συγκρατημένα χαμόγελα από την ομήγυρη, επέτρεψε στον Ύπνο να αποσυρθεί.
Δεν είναι τυχαίο που η διάρκεια της βασιλείας του Δία δεν κράτησε πολύ…
Ο Ύπνος ευτυχής που αυτή η συνάντηση είχε κρατήσει ελάχιστα και θα μπορούσε να επιστρέψει πίσω στα καθήκοντά του, δηλαδή να πέσει και πάλι για ύπνο, δεν είχε αξιολογήσει κατάλληλα την τιμωρία.
Αρχικά ο Θάνατος άρχισε να επισκέπτεται την Ενύπνια μόνο όποτε παρουσιαζόταν η ανάγκη να λήξει την ζωή ενός θνητού, ενώ στη συνέχεια όλο και πιο συχνά, χωρίς απαραίτητα να παίρνει ζωές. Από ένα σημείο και μετά, όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν κατά τη διάρκεια του ύπνου τους.
Στην αρχή ο Ύπνος δεν προβληματιζόταν ιδιαίτερα από το γεγονός ότι ο αδερφός του είχε πλέον πρόσβαση στο βασίλειό του και ότι άνθρωποι πέθαιναν στην ουσία εξ’ αιτίας της απόφασής του να εμπλακεί στις υποθέσεις του Δία. Άλλωστε πολλοί ήταν οι θνητοί που θεωρούσαν τον θάνατο στον ύπνο τους ευλογία.
Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν όταν αργότερα ο γιος του ο Φοβήτωρας, έδειχνε μια εμπάθεια για το καταστροφικό έργο του Θανάτου.
Η αλήθεια είναι ότι και αυτό, δική του απόφαση ήταν, από τότε που σκέφτηκε να τον βάλει να παρακολουθεί τις κινήσεις του Θανάτου κατά τις επισκέψεις του στην Ενύπνια. Σε κάποιο σημείο των παρακολουθήσεων ο Φοβήτωρας φαινόταν ότι, όχι μόνο εμπνεόταν από το έργο του Θανάτου, αλλά ότι είχε αρχίσει και ο ίδιος να τον βοηθάει σε αυτό βελτιώνοντας τους Πρωταρχικούς Εφιάλτες. Τα τρομερά εκείνα όνειρα που ενσάρκωναν τους πρώτους φόβους της ανθρωπότητας, οι πρώτοι εφιάλτες που είχε φτιάξει παρατηρώντας τον πρώτο άνθρωπο λίγο μετά την δημιουργία του.
Τότε ήταν που ο Θάνατος, μαζί με το Φοβήτωρα, άρχισε να ασχολείται με το ανθρώπινο είδος σε βάθος και με τη βαθιά κατανόηση των ανθρώπων που του πρόσφερε η μελέτη τους και η μελέτη των ονείρων τους, συνέλαβε το σχέδιό του για την υποδούλωση της ανθρωπότητας και τον αφανισμό του Ύπνου, με το σφετερισμό της δύναμής του πάνω στον ύπνο των ανθρώπων.
Ίσως αυτό το σχέδιο το συνέλαβε προσλαμβάνοντας μια οπτική για την ανθρωπότητα από την πλευρά του Φοβήτωρα, ο οποίος δεν έτρεφε καμία συμπάθεια για τους ανθρώπους, αλλά όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο πιο πολύ του έμοιαζε σωστό. Έμοιαζε σωστό και στον Έρεβος.
Από τη θέση του στον Τάρταρο, όπου λειτουργούσε μόνο ως βοηθός στην τελική κρίση της ανθρώπινης ψυχής και δίοδος στην ολοκλήρωση του κύκλου της, με τα ταξίδια του στην Ενύπνια και την συναναστροφή του με το Φοβήτωρα, είχε αρχίσει να διαφοροποιεί τη στάση του και είχε ξεκινήσει να κρίνει το ανθρώπινο είδος. Η κρίση του βέβαια, δεν ήταν πάντα αντικειμενική.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν καθόλου κρίση αλλά κατάκριση, μιας και αυτό που έβλεπε στους ανθρώπους ήταν στην ουσία όλα τα αρνητικά στοιχεία της ανθρωπότητας, ακόμα και όταν αυτοί έκαναν όνειρα για το κοινό καλό.
Η εμμονή του στην τελειοποίηση του Κύκλου, που προϋπόθετε να σταματήσουν να υπάρχουν καταραμένες ψυχές, τον έκανε να εστιάσει σε όλα αυτά που έκαναν την ανθρωπότητα ανθρώπινη. Σε όλα αυτά, που για αυτόν έμοιαζαν λάθος.
Όσο πιο πολύ τους παρατηρούσε, τόσο πιο πολύ του φαινόταν προφανής ο λόγος της αποτυχίας τους να καταλάβουν τη θέση τους στον Κύκλο και να βοηθήσουν την ολοκλήρωσή του, ολοκληρώνοντας ο καθένας τον δικό του κύκλο.
Και ο λόγος αυτός ήταν ο αδερφός του και η χώρα του, η Ενύπνια. Εκεί που γεννιόνταν και κατέληγαν να υπάρχουν στην αιωνιότητα τα όνειρα όλης της ανθρωπότητας.
Εκεί υπήρχαν εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής τόσο βαθιά κρυμμένες από τον ίδιο τον κάτοχο της ψυχής, που τις αναγνώριζε μόνο μετά θάνατον ή σε ένα ξεχασμένο όνειρο. Εκεί βρίσκονταν όλες τους οι ανησυχίες, όλες οι προσδοκίες, όλοι τους οι φόβοι, στην ουσία όλη τους η πραγματική υπόσταση, όσο φανταστική και αν έμοιαζε αυτή. Άλλωστε η ανθρωπότητα είναι πραγματικά ένα φανταστικό είδος.
Αν κατάφερνε να τους κάνει να πάψουν να ονειρεύονται, τότε η Ενύπνια θα έπαυε να υπάρχει. Χωρίς όνειρα όλοι θα γίνονταν άβουλα όντα χωρίς κανένα εσωτερικό κίνητρο και συνεπώς χωρίς καμία ανησυχία.
Κανένας δε θα επιδίωκε τίποτα και όλοι θα ζούσαν σα νεκροί, περιμένοντας ένα τέλος που θα τους απάλλασσε από τη μιζέρια τους, την οποία ούτε που θα αισθάνονταν, μιας και δε θα υπήρχε κανένα συναίσθημα στην ανθρώπινη φύση.
Στην καινούρια πραγματικότητα που επεφύλασσε ο Θάνατος, πολλές θεότητες πέρα από τον Ύπνο και τους γιους του θα έπαυαν να υπάρχουν και οι άνθρωποι θα είχαν άγνοια σε έννοιες όπως αγάπη και μίσος, δε θα κυνηγούσαν την ευτυχία, δε θα αισθάνονταν δυστυχία, ο πόθος για οτιδήποτε θα είχε χαθεί όπως και το πάθος. Οι άνθρωποι πλέον δε θα αισθάνονταν τη χαρά και η λύπη, η προσμονή, και ολόκληρη η γκάμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και εκφράσεων της ψυχής, που απλά περιπλέκουν την κατάσταση, θα αντικαθίστανται από μια βασική ανάγκη. Την ανάγκη της επιβίωσης την οποία την αποζητά το πνεύμα αλλά κυρίως το σώμα. Μόνο η επιβίωση θα είχε σημασία.
Τότε οι άβουλοι θνητοί με το πνεύμα υποταγμένο, θα ζούσαν από ένστικτο μέχρι τον τελικό τους αφανισμό και το ξεκίνημα ενός νέου Κύκλου πανομοιότυπου με τον προηγούμενο. Το μαρτύριο της ανθρωπότητας θα ήταν φρικτό στην τελειότητά του.
Το σχέδιό του ήταν απλό. Θα επισκεπτόταν την Ενύπνια και θα σκότωνε αρκετούς ονειρευτές αναγκάζοντας τον Ύπνο να βγει από την κάμαρά του. Με μια πρόφαση ότι οι θάνατοι δεν ήταν δική του απόφαση, θα τον καλούσε στο Σιδερένιο Πύργο να του δείξει ποιος ευθύνεται για αυτήν την έκρηξη θανατικής δραστηριότητας, ίσως αν του ανέφερε το Έρεβος ή τη Νύχτα ή ίσως και κανένα Δαίμονα, εκείνος θα πειθόταν να ακολουθήσει για να μάθει τι συμβαίνει. Εκεί θα τον κρατούσε αιχμάλωτο και ξύπνιο για πάντα, παίρνοντας του το θρόνο της Ενύπνια και την εξουσία του ύπνου των ανθρώπων.
Από κει και πέρα, μιας και θα ήλεγχε πλέον εκείνος τον ύπνο των ανθρώπων, θα μπορούσε να ελέγξει και τα όνειρά τους. Απλά θα έκλεινε τις Πύλες.
Όσο για τον Μορφέα και τους υπόλοιπους Όνειρους, εκτός του ότι ήταν σχεδόν ανίσχυροι μπροστά του ως κατώτερες θεότητες, δεν θα μπορούσαν να μπουν στο Σιδερένιο Πύργο, ακόμα και αν περνούσαν το Βαρκάρη, τον Κέρβερο και τα τρία Χάλκινα Τείχη. Άλλωστε η αδυναμία του Φοβήτωρα να σταθεί μπροστά του, ήταν εμφανής όσο και αν ο ογκώδης αυτός Όνειρος προσπαθούσε να το κρύψει σε κάθε τους συνάντηση.
Κανένα νέο όνειρο δεν θα πέρναγε ξανά από τις Πύλες της Ενύπνια, προς τα Περίχωρα. Τα όνειρα που υπήρχαν ήδη στα Περίχωρα θα χάνονταν όταν οι ονειρευτές ξυπνούσαν και οι άνθρωποι την επόμενη φορά που θα κοιμούνταν δε θα βίωναν καθόλου όνειρα. Μόνο θάνατο.
Και τότε εμφανίστηκε εκείνος στο προσκήνιο. Εκείνος ο θνητός. Είχε προειδοποιηθεί για την ύπαρξή του και ήλπιζε να τον βρει και να τον βγάλει από τη μέση πριν αυτός καταφέρει το ανεπανάληπτο.
Όταν ο Τζων έγινε ο πρώτος ονειρευτής που άγγιξε την Πύλη, η αλληλεπίδραση που είχαν τον έκανε τον μοναδικό άνθρωπο στη Γη που είχε τη δύναμη να την κρατήσει ανοικτή.
Και το γεγονός ότι είχε αποκτήσει αυτή τη δύναμη, όχι μόνο αυτός αλλά και οι απόγονοί του, ανάγκασε το Θάνατο να μη μπορεί απλά να περιμένει τον Τζων να πεθάνει, για να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Έπρεπε να τον βγάλει από τη μέση. Αν τον είχε βρει πριν εκείνος αγγίξει την Πύλη τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα.
Ακόμα και τώρα δεν ήταν αργά, αρκεί να προλάβαινε να τον σκοτώσει πριν ο Τζων τεκνοποιούσε και αυτό ένα χρόνο πριν, φάνηκε αρκετά πιθανό όταν εκείνος γνώρισε την Ελπίδα.
Έτσι έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο με το Φοβήτωρα και τους εφιάλτες, καταφέρνοντας να του κλονίσει όχι μόνο την υγεία, φέρνοντας τον όλο και πιο κοντά στο τέλος του, αλλά και τη σχέση του με τη γυναίκα, κάνοντας την πιθανότητα της τεκνοποίησης αμφίβολη.
Αν αυτός ο θνητός παρέμενε ζωντανός τότε η ανθρωπότητα είχε μια ελπίδα… Ο Τζων και οι απόγονοί του, ως δίαυλοι μεταξύ της Ενύπνια και της Γης, θα επέτρεπαν στους ανθρώπους να συνεχίσουν να ονειρεύονται και η κατάσταση θα παρέμενε η ίδια, ασχέτως αν εκείνος μπορούσε να πάρει την εξουσία του ύπνου από τον αδερφό του.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Αν απλά φυλάκιζε τον Ύπνο και εξουδετέρωνε τους Όνειρους, χωρίς να μπορεί να κλείσει τις Πύλες των ονείρων εξαιτίας του Τζων, τότε η κατάσταση θα έβγαινε εκτός ελέγχου.
Η ροή των ονείρων θα ήταν ανεξέλεγκτη από το Φίλντισι και το Κέρατο και οι άνθρωποι θα αποκτούσαν προφητικές ικανότητες, δεχόμενοι προφητικά όνειρα από το Κέρατο και ολοένα και περισσότερες επιθυμίες από τα Φιλντισένια όνειρα.
Θα μπορούσαν να ελέγχουν την ίδια τους τη μοίρα και μέχρι και ο ίδιος ο Θάνατος θα δυσκολευόταν να τερματίσει το νήμα της ζωής τους, μιας και αυτοί θα γνώριζαν το τέλος τους και θα μπορούσαν να το αποτρέψουν.
Από την άλλη Πύλη, το Φίλντισι, θα εξέρχονταν ανεξέλεγκτα τα πιο τρελά όνειρα της ανθρωπότητας κάνοντας το ανθρώπινο είδος ολοένα και πιο ανήσυχο να μπορέσει να πραγματοποιήσει τις πιο απίθανες επιθυμίες του.
Αν ο Θάνατος κατόρθωνε να πάρει την εξουσία του ύπνου από τον Ύπνο χωρίς να εξουδετερώσει τον Τζων, δε θα είχε πετύχει τίποτα παραπάνω από τη δημιουργία μιας φυλής υπερφίαλων υπέρ-ανθρώπων, μιας φυλής με τη δύναμη να πετύχει τα πάντα ή να χαθεί για πάντα στην Καταραμένη Διάσταση.
Η Ισορροπία θα ανατρεπόταν με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις για όλο το Σύμπαν από τη στιγμή που η ολοκλήρωση του Κύκλου θα ξέφευγε από τον έλεγχο του. Ο Τζων έπρεπε να πεθάνει για να μπορέσει το σχέδιό να ολοκληρωθεί.
Και τώρα επιτέλους τον είχε! Μπορεί να μην είχε καταφέρει να τον βρει πριν αγγίξει την Πύλη, είχε καταφέρει όμως να τον αποτρέψει να τεκνοποιήσει και με το καταστροφικό όνειρο που του έστειλε με το χρόνο, ένιωθε το υλικό του σώμα πίσω στη Γη να έχει αρχίσει την αργή αποσύνθεσή του.
Ένα ένα τα κύτταρα του Τζων, μετά την πλήρη αποχώρηση του πνεύματός του από το σώμα του, ολοκλήρωναν την αρχέγονη λειτουργία τους, τη διαδικασία του τέλους, που ξεκινούσε από τη γέννησή του. Ένα ένα τα κύτταρά του σταματούσαν τις λειτουργίες τους και παρέδιδαν το θνητό σώμα του στη φθορά της αδυσώπητης εντροπίας του χρόνου.
Ήξερε ότι το πνεύμα του θνητού είχε αποχωρήσει πλήρως από το σώμα του. Ο Φοβήτωρας τον είχε ενημερώσει στην τελευταία επικοινωνία τους ότι δεν υπήρχε κανένα ίχνος επαφής του με την Ενύπνια και αν δεν βρίσκεται εκεί, θα έπρεπε να βρίσκεται αν όχι μπροστά του για την τελική κρίση, τουλάχιστον κάπου στον Τάρταρο ίσως και ανάμεσα στα Χάλκινα Τείχη. Το θέμα ήταν ότι ενώ είχε τη δυνατότητα, δεν τον ένιωθε και αυτό τον εξόργιζε ακόμα περισσότερο. Έπρεπε να είναι ήδη στα χέρια του!
Όχι ότι θα του έδινε επιλογές. Η θέση που του επεφύλασσε ήταν ο πάτος του Πηγαδιού των Ψυχών. Αν ήθελε ο Κύκλος να παραμείνει τέλειος δεν μπορούσε να δώσει στο θνητό την τελική του κρίση, που θα τον οδηγούσε πίσω στο Χάος με μια αρκετά μεγάλη πιθανότητα, αν αναλογιζόταν τη δύναμη του πνεύματός του, να επιστρέψει κάποτε στην ύπαρξη και η ανθρωπότητα να αρχίσει να ονειρεύεται ξανά.
Είχε σφίξει τη γροθιά του στο σιδερένιο θρόνο τόσο σφιχτά, που σε κάποια στιγμή το σίδερο άρχισε να υποχωρεί. Το κενό βλέμμα του, ακίνητο σα καρφί στον τοίχο και πιο θανατηφόρο από την ίδια του την ύπαρξη, ήταν στραμμένο στην είσοδο της αίθουσας, περιμένοντας την άφιξη αυτού που έπρεπε να ήταν πλέον κλεισμένος στο Πηγάδι.
Δεν είχε ακόμα το πνεύμα του Τζων μπροστά του και άρχισε και εκείνος, ένας θεός εξοικειωμένος με την αιωνιότητα, να μετράει τα δευτερόλεπτα μέχρι αυτό το πνεύμα να εμφανιστεί.
Θα περίμενε μέχρι να έχει έστω κάποια νέα από το Φοβήτωρα, που τον είχε στείλει εδώ και αρκετή ώρα να ψάξει στις όχθες τις Λήθης κάπου κοντά στο Βαρκάρη, όπου και υπολόγιζε να έχει καταλήξει το πνεύμα του Τζων. Ακόμα και βουτηγμένο ως το κόκαλο στα νερά του ποταμού, χωρίς να ξέρει καν ποιος είναι, τον ήθελε στο Πηγάδι.
Αν δεν τον είχε βρει ο Φοβήτωρας, τότε του έμενε μόνο μια επιλογή και θα προτιμούσε να μην την έχει καν. Θα πήγαινε να τον ψάξει στην διάσταση των Καταραμένων Ψυχών.
Δε θα μπορούσε να τον αφήσει εκεί. Εκεί τους κανόνες τους έχει θέσει το Χάος και αφήνοντας τον εκεί υπήρχε και πάλι η πιθανότητα να επέστρεφε ίσως και πιο ισχυρός. Εκτός αν τον διεκδικούσαν οι Δαίμονες της διάστασης, αλλά ούτε αυτό ήθελε να το σκέφτεται.
Δεν ήταν λίγα τα πνεύματα των ανθρώπων που είχαν καταλήξει εκεί και είχαν αποκτήσει ανίερη και σκοτεινή δύναμη, στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν ως οντότητες. Εκεί γεννιόντουσαν οι Δαίμονες και δεδομένου της πνευματικής δύναμης του θνητού δεν αποκλείεται, αν είχε καταλήξει εκεί, να είχε βοηθήσει άθελά του ώστε να δημιουργηθεί ένας ακόμα πανίσχυρος εχθρός.
Επίσης δεν είχε καμία όρεξη, ούτε να εμπλακεί σε παιχνίδια Δαιμόνων που θα κατέληγαν, είτε σε σύγκρουση δυνάμεων, είτε σε επικίνδυνα παζάρια, ούτε να επισκεφτεί το μέρος όπου κατοικούσαν η Νύχτα και ο Έρεβος, οι γονείς του, δύο αρχέγονα, πανίσχυρα και τρομακτικά πλάσματα που για να έρθουν το ένα κοντά στο άλλο και να δημιουργήσουν τον ίδιο και τον αδερφό του τον Ύπνο, πέρασαν αμέτρητες χιλιετίες.
Αντιλήφθηκε την έντασή του και χαλάρωσε τη λαβή στο σιδερένιο θρόνο. Σηκώθηκε αργά ανακτώντας την στωικότητα που του είχε προσδώσει η αιώνια ύπαρξή του και κατευθύνθηκε προς τα έξω. Θα ξεκινούσε την αναζήτηση στα Χάλκινα Τείχη και αν δεν τον έβρισκε θα περίμενε.
Πέρασε κάτω από το Πηγάδι των Ψυχών που ο πάτος του δέσποζε ως ταβάνι στην αίθουσα με τους κίονες από συμπαγείς σκιές, κατευθυνόμενος προς την είσοδο του παλατιού του και οι ψυχές στροβιλίστηκαν ακόμα πιο μανιασμένες.
Βγαίνοντας έξω στον κήπο με τα μαύρα γλυπτά από κόκαλα που άστραφταν μακάβρια από το φως των αθόρυβων κεραυνών που μαστίγωναν ανελέητα το τοπίο, έριξε μια ματιά τριγύρω και η βαναυσότητα του σκηνικού, κατεύνασε λίγο τις ανησυχίες του. Θυμήθηκε ότι ήταν ένας αρχαίος θεός. Πανίσχυρος! Έχοντας βάλει στο μάτι τον θνητό δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει.
Έκανε ένα γύρο ανάμεσα σε ψυχές που έψαχναν ακόμα τη σωστή παράκληση για να τελειώσουν το μαρτύριό τους και δεν είδε κανένα ίχνος του θνητού. Προχώρησε στο επόμενο Χάλκινο Τείχος με τον περίγυρο από λευκά κόκαλα και από τον εκνευρισμό του που και πάλι δεν είδε τον Τζων, έπιασε μερικές άτυχες ψυχές και τις φυλάκισε αυθαίρετα στο Πηγάδι των Ψυχών. Κάτι τέτοιο δεν το είχε ξανακάνει ποτέ.
Σε μια απροσδόκητη ένδειξη αυτοκριτικής για την πράξη αυτή, η ένταση στα χαρακτηριστικά του όμορφου και συνάμα αποκρουστικού στην ψυχρότητα προσώπου του, εξαφανίστηκε σαν να έβαλε μια μάσκα από κερί και με σχεδόν τελετουργικό βήμα, προχώρησε μέχρι πέρα, έξω από το τελευταίο Χάλκινο Τείχος που περιέβαλε το Σιδερένιο Πύργο.
Στεκόταν μπροστά από την πύλη του τελευταίου τείχους και για αρκετές ώρες κοιτούσε το ζοφερό τοπίο στο οποίο ήταν άρχοντας. Χαμένος στις σκέψεις του, μια σκοτεινή και τρομακτική φιγούρα, έχοντας τη δύναμη να τερματίζει ζωές, σήκωσε τα χέρια του ψηλά, φωτιζόμενος από τους αμέτρητους αθόρυβους κεραυνούς, που είχαν ενταθεί όπως το ουρλιαχτό του ανέμου και ξεσπούσαν ολοένα και πιο φωτεινοί, σαν να ήταν συνδεδεμένοι με το μένος του. Με κάθε λεπτό που περνούσε η ανυπομονησία και η οργή του μεγάλωναν, κάτι που έμοιαζε να επηρεάζει και την ένταση των ανέμων που τώρα λυσσομανούσαν ανεξέλεγκτα.
Οι μανδύες του ανέμιζαν ξέφρενοι και η φωνή που βγήκε από μέσα του, αντήχησε στα πέρατα του Ταρτάρου, που ο μόνος ήχος ήταν το σιωπηλό κλάμα των ανέμων που υπέφεραν σχίζοντας τα αέρινα κορμιά τους περνώντας ανάμεσα στα μυτερά βράχια.
«Έλα θνητέ! Το τέλος σου σε περιμένει!»
«Ο Κύκλος πρέπει να τελειοποιηθεί!» Σκέφτηκε και κατέβασε τα χέρια, σφίγγοντάς τα σε γροθιές στο πλάι του. Στο πρόσωπό του έλαμπε μια γρανιτένια ανυπομονησία.
Μια μορφή φάνηκε να κινείται στο βάθος του ορίζοντα, ως απάντηση σε αυτή την επίκληση. Μια μορφή που προχωρούσε αργά και σταθερά χωρίς να ενοχλείται ούτε από τους μανιασμένους ανέμους, ούτε από τους αθόρυβους κεραυνούς που ξεσπούσαν απειλητικά κοντά του, σαν να αναγνώριζαν ότι αυτή η οντότητα δεν είχε θέση στον Τάρταρο.
Μια μορφή που δεν έδωσε καμία σημασία στην δυσοίωνη κραυγή του Θανάτου που έσπασε τη σιωπή και τον καλωσόριζε με τα αιχμηρά θραύσματά της.

* * *

Σκοτάδι. Ένιωθε να τον καλύπτει, αλλά και να εκτείνεται απέραντο προς όλες τις κατευθύνσεις, ένα απόλυτο και αδιαπέραστο σκοτάδι πηχτό σαν πίσσα. Και μετά φως. Μικρές πηγές φωτός, που τα έβλεπε σα μακρινά αστέρια σε έναν ήσυχο νυχτερινό ουρανό. Ένα ένα τα αστέρια άρχισαν να μεγαλώνουν σε μέγεθος αργά και να εκρήγνυται σιωπηλά, γεμίζοντας το καθένα το χώρο με όλο και περισσότερο φως, σα γιορτινά πυροτεχνήματα.
Ξαφνικά υπήρχε μόνο εκτυφλωτικό φως. Το φως εκατομμυρίων λαμπερών αστεριών τη στιγμή που τερμάτιζαν τη ζωή τους και εκτονώνονταν στο άπειρο. Και μετά πάλι σκοτάδι και ηρεμία.
Δυο καταστάσεις που εναλλάσσονταν συνεχώς, φως και σκοτάδι, και τον συντόνισαν, κάνοντάς τον να πάλλεται από ενέργεια. Δυο εκφάνσεις του χαρακτήρα του, που πήγαζαν από μέσα του και έμοιαζαν να αντιμάχονται η μια την άλλη για το ποια θα τον διεκδικήσει.
Δεν είχε πλέον τίποτα το υλικό να τον συγκρατεί. Ήταν ένα πνεύμα κάπου στο πουθενά. Ήταν παντού. Είχε έρθει σε επαφή με το Χάος, χωρίς να έχει περάσει μπροστά από το Θάνατο!
Ήταν ένα συνονθύλευμα των στοιχείων που κάποτε απάρτιζαν το πνεύμα του, σκορπισμένα παντού για ένα χρονικό διάστημα που ήταν τόσο απειροελάχιστο που έμοιαζε αιώνιο.
Για κάποιο λόγο όμως, αυτά τα στοιχεία αρνούνταν να αποχωριστούν το ένα από το άλλο και να χαθούν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Για κάποιο λόγο, δυνάμεις συνοχής τα κρατούσαν μαζί σαν ένα νέφος που τα όριά του, αν και διασκορπισμένα στο άπειρο, ήταν πεπερασμένα.
Στροβιλιζόταν έτσι ανεξέλεγκτος. Δεν είχε κάποια συγκεκριμένη αντίληψη του τι ακριβώς συνέβαινε. Σα σπειροειδής γαλαξίας προσπαθούσε να συγκρατήσει τα αστέρια που τον αποτελούσαν σε τροχιά γύρω του, στριφογυρίζοντας στο χρόνο και στο χώρο και ταυτόχρονα έξω από αυτά.
Στο αέναο αυτό ταξίδι που κράτησε όσο η πρώτη έκρηξη που έδωσε πνοή στο Σύμπαν, ένα μέρος της υπόστασής του άγγιξε φευγαλέα μια άλλη υπόσταση. Μια υπόσταση, που η υπάρχουσα κατάστασή του, του επέτρεψε να αντιληφθεί και να αναγνωρίσει την υλική και πνευματική της φύση.
Στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα ήταν ένα με τα πάντα. Αποτελούταν από τα στοιχειώδη σωματίδια που βρίσκονται παντού στο Σύμπαν και αναλόγως των συνδέσεων που δημιουργούν, διαχωρίζονται σε στοιχεία που με τη σειρά τους ενώνονται σε κάτι μεγαλύτερο και αποτελούν κάθε τι που υπάρχει.
Πλέοντας απαθής και αόριστος στην κοσμική σούπα από πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια, κουόρκ, σωματίδια ύλης και πνεύματος, ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη με μια ζωντανή ύπαρξη που είχε το περισσότερο νόημα για τα στοιχεία που τον αποτελούσαν. Σαν ρινίσματα σιδήρου κοντά σε μαγνήτη, ήρθε σε επαφή.
Η στιγμιαία αυτή επαφή ήταν ότι χρειάστηκε για να επιστρέψει από το Χάος, μετουσιωμένος σε μια κατάσταση όπου μπορούσε να βρει το δρόμο του.
Το σκοτάδι με μια έκρηξη υπέρλαμπρου φωτός που απλώθηκε παντού, υποχώρησε και σαν ηλεκτροσόκ που επαναφέρει στη ζωή ένα νεκρό σώμα, τα στοιχεία που τον απάρτιζαν, ανταποκρίθηκαν ταυτόχρονα σε αυτή την κατανόηση του πλάσματος που είχαν αγγίξει.
Είχε έρθει σε επαφή με την Ελπίδα!
Όλα γύρω του άρχισαν να αλλάζουν. Άρχισε να νιώθει τα όρια του να συρρικνώνονται. Το πνευματικό σώμα του άρχισε και πάλι να σχηματίζεται.
Αρχικά, ένα φωτεινό περίγραμμα του εαυτού του διαγράφηκε στην απεραντοσύνη που βρισκόταν, σαν ένας βιτρούβιος άνθρωπος από λευκό φως νέον. Στη συνέχεια τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άρχισαν να εμφανίζονται σταδιακά και η λάμψη που τον περιέβαλε τώρα έμοιαζε εσωτερική.
Αιωρούμενος στο πουθενά, χαμογελούσε γαλήνια.

* * *

Σε μια άλλη διάσταση, πίσω στη Γη, το σώμα του, που είχε ξεκινήσει τη διαδικασία της αποσύνθεσης, σταμάτησε, και με ένα δυνατό σοκ που τον τέντωσε ολόκληρο επικίνδυνα, τον άφησε και πάλι χαλαρό και ακίνητο στο κρεβάτι του. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να εξαϋλώνεται.
Απειροελάχιστα σωματίδια από το υλικό σώμα του Τζων άρχισαν να τον εγκαταλείπουν αργά, σαν κλέφτες που τους παρασέρνει ο αέρας, αφήνοντας πίσω τους μια διάφανη εικόνα από αυτό που κάποτε αποτελούσε το σώμα του.
Το πνευματικό υλικό του, είχε φανεί δυνατότερο από οτιδήποτε κρατούσε τον Τζων σε αυτή τη διάσταση και τώρα καλούσε την εναπομένουσα ύλη να συγκεντρωθεί και να ενωθεί εκεί που το πνεύμα του είχε καταλήξει να υπάρχει ξανά.

* * *

Άρχισε να εγκαταλείπει την απεραντοσύνη και να μετασχηματίζεται σε ένα ον, που μπορούσε πλέον να υποκύψει και να υπακούσει σε νόμους που όριζαν το χώρο και το χρόνο. Άρχισε να αισθάνεται πάλι τον εαυτό του ολόκληρο, σώμα και πνεύμα.
Συνειδητοποίησε ότι ήταν κάποιος, χωρίς να έχει σημασία ποιος. Αυτό που είχε σημασία ήταν η φευγαλέα επαφή του με την Ελπίδα. Αυτό που είχε σημασία ήταν να μπορούσε να την ξαναδεί και να την αγγίξει. Ένιωσε τις αισθήσεις του να επανέρχονται και κατάλαβε ότι μπορούσε και πάλι να νιώθει.
Αυτό που ένιωθε όμως τώρα, ήταν κάτι χειροπιαστό και περίεργα καθησυχαστικό. Η λαχτάρα του να ξαναδεί την Ελπίδα παραμερίστηκε από το αίσθημα της ασφάλειας που τον πλημμύριζε.
Δεν είχε κανένα οπτικό ερέθισμα και αισθανόταν να μην έχει βάρος. Το απόλυτο σκοτάδι μέσα στο οποίο είχε βρεθεί να αιωρείται, τον περιέβαλλε υγρό και ζεστό σαν το σκοτάδι της μήτρας.
Ένιωθε να κολυμπάει σε μια βαθιά θάλασσα που δεν ήθελε να αποχωριστεί. Μπορούσε να ανασαίνει παρά την πλήρη απουσία αέρα στα πνευμόνια του και αν δεν είχε αυτή τη μια έγνοια στο πίσω μέρος του μυαλού του θα βρισκόταν σε νιρβάνα.
Ένιωθε τόσο ωραία! Χωρίς κανένα βάρος στη συνείδησή του που την ένιωθε ανάλαφρη όπως το σώμα του, χωρίς κανένα άγχος, με μία και μοναδική, αχνή ανάμνηση ενός μεγάλου έρωτα και μια αόριστη σιγουριά ότι θα τον ξαναζήσει, κολυμπούσε γαλήνιος.
Η αλήθεια είναι, ότι η Λήθη έτσι όπως την ένιωθε ο Τζων τώρα, ήταν κάτι που κανείς θνητός δεν έχει νιώσει, αν και πολλοί έχουν επιδιώξει να γευτούν την ασύγκριτη γλύκα της. Αναζητώντας τη Λήθη, πόσοι και πόσοι δεν είχαν προσπαθήσει να αφήσουν πίσω τους άσχημες αναμνήσεις, άσχημες καταστάσεις που βίωναν στη ζωή και άσχημες προοπτικές για το μέλλον?
Πόσοι δεν είχαν ενδώσει στον πειρασμό να δοκιμάσουν τους εκάστοτε λωτούς της εποχής τους, μόνο και μόνο για να ξεχάσουν ή να ξεχαστούν, βασανισμένοι από τις αναμνήσεις που προσφέρει η ανθρώπινη αντίληψη για το χρόνο? Σε κάποιες περιπτώσεις η Λήθη είναι γλυκιά και το τίμημα για να τη γευτεί κανείς πολύ ακριβό.
Ένιωθε προστατευμένος και το μόνο που τον έκανε να θέλει να αποχωριστεί τη θαλπωρή, ήταν η εικόνα της Ελπίδας που την έβλεπε κάπου ψηλά επάνω, σε ένα αχνό φως που τρεμόπαιζε διαλύοντας το σκοτάδι.
Κούνησε τα χέρια και τα πόδια του προς την κατεύθυνση του φωτός και της εικόνας της Ελπίδας που ήταν εκεί και τον καλούσε χαμογελώντας του. Το φως έμοιαζε να είναι το χαμόγελό της και τα χέρια της τον παρότρυναν να έρθει ακόμα πιο κοντά, με κινήσεις ρυθμικές που έκαναν το σκοτεινό υγρό να κυματίζει.
Με κάθε πρόσθια κίνηση ερχόταν όλο και πιο κοντά σε εκείνη. Την πλησίαζε αργά, σαν σε όνειρο. Τώρα ήταν μια σπιθαμή μακριά… Άπλωσε το χέρι του να την αγγίξει και με μια τελευταία ώθηση προς τα εμπρός, βγήκε απότομα στην επιφάνεια, τραβώντας μια βαθιά αντανακλαστική ανάσα.
Ρίχνοντας μια αγωνιώδη ματιά γύρω του, βρέθηκε να επιπλέει σε ένα κατασκότεινο ποταμό που διέτρεχε μια τεράστια, βυθισμένη σε ένα πρωτόγνωρο ημίφως σπηλιά και κολύμπησε από ένστικτο προς την όχθη. Με όση δύναμη του είχε απομείνει σκαρφάλωσε στην ακτή και σωριάστηκε στο έδαφος.
Προσπαθώντας να συνέλθει και ανασαίνοντας σπασμωδικά, φτύνοντας μαύρο νερό, ξέσπασε σε κλάματα σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από ένα όνειρο στο οποίο είχε δει το θάνατό του. Δεν είχε καμία επίγνωση του ποιος ήταν ή που βρισκόταν. Μόνο έκλαιγε γοερά όπως δεν είχε κλάψει για πολλά χρόνια.
Ένιωσε σαν να είχε ξαναγεννηθεί.

* * *

Η βροχή έξω από το παράθυρο έπεφτε από ψηλά σα λυτρωτικό ντους και το “Song To The Siren” που έπαιζε το στερεοφωνικό, την έσπρωχνε προς την κατάσταση αυτή που οι άγγλοι ονομάζουν, “the blues”.
Η στιγμή που θα τον ξαναέβλεπε πλησίαζε. Τα εισιτήρια που είχε βρει στο ιντερνέτ ήταν για την μεθαυριανή μέρα, όμως για κάποιο λόγο, αυτό της φαινόταν πολύ μακριά. Ένα συναίσθημα μέσα της τη γέμιζε με ανυπομονησία και τρακ σαν να είχε να δώσει εξετάσεις.
Καθόταν κουλουριασμένη στον καναπέ της στο μικρό διαμέρισμα που νοίκιαζε στην πόλη του Leeds, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το πανεπιστήμιο που είχε σπουδάσει και τώρα έκανε το διδακτορικό της.
Στα χέρια της, μια κούπα ζεστού καφέ τη ζέσταινε και το άρωμά του της κρατούσε συντροφιά με εικόνες από την Ελλάδα. Είναι παράξενο το πώς μια οικεία μυρωδιά φέρνει πάντοτε αναμνήσεις.
Είχε ξεκινήσει να φτιάξει τσάι αλλά μετά σκέφτηκε να θυμηθεί τις συνήθειες που είχε στην πατρίδα, μιας και σε λίγα εικοσιτετράωρα θα βρισκόταν εκεί.
Σκεφτόταν την επιστροφή καθώς το βλέμμα της εστίαζε στο παράθυρο, όπου μικρές σταγόνες βροχής συναγωνίζονταν η μια την άλλη στο τζάμι για το ποια θα κυλήσει πρώτη στο περβάζι. Το θολό τοπίο έξω ήταν μελαγχολικά σιωπηλό και γκρι.
Ένιωθε αληθινά νοσταλγία ή αυτό το συναίσθημα ήταν αποτέλεσμα της βροχής? Είχε συνηθίσει αυτόν τον καιρό τόσα χρόνια στην Αγγλία, αλλά μέσα της κρατούσε πάντα μια λιακάδα από την Ελλάδα. Μια λιακάδα που φώτιζε το πρόσωπό της κάθε φορά που χαμογελούσε. Κάθε φορά που έβλεπε τον αγαπημένο της. Ήπιε μια μικρή γουλιά από το ζεστό καφέ, που της ζέστανε τα σωθικά και προσπάθησε να αφήσει το αίσθημα να φτάσει μέχρι την ψυχή της.
Δεν είχε λόγο να αισθάνεται έτσι. Σε δυο μέρες θα ξαναέβλεπε τον Τζων, ένα γεγονός, που άσχετα από την τροπή που είχε πάρει η σχέση τους, ήταν ευχάριστο.
Δεν ήθελε να σκέφτεται τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί από τους συνεχείς εφιάλτες του και την απόφασή της να τον αφήσει έστω και προσωρινά, μέχρι να τελειώσει το διδακτορικό της. Ότι έγινε, έγινε, σκέφτηκε, και δεν είχε νόημα να κλαίει πάνω από χυμένο γάλα.
Όλο αυτό το διάστημα που ήταν μακριά, είχε σκεφτεί αρκετές φορές να γυρίσει πίσω και να ξεκινήσουν από την αρχή. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που ήταν διατεθειμένη να βάλει στην άκρη τις προσωπικές της επιθυμίες, για να ασχοληθεί να τον επαναφέρει σε μια πρότερη φυσιολογική κατάσταση, όπως ήταν τότε που τον είχε γνωρίσει και τον είχε αγαπήσει. Στο κάτω κάτω τι σόι επιστήμονας ήταν αν δεν μπορούσε να βοηθήσει αυτούς που αγαπάει?
Άσχετα αν ήταν ή όχι, μέρος του προβλήματος που είχε οδηγήσει τον Τζων να έχει καθημερινούς εφιάλτες, θα προσπαθούσε με όλες τις γνώσεις της και με όλη της την αγάπη να τον βοηθήσει να ξεπεράσει αυτό το πρόβλημα, όποιο και αν ήταν. Θα το συζητούσαν και θα έβρισκαν τρόπο να το λύσουν μαζί.
Αυτό βέβαια θα εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την επίσκεψη που θα του έκανε μεθαύριο. Σε δυο μέρες θα ήξερε αν θα παρατούσε τις σπουδές τις για να γυρίσει στην Ελλάδα και να περάσει την υπόλοιπη ζωή της με τον άντρα που αγαπούσε. Αρκεί βλέποντάς τον, να καταλάβαινε ότι τον αγαπούσε ακόμα.
Όλα θα πήγαιναν καλά, (προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της) και τώρα σκεφτόταν ότι ίσως, το να τον αφήσει και να βάλει την απόσταση και το χρόνο να βρουν το δρόμο της λύσης για το πρόβλημά του, δεν ήταν και η καλύτερη απόφαση που είχε πάρει ποτέ. Κατά διαβολική σύμπτωση εκείνη την ώρα μια βελούδινη φωνή στο στερεοφωνικό διασκεύαζε το Ever Fallen In Love από Buzzcocks, εντείνοντας την αμφιβολία της.
Σκεφτόταν τους στίχους και γέλασε με την απορία που είχε από έφηβη, όταν τα πράγματα ήταν πιο έντονα συναισθηματικά και πιο ρομαντικά σε επίπεδο σχέσεων, για το πώς γίνεται οι στίχοι κάποιων τραγουδιών κάποιες φορές να μιλάνε για σένα…
Τώρα στη σκέψη της κυριαρχούσε μόνο η εικόνα του και μια έντονη επιθυμία να τον ξαναδεί.
Ένας δυνατός αέρας φύσηξε έξω από το παράθυρο, όπου η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει και ο συριστικός ήχος του, για κάποιο λόγο της πάγωσε το αίμα.
Ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη με μια ζωντανή ύπαρξη που είχε το περισσότερο νόημα για τα στοιχεία που την αποτελούσαν. Σαν μαγνήτης κοντά σε ρινίσματα σιδήρου, ήρθε σε επαφή.
Εκείνη τη στιγμή ένιωσε το κρύο μέσα της, αν και το δωμάτιό της ήταν ζεστό και δεν έμπαινε κρύος αέρας από πουθενά. Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και στάθηκε για λίγο ακίνητη, μέχρι να καταλάβει ότι κάτι πάει στραβά.
Στη συνειδητοποίηση αυτή, η κούπα με τον καφέ έπεσε από τα χέρια της και έσπασε στο πάτωμα. Κάτι μέσα της ήταν πολύ λάθος και ίσως ήταν το απότομο σήκωμα που της έφερε ναυτία.
Ήξερε όμως ότι σίγουρα δεν ήταν αυτό. Σαν επιστήμονας δεν είχε απτά στοιχεία για την τηλεπάθεια, αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που όταν σκεφτόταν έντονα τον Τζων, σχεδόν ταυτόχρονα χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν αυτός που τις έλεγε ότι την πήρε να δει τι κάνει γιατί τη σκεπτόταν. Επίσης δε μπορούσε να ξεχάσει ούτε να εξηγήσει, εκείνη τη φορά που είχαν δει το ίδιο περίεργο όνειρο.
Τώρα με μια εξίσου ανεξήγητη βεβαιότητα ότι κάτι δεν είναι σωστό, έτρεξε προς το τηλέφωνο και σχημάτισε βιαστικά τον αριθμό του.
Ο ήχος της αναμονής την τάραξε ακόμα περισσότερο και ήταν μια από εκείνες τις φορές που δεν είχε ακριβώς συναίσθηση του πόση ώρα περίμενε στο ακουστικό, ακόμα και αν είχε μετρήσει τους τόνους που είχε χτυπήσει η αναμονή. Όση ώρα και αν ήταν πάντως, η απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής δεν ήρθε ποτέ.
Μια ανησυχητική υποψία κρύου ιδρώτα έτρεξε στη ραχοκοκαλιά της και όλο της το σώμα αναρίγησε από μια διαφαινόμενη κρίση πανικού. «Ηρέμησε» σκέφτηκε, «ίσως δεν είναι σπίτι».
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να ρυθμίσει τους χτύπους της καρδιάς της, κάθισε και άφησε την ερωμένη στο πλάι, ανακτώντας την ιδιότητα του επιστήμονα και βρίσκοντας λίγο από την ψυχραιμία της. «Τι μπορεί να έχει πάει στραβά? Μόλις χθες μιλήσαμε» μονολόγησε από μέσα της, καθώς σχημάτιζε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου.
Ταυτόχρονα, στο μυαλό της άστραφταν ανεξέλεγκτα εικόνες που φωτίζονταν σαν από τα φλας περαστικών φωτογράφων που αποθανάτιζαν το νεκρό σώμα του Τζων σε κάποιο ατύχημα, με τους νοσοκόμους να τρέχουν και τους αστυνομικούς τριγύρω να διώχνουν τον κόσμο και με το πρόσωπό του να παίρνει μπλε και κόκκινες αποχρώσεις από τους φάρους του περιπολικού και του ασθενοφόρου.
Προσπαθώντας να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της, μια τελευταία εικόνα την τάραξε πιο πολύ από τις προηγούμενες, γιατί ήταν και η πιο αληθοφανής. Είδε το σώμα του να κείτεται ακίνητο στο κρεβάτι του.
Και πάλι για ατελείωτα δευτερόλεπτα, ο ήχος της αναμονής της έκανε τα νεύρα και το ηθικό της κομμάτια. Και πάλι η απάντηση δεν ήρθε από την άλλη άκρη της γραμμής.
Αισθάνθηκε ανίσχυρη να αντιδράσει τόσα χιλιόμετρα μακριά από τον αγαπημένο της και μη μπορώντας να διώξει με κανένα τρόπο από μέσα της τη σιγουριά ότι κινδύνευε, αισθάνθηκε την απελπισία να την καταβάλλει. Γέλασε πικρά στην ειρωνεία ότι ήταν εκείνη (η Ελπίδα), που το ένιωθε αυτό.
Σε μια στιγμή που ένας κόμπος στο στέρνο της άρχισε να γίνεται βρόγχος που θα την έπνιγε, αποφάσισε να ακολουθήσει την ερωμένη και να αφήσει την επιστήμονα στο πλάι. «Τι μεθαύριο, τι τώρα…»
Κατευθύνθηκε σαν τρελή στην κρεβατοκάμαρα και ετοίμασε σε χιλιοστά του δευτερολέπτου μια βαλίτσα. Ντύθηκε γρήγορα με ότι βρήκε μπροστά της, πήρε το κρυφό κομπόδεμά της από το κομοδίνο και βγήκε έξω στο βροχερό Leeds χωρίς ομπρέλα.
Σταμάτησε ένα ταξί και χωρίς δισταγμό εισέβαλε μέσα και είπε στον ταξιτζή μια και μόνο λέξη, χωρίς να σχηματίσει μια πρόταση που θα την καθυστερούσε. «Airport!»
Σε λίγες ώρες και με κάποια ευρώ λιγότερα στο κρυφό της κομπόδεμα, βρισκόταν πάνω από τη συννεφιά της Αγγλίας με προορισμό την Ελλάδα.

* * *

Στην κατασκότεινη αίθουσα όπου ο άρχοντας της Ενύπνια πέρναγε τον καιρό του κοιμώμενος, τίποτα δε φανέρωνε ότι αυτό είναι το απόλυτο ησυχαστήριο.
Οι σκαλιστές μορφές στους τέσσερεις κίονες που στήριζαν το θόλο, με τη μορφή του άρχοντα Ύπνου να δεσπόζει από πάνω τους, έδειχναν κάτι παραπάνω από ανήσυχες. Έδειχναν να υποφέρουν σαν να έβλεπαν το χειρότερο εφιάλτη τους.
Αν και δεν ήταν παρά μορφές διαφόρων πλασμάτων, περίτεχνα σκαλισμένες στους κίονες, σε στάσεις που συνήθως φαίνονταν να κοιμούνται, είχαν κάτι το ζωντανό μέσα τους. Όλες φανέρωναν, κυρίως στα χαρακτηριστικά του προσώπου και στη στάση του σώματός τους, την αγωνία που βίωνε ο άρχοντάς τους.
Ο ίδιος ο Ύπνος ήταν ξύπνιος και περιφερόταν νευρικός στην τεράστια αίθουσα που αντηχούσε τα ανήσυχα βήματά του. Η όψη του, σκληρή σα το μάρμαρο που ήταν σκαλισμένες οι κοιμώμενες μορφές, φανέρωνε ότι οι χειρότεροί του φόβοι είχαν πραγματοποιηθεί. Ήξερε ότι ο Τζων ήταν νεκρός.
Δεν μπορούσε πλέον να νιώσει την πνευματική του υπόσταση στη χώρα των θνητών και κάτι τέτοιο μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Ο αδερφός του ο Θάνατος, είχε πετύχει το στόχο του.
Σταμάτησε μπροστά από το μοναδικό κερί που έδινε το αέναο φως του στην αίθουσα, προσπαθώντας να σκεφτεί καθαρά. Εστίασε το βλέμμα του στη φλόγα και παρατηρώντας την τελειότητά της, που δεν επηρεαζόταν από την άστατη αναπνοή του, η ανησυχία του για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει ο θάνατος του ονειρευτή, έγινε απόφαση.
Χωρίς να γνωρίζει ακόμα τα σχέδια του αδερφού του, το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν ότι είχε κάνει και ο αδερφός του αρκετό καιρό πριν, με τη συγκατάθεση του Δία. Θα μπλεκόταν στα χωράφια του Θανάτου. Θα έστελνε τους γιους του να βρουν το πνεύμα του ονειρευτή στον Τάρταρο, πριν εκείνο βρεθεί αντιμέτωπο με το βλέμμα του Βασιλιά των Νεκρών για την τελική κρίση.
Με μια γρήγορη σκέψη που μετέφερε την αγωνία του, έστειλε το μήνυμα στο Μορφέα να ξεκινήσει να τον αναζητεί στον Τάρταρο και περίμενε ανυπόμονος, με μόνη ελπίδα οι γιοι του να κατάφερναν να έβρισκαν το πνεύμα του Τζων.
Σκέφτηκε ότι ίσως σε αυτή τη φάση, είχε μια ευκαιρία να δοκιμάσει να περάσει στην Ενύπνια τον ονειρευτή, μιας και το πνεύμα του είχε αποχωριστεί τελείως το σώμα του. Τότε θα μπορούσε να τον κρύψει από το Θάνατο, τουλάχιστον μέχρι να είχε περισσότερα στοιχεία στα χέρια του.
Αν ο ονειρευτής δε μπορούσε να εισέλθει στη χώρα του Ύπνου, ακόμα και σε αυτή τη μορφή, τότε ίσως με το όνειρο που του είχε ετοιμάσει ο Μορφέας και τον περίμενε πάντα στα Περίχωρα, υπήρχε τρόπος αυτός να γυρίσει στο σώμα του πίσω στη Γη, πριν να είναι πολύ αργά. Αυτό θα του έδινε άλλη μια ευκαιρία να καθυστερήσει τα σχέδια του αδερφού του.
Όπως και να είχε το θέμα, η αποσύνθεση θα είχε ήδη ξεκινήσει στο θνητό σώμα του Τζων και το σίγουρο ήταν ότι ο εγκέφαλός του δεν είχε και πολύ ώρα μέχρι να εκφυλιστεί και να αχρηστευτεί. Η ανάσταση είναι κάτι που δεν μπορεί να καθυστερήσει, όχι για τρεις μέρες ούτε για τρεις ώρες. Έπρεπε να δράσει γρήγορα.

* * *

Ο Μορφέας από τη στιγμή που είχε αποχωριστεί για πάντα τη μορφή του Τζων από μέσα του, όταν είχε παρουσιαστεί μπροστά του στο όνειρο που τον ξεναγούσε στην Ενύπνια, δεν είχε καμία πνευματική επαφή με τον ονειρευτή και συνεπώς δεν μπορούσε να ξέρει ότι είχε ήδη αποτύχει στην αρχική του αποστολή να φέρει το θνητό στην Ενύπνια πριν τον πάρει ο Θάνατος.
Το μήνυμα του Ύπνου τον βρήκε να κάθεται και πάλι στο μαύρο σκαλιστό θρόνο στον κήπο με τα αγάλματα, σκεπτόμενος πώς θα μπορούσε να πετύχει τη μετάβαση του ονειρευτή στην Ενύπνια και το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί, ήταν ακριβώς αυτό.
Θα μπορούσε να περάσει το πνεύμα του στην Ενύπνια, μόνο αν αυτό ήταν πλήρως αποχωρισμένο από το θνητό του σώμα, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο Θάνατος θα είχε πετύχει το σκοπό του.
Το μήνυμα του Ύπνου, που τον ενημέρωσε ότι θα έπρεπε να πάει στον Τάρταρο να προλάβει να βρει τον ονειρευτή πριν εκείνος βρει το δρόμο του προς το παλάτι του Θανάτου, του δημιούργησε μεγάλη σύγχυση.
Μετά την αρχική απογοήτευση που ένιωσε για την αποτυχία του να κρατήσει το Τζων ζωντανό, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του στην σκέψη ότι το δίλλημα του, είχε λυθεί.
Σηκώθηκε από το μαύρο θρόνο με αποφασιστικότητα. Ο χρόνος ήταν ύψιστης σημασίας και το γεγονός ότι ο Τζων ήταν πλέον νεκρός δεν ήταν απαραίτητα κακό. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να δράσει γρήγορα και να τον βρει, ακόμα και αν χρειαζόταν να περάσει το Βαρκάρη. Κάτι θα έβρισκε να του προσφέρει για να τον περάσει απέναντι. Σκέφτηκε “κάτι” που τελικά το απέρριψε γιατί θα του κόστιζε. Όμως όχι πολύ καιρό μετά από σήμερα, θα του το πρόσφερε οικειοθελώς.
Με μια του σκέψη τηλεμεταφέρθηκε στα σύνορα της Ενύπνια με τον Τάρταρο. Στάθηκε για μια στιγμή να κοιτάξει το φυσικό σύνορο που δημιουργούσε ο γκρεμός από όπου το κατάμαυρο ποτάμι της Λήθης έπεφτε από ψηλά σε μια λίμνη, δημιουργώντας μια γκρι άχλη που έφτανε μέχρι την είσοδο της σπηλιάς όπου η κοίτη του ποταμού συνέχιζε και χανόταν μέσα της.
Χωρίς άλλη καθυστέρηση προχώρησε προς τη σπηλιά που οδηγούσε βαθύτερα στην επικράτεια του Θανάτου. Με την άδεια του πατέρα του για κάτι τέτοιο και με την επιτακτική ανάγκη να βρει το θνητό δεν είχε καιρό να σκεφτεί για τις όποιες συνέπειες, τουλάχιστον μέχρι να έφτανε στο Βαρκάρη.
Στο βασίλειο του Θανάτου μόνο οι νεκροί περπατούν ανενόχλητοι. Μόνο οι νεκροί και ο αδερφός του ο Φοβήτωρας.

* * *

Ο τεράστιος όγκος του εμφανίστηκε ξαφνικά απειλητικός και θυμωμένος μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, πολύ πριν από τον αδερφό του τον Ίκελο που είχε ξεκινήσει να τον ακολουθήσει με τον πήγασο από τη στιγμή που εκείνος τηλεμεταφέρθηκε από την Ενύπνια.
Η σπηλιά ήταν τεράστια και στο σημείο που βρισκόταν τώρα, οι όχθες του ποταμού της Λήθης ήταν τόσο μακριά η μια από την άλλη, που εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο στη σκέψη ότι ίσως χρειαζόταν να ψάξει τον ονειρευτή για αρκετή ώρα μιας και σε πολλά σημεία του ο ποταμός καταλάμβανε έκταση όσο μια υπόγεια λιμνοθάλασσα.
Ο φωτισμός ήταν αρκετός στο σημείο εισόδου της σπηλιάς και προερχόταν από έξω, εκεί όπου οι τελευταίες ακτίνες φωτός από την Ενύπνια συναντούσαν το σκοτεινό βασίλειο του Θανάτου.
Καθώς προχώρησε αγριεμένος βαθύτερα στη σπηλιά κοιτώντας νευρικά γύρω του για τον ονειρευτή, ο φωτισμός μειωνόταν ολοένα και περισσότερο, αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα για τον άρχοντα του φόβου.
Ένα πλάσμα που η γενιά του κρατούσε από τη Νύχτα και το Έρεβος και δημιουργούσε εφιάλτες σκοτεινούς όσο και η ψυχή του, είχε την ικανότητα, όπως οι αδερφοί του και ο πατέρας του, να βλέπει πεντακάθαρα στο απόλυτο σκοτάδι. Τα αρπακτικά μάτια του σάρωναν το χώρο με μανία και σε κάποιο σημείο που το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που σχεδόν μπορούσε να το ρουφήξει, εντόπισε τις πρώτες ψυχές που επισκέπτονταν καθημερινά τη σπηλιά του Βαρκάρη.
Ολόγυμνες, ξεκάθαρες και διάφανες, οι περισσότερες σχεδόν αόρατες ακόμα και στη δική του ματιά, προχωρούσαν σιωπηλές στην τελευταία τους λιτανεία. Άλλες ήταν αρκετά ευδιάκριτες, σαν αληθινοί άνθρωποι και αυτό οφειλόταν στο ότι οι συγκεκριμένες ψυχές ήταν πιο δυνατές από τις υπόλοιπες. Αυτές μετά την τελική κρίση ήταν σίγουρο ότι θα επέστρεφαν. Προχώρησε προς το μέρος τους ελπίζοντας να βρει στο ετερόκλητο πλήθος την ψυχή που έψαχνε.
Το σκοτάδι επικρατούσε απόλυτα για μεγάλο μέρος της διαδρομής μέχρι που το πρώτο σημάδι από το φαναράκι του Βαρκάρη έκανε την εμφάνιση του. Μέχρι εκεί, το σκοτάδι έσπαγε σε κάποια σημεία πολύ μακριά από το σημείο που βρισκόταν τώρα και η σπηλιά αποκτούσε έναν αέναο και απόκοσμο φωτισμό στους τόνους του πράσινου της σαπίλας και του μωβ του σάβανου από την χλωρίδα του μέρους που φωσφόριζε αλλόκοτα.
Τα μάτια του έλαμπαν, όχι από τους μακρινούς φωτισμούς αλλά από ένα εσωτερικό μίσος τόσο για τον εαυτό του και αυτό που είχε συμφωνήσει να κάνει, όσο και για τον ονειρευτή που τον είχε βάλει σε τόσες περιπέτειες.
Αναρωτήθηκε αν όταν τον έβρισκε θα μπορούσε να συγκρατηθεί και να τον παραδώσει στο Θάνατο όπως είχε υποσχεθεί, ή αν το μίσος του θα τον οδηγούσε να εξαφανίσει μια για πάντα το πνεύμα αυτού του ονειρευτή στα κατασκότεινα βάθη των νερών της Στυγός, του ποταμού που άρχιζε στο τέλος αυτής της σπηλιάς και συναντούσε το ποτάμι της Λήθης, στο σημείο όπου ο Κέρβερος φύλαγε την είσοδο του βασιλείου του Θανάτου, το σημείο που μπορούσαν να διαβούν μόνο οι ψυχές των νεκρών.
Από εκεί οι ψυχές ακολουθούσαν το κάλεσμα του Άρχοντα των Νεκρών και της τελικής κρίσης και διάβαιναν την Κοιλάδα του Θανάτου, όπου αθόρυβοι κεραυνοί φώτιζαν το δρόμο προς τα τρία Χάλκινα Τείχη που περιέβαλαν το παλάτι του άρχοντά τους πλέον.
Άρχισε να προχωράει αργά, προσπερνώντας ψυχές ανθρώπων διάφορων ηλικιών, διαφόρων φύλων και φυλών, αναζητώντας κάποιο ίχνος του Τζων και το μόνο που ακουγόταν ήταν η αναπνοή του, που έβγαινε σα να άδειαζαν τα καζάνια της κόλασης από μέσα του, εκτονώνοντας σε κάθε του ξεφύσημα όλη τη συσσωρευμένη του οργή. Τα βαριά βήματα που έκανε το τεράστιο σώμα του προχωρώντας με άγριες διαθέσεις, έδιναν το ρυθμό στη μακάβρια παρέλαση.
Η εντυπωσιακή παρουσία του, περνούσε απαρατήρητη από τις ψυχές που αδιαφορούσαν για οτιδήποτε εκτός από το φως στην άκρη του τούνελ και αρκετές φορές σταμάτησε μια ψυχή που του φάνηκε ότι μπορεί να ήταν η ψυχή του Τζων. Οι ψυχές που σταματούσε βίαια, γυρνούσαν και τον κοίταγαν με μια απαθή απορία στο βλέμμα τους και συνέχιζαν να προχωρούν σαν υπνωτισμένες.
Για κάμποση ώρα και μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες να εντοπίσει την ψυχή του Τζων, ακολουθώντας την όχθη του ποταμού που θα τον έφερνε στο σημείο όπου ο ποταμός της Λήθης άρχιζε να συναντά τα επικίνδυνα νερά του ποταμού της Στυγός, έφτασε στην αρχαία αποβάθρα.
Ο Βαρκάρης που από την ξύλινη και διαβρωμένη κατασκευή, περνούσε τις ψυχές πάνω σε ένα εξίσου παλιό και φαινομενικά κατεστραμμένο σκάφος στην απέναντι όχθη, τον παρακολουθούσε ατάραχος να πλησιάζει περιμένοντας το επόμενο φορτίο του.
Ψυχές αντρών και γυναικών, παιδιών και ηλικιωμένων, που άσχετα από την αιτία θανάτου τους, ήταν σαν εναπομένουσες εικόνες αυτού που ήταν κάποτε, συνέχιζαν να προχωρούν στη νεκρώσιμη ακολουθία τους σιωπηλές, χωρίς να διαταράσσουν με την παρουσία τους την απόλυτη ησυχία και σχεδόν νεκρική ακινησία του μέρους.
Τα νερά του ποταμού σε όλη αυτή τη διαδρομή, είχαν το μαύρο χρώμα της ανυπαρξίας και ήταν τόσο ακίνητα, που φαίνονταν σαν μια τεράστια επιφάνεια από συμπαγές, μαύρο μάρμαρο που έσπαγε στα δύο από μια αμυδρή αντανάκλαση, μια μοναδική ακτίνα λευκού φωτός στα λεία νερά, που όσο πλησίαζε γινόταν όλο και πιο φωτεινή σαν το φως ενός απόκοσμου φάρου.
Δεν είχε πλησιάσει αρκετά κοντά ώστε να βλέπει λεπτομέρειες είτε στο αρχαίο σκαρί είτε στη φρικιαστική φιγούρα του Βαρκάρη και τότε άκουσε κάτι που έμοιαζε με κλάμα. Γύρισε έκπληκτος να δει μήπως ήταν καμιά από τις ψυχές γύρω του που είχε σπάσει τη σιωπή της, αλλά είδε ότι ακόμη και οι ψυχές των μωρών που προχωρούσαν ανάμεσα στις άλλες ψυχές μεγαλύτερων ανθρώπων, ήταν ανατριχιαστικά απαθείς και σιωπηλές, απόλυτα προσηλωμένες στο στόχο τους.
Ήταν ένας ήχος από ένα γοερό κλάμα με λυγμούς, που ακουγόταν από την άλλη όχθη, αλλά όχι από εκεί που κανονικά ο Βαρκάρης αφήνει τις ψυχές, ένας ήχος που αντηχούσε στα τοιχώματα της τεράστιας σκοτεινής σπηλιάς, σα μοιρολόι για όλες τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί.
Σταμάτησε να προσανατολίσει την ακοή του και κοίταξε στην άλλη όχθη από εκεί που προερχόταν ο ήχος. Η απόσταση τον εμπόδιζε να ξεχωρίσει αν αυτός που έκλαιγε ήταν αυτός που έψαχνε, αλλά κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να είναι κανείς άλλος.
Η ανθρώπινη μορφή του ήταν τόσο ευδιάκριτη, ακόμα και από εκείνη την απόσταση, που αναρωτήθηκε αν είχε ξανασυναντήσει ένα τόσο δυνατό ανθρώπινο πνεύμα. Στην καταχνιά της σπηλιάς, σχεδόν έλαμπε.
Η οργή του πολλαπλασιάστηκε όταν αναρωτήθηκε πως διάολο βρέθηκε εκεί και αν τον είχε αφήσει ο Βαρκάρης σε αυτό το σημείο ή αν είχε κολυμπήσει μόνος του. Και αν είχε κολυμπήσει μόνος του αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν πια ο ίδιος!
Ένα ανθρώπινο πνεύμα που έχει κολυμπήσει στα νερά της Λήθης παύει να είναι το ίδιο ανθρώπινο πνεύμα μιας και όλες του οι αναμνήσεις, όλη του η ουσία, χάνεται στα νερά του ποταμού.
Θα είχε αυτό συνέπειες όταν θα παρουσίαζε αυτό το πνεύμα στον Θάνατο? Θα τον απελευθέρωνε ο Θάνατος από τη συμφωνία τους? «Καταραμένε θνητέ» σκέφτηκε και τώρα έμοιαζε ολόκληρος με πυρηνικό αντιδραστήρα έτοιμο να εκραγεί καθώς προχωρούσε με ορμή προς το Βαρκάρη για να περάσει απέναντι, να πάρει επιτέλους αυτόν τον ενοχλητικό ονειρευτή στα χέρια του και να τελειώνει με όλη αυτή την υπόθεση.

* * *

Ο Ίκελος έφτασε με τον πήγασο στην είσοδο της σπηλιάς τη στιγμή που ο Μορφέας ετοιμαζόταν να μπει στη σπηλιά. Κοιτώντας τον από μακριά με περιέργεια, κατάλαβε αμέσως ότι κάτι έχει συμβεί.
Ο Μορφέας λίγο πριν σπεύσει να μπει στη σπηλιά, άκουσε τα φτερουγίσματα από το ιπτάμενο άτι και γύρισε να δει τον αδερφό του, να προσγειώνει με χάρη το υποζύγιό του, λίγα μέτρα μακριά του.
Πριν ο Ίκελος προλάβει να ρωτήσει τι και πως ο Μορφέας του φώναξε: «Πάνω στην ώρα! Κάνε γρήγορα! Ίσως έχουμε ακόμα καιρό!» και άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της σπηλιάς.
Στη διαδρομή, όπου και οι δύο αντιλήφθηκαν τις φρέσκιες και βαθιές πατημασιές που δεν μπορούσαν να ανήκουν σε κανένα άλλο παρά στον Φοβήτωρα, κατάλαβαν ότι ο αδερφός τους είχε προβάδισμα και επιτάχυναν όσο μπορούσαν, χωρίς να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες.
Με κοφτές ερωτήσεις, προσπαθώντας να πάρει ανάσα καθώς έτρεχαν και οι δυο σα να τους κυνηγούσε ο ίδιος ο Θάνατος, ο Ίκελος προσπάθησε να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει.
«Θες…» (ανάσα) «να μου πεις… προς τι τόση βιασύνη?» Ήταν καλό σκέφτηκε ο Μορφέας που ο αδερφός κρατούσε ένα ανάλαφρο πνεύμα σε οποιαδήποτε περίσταση. Ακόμη και σε αυτή που κρινόταν το μέλλον όλων.
«Ο Τζων… είναι εδώ… και… ο αδερφός μας…» Ήταν το μόνο που του απάντησε δείχνοντάς του κάτω και συνέχισαν να τρέχουν ακολουθώντας τα χνάρια του Φοβήτωρα.
Μέχρι να φτάσουν στο σημείο όπου ο Φοβήτωρας είχε ακούσει το Τζων να κλαίει, ο Ίκελος συμπέρανε ότι αφού το πνεύμα του θνητού είναι εδώ, εκείνος ήταν οπωσδήποτε νεκρός, αλλά μάλλον είχαν μια τελευταία ευκαιρία να τον βρούνε και σίγουρα έπρεπε πάση θυσία να προλάβουν να τον πάρουν πριν πέσει στα χέρια του Φοβήτωρα.
Τρέχοντας, χαμογέλασε που επιτέλους ζούσε μια περιπέτεια και όλα εκείνα τα φίλτρα που κουβαλούσε πάντα στη ζώνη του και τώρα τα αισθανόταν να λικνίζονται ρυθμικά καθώς έτρεχε, θα του χρησίμευαν σε κάτι άλλο πέρα από την κατασκευή ονείρων. Ακόμα πιο πολύ όμως χάρηκε που θα χρησιμοποιούσε το μυστικό του όπλο, ακόμα και αν έκανε το Μορφέα να βγει από τα ρούχα του.
Τώρα προσπερνούσαν αστραπιαία ανθρώπινες ψυχές και ο Ίκελος σκεφτόταν εξίσου γρήγορα τις όποιες πιθανές καταστάσεις θα είχαν να αντιμετωπίσουν.
Καθώς ο αδερφός τους δεν ήταν μόνο τρομακτικός στην όψη αλλά και στο χαρακτήρα και στη σωματική και πνευματική δύναμη, αν ο θνητός ήταν στα χέρια του τότε δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να τον πάρουν.
Επίσης ήξερε ότι οι δυνάμεις της τηλεμεταφοράς που είχαν, ήταν άχρηστες σε αυτό το μέρος, στο οποίο τις μετακινήσεις κανόνιζε μόνο ο Βαρκάρης. Κανείς δεν μπορούσε να τον παρακάμψει για να περάσει στην απέναντι όχθη. Εδώ μόνο αυτός όριζε ποιος θα κατέληγε στο βασίλειο του Άρχοντα των Νεκρών. Μόνο ο Βαρκάρης, ο Πρώτος Νεκρός!
Σε μια έκλαμψη που είχε, σταμάτησε για λίγο και με τη σκέψη του κάλεσε τον πήγασο, που είχε αφήσει στην είσοδο της σπηλιάς, να μπει μέσα και να τους ακολουθήσει.
Το πανέμορφο κάτασπρο άτι, ένα πλάσμα που αψηφούσε με την επιβλητική παρουσία του την καταχνιά του μέρους, άκουσε την επίκληση του Ίκελου και μπήκε στη σκοτεινή σπηλιά με ορμή, απλώνοντας τα φτερά του, κοντά δέκα μέτρα άνοιγμα, και με δυο τρία δυνατά φτερουγίσματα, βρέθηκε στον αέρα πάνω από το ποτάμι αποκτώντας σταδιακά μεγάλη ταχύτητα. Το κάθε χτύπημα των φτερών του, έστελνε όγκους αέρα προς την επιφάνεια του σκοτεινού νερού που ρυτίδωνε και κυμάτιζε σαν να είχε περάσει κάποιο κήτος από την άβυσσο.

* * *

Ο Φοβήτωρας μανιασμένος, πλησίαζε μαινόμενος σαν υπερφυσικός ταύρος, τρία μέτρα ύψος και διακόσια κιλά από μυς και μίσος. Καθώς σταμάτησε απότομα την ξέφρενη πορεία του, η ορμή του, έκανε την αποσυντεθημένη αποβάθρα να αναστενάξει και να τρίξει, μοιάζοντας έτοιμη να υποχωρήσει.
Στάθηκε μπροστά από το Βαρκάρη με ατμούς να τον περιβάλλουν, καθώς ο ιδρώτας του εξατμιζόταν στο κρύο και απόκοσμο περιβάλλον και τον κοίταξε ξεφυσώντας, έτοιμος να του ορμήσει.
Ο Βαρκάρης βρισκόταν στην πλώρη του αρχαίου σκαριού, που έμοιαζε να μπάζει από παντού αν και ήταν το πιο αξιόπιστο πλεούμενο σε αυτόν ή στον άλλο κόσμο. Όποιος ανέβαινε, ήξερε με σιγουριά ότι θα φτάσει στον προορισμό του. Στον τελευταίο προορισμό του.
Είχε ακουμπισμένο το σκελετωμένο χέρι του σε ένα χοντρό, ροζιασμένο και κυρτό καλάμι, που ξεπερνούσε το ύψος του και κατέληγε σε ένα γάντζο που συγκρατούσε ένα σχετικά μικρό σιδερένιο φανάρι, που έλαμπε αφύσικα δυνατά, γεμίζοντας το χώρο με σκιές που με τη φόρα του Φοβήτωρα και τον κυματισμό που είχε προκαλέσει στο νερό, τώρα χόρευαν ρυθμικά πέρα δώθε.
Οι ψυχές που είχαν φτάσει μέχρι εδώ, ανέβαιναν μία προς μία, με μια ευλάβεια απόλυτα θρησκευτική στο σκάφος, χωρίς να φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται οτιδήποτε. Κάθε μια όμως φαινόταν να αφήνει κάτι στο Βαρκάρη.
«Πέρασέ με απέναντι!» Απαίτησε ο Φοβήτωρας προσπαθώντας να επιβληθεί, αν και ήξερε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο. Εδώ ο Βαρκάρης ήταν το αφεντικό.
Η ψιλόλιγνη φιγούρα του με τα κουρελιασμένα και βρώμικα, μαύρα και καφέ ράσα, και με τη φαρδιά κουκούλα που έκρυβε το αποτρόπαιο σκελετωμένο πρόσωπό του, αφήνοντας μόνο την γνάθο του ακάλυπτη να επιδεικνύει μια σειρά από χαλασμένα και ξεχαρβαλωμένα δόντια σα σάπια κουπιά, σε ένα μόνιμο και μακάβριο χαμόγελο, παρόλη την αναστάτωση φαινόταν να αιωρείται ακίνητη.
Η γνάθος κινήθηκε ανεξάρτητα από τη φωνή που βγήκε από μέσα της και ένας λαρυγγικός ξερός ήχος που θα έκανε και δαίμονα να ανατριχιάσει ακούστηκε στο χώρο. Οι ανθρώπινες μορφές πάνω στο σκάφος κυμάτισαν τρομαγμένες.
«Παράτα με Φοβήτωρα… Έχω δουλειά…»
«Είμαι στην υπηρεσία του Άρχοντα των Νεκρών και πρέπει να υπακούσεις όπως υπακούς εκείνον.»
«Δεν είσαι νεκρός… Μόνο οι νεκροί περνάνε…»
Η οργή και το μίσος του Φοβήτωρα έκαναν τις φλέβες στο τεράστιο κρανίο του να πάλλονται έτοιμες να σπάσουν.
«Πρέπει να περάσω απέναντι καταραμένε! Θα ανέβω σε αυτό το σκάφος θες δε θες…»
Το μόνιμο χαμόγελο του Βαρκάρη φάνηκε να σχηματίζει μια υποψία ειρωνικής αγανάκτησης και ένας ήχος, που θα μπορούσε να είναι ο επιθανάτιος ρόγχος κροκόδειλου θύμισε αμυδρά ένα καγχασμό.
«Έγινε…» του απάντησε με έναν υποχθόνια κοροϊδευτικό τόνο, η ίδια λαρυγγική φωνή που έμοιαζε τώρα γαργαριστή σαν κάποιος να πνίγεται στο ίδιο του το αίμα. Εδώ οι προσταγές του Βαρκάρη ήταν οι μόνες διαταγές.
Με μια αέρινη κίνηση, του γύρισε την πλάτη και το πανάρχαιο σκαρί ξεκίνησε αργά το ταξίδι του για την άλλη όχθη, με επιβάτες τις ψυχές των ανθρώπων που έμοιαζαν με τουρίστες στα Καρπάθια.
Ο Φοβήτωρας κατάπληκτος από την απείθεια του Βαρκάρη τίναξε μπροστά το τεράστιο χέρι του σα να εκτόξευε βράχο και έπιασε με τα χοντρά του δάχτυλα την πλώρη του σκάφους, προσπαθώντας να το σταματήσει πριν εκείνο απομακρυνθεί περισσότερο.
Προς ακόμα μεγαλύτερή του έκπληξη το σκάφος συνέχισε να απομακρύνεται ατάραχα, τραβώντας τον μαζί του προς τη Λήθη. Με μια γρήγορη ματιά στο κατάμαυρο νερό του ποταμού που έμοιαζε με θανατηφόρο σιρόπι και μη θέλοντας να χάσει περισσότερο χρόνο σε ανυπόστατες απειλές και άσκοπα παζάρια, έκανε τη λάθος ερώτηση:
«Στάσου!… Τι θες?»
Το σκάφος σταμάτησε και με μια ακόμη αέρινη κίνηση ο Βαρκάρης γύρισε και τον αντίκρισε. Το κοκαλωμένο χέρι του σηκώθηκε αργά και με ένα προτεταμένο δάχτυλο που έμοιαζε με τελετουργικό στιλέτο, έδειξε προς το μέρος του στήθους του.
Βλέποντας ότι δεν έχει και πολλές επιλογές και μέσα στην οργή και στον πανικό του μήπως ο ονειρευτής καταφέρει και ξεφύγει από τα χέρια του για μια ακόμη φορά, ο Φοβήτωρας έκανε το αδιανόητο.
Αν ήξερε ότι αυτό ήταν που ο Βαρκάρης ζητούσε πάντα, ίσως και να μην το έκανε. Αλλά ο Πρώτος Νεκρός ήταν ακόμα πιο παλιός και από τον ίδιο το γιο του Ύπνου που δεν είχε τίποτα να άλλο να προσφέρει σε ένα τέτοιο πλάσμα, πέρα από αυτό που του ζητούσε.
Όντας ένας πραγματικός θεός, ένας απόγονος θεού και άρχοντας του φόβου δεν μπορούσε να πεθάνει με κανέναν τρόπο. Το μόνο που μπορούσε να του στερήσει την αθανασία του ήταν να χάσει την αθάνατη καρδιά του και αυτό, μόνο αν εκείνη καταστρεφόταν.
Ο Βαρκάρης του τη ζητούσε και ήδη είχε χάσει τόσα πολλά στην υπηρεσία του Θανάτου που θεώρησε ότι με αυτή την κίνηση δε θα είχε τίποτα άλλο να χάσει. Αν ο Βαρκάρης κατέστρεφε την καρδιά του εκείνος θα πέθαινε εδώ. Ας ήταν. Θα ελευθερωνόταν από τον όρκο του, τηρώντας το δικό του κομμάτι της συμφωνίας, πεθαίνοντας επί το έργον και τουλάχιστον δε θα έβλεπε την Ενύπνια να καταστρέφεται.
Ήξερε όμως ότι ο Βαρκάρης δε σκόπευε να την καταστρέψει. Τι νόημα θα είχε να του ζητούσε την καρδιά του για να τον καταστρέψει? Δεν είχε τίποτα εναντίον του. Απλά ήθελε το αντίτιμο του ταξιδιού. Και μόλις τελείωνε με όλη αυτή την υπόθεση θα γυρνούσε πίσω.
Με μια βαθιά ανάσα που έμοιαζε οριστική, προέταξε το μυώδες στήθος του μπροστά από το Βαρκάρη. Με ένα γρύλισμα, δείχνοντας το μέρος της καρδιάς του, είπε:
«Παρ’ τη».
Ο Βαρκάρης ένευσε με νόημα και μια χαιρεκακία. Το σκελετωμένο χέρι του, που πριν λίγο έδειχνε το στήθος του Φοβήτωρα, τώρα έμοιαζε με όργανο βασανιστηρίου φτιαγμένο από κοκάλινα, άκαμπτα δάχτυλα που τον πλησίαζε αργά. Το κοκαλωμένο χαμόγελο κάτω από την κουκούλα του, φάνηκε να πλαταίνει, αν αυτό ήταν δυνατό.
Τα σκελετωμένα, μακριά δάχτυλα τεντώθηκαν απότομα σαν επιτιθέμενες οχιές κάτω από το κουρελιασμένο μανίκι του και ακούμπησαν ένα ένα στο στήθος του Φοβήτωρα σε προκαθορισμένα σημεία, με ακρίβεια χειρούργου.
Αργά, σαν η επέμβαση να απαιτούσε προσοχή, τα δάχτυλα εισήλθαν με αφύσικη ευκολία σχίζοντας σα χαρτί τους τεράστιους μυς στο στήθος του Φοβήτωρα, ο οποίος δεν έδειξε κανένα σημάδι πόνου.
Είχε κλειδώσει το σαγόνι του, σφίγγοντας από την ένταση τα δόντια του και το απύθμενο σκοτάδι των ματιών του φωτίστηκε από τη λάμψη του φαναριού, που κρατούσε στο άλλο του χέρι ο Βαρκάρης και τώρα ήταν λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπό του.
Τα κατάλευκα δάχτυλά του, ψαχούλεψαν λίγο το μέρος που είχαν εισέλθει και απόκτησαν ένα έντονο κόκκινο χρώμα από το ιχώρ που κυλούσε πάνω τους και έμοιαζε να τα τυλίγει σα ζωντανό.
Λίγο μετά ο Φοβήτωρας έβλεπε την καρδιά του να πάλλεται και να απομακρύνεται από εκείνον, ακουμπισμένη στην κατακόκκινη πλέον παλάμη του Βαρκάρη, που έσταζε μικρές σταγόνες από το αίμα του στην αποβάθρα και στη βάρκα.
Ο Βαρκάρης έσφιξε απαλά την ακόμα παλλόμενη καρδιά και ο Φοβήτωρας φάνηκε να συσπάται από πόνο. Με μια ρευστή κίνησε έβαλε το σκελετωμένο χέρι του κάτω από τις κουρελιασμένες ρόμπες του και το έβγαλε αμέσως και με το χέρι άδειο και αηδιαστικά ματωμένο, ένευσε με ένα σκελετωμένο δάχτυλο στον Φοβήτωρα να περάσει στο σκάφος.
Εκείνος με τρόμο κατάλαβε τι είχε μόλις κάνει. Συνέχιζε να ζει με την καρδιά του στο σώμα του Βαρκάρη και κατάλαβε ότι θα την έπαιρνε πίσω μόλις ο τωρινός κάτοχός της πέθαινε. Μα πως μπορούσε να πεθάνει ο Πρώτος Νεκρός?
Με μια πικρία που είχε τη δύναμη να τον κατασπαράξει από μέσα του, μπήκε στο σκάφος πιο βλοσυρός και από αποτυχημένο μανιακό δολοφόνο.
Τι πλάσμα είχε καταντήσει? Σκέφτηκε. Από κατασκευαστής των πιο τρομακτικών ονείρων, από ένας αθάνατος άρχοντας στον κόσμο της Ενύπνια, είχε υποβιβαστεί σε ένα άκαρδο κτήνος, γεμάτο μίσος και οργή, ένας απλός υπηρέτης του Θανάτου.
Του είχε υποσχεθεί τη λύτρωση και αντί αυτού είχε καταντήσει ένας προδότης και καταστροφέας της κληρονομιάς του.
Η στιγμή που θα έπαιρνε μια μικρή εκδίκηση για την κατάπτωσή του δε θα αργούσε. Το σκάφος απομακρυνόταν από την αποβάθρα και χανόταν αργά στα σκοτεινά νερά της Λήθης. Ήταν στο δρόμο προς τον άλλον υπεύθυνο για την κατάστασή του. Μόλις τον έπιανε στα χέρια του θα φρόντιζε να τον κάνει να υποφέρει αρκετά πριν τον παραδώσει στον Θάνατο. Αυτή η εκδίκηση ίσως έπαιρνε περισσότερο καιρό.
Οι υπόλοιπες ανθρώπινες ψυχές σα να είχαν καταλάβει τι επρόκειτο να υποστεί μια από αυτές, φάνηκαν να παγώνουν σαν υγρά σεντόνια μια κρύα νύχτα.

* * *

Το λυτρωτικό κλάμα του Τζων είχε σταματήσει και τώρα ένιωθε μια παράξενη ζωτικότητα. Συνέχιζε να αγνοεί ποιος είναι ή γιατί βρίσκεται σε αυτή την παράξενη σπηλιά, αλλά αυτό δεν τον απασχολούσε. Το γεγονός όμως ότι στεκόταν γυμνός όπως τη μέρα που γεννήθηκε σε αυτό το άγνωστο μέρος, τον παραξένεψε.
Έχοντας συνέλθει αρκετά για να αντιληφθεί το κρύο της σπηλιάς στο γυμνό του σώμα, ένιωθε μέσα του και κύματα ενεργητικότητας που σαν τον απαλό κυματισμό του σκοτεινού ποταμού μπροστά του, τον πλημμύριζαν και του έδιναν την απαραίτητη ζεστασιά για να συνεχίσει, και την εντύπωση ότι μπορούσε να καταφέρει τα πάντα, και κυρίως να ψάξει να βρει εκείνη που αποζητούσε με όλο του το είναι. Την Ελπίδα.
Ήξερε μέσα του ότι, όχι μόνο την αγαπούσε περισσότερο από τη ίδια του τη ζωή, αλλά ότι αυτή θα είχε τις απαντήσεις σε πολλά από τα τρέχοντα ερωτήματά του.
Ένιωθε και πάλι άνθρωπος. Ένας άνθρωπος γεμάτος αγάπη, γεμάτος ζωή και με ένα σκοπό σε αυτή τη ζωή. Και αυτή την αίσθηση του σκοπού είναι κάτι που έχουν νιώσει λίγοι άνθρωποι σε ολόκληρη τη ζωή τους.
Σηκώθηκε και κοίταξε τριγύρω. Το μέρος τον γέμισε δέος. Ο ζοφερός πράσινο-μωβ φωτισμός που έσπαγε κατά διαστήματα το σκοτάδι στην τεράστια σπηλιά, την έκανε να μοιάζει ατελείωτη και γεμάτη κινδύνους, μια αίσθηση που την ενίσχυε η απόκοσμη σιωπή και το κατάμαυρο νερό του ποταμού που τη διέσχιζε και χανόταν σε έναν ορίζοντα σκότους.
Με τα μάτια του να συνηθίζουν στο χαμηλό φωτισμό, παρατήρησε στο βάθος ένα φως που ξεχώριζε από τα άλλα σε ένταση και χρωματισμό. Ήταν ένα αγνό λευκό φως που, κάτι μέσα του, του έλεγε ότι θα έπρεπε να το είχε δει νωρίτερα.
Χωρίς να έχει σκεφτεί ακόμα τις εναλλακτικές του, αποφάσισε να περιμένει να δει τί ήταν αυτό που τον πλησίαζε και τον έκανε να νιώθει μια σχεδόν ακατανίκητη έλξη προς τα εκεί. Καθώς το παρατηρούσε, ένιωσε την έλξη να αυξάνεται αναλογικά με το μέγεθός του που μεγάλωνε, όσο το φως πλησίαζε. Ήταν η έλξη που νιώθουν οι ψυχές των νεκρών για το τελευταίο τους ταξίδι. Θα έπρεπε να το είχε νιώσει και ο ίδιος νωρίτερα, μόνο που δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.
Δεν είχε ιδέα ότι για να βλέπει αυτό το φως θα έπρεπε να είναι νεκρός. Το όνειρο του χρόνου όμως, δεν τον είχε σκοτώσει. Η δια-διαστασιακή επαφή του με την Ελπίδα, τον είχε γλυτώσει από τα χέρια του Θανάτου και αυτά τα χέρια, στην προκειμένη περίπτωση τα τεράστια και μυώδη χέρια του Φοβήτωρα, τον πλησίαζαν για μια ακόμη φορά ανυπόμονα να τον σφίξουν στη λαβή τους.

* * *

Καθώς ο Μορφέας και ο Ίκελος συνέχισαν να τρέχουν κατά μήκος της όχθης, ο πανέμορφος πήγασος που είχε καλέσει ο Ίκελος τους πρόφτασε και τώρα έσπευδαν και οι τρεις προς την αποβάθρα του Βαρκάρη που ήταν πλέον ορατή.
Φτάνοντας εκεί στάθηκαν λίγο να πάρουν δυο ανάσες και παρατήρησαν αρκετά μακριά το φως από το φαναράκι του Βαρκάρη να απομακρύνεται αργά. Πριν το σκάφος χαθεί στο σκοτάδι το φως ήταν αρκετά δυνατό για να δουν ότι στη βάρκα ήταν μια γνώριμη τεράστια σκιά.
Κοιτάχτηκαν και κατάλαβαν ότι ο Φοβήτωρας απείχε λίγα μόλις μέτρα από την άλλη όχθη, εκεί που προφανώς θα αποβιβαζόταν αυτός και η ψυχή του Τζων. Αναρωτήθηκαν και οι δυο ταυτόχρονα πώς ο αδερφός τους ήταν επιβάτης πάνω στη βάρκα των ψυχών.
Ο Μορφέας χαμογέλασε πλατιά όταν το πανέμορφο ιπτάμενο άτι έκανε ένα κύκλο πάνω από τα κεφάλια τους, ρίχνοντας ριπές αέρα με χτύπημα των τεράστιων φτερών του, που έκανε τα μαλλιά τους να ανεμίζουν.
«Δε σε είχα για τόσο προνοητικό…» είπε στον Ίκελο καθώς αυτός έγνεφε στον πήγασο να προσγειωθεί. Αυτός με ένα ανασήκωμα των ώμων και σηκώνοντας τα χέρια του στο πλάι, δέχτηκε το σχόλιο με φυσικότητα. Χαμογέλασε και καθώς ανέβαινε στο ιπτάμενο άλογο, είπε στον Μορφέα:
«Εγώ οδηγάω…»
Ο Ίκελος ήταν ένας πραγματικός οπαδός της σύγχρονης ανθρωπότητας. Πέρα από τα “ανθρώπινα” ρούχα που προτιμούσε, τελευταία κυρίως τζιν και t-shirt, του άρεσε να αντιγράφει και τις ατάκες που έβλεπε στις ανθρώπινες ταινίες δράσης και είχε αποκτήσει μια αίσθηση του χιούμορ που πολλές φορές έκανε το Μορφέα, ο οποίος ανέβηκε πίσω του κοιτώντας ψηλά και σηκώνοντας τα φρύδια με παραίτηση, να αγανακτεί.
Με δυνατά χτυπήματα των εντυπωσιακών φτερών του, ο πήγασος ήταν και πάλι στον αέρα, με τα δύο αδέρφια στην πλάτη του και κατεύθυνση την απέναντι όχθη.

* * *

Ο Φοβήτωρας δεν περίμενε το σκάφος να προσαράξει. Με ένα δυνατό άλμα με τα πόδια του που έμοιαζαν με κινούμενους βράχους, έφτασε στην ακτή, αφήνοντας πίσω του τη βάρκα με τις ψυχές και το Βαρκάρη που από την αφύσικη ορμή, κυμάτιζαν άγρια πάνω κάτω στα σκοτεινά νερά.
Προσγειώθηκε με ένα γδούπο στο έδαφος, σηκώνοντας γύρω του σκόνη που είχε να μετακινηθεί για αιώνες. Γύρισε απότομα για μια στιγμή, με ένα βλέμμα γεμάτο μοχθηρία, δείχνοντας την πληγή που είχε στο στήθος του και ψιθύρισε στο Βαρκάρη:
«Κάποτε θα γυρίσω για αυτό…» Η μοχθηρία του τώρα εστίασε προς την κατεύθυνση που, επιτέλους όχι πολύ μακριά του, στεκόταν ο μισητός ονειρευτής.

* * *

Ο Τζων είδε όλο το σκηνικό με περιέργεια που δεν άργησε να δώσει τη θέση της στο φόβο, όταν είδε την τρομακτική μορφή του Φοβήτωρα να αποβιβάζεται με αυτό τον τρόπο και συνειδητοποιώντας ότι αυτό το τέρας είχε έρθει για εκείνον.
Λίγο πριν το βάλει στα πόδια προς την αντίθετη κατεύθυνση, του ήρθε στο μυαλό μια θολή ανάμνηση που τον προβλημάτισε. Με το φως από το φανάρι του Βαρκάρη να τον χτυπάει από πίσω, έβλεπε μόνο την τεράστια σκιά του αλλά ήξερε ότι αυτό το τέρας το έχει ξαναδεί.
Δεν κάθισε βέβαια να το πολυσκεφτεί, όταν ένας αφύσικα μυώδης ανθρωπόμορφος όγκος, με μια ανατριχιαστική πληγή στο στήθος του και κατάμαυρα μάτια χωρίς ασπράδι, που μέσα τους δε χωρούσε το έλεος, άρχισε να πλησιάζει απειλητικά προς το μέρος του.
Έτρεχε σαν να μην υπάρχει αύριο, καθώς άκουγε τους δυνατούς γδούπους από τις βαριές πατημασιές του Φοβήτωρα, όλο και πιο κοντά πίσω του. Ένιωσε σαν να βρίσκεται σε έναν εφιάλτη και με αυτή του τη σκέψη, άλλη μια μακρινή ανάμνηση, άστραψε στο άδειο μυαλό του.
Μια φευγαλέα εικόνα από μια τεράστια πύλη που λαμπύριζε σαν ηλεκτρισμένη. Μια πύλη που έμοιαζε φτιαγμένη από το πιο λευκό ελεφαντόδοντο που θα μπορούσε να υπάρξει, και που από μέσα της έβγαιναν ακατάπαυστα σφαίρες διαφόρων μεγεθών.
Ένιωσε μια απροσδιόριστη σύνδεση που τον τραβούσε προς τα εκεί. Μόνο που δεν ήξερε πού ήταν το εκεί και αυτή τη στιγμή δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα.
Ο Φοβήτωρας τον κυνηγούσε με μανία, έχοντας σφιγμένα τα δόντια του και συσπασμένους τους μυς του προσώπου του, νιώθοντας το μίσος του να τον παρακινεί και να τον φτάνει στα άκρα. Με κάθε του βήμα, πλησίαζε τον ονειρευτή και όμως αυτός κατάφερνε τρέχοντας σαν τρελός και παραπατώντας να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μακριά από το να τον αρπάξει.
Καθώς έτρεχαν, δοκίμασε τις παραλυτικές δυνάμεις που είχε. Τις δυνάμεις που ενεργοποιούσε στους εφιάλτες του και έκαναν τον ονειρευτή του εφιάλτη ανίκανο να τρέξει μακριά από το μεγαλύτερό φόβο του, που πλησίαζε αργά. Όλοι ακινητοποιούνταν και όλοι ξυπνούσαν έντρομοι μετά από αυτό, μερικοί ουρλιάζοντας από το φόβο τους.
Ο Τζων κοίταξε με απορία τα πόδια του να επιβραδύνουν σαν να κινούνταν σε αργή κίνηση. Για δυο δρασκελιές η αγωνία κόντεψε να τον λυγίσει, αλλά βάζοντας όλη του τη θέληση ανταπεξήλθε και συνέχισε να τρέχει.
Όπως και την πρώτη φορά που είχε έρθει αντιμέτωπος με το Φοβήτωρα μπροστά από την Πύλη των Ονείρων, όταν την είχε αγγίξει, εκείνος είχε χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις της παράλυσης και είχε καταφέρει να τον ακινητοποιήσει, έχοντας τον στο έλεός του, ανήμπορο μπροστά του,.
Τότε, ήταν το τραγούδι της Ελπίδας που τον είχε αφυπνίσει και είχε καταφέρει να ξεφύγει από το διώκτη του, διασχίζοντας με απίστευτη ταχύτητα το Μεσοδιάστημα και φτάνοντας στα Περίχωρα, στο όνειρο της Ελπίδας που τον καλούσε και είχε σωθεί.
Τώρα, η δύναμη του μυαλού της νέας του ύπαρξης, είχε σταθεί ικανή να τον κάνει να συνεχίσει να τρέχει.
Δυστυχώς αυτή η δύναμη δεν ήταν αρκετή. Οι δυο δρασκελιές που τον είχαν καθυστερήσει, ήταν αρκετές για το Φοβήτωρα να τιναχτεί εμπρός αρπάζοντάς τον από τα πόδια, με τις δυο τεράστιες μέγγενες που είχε για χέρια, ρίχνοντας και τους δυο στο έδαφος.
Όσο και να προσπαθούσε να ξεφύγει κλοτσώντας και γραπώνοντας το χώμα μπροστά του, ματώνοντας τα δάχτυλά του και σπάζοντας τα νύχια του, η λαβή του Φοβήτωρα ήταν σφιχτή και αφόρητα επώδυνη στα πόδια του.
Σταδιακά το τεράστια σώμα του Φοβήτωρα στάθηκε όρθιο, κρατώντας τον Τζων από τα πόδια και με όλο του το σώμα να ξεφυσά από το κυνηγητό και την πάλη, τον σήκωσε σαν παιχνιδάκι και τον χτύπησε στο πάτωμα με δύναμη, σα χταπόδι.
Ο Τζων κρατήθηκε στο κατώφλι της λιποθυμίας από το χτύπημα και είχε ακόμα τις αισθήσεις του όταν κατάλαβε ότι τώρα πλέον όλα είχαν τελειώσει για εκείνον. Δεν τρόμαξε τόσο στην προοπτική του θανάτου, όσο στο τι και πόσο επρόκειτο να υποφέρει.
Με ένα σαδιστικό χαμόγελο, που δεν προμήνυε τίποτα καλό για τον Τζων που τώρα κρεμόταν σα μαριονέτα από τα χέρια του, με το πρόσωπό του να σέρνεται και να γδέρνεται στο πάτωμα, ο Φοβήτωρας προχωρούσε αργά προς την έξοδο από τη σπηλιά που οδηγούσε προς το παλάτι του Άρχοντα των Νεκρών, μέσω της Κοιλάδας του Θανάτου. Στα κοφτερά βράχια της θα έπαιρνε τη μικρή του εκδίκησή.
Χαμογελούσε με μια διεστραμμένη έννοια του όρου, όταν ένιωσε στον ιδρωμένο σβέρκο του μια δυνατή ριπή αέρα και ένα τσίμπημα και τη στιγμή που είδε τους δυο αδερφούς του μπροστά του πάνω σε ένα ιπτάμενο άλογο, τότε αντιλήφθηκε ότι η λαβή στο χέρι που κρατούσε τον Τζων άρχισε να χαλαρώνει, όπως και ολόκληρο το σώμα του.
Λίγο πριν κλείσει τα μάτια και πέσει με τα μούτρα, με ένα δυνατό τράνταγμα στο έδαφος, πρόλαβε να τους καταραστεί και τους τρεις, βγάζοντας έναν ήχο που έμοιαζε με βορβορυγμό.

* * *

Τα δυο αδέρφια είχαν δει το κυνηγητό και είχαν μείνει ιπτάμενοι στην πλάτη του Φοβήτωρα.
«Νάτος! Τον έπιασε! Τώρα δεν έχουμε ελπίδα να τον σταματήσουμε… Καμιά ιδέα?» είπε ο Μορφέας στον αδερφό του με αγωνία.
Ο Ίκελος κάνοντας έναν ελιγμό με τον πήγασο δεν απάντησε, μόνο γύρισε το κεφάλι του στο πλάι για να δει ο Μορφέας ένα πονηρό χαμόγελο. Κρατώντας με το ένα του χέρι τη χαίτη του αλόγου, σήκωσε το άλλο σε μια χειρονομία που υποδήλωνε “περίμενε” και το έφερε στη ζώνη του βγάζοντας το κρυφό του όπλο.
Με το τελευταίο φίλτρο που είχε ετοιμάσει, είχε αλείψει μια τριάδα από βελάκια που εκτοξεύονταν από το φυσοκάλαμο που κρατούσε και το είχε ήδη γεμίσει με το ένα από αυτά. Το έδειξε στον Μορφέα που είδε ένα μικρό καλάμι και το κοίταξε με απορία.
Καθώς ο Φοβήτωρας σηκώθηκε κρατώντας τον Τζων, ο Ίκελος έκανε άλλη μια στροφή με το άλογο στον αέρα κρατώντας το και πάλι πίσω από το οπτικό πεδίο του Φοβήτωρα, που από την ένταση του κυνηγιού δεν τους είχε πάρει χαμπάρι, και με μια κάθετη εφόρμηση, φύσηξε το βελάκι με το υπνωτικό.
Το πανίσχυρο φίλτρο που θα κοίμιζε ακόμα και τον τεράστιο φύλακα με τα τρία κεφάλια σκύλου, ήταν υπέρ αρκετό για τον επίσης τεράστιο, αδερφό τους. Ο Ίκελος για σιγουριά έριξε και τα υπόλοιπα δύο βελάκια με την άνεσή του, αφού στο πρώτο πετυχημένο χτύπημα ο Φοβήτωρας είχε ήδη πέσει.
Πέταξε λίγο πιο μακριά από εκεί που ο αδερφός τους κείτονταν λιπόθυμος και προσγείωσε το ιπτάμενο άλογο.

* * *

Ο Τζων βρισκόταν στο έδαφος μισολιπόθυμος, προσπαθώντας να συνέλθει από την πάλη του με το Φοβήτωρα και να καταλάβει που πονούσε. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του που χτύπαγε σαν καρδιά, για να δει τι έκταση είχαν τα γδαρσίματα που του είχε προκαλέσει καθώς τον έσερνε και ψηλαφώντας, αντιλήφθηκε ένα χέρι που του πρότεινε να τον βοηθήσει να σηκωθεί.
Το πήρε και καθώς σηκωνόταν όρθιος με κόπο, το βλέμμα του ακολούθησε το στιβαρό χέρι και σταμάτησε στο πρόσωπο του Μορφέα που του χαμογελούσε καθησυχαστικά. Αυτό το χαμόγελο το είχε ξαναδεί.
«Ηρέμησε. Είσαι ασφαλής τώρα.»
Πίσω από τον Μορφέα στεκόταν κάποιος άλλος, μάλλον θνητός αν μπορούσε να κρίνει από τα ρούχα του, που προσπαθούσε να ηρεμήσει χαϊδεύοντας ένα επιβλητικό άλογο με φτερά! Και αυτός έδειχνε φιλικός και τον αισθάνθηκε οικείο.
«Που βρίσκομαι?» Ήταν η προφανής ερώτηση που ήρθε στο μυαλό του, αν και θα ήθελε επίσης να μάθει «ποιός είμαι?» ή «ποιοί είστε εσείς?».
Ο Μορφέας χωρίς καν να αναλύσει την έκφραση στο πρόσωπο του Τζων που τα είχε εντελώς χαμένα, κατάλαβε ότι είχε κολυμπήσει στο ποτάμι. Χωρίς να απαντήσει για να μην ανησυχήσει τον ονειρευτή και με πρώτη του έγνοια να τον απομακρύνει από την επικράτεια του Θανάτου όπου και οι τρεις ακόμα κινδύνευαν, του πρότεινε να ανέβει στον πήγασο.
«Δεν έχουμε χρόνο για ερωτήσεις. Ανέβα. Ο αδερφός μου θα σε οδηγήσει σε ασφαλές μέρος για να φροντίσουμε τις πληγές σου.» Αυτή η κουβέντα φάνηκε παράξενη στο Μορφέα τη στιγμή που την ξεστόμισε. Κοιτώντας καλύτερα κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν η ψυχή του ονειρευτή, ούτε η πνευματική του υπόσταση. Ήταν ένα άνθρωπος με σάρκα και οστά!
Χωρίς να δείξει την έκπληξή του συνέχισε να βοηθά τον Τζων να σταθεί στα πόδια του.
«Ποιος είσαι?» χωρίς να έχει πάρει απάντηση στην πρώτη του ερώτηση, ήθελε τουλάχιστον να ξέρει ποιος ήταν ο σωτήρας του.
«Δεν έχουμε χρόνο… Είμαι ο Μορφέας, Τζων… Έχουμε ξανασυναντηθεί… Πάμε και θα απαντήσω σε όλες σου τις ερωτήσεις όταν φροντίσω πρώτα να είσαι ασφαλής στο παλάτι μου, στην Ενύπνια. Φύγε!»
Ώστε το όνομά του ήταν Τζων! Το όνομα του σωτήρα του, επίσης του φάνηκε γνωστό. Μορφέας. Ο άρχοντας των ονείρων?
Μόλις τον είχε σώσει ο άρχοντας των ονείρων? Μήπως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα παράξενο όνειρο? Ίσως το πιο παράξενο που είχε δει ποτέ και σίγουρα το πιο αληθινό αν μπορούσε να κρίνει από τον πόνο που ένιωθε.
«Πήγαινέ τον στην Πύλη και περίμενέ με. Πήγαινε απ’ έξω…» είπε ο Μορφέας στον Ίκελο και εκείνος ένευσε σοβαρός. Ήξερε ότι δεν μπορούσαν να προσγειωθούν έτσι απλά στην Ενύπνια και δεν ήθελε ούτε καν να διακινδυνεύσουν να περάσουν ιπτάμενοι από πάνω. Μετά, γύρισε στον Τζων που στεκόταν σαστισμένος και γυμνός, και έβγαλε τον εξωτερικό μαύρο χιτώνα του και του τον πρόσφερε.
«Φόρα αυτό…»
Ο Τζων τον ευχαρίστησε με ένα αμήχανο μειδίαμα και είχε ακόμα την εντύπωση ότι μπορεί όλα αυτά να είναι ένας εφιάλτης με καλό τέλος. Αλλά οι εφιάλτες δεν έχουν ποτέ τέλος. Απλά ξυπνάς. Τότε κατάλαβε ότι όλα ήταν αλήθεια και φοβήθηκε πιο πολύ και από εφιάλτη.
Φόρεσε το μαύρο χιτώνα και ανέβηκε διστακτικά και με δυσκολία στο ιπτάμενο άτι. Ο Ίκελος έπιασε τη χαίτη του αλόγου και γυρίζοντας στον Τζων που τώρα καθόταν πίσω του, είπε:
«Κρατήσου γερά».
Ο Τζων έσφιξε τον Ίκελο ενστικτωδώς, ευχόμενος να ξυπνήσει και σε λίγο βρίσκονταν και οι δυο στον αέρα, αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα καθώς όργωναν τη σπηλιά κατευθυνόμενοι προς την Ενύπνια και το Φίλντισι, την Πύλη των Ονείρων.
Ο Μορφέας γύρισε προς τον κοιμισμένο Φοβήτωρα και με λύπη επιβεβαίωσε τους φόβους που είχε ότι ο αδερφός του είχε συμμαχήσει με το Θάνατο.
Μετακίνησε με κόπο το τεράστιο σώμα, γυρίζοντάς τον ανάσκελα και είδε με αποτροπιασμό τη φρικτή πληγή στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς. Άκουγε την αναπνοή του τεράστιου αδερφού του βαριά, από το λήθαργο που τον είχε ρίξει το υπνωτικό, αλλά όταν τον άγγιξε κατάλαβε έντρομος ότι δεν είχε καθόλου σφυγμό.
«Αδερφέ μου… Τι έχεις κάνει?» του ψιθύρισε και ένα δάκρυ έτρεξε στο πρόσωπό του, νομίζοντας ότι ο αδερφός του είχε προσφέρει την καρδιά του στο Θάνατο. Δεν ήθελε να τον αφήσει εκεί αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να τηλεμεταφερθεί πίσω στην Ενύπνια και δεν μπορούσε να τον πάρει μαζί του.
Άρχισε να κατευθύνεται με λύπη μακριά από την επικράτεια του Βαρκάρη, προς την έξοδο της σπηλιάς στα σύνορα με την Ενύπνια, εκεί όπου θα μπορούσε να πάει και πάλι με μια του σκέψη στην Πύλη των Ονείρων για να συναντήσει τον Ίκελο και τον Τζων. Εκεί που ο θνητός θα ήταν ο πρώτος ονειρευτής που θα πατούσε το έδαφος της Ενύπνια.

——————–

Το θηλυκό είχε αποκτήσει μια τεράστια κοιλιά και είχε όση όρεξη για φαί είχαν και οι υπόλοιποι τρεις. Την είχε κάνει δική του όταν βρήκαν καινούριο καταφύγιο πολύ μακριά από τους λόφους που ήλπιζε να βρουν κάπου να προφυλαχθούν από το σκοτάδι και το κρύο. Εκείνες οι μέρες της αναζήτησης και η μέρα που είχαν κάνει πρώτη φορά την τελετουργία της αναπαραγωγής του φαίνονταν πολύ μακριά.
Μετά το θάνατο του ηλικιωμένου τη μέρα που τους είχε βρει, εκείνος, το θηλυκό και τα δυο αδέρφια της, είχαν αφήσει πίσω τους το χαλασμένο αέρα του βουνού που έφτυνε φωτιά και είχαν φτάσει στους λόφους όπου δεν είχαν βρει κατάλληλο καταφύγιο. Συνέχισαν να ψάχνουν και μετά από δυο διανυκτερεύσεις στους λόφους που εκτείνονταν σα φουρτουνιασμένος ωκεανός από πέτρα για αρκετά χιλιόμετρα, έφτασαν στην πεδιάδα μετά τους λόφους που τη διέσχιζε ένας ποταμός.
Μετά από αρκετές διανυκτερεύσεις στη μέση της ερημιάς, κατάφεραν να βρουν καινούριο καταφύγιο σε μια άλλη σπηλιά, όχι πολύ μακριά από μια λίμνη που σχημάτιζαν τα νερά του καινούριου ποταμού που ακολουθούσαν την πορεία του από τότε που άφησαν τους λόφους πίσω τους.
Η ζωή στο καινούριο καταφύγιο ήταν καλύτερη για εκείνον από τη στιγμή που είχε αποκτήσει συντρόφους. Τα δυο αδέρφια ήταν καλοί κυνηγοί και το θηλυκό ήταν εύστροφο.
Της είχε μάθει να ανάβει φωτιά και εκείνη είχε βρει λύσεις σε πολλά προβλήματα διαβίωσης, από καινούριο τρόπο να γδέρνουν τα ζώα για να παίρνουν τη γούνα τους, μέχρι την κατασκευή φλασκιών φτιαγμένα από επεξεργασμένα στομάχια των ζώων που σκότωναν για τροφή. Τα φλασκιά συγκρατούσαν νερό που το φύλαγαν στη σπηλιά, χωρίς να χρειάζεται να πηγαίνουν συνέχεια στη λίμνη.
Όταν του είχε δείξει τι είχε σκεφτεί να κάνει με τα στομάχια των ζώων, τον είχε αφήσει έκπληκτο και είχαν κάνει την τελετουργία της αναπαραγωγής.
Την πρώτη φορά που την πλησίασε και έκαναν την τελετουργία της αναπαραγωγής, τελείωνε η άνοιξη. Από τότε και όλο το καλοκαίρι έκαναν την τελετουργία με κάθε ευκαιρία. Μέχρι που εκείνη άρχισε να φουσκώνει και να μη θέλει άλλο. Είχε δει ζώα να φουσκώνουν και κατάλαβε ότι σε λίγο καιρό θα είχε μικρά να φροντίζει και μέσα του χωρίς να ξέρει το γιατί, χάρηκε. Ο καιρός ήταν κοντά.
Είχε μόλις γυρίσει από κυνήγι με τα δυο αδέρφια, όταν την είδε να αγκομαχάει και να υποφέρει με τα πόδια ανοιχτά, ξαπλωμένη δίπλα από τη φωτιά σε μια γωνιά στη σπηλιά.
Ο τοκετός δεν ήταν εύκολος και ούτε εκείνος, ούτε τα αδέρφια της είχαν την παραμικρή ιδέα πώς να αντιδράσουν. Είχαν μείνει να την κοιτούν ανήσυχοι καθώς εκείνη προσπαθούσε να σπρώξει, κρατώντας τα πόδια της ανοιχτά με τα χέρια της.
Μετά από κάμποση ώρα που του φάνηκε να παίρνει μέρες, άκουσε το κλάμα από ένα μικρό και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Την πλησίασε καθώς εκείνη ήταν απασχολημένη να σπρώχνει και να πονάει βογκώντας και πήρε απαλά το κεφάλι του μικρού που εξείχε από τη μήτρα της και το τράβηξε με προσοχή.
Κρατούσε στα χέρια του ένα μικρό αρσενικό μωρό δεμένο με ένα σάρκινο κορδόνι που χανόταν μέσα της, ενώ εκείνη ακόμα έσπρωχνε και πονούσε. Είχε δει ξανά ζώα να γεννάνε και ήξερε ότι το κορδόνι έπρεπε να κοπεί, αλλά πριν προλάβει να ασχοληθεί με αυτό, άλλο ένα κεφάλι έκανε την εμφάνισή του.
Άφησε το πρώτο μωρό δίπλα του στα δέρματα που είχαν απλωμένα για να κοιμούνται και έπιασε το δεύτερο μωρό, ενώ η γυναίκα του κόντευε να λιποθυμήσει από τον πόνο. Το δεύτερο μωρό ήταν ένα θηλυκό και το κλάμα του ήταν πιο δυνατό από του αρσενικού.
Μόλις βγήκε και το δεύτερο μωρό, η γυναίκα του παραιτήθηκε και λιποθύμησε και εκείνος έμεινε έκπληκτος με δυο μωρά που έκλαιγαν δίπλα του και ήταν ακόμα δεμένα με το σάρκινο κορδόνι στη μήτρα της μάνας τους. Πήρε το κοφτερό κόκαλο που είχε για να κυνηγάει και έκοψε και τα δυο κορδόνια με μια παράξενη απάθεια σα να το είχε ξανακάνει.
Έμεινε για λίγο αποσβολωμένος να κοιτάζει το χαμό από αίματα και παράξενα υγρά και σάρκινα μέρη και από ένστικτο πήρε νερό από τα φλασκιά που είχαν στη σπηλιά και έριξε προσεκτικά στα μωρά και στη γυναίκα του.
Όταν τα αίματα από τα μικρά και από το θηλυκό είχαν σχετικά καθαρίσει, κάλυψε τη λιπόθυμη γυναίκα του με έξτρα δέρματα για να ζεσταθεί και τύλιξε τα μωρά σε μια γούνα από λύκο. Τα δυο μικρά δεν άργησαν να κοιμηθούν μες στη ζεστή γούνα, καθώς εκείνος τα παρατηρούσε και τα πρόσεχε καθισμένος δίπλα από τη φωτιά.
Τα αδέρφια της γυναίκας του τον κοιτούσαν χαμογελώντας και έφυγαν να γεμίσουν τα φλασκιά με νερό. Μέσα στη γαλήνη που επικρατούσε τώρα στη σπηλιά και με δυο μωρά δίπλα του το μυαλό του είχε πάψει να σκέφτεται και είχε μείνει να παρατηρεί τη γυναίκα του που ανέπνεε βαθιά, παραδομένη σε ένα γλυκό ύπνο.
Σε λίγο καιρό θα μπορούσε να ονομάσει αυτό που ένιωθε τώρα. Σε λίγο καιρό θα μπορούσε να πει «αγάπη».
Οι μέρες περνούσαν και η ομάδα μεγάλωνε. Στα κυνήγια τους είχαν βρει μια καινούρια ομάδα από δυο καινούρια αρσενικά και πέντε καινούρια θηλυκά και είχαν ενώσει τις δυνάμεις τους. Τα αδέρφια της συντρόφου του είχαν βρει τις δικές τους συντρόφους σε εκείνη την ομάδα και τα νέα αρσενικά ήταν πολύ φοβισμένα για να προκαλέσουν φασαρίες. Εκείνος άλλωστε με τη σωματική του διάπλαση, την ικανότητά του στο κυνήγι και τη γνώση του στο άναμμα της φωτιάς, αποκτούσε εύκολα το σεβασμό από τους άλλους αρσενικούς και τον θεωρούσαν αρχηγό.
Τα μικρά του είχαν μεγαλώσει και η γυναίκα του είχε πάψει εδώ και καιρό να τα θηλάζει, αλλά δεν ήταν αρκετά μεγάλα για να κάνουν δουλειές ή να κυνηγούν. Έκαναν ότι κάνουν τα μικρά όλων των ζωντανών πλασμάτων.
Γυρνώντας από το κυνήγι καθόταν και τα παρατηρούσε με τις ώρες να παίζουν και να γελούν και να μαλώνουν μέσα στη σπηλιά και το θέαμα τον γέμιζε ευτυχία. Είχε τα δικά του μικρά λιονταράκια, όπως έβλεπε τα ζώα στην πεδιάδα να έχουν τα δικά τους μικρά και έτσι αισθανόταν κι εκείνος ζωντανός και δυνατός.
Το θηλυκό του τον κοίταζε χαμογελώντας και ήξερε τί σκέφτεται. Απλά ακόμα δε μπορούσε να το εκφράσει.
Έτσι έμενε να παρατηρεί. Παρατηρούσε και θυμόταν. Και μια μέρα κοιμήθηκε.

——————–

Ο Ίκελος οδήγησε τον πήγασο έξω από τη σπηλιά και το θέαμα του καταρράκτη του ποταμού της Λήθης, του φυσικού ορίου μεταξύ της Ενύπνια και Ταρτάρου, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τον Τζων. Με μια απότομη στροφή κατευθύνθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση και στρίβοντας και πάλι σταδιακά, συνάντησαν το Μεσοδιάστημα
Ποτέ κανείς ονειρευτής δεν είχε πατήσει το έδαφος της Ενύπνια, καθώς οι μόνοι που μπορούσαν να το κάνουν αυτό, ήταν ή το υλικό των ονείρων ή τα ιθαγενή πλάσματα αυτής της παράξενης διάστασης όπου δεν υπήρχε ο χρόνος.
Έχοντας βρει τον ονειρευτή εκεί που συνήθως καταλήγουν τα πνεύματα των νεκρών θνητών, υπήρχε μια περίπτωση να μπορούσαν να προσγειωθούν κατευθείαν στην Ενύπνια, αλλά ένα πλάσμα που όλη του η ύπαρξη, ακόμη και η πνευματική του υπόσταση, βασιζόταν στους απαράβατους νόμους που όριζε ο χρόνος, δεν μπορούσε να ξέρει πως θα αντιδρούσε. Ίσως το δεχόταν ίσως και όχι. Ίσως τον απέρριπτε η ίδια η Ενύπνια.
Μόνο αν το πνεύμα του ονειρευτή ερχόταν σε επαφή με την Πύλη, πράγμα που είχε ξανασυμβεί και ήταν ενθαρρυντικό, θα ήξεραν αν αυτός μπορούσε να περάσει μέσα.
Σκεφτόμενος αυτά ο Ίκελος έριξε μια ματιά στον ονειρευτή που είχε πίσω του. Είδε τις πληγές στο πρόσωπό του και με έκπληξη κατάλαβε και εκείνος ότι ο ονειρευτής είχε φτάσει εκεί πέρα με σάρκα και οστά! Συνέχισε την πορεία του με τον πήγασο υπολογίζοντας ότι ο Μορφέας ή ο πατέρας τους ο Ύπνος θα ήξεραν τι να κάνουν με έναν άνθρωπο στην Ενύπνια.
Ο Τζων κρατιόταν σφιχτά από τον Ίκελο και το θέαμα του είχε κόψει την ανάσα αλλά συνάμα του έφερνε και μια αίσθηση, σαν déjà vous, ότι όλο αυτόν τον θαυμαστό κόσμο τον είχε ξαναδεί.
Από κάτω τους, η αλλόκοτη περιοχή του Μεσοδιαστήματος χρωματιζόταν παράλογα από χρώματα που μπερδεύονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια πρωτοφανή παλέτα και στα αριστερά του έβλεπε μακρινά τοπία από την Ενύπνια.
Πέρασαν κοντά από τα σύνορα της Ενύπνια με τον Τάρταρο δίπλα από έναν κατασκότεινο ουρανό χωρίς ίχνος φωτός ούτε από ένα άστρο και κάτω από αυτόν τον ουρανό που χανόταν σταδιακά σε έναν άλλον πολύχρωμο, βρισκόταν η επικράτεια με το υλικό των ονείρων που κατασκεύαζε ο Φοβήτωρας.
Η περιοχή οριοθετούταν από ένα μεγάλο γκρεμό που οδηγούσε απότομα στον Τάρταρο. Το κατάμαυρο ποτάμι της Λήθης κατέληγε στον εντυπωσιακό καταρράκτη που μόλις είχαν προσπεράσει και χυνόταν σε μια τεράστια λίμνη, συνεχίζοντας τη σκοτεινή πορεία του για να χαθεί στη σπηλιά απ’ όπου μόλις είχαν δραπετεύσει.
Η περιοχή των εφιαλτών που άφηναν πίσω τους, έκανε τη ραχοκοκαλιά του Τζων να αναριγήσει από έναν απροσδιόριστο φόβο, ακόμα και αν πετούσαν χιλιάδες πόδια ψηλά και απομακρύνονταν με μεγάλη ταχύτητα από εκεί. Το μάτι του είχε πέσει σε μια περιοχή γεμάτη με τα πιο τρομακτικά και αποτρόπαια τέρατα που έχουν εμφανιστεί στους πιο τρομερούς εφιάλτες της ανθρωπότητας.
Τώρα πετούσαν σε έναν τουρκουάζ ουρανό στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος με πορτοκαλί και κιτρινοκόκκινες αποχρώσεις, με παχιά άσπρα σύννεφα να αιωρούνται μαγευτικά στον ορίζοντα. Το ρίγος που είχε νιώσει λίγο πριν από το φόβο του, τώρα είχε γίνει μια ευχάριστη ανατριχίλα από τον δροσερό αέρα, που με την ταχύτητα που είχαν, ήταν λίγο πιο κρύος για το Τζων που φορούσε μόνο ένα χιτώνα.
Ένας ήλιος έδυε μπροστά τους και ένας άλλος ανέτειλε από πίσω τους ενώ στη μέση φεγγάρια ολόγιομα και στη χάση τους ξεπρόβαλλαν πίσω από πλανητικά σώματα με δορυφόρους και δακτυλίους γύρω τους.
Στο κομμάτι της Ενύπνια είδε μια ατελείωτη πεδιάδα με έντονη βλάστηση που φιλοξενούσε όλων των ειδών τα ζώα που κινούταν χαλαρά, σα μικρά πολύχρωμα απασχολημένα μυρμήγκια στο πράσινο χαλί.
Στο βάθος της πεδιάδας υψώνονταν επιβλητικά, χιονοσκέπαστα όρη που οι κορφές τους ξεπετάγονταν κατακόρυφες, στεφανωμένες από σύννεφα απλωμένα γύρω τους που τις περικύκλωναν.
Περνώντας με ταχύτητα δίπλα από την πεδιάδα, είδε στο βάθος ολόκληρες πόλεις με πανύψηλα κτίρια, που οι σπειροειδείς κορυφές τους άστραφταν στο φως των ήλιων και των φεγγαριών, φτιαγμένα από κρύσταλλο και από χρυσό, πραγματικά αριστουργήματα των πιο ευφάνταστων αρχιτεκτόνων του χαμένου παρελθόντος και του άμεσου μέλλοντος.
Διάφορες ιπτάμενες κατασκευές, αρκετές από αυτές μεγαλύτερες από τις πόλεις που προσπερνούσαν, έσφυζαν από ζωή με διάφορα ιπτάμενα πλοιάρια να πηγαινοέρχονται συνεχώς γύρω τους.
Πριν φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, προσπέρασαν το μεγαλοπρεπές παλάτι του Ύπνου. Το μεγαλύτερο και πιο περίτεχνο κατασκεύασμα σε όλη την Ενύπνια, με τεράστια κτίρια που του διέγειραν τη φαντασία για το τί μπορεί να φιλοξενούν μέσα, με ψηλούς πύργους που η ομορφιά της κατασκευής τους φαινόταν να αψηφά οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό νόμο, αλλά η υπερβολή του το έκανε να είναι τόσο ταιριαστό με το περιβάλλον του.
Αφήνοντας το παλάτι πίσω τους, ξαφνιάστηκε γιατί ολόκληρο το θέαμα της Ενύπνια χάθηκε ξαφνικά, σαν ολόκληρη η χώρα να είχε εξαφανιστεί και το βλέμμα του τράβηξε μια τεράστια Πύλη που έστεκε στη μέση του πουθενά και το θέαμα διαφόρων ιπτάμενων σφαιρών που το μέγεθός και η ταχύτητά τους ποικίλε και είχαν όλες την ίδια κατεύθυνση με αυτούς. Στο βάθος εκεί που κατέληγαν οι ονειροσφαίρες, είδε μια απέραντη φούσκα.
Είδε όλες αυτές τις σφαίρες να βγαίνουν μέσα από την τεράστια αψίδα από φίλντισι που έμοιαζε να είναι το αποτέλεσμα τριών κιόνων που είχαν περιπλεχτεί μεταξύ τους σχηματίζοντας μια ενιαία πλεξούδα. Ολόκληρη η Πύλη ιρίδιζε υπέρλαμπρη από μια περίεργη ενέργεια σαν ηλεκτρισμός και αλός.
Κάθε φορά που μια σφαίρα έβγαινε από μέσα της, η ενέργεια που την περιέβαλε φαινόταν να διεγείρεται, αυξάνοντας στιγμιαία το φωτισμό της. Μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις ακολουθούσαν για λίγα μέτρα τις σφαίρες που εξέρχονταν με κατεύθυνση τα Περίχωρα και άκουσε έναν ήχο σαν βόμβο. Για μια στιγμή νόμιζε ότι ήταν η διέγερση της Πύλης και οι ηλεκτρικές εκκενώσεις, μόνο που κατάλαβε αμέσως, ότι ο ήχος ήταν μέσα στο κεφάλι του. Η Πύλη τον καλοσώριζε.
Ο Ίκελος έκανε ένα κύκλο με τον πήγασο και προσγειώθηκαν με μια ομαλή και αρμονική σπειροειδής κίνηση. Από το έδαφος η Πύλη φαινόταν ακόμα μεγαλύτερη σε μέγεθος και τώρα μπορούσε να δει το υλικό που υπήρχε ανάμεσα στις πλεξούδες από φίλντισι. Ήταν ένα υλικό, σαν υδράργυρος, που καθρέφτιζε τις φιγούρες που στέκονταν τώρα μπροστά.
Η σκόνη που είχαν σηκώσει κατά την προσγείωση τα χτυπήματα των τεράστιων φτερών του πήγασου, δεν είχε προλάβει να κατακαθίσει όταν εμφανίστηκε από το πουθενά ο Μορφέας δίπλα τους, εμφανώς στενοχωρημένος. Ο Ίκελος τον κοίταξε και στη ματιά που αντάλλαξαν κατάλαβε ότι η αιτία της λύπης του ήταν ο Φοβήτωρας.
Ο Τζων ήταν ακόμα αποσβολωμένος από όλα τα πρόσφατα γεγονότα, αλλά ακόμη και μετά από όλα αυτά, το θέαμα της Πύλης τον είχε αφήσει με ανοιχτό το στόμα. Η ξαφνική άφιξη του Μορφέα τον έβγαλε από την έκστασή του με μια ακόμα έκπληξη.
Εκείνος γύρισε το βλέμμα του και τον κοίταξε με τα σοβαρά μαύρα μάτια του και το γωνιώδες πρόσωπό του φαινόταν σφιγμένο σα το τεντωμένο χαλινάρι που θα χρειαζόταν για να τιθασεύσει ένα υπερήφανο ζώο, όπως ο πήγασος δίπλα του. Τα ολόισια μαλλιά του έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με το λευκό του προσώπου του και έπεφταν μπροστά από τους ώμους του σα μαύρος μεταξένιος χείμαρρος. Το εντυπωσιακό θέαμα συμπλήρωνε η κορμοστασιά του, που θύμιζε αρχαίο πολεμιστή, έτσι όπως ήταν ντυμένος με μαύρο δέρμα που τόνιζε τους καλοσχηματισμένους του μυς.
Παρά την επιβλητική του φιγούρα δεν φαινόταν απειλητικός και ο Τζων κατάλαβε από τη στάση του σώματός του, ότι κάτι σημαντικό επρόκειτο να συμβεί καθώς εκείνος τον πλησίασε και το κάλεσμα της Πύλης είχε γίνει επιτακτικό. Ένιωθε την ένταση σε όλο του το κορμί. Τον άγγιξε απαλά στον ώμο και η επαφή σχεδόν τον ξάφνιασε.
«Είσαι έτοιμος να αγγίξεις την Πύλη?» τον ρώτησε ο Μορφέας προσπαθώντας να δείχνει άνετος αν και δεν ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα αυτής της επαφής. Είχε καταλάβει ότι είχε μπροστά του έναν άνθρωπο με σάρκα και οστά, ενώ την πρώτη φορά ήταν η ονειρική υπόσταση του ονειρευτή που είχε αγγίξει την Πύλη, αλλά το γεγονός ότι αυτός ο θνητός είχε βρεθεί με αυτόν τον τρόπο εκεί πέρα και ότι είχε ήδη μια πρώτη επαφή με την Πύλη, έκανε το Μορφέα σίγουρο ότι ο Τζων θα μπορούσε να μπει στην Ενύπνια.
«Το έχω ξανακάνει αυτό…» είπε ο Τζων σχεδόν χαμένος στην ξαφνική ανάμνηση της πρώτης φοράς που δίπλα στην Πύλη ξυπνούσε τη θύμησή της. Το κάλεσμα πλέον ήταν καθησυχαστικό και του μετέδιδε μια αίσθηση ανυπομονησίας. Η Ενύπνια τον περίμενε.
Τώρα ήταν σίγουρος για το τι επρόκειτο να γίνει. Αυτή τη φορά δεν θα ακουμπούσε απλώς την Πύλη. Ήξερε ότι θα περάσει από την άλλη μεριά. Εστιάζοντας το βλέμμα του στο παρόν, ανασυντάχθηκε και με ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης είπε στον Μορφέα:
«Μην ανησυχείς. Η Ενύπνια με καλεί… Τα λέμε στην άλλη πλευρά…»
Τα δυο αδέρφια έμειναν να κοιτάζουν σχεδόν κρατώντας την αναπνοή τους από αγωνία, καθώς ο Τζων ετοιμαζόταν για κάτι που θα γινόταν πρώτη φορά στους ατελείωτους αιώνες ύπαρξης της Ενύπνια. Ένας ονειρευτής θα περνούσε στην Ενύπνια.
Κανείς τους δε γνώριζε ακριβώς σε ποια κατάσταση βρισκόταν αυτή τη στιγμή ο Τζων. Ήξεραν ότι είναι σάρκινος αλλά πολλά δυνατά πνεύματα ονειρευτών ή ψυχές νεκρών, ανάλογα αν βρίσκονταν στην Ενύπνια ή στον Τάρταρο, ήταν πολλές φορές τόσο χειροπιαστά όσο εκείνος.
Τα δυο αδέρφια δεν ήξεραν ότι το όνειρο του Θανάτου που του είχε στείλει ο Φοβήτωρας δεν τον είχε σκοτώσει, αλλά είχε ξεκινήσει μια αλυσίδα γεγονότων που έμπλεκε αυτή τη διάσταση και τη διάσταση στη Γη. Το όνειρο και η επαφή του με την Ελπίδα, τον είχε εξαϋλώσει και στην ουσία είχε ξαναγεννηθεί σε αυτή τη διάσταση, μέσα από τα νερά της Λήθης. Ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, αλλά ένιωθε πιο ζωντανός από ποτέ. Σε λίγο ο Τζων θα γινόταν ένας ξεχωριστός ονειρευτής.
Απείχε λίγα βήματα από την τεράστια Πύλη και τα διέσχισε με μια φυσικότητα σαν να έμπαινε σπίτι του.
Τη στιγμή που το νέφος ηλεκτρονίων της εξωτερικής στοιβάδας του πρώτου του ατόμου ήρθε σε επαφή με την Πύλη και πέρασε την γυαλιστερή επιφάνεια, όλο του το είναι συγκλονίστηκε από ένα καταιγισμό εικόνων.
Άρχισε να ανακαλύπτει ξανά τον εαυτό του. Όπως την πρώτη φορά που είχε αγγίξει την Πύλη και είχαν περάσει μπροστά από τα μάτια του όλη του η ζωή και όλα του τα όνειρα, δυο παράλληλες διαστάσεις και δυο παράλληλες ζωές, έτσι και τώρα μια ραγδαία “επίθεση” πληροφοριών τον κατέκλυζε.
Σε μια στιγμή ανέκτησε ολόκληρη την προσωπικότητά του, ξαναέζησε όλη του τη ζωή, πήρε πίσω όλα τα όνειρα που είχε δει, από τη στιγμή που βγήκε από την κοιλιά της μάνας του, μέχρι που άφηνε την τελευταία του πνοή μετά το όνειρο του Θανάτου.
Μόλις ο βηματισμός του, που δεν φάνηκε να διακόπτεται από τη διαδικασία που επαναπροσδιόρισε τον χαρακτήρα του, σταμάτησε και βρέθηκε να πατάει το έδαφος της Ενύπνια, ήξερε ότι είναι ο Τζων Ντέραμ, ένας γήινος που ένα χρόνο τώρα τον καταδίωκαν εφιάλτες, είχε πεθάνει και είχε ξαναγεννηθεί σε αυτή τη διάσταση όπου φτιάχνονται τα όνειρα.
Ήξερε πλέον ότι είναι ο μοναδικός σε όλη την ανθρωπότητα που είχε τη δύναμη να ονειρεύεται κατά βούληση, χωρίς να χρειάζεται κανείς από τους Όνειρους να του στείλει κάποιο όνειρο. Ήξερε ότι την επόμενη φορά που θα κοιμόταν θα μπορούσε να βιώσει όποιο όνειρο ήθελε.
Σαν να το ήξερε από πάντα, η γνώση της κατασκευής ονείρων μέσα του σαν να αφυπνίστηκε και ήξερε ότι μπορούσε πλέον να φτιάχνει ο ίδιος τα όνειρά του. Έτσι δεν εξεπλάγει όταν συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να φτιάξει όνειρα όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για άλλους! Όσο αυτός υπήρχε, η Πύλη θα παρέμενε ανοιχτή και όνειρα θα έφταναν στους ανθρώπους!
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η διαπίστωση τον συγκλόνισε και λίγο έλειψε να χάσει τον αυτοέλεγχό του. Ένιωσε παντοδύναμος, όπως τότε που είχε ξεφύγει από το όνειρό του για πρώτη φορά και είχε διασχίσει τα Περίχωρα πετώντας μέσα από όνειρα άλλων. Τώρα θα μπορούσε να ελέγξει εκείνος αυτά τα όνειρα.
Λίγο πριν ο εγωισμός του τον παρασύρει σε αυταπάτες μεγαλείου, κάνοντάς τον να νιώθει ένα ανώτερο ον, ένας κυρίαρχος της ανθρωπότητας, μια σκέψη τον συγκράτησε. Μια σκέψη γεμάτη αγάπη.
Ήξερε ότι αυτή τη δεύτερη ευκαιρία δεν την είχε κερδίσει επειδή ήταν ο Τζων Ντέραμ, ο καλύτερος από όλους. Το αντίθετο. Έχοντας ξαναθυμηθεί μόλις πριν λίγο ολόκληρη τη ζωή του, ήξερε ότι δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Ήταν απλά άλλος ένας άνθρωπος.
Την τωρινή του κατάσταση την όφειλε σε κάποιον άλλον. Ήξερε ότι είχε επιζήσει και είχε φτάσει ως εκεί, λόγω μιας άλλης ύπαρξης που την αγαπούσε πιο πολύ και από την ίδια του τη ζωή. Ήξερε ότι ήταν η Ελπίδα που τον είχε κρατήσει ζωντανό.
Γύρισε αργά το κεφάλι του και είδε τα δυο αδέρφια να τον ακολουθούν και να περνάνε και αυτοί το Φίλντισι μπαίνοντας στην Ενύπνια. Ο πήγασος ακολούθησε αμέσως μετά και με ένα νεύμα του Ίκελου, το υπέροχο ζώο ρουθούνισε ικανοποιημένο και με δυο φτερουγίσματα, χάθηκε στον πρασινο-γάλαζο ουρανό.
Με την ολοκλήρωση της μετάβασής του από την Πύλη, στη χώρα της Ενύπνια ένα γεγονός τον έκανε να ξανασκεφτεί την κατάστασή του. Θυμήθηκε τον τελευταίο του ύπνο στη Γη και ήξερε ότι δε μπορούσε να ξαναγυρίσει πλέον εκεί. Το σώμα και το πνεύμα του ήταν στη διάσταση των ονείρων και λυπήθηκε όταν σκέφτηκε ότι θα έβλεπε ξανά την αγαπημένη του μόνο στα όνειρά της.
Επίσης δε μπορούσε να αφήσει την Ελπίδα να αγωνιά νομίζοντάς τον αγνοούμενο. Κοίταξε σα χαμένος τους δυο αδερφούς και με τρεμάμενη φωνή τους ρώτησε :
«Μα… δε μπορώ να γυρίσω ποτέ ξανά πίσω?».
Πριν οι δυο αδερφοί προλάβουν να απαντήσουν, μια επιβλητική φιγούρα με κατάμαυρα φτερά εμφανίστηκε από τον ουρανό και προσγειώθηκε με χάρη δίπλα τους. Με τα φτερά του ακόμα σε πλήρη έκταση κοίταξε με νόημα το Μορφέα. Εκείνος του ανταπόδωσε το νεύμα και του μετέδωσε μια σκέψη: «Ο Φοβήτωρας ήταν στον Τάρταρο…κοιμάται ακόμα… Έχουμε αρκετό χρόνο…»
Ο άρχοντας της Ενύπνια έκρυψε το θυμό του με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, δίπλωσε τα φτερά στην πλάτη του, υποκλίθηκε με αληθινό σεβασμό στον ονειρευτή, αναγνωρίζοντας τη δύναμη του πνεύματός του και τον χαιρέτησε.
«Καλώς ήρθες στην Ενύπνια Τζων Ντέραμ. Είμαι ο Ύπνος. Μην ανησυχείς. Η Ελπίδα πρόλαβε να σε αποχαιρετήσει. Αλλά έχεις να της δώσεις πολλές εξηγήσεις. Ίσως σε κάποιο όνειρο…» Χαμογέλασε με νόημα και του ένευσε να τον ακολουθήσει.
«Ας περπατήσουμε προς το παλάτι μου. Έχουμε πολλά να πούμε και μπορούμε να ξεκινήσουμε από τώρα. Είμαι βέβαιος ότι ανυπομονείς για τις απαντήσεις, αλλά να είσαι σίγουρος ότι είναι η πρώτη φορά που ένα πλάσμα της Ενύπνια και πόσο μάλλον ο Άρχοντάς της, είναι αυτός που ανυπομονεί περισσότερο από οποιονδήποτε, σε ένα μέρος που δεν υπάρχει ο χρόνος…» του είπε και ξεκίνησαν να περπατούν σε ένα μέρος που όλα έμοιαζαν τόσο αληθινά και ζωντανά που μια μακρινή ανάμνηση από τη Γη του έμοιαζε σα ψεύτικη.