μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

 

 

 

«You may say I ‘m a dreamer
but I ‘m not the only one.»
John Lennon – Imagine

Η Ελπίδα καθόταν στο θρόνο του κρυστάλλινου παλατιού, κρατώντας σφιχτά τα σκαλισμένα σε σχήματα ανθισμένων ρόδων μπράτσα του μεγαλοπρεπούς καθίσματος και το βλέμμα της πήγαινε από το παλάτι που ταρακουνιόταν συθέμελο γύρω της, στον Ίκελο που στεκόταν σιωπηλός και συνομιλούσε με τον πατέρα του τον Ύπνο και το Μορφέα που είχε φύγει να βρει τον Τζων που μόλις είχε βγει από το σκοτεινό στρόβιλο.
Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλαζαν εκφράσεις γρήγορα, από προβληματισμό σε λύπη, σε ένα χαμόγελο ανακούφισης και στο ενδιάμεσο της έριχνε καθησυχαστικές ματιές. Κάποια στιγμή της είπε ότι ο Μορφέας είχε βρει τον Τζων και εκείνη κοίταξε το φούσκωμα της κοιλιάς της. Γύρισε και απευθύνθηκε στον Ίκελο με μια μειλίχια φυσικότητα.
«Πες του Μορφέα ότι η Ζωή θα του μιλήσει…»
Ο Ίκελος νόμιζε ότι δεν είχε ακούσει καλά. Μόνο οι τέσσερεις μεγαλύτεροι Όνειροι είχαν τη δύναμη της τηλεπάθειας και οι γονείς τους. Αναρωτήθηκε τι δυνάμεις ακόμα έκρυβε αυτό το πλάσμα.
Η Ελπίδα έμεινε να κοιτάζει τον Ίκελο σα να ήταν διάφανος και μπορούσε να δει από μέσα του. Μόλις η επικοινωνία της Ζωής και του Μορφέα τελείωσε, η Ελπίδα ξέσπασε σε κλάματα.
«Τι συμβαίνει?» ρώτησε ο Ίκελος και πλησίασε στο θρόνο.
«Η Ζωή. Μίλησε μέσω του Μορφέα και στον Τζων. Τώρα ξέρει ότι είμαι έγκυος.»
«Ησύχασε…»
«Είναι σαν να τον είδα και εγώ… Ήταν σα χαμένος… Ίκελε κάντε κάτι.»
Λίγο πριν ο Ίκελος βρει τα λόγια που θα ηρεμούσαν την Ελπίδα ο Μορφέας άνοιξε με φούρια τις πόρτες του παλατιού και μπήκε μέσα ακολουθούμενος από ένα ρεύμα αέρα που έκανε το χιτώνα του να ανεμίζει ξέφρενα σα να τον τύλιγαν σκιές. Τα βλέμματα της Ελπίδας και του Ίκελου γύρισαν ταυτόχρονα.
«Τον βρήκα. Και έχουμε πρόβλημα…» Ο Μορφέας προχώρησε στην αίθουσα του θρόνου και οι πόρτες του παλατιού έκλεισαν με πάταγο πίσω του ενώ η κατάσταση γύρω από το κρυστάλλινο παλάτι χειροτέρευε.
Τα βιτρό στην αίθουσα του θρόνου είχαν σκοτεινιάσει και κόντευαν να σπάσουν από τον αέρα που λυσσομανούσε απ’ έξω και ξαφνικές εκλάμψεις φωτός από τους κεραυνούς στο όνειρο του Θανάτου, έκαναν το κρυστάλλινο παλάτι να τρίζει και να διαμαρτύρεται σαν ετοιμόρροπο.
Ξαφνικά ένα από τα βιτρό έγινε συντρίμμια με ανατριχιαστικό θόρυβο καθώς ένα τεράστιο κλαδί που είχε ξεσηκώσει ο αέρας πέρασε από μέσα του και προσγειώθηκε δίπλα από το θρόνο σκορπίζοντας θραύσματα από χρωματιστό γυαλί παντού στο πάτωμα . Καθώς ο λυσσασμένος άνεμος περνούσε από το θρυμματισμένο γυαλί στο παράθυρο, ο ήχος θύμιζε τους ανέμους που ούρλιαζαν στον Τάρταρο.
«Το ξέρουμε ότι έχουμε πρόβλημα.» είπε ο Ίκελος με μια γκριμάτσα και ρώτησε: «Τίποτα καινούριο?» Ο Μορφέας τον κοίταξε στραβά ενώ η Ελπίδα με τα μάτια υγρά φαινόταν να κρέμεται από τα χείλη του.
«Κατάφερε και γλίτωσε το Θάνατο…» η Ελπίδα φάνηκε να ησυχάζει, «…και είναι στο όνειρο που του είχα φτιάξει τότε που έβλεπε συνέχεια εφιάλτες…» ο Μορφέας την κοίταξε ξέροντας ότι η επόμενη κουβέντα του θα την ανησυχούσε και πάλι. Εκείνη κατάλαβε και ρώτησε:
«Και γιατί δεν ήρθε μαζί σου?»
«Σε εκείνο το όνειρο βρίσκεται μόνο η ονειρική του υπόσταση. Το πνεύμα του. Κατάφερε να γλιτώσει το Θάνατο πέφτοντας για ύπνο…»
«Ε λοιπόν ούτε ο Φάντασος δε θα το σκεφτόταν αυτό!» είπε ο Ίκελος κοιτώντας τριγύρω και αντιδρώντας σπασμωδικά σε έναν κεραυνό που μόλις είχε φωτίσει το χώρο και του είχε δώσει την εντύπωση ότι όλο το κρυστάλλινο παλάτι θα του έρθει στο κεφάλι.
«Λοιπόν?» είπε εκνευρισμένη η Ελπίδα.
«Το σώμα του είναι ακόμα στο Σιδερένιο Πύργο.» Λίγο πριν η Ελπίδα προλάβει να ξεσπάσει, ο Μορφέας την κοίταξε σοβαρός και συνέχισε.
«Άκου, τον ακολούθησα μέχρι το Σιδερένιο Πύργο. Εκεί ο Θάνατος τον είχε στο έλεός του μέχρι που μια ονειροσφαίρα κατάφερε και γλίστρησε από το χέρι του και τότε … έγινε ότι βλέπεις.
»Μάλλον έχει δημιουργηθεί μια σύνδεση της Ενύπνια με τον Τάρταρο και αυτό δίπλα μας είναι πολύ πιθανό να είναι το όνειρο του Θανάτου για την ανθρωπότητα έτσι όπως το συνέλαβε ο Τζων.»
«Η σύνδεση είναι σίγουρη…» είπε ο Ίκελος, «…μου το είπε ο Πατέρας.»
«Μίλησες με τον Ύπνο?»
«Ναι. Ρώτησα αν έχει καμιά ιδέα του τι συμβαίνει και μου είπε ότι έχει δημιουργηθεί ένα ρήγμα στην Ενύπνια, ένα ρήγμα που περνάει μέσα από το Φίλντισι και ότι ο Σιδερένιος Πύργος είναι εδώ δίπλα μας…»
«Σου είπε τίποτα άλλο?» ρώτησε ο Μορφέας ανήσυχος.
«Του είπα ότι βρήκες τον Τζων και μου είπε να φροντίσουμε να παραμείνει ασφαλής όσο εκείνος θα ετοιμάζεται…»
«Για πιο πράγμα?»
«Δε μου είπε… Αλλά μάλλον θα βγει από την κάμαρα… άλλωστε ο Θάνατος είναι ο αδερφός του…»
Ο Μορφέας με τον Ίκελο αντάλλαξαν μια ματιά όλο νόημα. Ο Ύπνος συνήθιζε να κοιμάται αλλά δεν έπαυε να είναι ένα δεινός θεός, ένας απόγονος του Ερέβους και της Νύχτας και δεν τον είχαν δει ποτέ οργισμένο. Φοβήθηκαν για το τι ήταν ικανό να κάνει ένα πλάσμα της Νύχτας που σε όλη του τη ζωή δεν είχε εκφράσει ποτέ την οργή του. Η Ελπίδα είχε συνέλθει και ρώτησε το Μορφέα:
«Τι έγινε με τη Ζωή που του μίλησε?»
«Αυτό και αν ήταν κάτι…! Η μικρή κυριολεκτικά με κατέλαβε!» είπε ο Μορφέας όταν θυμήθηκε τη δύναμη της Ζωής στο κεφάλι του και τον τρόπο που τον έκανε να μεταμορφωθεί.
«Τι εννοείς?»
«Δεν περίμενα από ένα αγέννητο πλάσμα να έχει τέτοια δύναμη…»
Η Ελπίδα χαμογέλασε και κοίταξε το φούσκωμα στην κοιλιά της.
«Είναι ένα παιδί της Ενύπνια Μορφέα. Θα έπρεπε να το περιμένεις.»
«Υποθέτω ναι…»
«Λοιπόν? Ο Τζων?»
«Ήταν χαμένος. Δε θυμόταν ούτε εμένα, ούτε το όνομά του. Όταν του μίλησε η Ζωή συνήλθε και κατάλαβε ότι είσαι έγκυος αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ αδύναμος ακόμα για να κάνει οτιδήποτε. Μου φαίνεται ότι ούτε από εκείνο το όνειρο μπορεί να ξεφύγει.»
«Και τώρα τι κάνουμε? Πριν κλειστούμε εδώ μέσα, ο Θάνατος είχε εξαπολύσει χιλιάδες απειλές και άλλες τόσες καταραμένες ψυχές εναντίον του Τζων. Φαίνεται ότι ο Άρχοντας των Νεκρών θέλει να δικαιολογήσει τον τίτλο του και ίσως να θέλει να επεκτείνει και τη σφαίρα επιρροής του… Αν δεν βγούμε έξω να τον αντιμετωπίσουμε η Ενύπνια είναι χαμένη.» είπε ο Ίκελος και ήταν από τις λίγες φορές που η σοβαρότητά του φαινόταν πραγματικά ανησυχητική.
«Ας μην κάνουμε βιαστικές κινήσεις. Προέχει η ασφάλεια του πνεύματος του Τζων και μετά πρέπει να βρω ένα τρόπο να φέρω το σώμα του απ’ το Σιδερένιο Πύργο. Του το υποσχέθηκα.»
«Όχι Μορφέα. Δε θα σε αφήσω να πας στο Σιδερένιο Πύργο με το Θάνατο σε αυτή την κατάσταση. Έχει ξεφύγει τελείως και είμαι σίγουρος ότι δε θα διστάσει να καταστρέψει οποιονδήποτε από εμάς μόλις αντιληφθεί την παρουσία του.
»Ας περιμένουμε να δούμε τι ετοιμάζει ο Πατέρας και μέχρι τότε πάμε και οι δυο στο όνειρο του Τζων να φροντίσουμε για την ασφάλειά του. Ο Θάνατος έχει εξαπολύσει τον όλεθρο και δε θα αργήσει να βρει το όνειρο που είναι κρυμμένος.»
«Δεν έχεις άδικο. Μίλα με τη μητέρα μήπως ξέρει κάτι άλλο και εγώ θα μιλήσω με τον πατέρα πριν φύγουμε.»
«Δε πιστεύω να σκοπεύετε να με αφήσετε εδώ μόνη, μια γυναίκα έγκυο με το Θάνατο να ελλοχεύει έξω από το παλάτι μου?» η Ελπίδα έκανε την ερώτηση χωρίς να δείχνει πραγματικά ότι την εννοεί.
«Ε εεε ίσως αν…» ήταν η απάντηση και των δυο αδερφών που έμειναν αμήχανοι όταν τους αιφνιδίασε με ένα πονηρό χαμόγελο.
«Συγνώμη… Αλλά Ίκελε δε μπορώ να σε βλέπω τόσο σοβαρό…» του είπε και του χάιδεψε το μάγουλο αφήνοντάς τον ακόμα πιο αμήχανο. «…Η Ζωή με πληροφόρησε ότι είναι αρκετά δυνατή εδώ μέσα και ο Θάνατος θα μπορούσε να εισβάλλει, μόνο συγκεντρώνοντας όλη του τη δύναμη. Όσο μείνουμε εδώ η Ζωή μπορεί να κρατήσει το παλάτι όρθιο και κλειστό σε όποια απειλή καταφέρει να περάσει τα σύνορα του ονείρου.
»Ακόμα και τώρα που μιλάμε, τα όντα που είχε καλέσει όταν έφτιαχνε το όνειρο παλεύουν καταραμένες ψυχές που προσπαθούν να εισχωρήσουν… Θα είμαι εντάξει εδώ. Βρείτε το Τζων…μόνο αυτό έχει σημασία.»
«Μου αρέσεις όλο και περισσότερο!» είπε ο Ίκελος και εισέπραξε μια γκριμάτσα δυσφορίας από τον πιο χλωμό απ’ ότι συνήθως Μορφέα.
«Δεν αφήνετε τα αστεία εσείς οι δύο να ετοιμαστούμε?»
«Αδερφέ αν είναι αυτές οι τελευταίες στιγμές για όλους μας, τουλάχιστον ας είναι αστείες. Φαντάζεσαι να χαθούμε στα σοβαρά?»
Ο Μορφέας φάνηκε να παραδέχεται λίγο τη λογική του αδερφού του και άφησε να φανεί αυτή η παραδοχή στο μειδίαμά του.
«Ας είναι. Αλλά…» Ο Μορφέας είχε υποχρέωση να ρωτήσει ακόμα και αν δεν ήταν η καλύτερη επιλογή. Το είχε υποσχεθεί στον Τζων.
«…Ελπίδα? Γιατί δεν ξυπνάς? Θα είσαι ασφαλής μακριά από εδώ. Και εσύ και η Ζωή…»
Η Ελπίδα ήξερε ότι είχε αυτή την επιλογή και με ένα δυνατό χαμόγελο απάντησε:
«Ο Τζων πήγε μέχρι το Θάνατο για μένα… Πιστεύεις ότι θα τον άφηνα έτσι? Άλλωστε σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα μετά από τόσο καιρό για να δω αυτό το όνειρο… Όχι Μορφέα. Πρέπει να μείνω. Θέλω να μείνω. Και είναι καλύτερα για όλους μας έτσι.»
Ο Μορφέας ήταν σίγουρος ότι δε θα άκουγε κάτι διαφορετικό. Κοίταξε τον Ίκελο που τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό και για πρώτη φορά κατάλαβε για πιο λόγο ο αδερφός του ήταν φανατικός λάτρης της ανθρωπότητας.
«Θα προσπαθήσω να μιλήσω με τον πατέρα και μετά φεύγουμε.» του είπε καθώς γύρω τους ο άνεμος είχε δυναμώσει δραματικά. Κραυγές αγωνίας και ιαχές μάχης είχαν αρχίσει να φτάνουν όλο και πιο κοντά στο παλάτι και να δίνουν περισσότερη ένταση στο ουρλιαχτό του ανέμου.
«Οκ. Και εγώ με την μητέρα.» είπε ο Ίκελος και έκλεισαν και οι δυο τα μάτια.
Μέσα σε δευτερόλεπτα η απάντηση είχε έρθει και ανοίγοντας και οι δυο τα μάτια το, πρόσφατα εύθυμο, πρόσωπο του Ίκελου έκανε την Ελπίδα να παγώσει. Τα αδέρφια αντάλλαξαν μια ματιά όλο ένταση.
Ο Μορφέας μίλησε με όλη τη σοβαρότητα που εξέπεμπε η μαυροντυμένη και κατάχλωμη φιγούρα του με τα έντονα ζυγωματικά και τα μακριά ίσια μαύρα μαλλιά.
«Μείνε εδώ και θα είσαι ασφαλής.» είπε με ένα σκληρό χαμόγελο στην Ελπίδα που τον κοίταζε με δυσπιστία και γυρίζοντας στον Ίκελο που την κοιτούσε πιο σοβαρός απ’ τον αδερφό του, είπε: «Φεύγουμε.»
Ένας ακόμα κεραυνός ξέσπασε τη στιγμή που τα δυο αδέρφια τηλεμεταφέρονταν από το κρυστάλλινο παλάτι, αφήνοντας την Ελπίδα να κρατάει με τα δυο της χέρια την στρογγυλή της κοιλιά και να τη σφίγγει απαλά προσπαθώντας να πάρει δύναμη από τη Ζωή μέσα της.
Από κάπου μακριά, ανάμεσα τη φασαρία της μάχης και το ουρλιαχτό του ανέμου που έμπαινε από το σπασμένο βιτρό και από άλλες τρύπες που είχαν ανοίξει, της φάνηκε ότι άκουσε τη μελωδία από το αγαπημένο της τραγούδι των Jethro Tull. Δεν υπήρχε τίποτα πιο καθησυχαστικό από αυτό.

* * *

Ο Θάνατος στεκόταν στην κορυφή του Σιδερένιου Πύργου στο σημείο απ’ όπου είχε εξαπολύσει την αρμάδα από τις ζοφερές σκιές των Καταραμένων Ψυχών. Η φιγούρα του παραμορφώνονταν και τρεμόπαιζε από τη συνεχή ροή σκιών σαν να επικρατούσε αφόρητη ζέστη γύρω του, κάνοντάς τον να μοιάζει και εκείνος σαν μια σκοτεινή και απροσδιόριστη δύναμη καταστροφής.
«Βρείτε τον! Βρείτε την ψυχή του και φέρτε τη σε μένα. Αφανίστε τα πάντα στο πέρασμά σας και βρείτε τον!»
Η φωνή του έσταζε μίσος και τρέλα για οτιδήποτε ζωντανό, ακόμα και για τις ψυχές των ανίδεων ονειρευτών που εκείνη την ώρα δε μπορούσαν να ξέρουν ότι αυτό το όνειρο που επρόκειτο να ζήσουν, ερχόμενοι στα Περίχωρα, θα ήταν και το τελευταίο τους.
Σα μαέστρος του μακάβριου, ο Θάνατος κατεύθυνε με επιδέξιες κινήσεις τις καταραμένες ψυχές στο μέρος που κατά τα φαινόμενα θα μπορούσε να βρίσκεται ο Τζων. Ακριβώς δίπλα από το ζοφερό όνειρο που είχε κατασκευαστεί ανορθόδοξα από τη σύνδεση του Ταρτάρου και της Ενύπνια, βρισκόταν το όνειρο της Ζωής και της Ελπίδας. Ένα λαμπερό κρυστάλλινο παλάτι που πρέσβευε όλα όσα ο Άρχοντας των Νεκρών εποφθαλμιούσε να κατακτήσει.
Πλάσματα κατασκευασμένα από την ύλη των ονείρων, αλλά ολωσδιόλου πραγματικά σε αυτή τη διάσταση, υπερασπίζονταν με την ύπαρξή τους το κρυστάλλινο παλάτι ενάντια στην εισβολή σκοτεινών ψυχών που είχαν χάσει, εδώ και χιλιάδες χρόνια τώρα, κάθε ίχνος συναισθήματος και κρίσης, τυφλά από τον πόνο και την απόγνωση της απομόνωσης στο Πηγάδι των Ψυχών και με μόνο σκοπό, όχι πλέον την προσωπική ολοκλήρωση, αλλά την εκδίκηση για τον παράδεισο που τους είχαν υποσχεθεί και τους τον στέρησαν και τον αφανισμό όλων όσων ήταν αντίθετα στη δική τους φύση.
Όντα πλασμένα με χάρη μάχονταν με ξεσκισμένα απομεινάρια σκοτεινών πνευμάτων που κάποτε είχαν υπάρξει ζωντανά και για τον ένα ή τον άλλο λόγο κατέληξαν στο Πηγάδι των Ψυχών. Οι μορφές και από τις δυο μεριές ξεπερνούσαν τη φαντασία.
Οι μορφές των καταραμένων ψυχών που ξεχύνονταν από την κορυφή του Σιδερένιου Πύργου θα έκαναν το Φοβήτωρα να εκπλαγεί και να συμπεριλάβει μερικές από αυτές σε καινούριους εφιάλτες που θα έφταναν τον τρόμο σε φονικά επίπεδα, αν φυσικά δεν είχε γίνει ο νέος Βαρκάρης και ήταν ακόμα κατασκευαστής εφιαλτών.
Πλάσματα που έμοιαζαν να έχουν αφεθεί στην αποσύνθεση αιώνων με μακάβρια μόνιμα χαμόγελα και κουρελιασμένα ρούχα που είχαν κολλήσει πάνω σε κάτι που κάποτε ήταν σάρκα γεμάτη από πύον και ξεραμένο αίμα.
Αέρινες μαύρες σκιές με μάτια από σκοτάδι, γεμάτα κακία που έψαχναν με το αρπακτικό βλέμμα τους οτιδήποτε ζωντανό για να του δώσουν να καταλάβει το μαρτύριο της καταραμένης ύπαρξής τους.
Σκιεροί γίγαντες που ξεφυσούσαν πίσσα και μορφές δαιμονικές με φτερά από σκιά και μαύρα κέρατα, που ο Θάνατος είχε συλλέξει στα σπάνια ταξίδια του στην Καταραμένη Διάσταση, ψυχές τόσο μιαρές που αν τους επέτρεπε να επιστρέψουν στο Χάος, δίνοντάς τους την ευκαιρία να υπάρξουν ξανά, θα ήταν έγκλημα.
Τώρα το έγκλημα του Θανάτου ενάντια στον κόσμο των ονείρων και στη διάσταση των ανθρώπων θα γινόταν καθαρή γενοκτονία όταν όλες αυτές οι καταραμένες ψυχές που είχε εξαπολύσει έβρισκαν τον Τζων.
Η μάχη ήταν σκληρή και για κάθε πλάσμα που χανόταν ένα άλλο έπαιρνε τη θέση του και από τις δυο μεριές. Η Πύλη των Ονείρων βρισκόταν σε υπερδιέγερση και άπειρες ονειροσφαίρες περνούσαν από μέσα της, μεταφέροντας από την Ενύπνια κάθε ονειρικό πλάσμα που μπορούσε να πολεμήσει τις καταραμένες ψυχές. Τα πλάσματα υλοποιούνταν στο όνειρο της Ελπίδας και της Ζωής και αμέσως ξεκινούσαν τη μάχη.
Μυθικοί δράκοι και γιγάντια πτηνά, κένταυροι και αστρομαχητές, γίγαντες και σκληροτράχηλοι νάνοι, νεράιδες και ξωτικά, πνεύματα της φύσης και ολόκληρα ζωντανά βουνά, εκατόγχειρες και κύκλωπες, ρομπότ και εξωγήινοι, όλα όσα έχει φανταστεί ποτέ ο ανθρώπινος νους και όλα όσα επρόκειτο να φανταστεί σε κάποιο μέλλον, εμφανίζονταν από το πουθενά και μάχονταν για το κρυστάλλινο κάστρο.
Πολλές φορές η μάχη ήταν σύντομη και ένα άγγιγμα από μια μιαρή καταραμένη ψυχή έφτανε για να αφανίσει οτιδήποτε βρισκόταν τριγύρω της. Πολλές καταραμένες ψυχές γεμάτες μανία, συγκρούονταν μετωπικά με ονειρικά πλάσματα και χάνονταν και οι δύο σε ένα σύννεφο μαύρης και πολύχρωμης σκόνης.
Άλλες φορές οι διαμάχες ήταν τόσο έντονες και χρονοβόρες που έκαναν οποιαδήποτε άλλη επική μάχη είχε φανταστεί ή είχε καταγράψει η ανθρωπότητα να μοιάζει με ταινία μικρού μήκους με φτηνά οπτικά εφέ.
Καταραμένες ψυχές στροβιλίζονταν και ελίσσονταν στον αέρα προσπαθώντας να βρουν το αδύνατο σημείο κάθε ονειρικού πλάσματος και να το χτυπήσουν κάνοντάς το να εξαφανιστεί σε μια έκρηξη φωτός και χρώματος.
Άλλες εισέβαλλαν βίαια από όπου έβρισκαν, σε ονειρικά πλάσματα που βρίσκονταν σε μάχη και τα ξέσκιζαν από μέσα, βγαίνοντας έξω με ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό θριάμβου αλλά και λύπης γιατί ο θάνατος των ονειρικών πλασμάτων δεν τους πρόσφερε καμία ευχαρίστηση και καμία λύτρωση.
Ονειρικά πλάσματα κατάφερναν και έπιαναν τις καταραμένες ψυχές και με μια κίνηση τις έσκιζαν στα δύο αφήνοντας μόνο μαύρη σκόνη να παρασυρθεί από το μανιασμένο άνεμο. Άλλες φορές αυτό που έμενε μετά την καταστροφή μιας καταραμένης ψυχής ήταν ένα δυσώδες μαύρο υγρό που έμοιαζε με σάπιο αίμα και έλουζε όμορφα πλάσματα, που έψαχναν τον επόμενο στόχο τους, με το μίασμα του Πηγαδιού των Ψυχών.
Όσο η μάχη μεταξύ των πλασμάτων της Ενύπνια και των καταραμένων ψυχών μαινόταν, κάτι άλλο άρχισε να συμβαίνει που έμελε να αλλάξει την ισορροπία της.
Το όνειρο του Θανάτου είχε αρχίσει να επεκτείνεται και να ενσωματώνει όνειρα ανθρώπων που είχαν την ατυχία να βρεθούν εκείνη την ώρα στα Περίχωρα. Ανθρώπινες ονειρικές υποστάσεις, ψυχές και πνεύματα ονειρευτών, ένιωθαν το άγγιγμα του ονείρου του Θανάτου και μετατρέπονταν σε άβουλα όντα όπως ακριβώς επιθυμούσε ο Άρχοντας των Νεκρών.
Καταραμένες ψυχές διεκδικούσαν ανθρώπινες ψυχές και από την ένωσή τους σχηματίζονταν ανίερες ονειρικές υποστάσεις με απίστευτη δύναμη, ταγμένες στον όλεθρο.
Όλα τα πλάσματα που υπερασπίζονταν το κρυστάλλινο κάστρο ήταν δημιουργίες του ανθρωπίνου πνεύματος και των Ονείρων και έτσι οι άτυχες ανθρώπινες ψυχές που ενώνονταν με τις καταραμένες ψυχές υπερτερούσαν ως μαχητές του Θανάτου εναντίον τους.
Αργά αλλά σταθερά η στρατιά των καταραμένων ψυχών και των άτυχων ονειρευτών άρχισε να γιγαντώνεται και η μάχη είχε αρχίσει να γέρνει στην πλευρά του Θανάτου.
Αν ο Τζων βρισκόταν στο όνειρο της Ελπίδας, εκεί που ο Θάνατος νόμιζε ότι θα τον έβρισκε, σύντομα θα έπεφτε στα χέρια του. Το κρυστάλλινο παλάτι της Ζωής φαινόταν εύθραυστο μπροστά στο ανθρώπινο πνεύμα που είχε τη δύναμη της καταστροφής όταν ενωνόταν με μια καταραμένη ψυχή. Σύντομα θα χανόταν και μαζί του και η Ελπίδα. Η ελπίδα ότι κάποιος ή κάτι θα αντιστεκόταν στο Θάνατο και στα σχέδιά του για ένα ζοφερό μέλλον.

* * *

«Πατέρα?» Ο Μορφέας πριν ξεκινήσει με τον Ίκελο για το όνειρο του Τζων προσπάθησε να αγγίξει απαλά το μυαλό του Ύπνου, χωρίς να θέλει να του δείξει το μέγεθος της ανησυχίας του για την κατάσταση που επικρατούσε στα Περίχωρα.
«Γιε μου…. Ξέρω. Σου είπα και πριν ότι στα Περίχωρα συμβαίνουν τα πάντα αλλά στην ουσία τίποτα. Τώρα αυτό θα αλλάξει, όπως και πολλά άλλα εδώ στην Ενύπνια αλλά και στη Γη. Σε λίγο θα σβήσει το κερί στην κάμαρά μου και όλα θα κριθούν στο σκοτάδι. Εκεί που τα πάντα ξεκίνησαν… Θα είμαι με τη μητέρα σου. Μη μας ενοχλήσετε.»
«Μητέρα?» Το κάλεσμα του Ίκελου, αντίθετα από αυτό του Μορφέα, εξέπεμπε την αγωνία του αλλά συνάντησε την παρηγοριά και τον καθησυχασμό του μητρικού ενστίκτου.
«Ίκελε. Αγόρι μου. Από εδώ πάνω βλέπω το όνειρο του Θανάτου να επεκτείνεται. Δε θα αργήσει να φτάσει στο όνειρο του Τζων και τότε όλα θα χαθούν. Το ταξίδι του θνητού στο Θάνατο θα έχει πάει χαμένο και όλα όσα προφυλάσσει το όνειρο της Ελπίδας και της Ζωής θα καταστραφούν. Βρείτε τον και φροντίστε να μείνει ζωντανός. Θα είμαι με τον πατέρα σας. Το κερί σε λίγο θα σβήσει, αλλά μη νομίζετε ότι με αυτό θα σβήσει και το φως της Ενύπνια. Ούτε το φως της Ελπίδας. Μη μας ενοχλήσετε άλλο. Ότι είναι να γίνει θα γίνει και αν είναι αυτές οι τελευταίες μας στιγμές θα τις περάσουμε μαζί… Όλοι μαζί…»
Τα δυο αδέρφια δεν ήθελαν να ανησυχήσουν την Ελπίδα με τα τελευταία νέα από τους άρχοντες της Ενύπνια, αν και το πρόσωπο και των δυο μαρτύρησε πολλά περισσότερα απ’ ότι θα ήθελαν.
Με μια κοφτή κουβέντα του Μορφέα στην Ελπίδα, τηλεμεταφέρθηκαν και οι δυο στο όνειρο του Τζων που ακόμα δεν είχε αγγίξει η επικείμενη καταστροφή αλλά πλέον έβρεχε.
Τον βρήκαν στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει ο Μορφέας να κοιτάζει απελπισμένος τα σύννεφα σαν ερωτοχτυπημένος ονειροπόλος. Το παρουσιαστικό της ονειρικής του υπόστασης, με τα μαύρα ρούχα που είχαν υποστεί τη φθορά της Κοιλάδας του Θανάτου και το χιτώνα που του είχε δώσει ο Μορφέας να φαίνεται πιο παλιός και από τα ρούχα του Βαρκάρη, με τα μαλλιά ανάκατα και κολλημένα στο πρόσωπό του από την καταιγίδα και με μια κουρασμένη ικανοποίηση στο πρόσωπό του, τους αποθάρρυνε. Όταν γύρισε όμως να τους κοιτάξει κοντοστάθηκαν. Το βλέμμα του Τζων ακτινοβολούσε.
«Ξέρω.» τους είπε και τους έδειξε πίσω του.
«Είσαι ο δεύτερος που μου το λέει αυτό σήμερα.» απάντησε ο Μορφέας με μια απροσδόκητη χαλαρότητα που έκανε τον Ίκελο να τον κοιτάξει πιο πολύ παραξενεμένος από αυτή του την απάντηση, παρά από το απροσδόκητο θέαμα που περίμενε τα δυο αδέρφια.
Το όνειρο του Τζων είχε αλλάξει. Η καταπράσινη πεδιάδα που απλωνόταν έρημη πίσω από τον πλάτανο, τώρα ήταν γεμάτη με μυριάδες παράξενα πλάσματα που θα μπορούσαν να ανήκουν όλα σε πολύ ξεχωριστούς εφιάλτες.
«Πως στην ευχή το κατάφερες αυτό?» ρώτησε ο Ίκελος μη πιστεύοντας στα μάτια του, που πλέον είχαν δει όλα τα απίστευτα στην Ενύπνια και στα Περίχωρα. Και είχε κι άλλο ακόμα.
«Ο Ύπνος μου μίλησε.»
«Και τι ακριβώς συνέβη?»
«Με βοήθησε να καταλάβω τί πρέπει να κάνω για να ξυπνήσω…»
«Σου είπε να μαζέψεις όλους τους Αρνητές?»
«Όχι. Αυτοί ήρθαν από μόνοι τους…Μου είπε να μαζέψω όλους τους ανθρώπους…»

* * *

Περπατούσε αργά προσπαθώντας να συγκρατήσει την ανυπομονησία της, σα να ήταν η πρώτη της φορά. Είχε ταχυκαρδία που την αντιλήφθηκε όταν είχε ήδη κατέβει τις ατελείωτες στριφογυριστές σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιό του και ανοίγοντας την πόρτα ήταν σα να άνοιγε την πύλη στη διάστασης της Νύχτας. Το σκοτάδι ήταν χειροπιαστό και ένα μοναχικό αστέρι φώτιζε το δρόμο της.
Κινήθηκε προς τα εκεί και τον είδε να στέκεται στη μέση του δωματίου κάτω από τον τρούλο που βρισκόταν το κερί, και να περιεργάζεται τις σκαλισμένες μορφές στις τέσσερεις κολώνες που ενώ μέχρι πρότινος φαίνονταν να κοιμούνται μακάρια τώρα πλέον έμοιαζαν νεκρές. Τον άγγιξε απαλά στον ώμο και του έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο.
«Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο πολύ μοιάζετε με τον αδερφό σου…»
«Τι εννοείς?» Ο Ύπνος έμοιαζε στον αδερφό του όπως μοιάζουν δυο δίδυμοι αδερφοί. Αλλά μόνο στην εξωτερική εμφάνιση. Εκεί που ο Θάνατος ήταν σκληρός ο Ύπνος ήταν γλυκός, εκεί που ο ένας αδιαφορούσε ο άλλος νοιαζόταν, όταν ο ένας προσέφερε τις υπηρεσίες του για να συνεχιστεί η ζωή ο άλλος τις προσέφερε για να έρθει η τελική κρίση.
«Μπορείς να κάνεις κάποιον να κοιμάται για πάντα. Και αυτό δε διαφέρει και πολύ από το Θάνατο. Τον πρώτο καιρό δε σου κρύβω ότι σε αυτή τη σκέψη τρόμαζα… Τώρα όμως ξέρω ότι είστε διαφορετικοί…»
«Αλήθεια?» της απάντησε με ένα σαρκαστικό χαμόγελο καθώς θεωρούσε ότι ήταν πολύ πιο διαφορετικός από το Θάνατο σε πολλά επίπεδα και η παραμικρή σύγκριση με τον αδερφό του τον εκνεύριζε. Η Πασιθέη του χαμογέλασε πίσω με αγάπη. Την έφερε πιο κοντά του και της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ναι. Εσύ θα ανάψεις ξανά το κερί. Αν και εκείνος υποτίθεται ότι νοιάζεται για την Ισορροπία, δε διστάζει να βυθίσει την ανθρωπότητα στο σκοτάδι. Προτιμά να τους έχει κοιμισμένους, ανίκανους να αντιδράσουν, μόνο και μόνο για να γεμίζει εύκολα το Πηγάδι των Ψυχών του. Ειλικρινά δε μπορώ να πιστέψω ότι ο αδερφός σου είναι τόσο ανασφαλής. Με τη δύναμή που κατέχει θα περίμενε κανείς ότι δεν έχει ανάγκη από πιστούς…»
«Κι όμως… Τώρα πλέον όμως δεν έχει σημασία… Είναι εδώ και θα προσπαθήσει να διεκδικήσει ότι δεν του ανήκει…»
«Είσαι σίγουρος για ότι κάνουμε?»
«Δεν το νιώθεις? Η δεύτερη “αφύπνιση” είναι κοντά. Αυτό ή όλα θα χαθούν για πάντα.» της είπε και με ένα νεύμα της πρότεινε να αφήσει τα λουλούδια που είχε μαζέψει γύρω από το κερί.
Εκείνη με τελετουργική ευλάβεια άφησε τα λουλούδια προσεχτικά γύρω από το κερί που η φλόγα του παρέμενε ίσια και ανεπηρέαστη και ο Ύπνος τα περιέλουσε με ένα σκουρόχρωμο λάδι με βαριά μυρωδιά.
Το λάδι σα να ήταν ένα υγρό ζωντανό πλάσμα, κύλησε παχύρευστο μέχρι πάνω στο κερί και άγγιξε τη φλόγα. Η φλόγα ακολούθησε το μονοπάτι που είχε φτιάξει το υγρό και έφτασε μέχρι τα λουλούδια που άρχισαν να σιγοκαίνε γεμίζοντας το χώρο με τα βαριά αρώματά τους καθώς οι στάχτες τους ανέβαιναν ψηλά και φτάνοντας μέχρι τον τρούλο που δέσποζε η τοιχογραφία του Ύπνου που κοίμιζε τα πάντα. Στη διάσταση της Γης όλοι είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και έκλεισε τα μάτια.
Ένιωσε όλες τις αλλαγές που συντελούνταν εκείνη τη στιγμή στην Ενύπνια. Άκουγε μέσα στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο δωμάτιο του Ύπνου, τις κραυγές απόγνωσης από τις καταραμένες ψυχές που αποζητούσαν τη λύτρωση στην καταστροφή ονείρων και αθώων ονειρευτών που έτυχε να βρεθούν στο διάβα τους. Η καρδιά της σφίχτηκε.
Τόσα όνειρα που θα αργούσαν να εμφανιστούν ξανά μέχρι κάποιος θνητός να προσπαθούσε να τα ξαναδημιουργήσει ή που θα χάνονταν για πάντα αν κάποιος δεν ήθελε να τα αναζητήσει.
Ο Μορφέας και ο Ίκελος στην ουσία δεν κατασκεύαζαν τα όνειρα της ανθρωπότητας. Τα συνέθεταν. Ο Φοβήτωρας δεν έφτιαχνε εφιάλτες εξ ολοκλήρου μόνος του. Τους ανακάλυπτε μέσα στους φόβους των ανθρώπων. Ούτε καν ο ίδιος ο Φάντασος δεν είχε την ικανότητα να φτιάχνει κάτι από το μηδέν. Μόνο το Ανθρώπινο Πνεύμα είχε αυτή την ιδιότητα.
Όταν ο Ύπνος περπάτησε για πρώτη φορά στην Ενύπνια με τους τρεις γιους του, καθώς ο Φοβήτωρας εμφανίστηκε μετά τον Άνδρα, το μέρος ήταν τόσο άδειο όσο και το σκοτάδι που κατοικούσαν η Νύχτα και ο Έρεβος. Όταν τα πρώτα πλάσματα άρχισαν να ονειρεύονται και να πιάνουν δουλειά ο Φάντασος, ο Μορφέας και ο Ίκελος τότε η Ενύπνια άρχισε να παίρνει μορφή.
Όταν όμως έφτασε ο Άνδρας στα Περίχωρα και έμεινε εκεί για χρόνια, τότε η Ενύπνια άνθισε και συνέχισε να ανθίζει από τότε.
Από την εποχή που ο πρώτος άνθρωπος, είχε επισκεφτεί αυτό το μέρος πριν χιλιάδες χρόνια και είχε αφήσει το πνεύμα του στην Ενύπνια, τα όνειρα της ανθρωπότητας ήταν ανθρώπινα δημιουργήματα που, με τη βοήθεια των τεσσάρων πλέον αδερφών και των υπόλοιπων χιλιάδων Όνειρων που ακολούθησαν μετά το σμίξιμο του Ύπνου και της Πασιθέης, γίνονταν πραγματικότητα για όσο διαρκούσε το ανθρώπινο ονείρεμα. Μια κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να επηρεάσει μια ολόκληρη ζωή και να οδηγήσει κάποιον ονειρευτή να εξελιχθεί από απλός άνθρωπος σε κάποιον με τη δύναμη να αλλάξει το πεπρωμένο του, άσχετα αν το όνειρο ήταν προφητικό ή όχι.
Δεν είχαν όλοι οι σπουδαίοι προφήτες προφητικά όνειρα. Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που δεν είχαν δει το μέλλον, αλλά μέσα από τα όνειρά τους είχαν ρίξει μια ουσιαστική ματιά στο παρελθόν και είχαν διακρίνει τις στιγμές εκείνες όπου είχαν παρθεί σημαντικές αποφάσεις. Μετά χρειαζόταν μόνο αναλυτική σκέψη για να δει κάποιος τι θα συμβεί στο μέλλον.
Όλοι οι άνθρωποι είναι σε θέση να προβλέψουν το μέλλον αρκεί να μπορούν να καταλάβουν πότε πήραν τη συγκεκριμένη απόφαση που δημιούργησε τις συνθήκες για αυτό το συγκεκριμένο μέλλον.
Τα όνειρα όμως έχουν τη δύναμη να αλλάξουν το πεπρωμένο. Η απόφαση μπορεί να αναιρεθεί και το μέλλον να αλλάξει, μόνο αν κάποιος αναζητήσει το σωστό όνειρο, μέσα από την ελεύθερη βούληση, και προσπαθήσει να το κάνει πραγματικότητα, όχι μόνο τη στιγμή που βρίσκεται ονειρευόμενος στα Περίχωρα αλλά και όταν είναι ολοκληρωμένος. Σώμα και πνεύμα.
Τώρα με τον κίνδυνο να χαθεί για πάντα αυτή η δυνατότητα και οι άνθρωποι να είναι έρμαια ενός προκαθορισμένου πεπρωμένου βιώνοντας καθημερινά το Θάνατο, έπρεπε όλοι να αποχωριστούν από το σώμα τους, που κρατάει περιορισμένο το πνεύμα και το κάνει να φοβάται, για να νιώσουν και οι ίδιοι τη δύναμη που είχαν στη διάθεσή τους.
Η Πασιθέη άνοιξε τα μάτια που ήταν υγρά από τη συγκίνηση καθώς είχε νιώσει την αγωνία όλης της Ενύπνια και ο Ύπνος κοίταξε βαθιά μέσα τους με απέραντη αγάπη.
«Ήρθε η ώρα της είπε.» και με μια κίνηση του χεριού του το κερί έσβησε, βυθίζοντας τα πάντα στην Ενύπνια στο απόλυτο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι που σύντομα θα κάλυπτε και όλη τη Γη.
Εκείνη την ώρα ήταν που ο Ύπνος άγγιξε το πνεύμα του Τζων και του πρόσφερε τη δύναμη να καλέσει όλους τους Αρνητές στο όνειρό του. Τον προειδοποίησε ότι σε λίγο τα Περίχωρα θα γέμιζαν με ονειρευτές και θα ήταν στο χέρι του να τους κάνει να ονειρευτούν ουσιαστικά, και με την απουσία των Αρνητών από τα όνειρά τους, ακόμα και συνειδητά.
Τελειώνοντας αυτό, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε μέχρι το κρεβάτι και εκείνη ακολούθησε περισσότερο από πρόθυμα. Την κρατούσε μπροστά του απολαμβάνοντας το θέαμα της υπέροχης καμπύλης της πλάτης της και πριν την αφήσει να ξαπλώσει, την άγγιξε απαλά στους ώμους, της έδωσε ένα καυτό φιλί στο λαιμό και της αφαίρεσε με χάρη το αέρινο φόρεμά της αφήνοντάς τη ολόγυμνη. Την άφησε εκεί παρατηρώντας με ηδονή το σφριγηλό της κορμί και έβγαλε και τα δικά του ρούχα. Τη γύρισε για να αντικρίσει το θεϊκό κορμί του και αφού εκείνη άγγιξε τον ανδρισμό του που ήταν ήδη έτοιμος, ξάπλωσαν και οι δύο κάτω από τα μεταξένια σεντόνια με τα σώματά τους καυτά από έξαψη.
Την άγγιξε απαλά στο μάγουλο προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο απ’ όλα όσα είχαν περάσει από το μυαλό της και εκείνη έγειρε το κεφάλι και προσπάθησε να του το φιλήσει. Άφησε μια καυτή ανάσα στο δυνατό χέρι και τα κατάμαυρα φτερά του την αγκάλιασαν σχηματίζοντας ένα προστατευτικό κουκούλι γύρω της.
Τα χέρια του ταξίδεψαν σε κάθε εκατοστό του κορμιού της και ρίγη αναστάτωσης την πλημμύρισαν, μέχρι που παραδόθηκε σε όλα του τα χάδια. Είχε κλείσει τα μάτια και είχε πάψει να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο πέρα από τα υγρά φιλιά που αντάλλασαν και τη βύθιζαν όλο και περισσότερο στην υπέρτατη έκσταση.
Τα γυμνά σώματά τους δεν άργησαν να ενωθούν σε ένα σώμα και να στριφογυρίζουν στο τεράστιο κρεβάτι και η ερωτική τους συνεύρεση είχε μόλις ξεκινήσει.
Το πρώτο χάδι που έκανε την Πασιθέη να ανατριχιάσει, έκανε όλη την ανθρωπότητα να αρχίσει να νιώθει μια ανεξήγητη κούραση. Είχε προηγηθεί το γλυκό άρωμα της χαλάρωσης από τα λουλούδια της και το λάδι του Ύπνου, και ήταν εκείνη η γλυκιά κούραση που νιώθει κάποιος που έχει επιτέλους την ευκαιρία να ξεκουραστεί πραγματικά μετά από μια γεμάτη μέρα, όπου όλες του οι έγνοιες κρατούσαν απασχολημένο το σώμα και το πνεύμα. Τώρα ολόκληρη η ανθρωπότητα ένιωθε πως είχε έρθει η ώρα να ξεκουραστεί επιτέλους για τα καλά. Όλοι οι άνθρωποι εκτός από έναν. Τον πρώτο.
Όσοι ήδη κοιμούνταν την ώρα που ο Ύπνος και η Πασιθέη βρέθηκαν μαζί στο κρεβάτι, έπεσαν σε ένα βαθύ ύπνο όπου τίποτα στη Γη δε μπορούσε να τους ξυπνήσει. Εκείνοι ήταν και οι πρώτοι που έφτασαν στα Περίχωρα βλέποντας ένα όνειρο που σε λίγο θα ήταν κοινό για όλους.
Στο πρώτο γλυκό φιλί του Ύπνου που η Πασιθέη έκλεισε τα μάτια, ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε αρχίσει να νιώθει μια επιτακτική ανάγκη να σταματήσει οτιδήποτε έκανε.
Η κίνηση στους δρόμους επιβραδύνονταν αργά αλλά σταθερά και όσοι χειρίζονταν μηχανήματα και μπορούσαν να τα σταματήσουν, απλά έσβηναν τη μηχανή και στέκονταν στη θέση του οδηγού πολύ κουρασμένοι αλλά και τόσο χαλαροί, που έπεφταν για ύπνο επιτόπου.
Αεροπλάνα εκτελούσαν έκτακτες προσγειώσεις και καπετάνιοι ποντοπόρων πλοίων ενεργοποιούσαν τον αυτόματο πιλότο και σταματούσαν καταμεσής του ωκεανού με τις μηχανές στο ρελαντί. Οτιδήποτε και οποιοσδήποτε βρισκόταν σε κίνηση, έβρισκε τρόπο και είχε τον απαραίτητο χρόνο να σταματήσει με ασφάλεια και να ψάξει ένα μέρος να κοιμηθεί.
Άνθρωποι κοιμούνταν ήδη στις στάσεις και στα καθίσματα σταματημένων λεωφορείων, μετρό και τρένων σε ολόκληρο τον κόσμο που σιγά σιγά βυθιζόταν σε μια γλυκιά λήθη μέσα στην απόλυτη ηρεμία.
Ολόκληρη η Γη έμοιαζε να έχει σταματήσει να γυρίζει, ο καιρός σε όλα τα μήκη και πλάτη της είχε κοπάσει, και η ησυχία που επικρατούσε στον πλανήτη διακοπτόταν μόνο από ένα αεράκι που φυσούσε απαλά σε όλο τον κόσμο και μετέφερε τη χαλαρωτική επίδραση των βοτάνων που είχε αφήσει η Πασιθέη δίπλα στο κερί και την υπνωτική εντολή του Ύπνου.
Μετά από άλλο ένα φιλί στο λαιμό της Πασιθέης, που την έκανε να αναστενάξει βαριά από την ηδονή, το ζωικό βασίλειο είχε παραδοθεί όπως και ολόκληρη η ανθρωπότητα στην αγκαλιά του Ύπνου και ένας ένας έφταναν στα Περίχωρα. Αυτή τη φορά όλοι θα έβλεπαν ένα όνειρο. Ένα όνειρο που θα άλλαζε την ιστορία της ανθρωπότητας.

* * *

Καθώς προχωρούσε, το αδιαπέραστο σκοτάδι στη σπηλιά διακοπτόταν είτε από τους φωτισμούς της παράξενης χλωρίδας του Ταρτάρου, είτε από πραγματικά φωτεινές και εντυπωσιακές ψυχές που εμφανίζονταν με γοργούς ρυθμούς από το πουθενά και που δεν είχε δει ποτέ ξανά όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούσε ως Χάροντας.
Ήξερε ότι κάτι ξεχωριστό συμβαίνει στην Ενύπνια μιας και ο Φάντασος του είχε επικοινωνήσει τα περισσότερα σε εικόνες που έδειχναν ονειρευτές να μάχονται και τον είχε αφήσει με μια ξεκάθαρη τελευταία εικόνα.
Ήταν μια απαισιόδοξη εικόνα του ίδιου και του τελευταίου θνητού που είχε επιβιβαστεί στη βάρκα του. Βρισκόταν σε ένα άδειο σιδερένιο δωμάτιο και τον μετέφερε στα χέρια του σα νεκρό. Μετά από τόσους αιώνες που μετέφερε ψυχές ανθρώπων τώρα είχε έρθει η ώρα να μεταφέρει και ένα νεκρό σώμα? Αναρωτήθηκε και ήξερε ότι θα μάθει σύντομα.
Τα πρώτα χρόνια που υπηρετούσε την ανθρωπότητα όλα πήγαιναν καλά. Οι ψυχές του νέου είδους, των ανθρώπων όπως ονομάζονταν πλέον, που είχαν πεθάνει, ακολουθούσαν απερίσπαστες το μονοπάτι που φωτιζόταν από το φως του φαναριού του Χάροντα που τις οδηγούσε στο Θάνατο χωρίς να υποφέρουν και με μεγάλες δυνατότητες να επιστρέψουν στη Γη μετά την επίσκεψή τους στο Χάος. Μετά ήρθε η εποχή των ηρώων.
Ψυχές που δυνάμωναν με κάθε ζωή που ζούσαν στη Γη, επέστρεφαν όλο και πιο δυνατές, όλο και πιο σοφές και ξαναζούσαν με απόλυτη γνώση της προηγούμενης ζωής τους. Αυτές οι ψυχές, μετά από πολλές μετενσαρκώσεις, είχαν καταφέρει να επισκεφτούν το Χάρο χωρίς να ακολουθήσουν το προκαθορισμένο μονοπάτι.
Είχαν αρχίσει να μαθαίνουν άλλους δρόμους, περιδιαβαίνοντας σε άλλες διαστάσεις και είχαν έρθει αντιμέτωπες με τα παράξενα όντα που κατοικούσαν εκεί, κερδίζοντας δύναμη και γνώση ή χάνοντας τα πάντα.
Οι επιπλοκές και οι επιπτώσεις για το ανθρώπινο είδος με αυτά τα ταξίδια δεν άργησαν να φανούν. Ηρωικές ψυχές γεννημένες ξανά και ξανά, ίδιες και απαράλλαχτες μέσα από το ταξίδι τους στο Χάος, και με ταξίδια σε διαστάσεις άγνωστες, έφταναν να αψηφούν ακόμα και τον ίδιο το Θάνατο και να τον προκαλούν μέχρι και στο κατώφλι του. Ή συνεπαρμένοι από τεράστια αλαζονεία κατέληγαν στην Καταραμένη Διάσταση να υπηρετούν Δαίμονες και να γίνονται οι ίδιοι καταραμένα όντα.
Ο Θάνατος δεν ανεχόταν πλέον αυτό το θράσος. Αν είχαν τη δύναμη να φτάσουν σε άλλες διαστάσεις και ζωντανοί μέχρι τον Τάρταρο θα έπρεπε να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι να τον προκαλέσουν. Θα έπρεπε να κάνει την πρόσβαση στο Σιδερένιο Πύργο εύκολη μόνο για τις ψυχές που ακολουθούσαν το κάλεσμα του Χάροντα και δεν διατάρασσαν τον Κύκλο, ούτε την Ισορροπία.
Τώρα ο Χάρων ως ένας θνητός περπατούσε στον Τάρταρο και σκεφτόταν τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει μέχρι το Σιδερένιο Πύργο
Είχε φτάσει αρκετά κοντά και έβλεπε πλέον το φως που είχε γίνει άρρωστο από την αλλαγή του κατόχου του φαναριού και ο Χάροντας λυπήθηκε τις κακόμοιρες τις ψυχές που θα γνώριζαν το φόβο μόλις έφταναν στον Τάρταρο. Ένα φόβο που ένιωσε και ο ίδιος μόλις πλησίασε ξέροντας τι τον περιμένει.
Ο Φοβήτωρας είχε αναλάβει τα νέα του καθήκοντα έχοντας χάσει την παλιά του προσωπικότητα αλλά οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα. Εκτός από την ικανότητά του να προξενεί φόβο με την παρουσία του, τώρα μπορούσε να διαχέει το φόβο και μέσω του φαναριού στο χώρο.
Ο Χάροντας στεκόταν στη θέση που είχαν βρεθεί εκατομμύρια ψυχές μπροστά του. Κοίταξε γύρω του και είδε ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αμέτρητες ψυχές που γίνονταν ακόμα περισσότερες με κάθε λεπτό που περνούσε, λόγω της σφοδρής μάχης στα Περίχωρα.
Ένιωθε έναν ανεξήγητο φόβο αντιμέτωπος με το πλάσμα που είχε δημιουργηθεί αμέσως μετά εκείνον, όταν είχε φτάσει στα Περίχωρα ως Άνδρας και είχε καταλήξει στον Τάρταρο παίρνοντας το όνομα Χάρων αποδεχόμενος τη δουλειά του Βαρκάρη.
Ο Φοβήτωρας ήταν ένα πλάσμα που η δουλειά του ήταν να προκαλεί το φόβο στα όνειρα για να έρχονται οι άνθρωποι αντιμέτωποι με αυτόν και να προσπαθούν να τον ξεπερνούν και τώρα ο Χάρων και όλες οι ψυχές των νεκρών, έστεκαν ακίνητες μπροστά στο πλάσμα που ήταν η ίδια η ενσάρκωση του Φόβου.
Ο Χάρων ήταν πλέον πλήρης. Είχε πάρει πίσω τη μορφή του από το Μορφέα, το πνεύμα του είχε ολοκληρωθεί μετά τη συνάντησή του με το Φάντασο και τώρα μπροστά στο Φοβήτωρα και στο φόβο που ακτινοβολούσε από το φανάρι που κρατούσε, ένιωθε και πάλι τους πρωταρχικούς φόβους που είχε αισθανθεί πριν ακόμα μάθει να μιλάει.
Ένιωθε τους φόβους εκείνους που τον έκαναν να τρέμει στο σκοτάδι, να φοβάται τον κεραυνό και να απομακρύνεται από το άγνωστο. Ένιωσε και πάλι το φόβο του θανάτου λίγο πριν έρθει σε αυτή τη διάσταση. Ένιωθε όλους εκείνους τους φόβους που είχαν εμπνεύσει κάποτε το Φοβήτωρα, να φτιάξει τους πρώτους του εφιάλτες.
Το κατασκότεινο, σαν τον ανείπωτο φόβο που ένιωθε, νερό του ποταμού της Λήθης, έστεκε ακίνητο και μαρμαρωμένο σαν τον ίδιο και τις ψυχές που δεν έβρισκαν το κουράγιο να πλησιάσουν τον τρομακτικό Φοβήτωρα.
Πριν προλάβουν να ανταλλάξουν λόγια και ο Χάροντας να ζητήσει τη μεταφορά του απέναντι,μέσα από το βαθύ σκοτάδι και την ακινησία, κάτι φάνηκε να αναδεύεται και να έρχεται στην επιφάνεια.
Ο ήχος από ένα χρώμα μαύρο, τόσο βαθύ που έμοιαζε ζωντανό, και η εικόνα μιας δυσοίωνης νότας που δε βρισκόταν πουθενά στο Σύμπαν παρά μόνο στις πιο σκοτεινές ψυχές γέμισε τη σπηλιά και έκανε ολόκληρη την αποβάθρα να τρίξει.
Ο Χάροντας και οι ψυχές είχαν τον απόλυτο τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους καθώς το νερό του ποταμού φαινόταν να παίρνει μορφή και να απλώνει ένα άμορφο σκοτεινό χέρι στην αποβάθρα. Ο Φοβήτωρας φάνηκε να χαμογελά.
Ένα τεράστιο ον, φτιαγμένο από τα κομμάτια της καρδιάς που είχε χάσει ο Χάροντας στο ποτάμι της Λήθης με κάθε αποτυχία του και τους φόβους που δεν είχε εκφράσει ποτέ, ο πρώτος εφιάλτης που είχε πλάσει ο Φοβήτωρας, ο Αρνητής του Άνδρα, έκανε την εμφάνισή του μέσα από τα βάθη του ποταμού. Το πλάσμα ήταν άσχημο. Δεν είχε σχήμα. Ο Φοβήτωρας έπαιρνε την εκδίκησή του.
Ο Χάρων ήταν ο μόνος άνθρωπος που δεν είχε έρθει ποτέ αντιμέτωπος με τους φόβους του. Τον καιρό που ονειρευόταν, ο Φοβήτωρας δεν είχε δημιουργηθεί και πλέον είχε έρθει η ώρα να σταθεί μπροστά στους μεγαλύτερους φόβους του και να τους ξεπεράσει, αν ήθελε να βοηθήσει για μια τελευταία φορά τις ανθρώπινες ψυχές να ξεπεράσουν το φόβο του νέου Βαρκάρη.
Έπρεπε να σταθεί απέναντι στους φόβους του αν ήθελε να φτάσει στο Σιδερένιο Πύργο και να βοηθήσει τον Τζων και όλους τους ονειρευτές. Έπρεπε να νικήσει τον Τρόμο που στεκόταν μπροστά του ακόμα πιο τρομακτικός και από το Φοβήτωρα, αν ήθελε να διεκδικήσει τη δεύτερη ευκαιρία του.
Στεκούμενος εκεί μαρμαρωμένος από τον Τρόμο, ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα και νόμιζε ότι θα πεθάνει από το φόβο του. Ο Τρόμος βρυχήθηκε και κομμάτια από την οροφή της σπηλιάς έπεσαν με πάταγο στο κατάμαυρο νερό και χάθηκαν στο σκοτάδι. Έκανε ένα βήμα μπροστά και κομμάτια από την αποβάθρα που στεκόταν αλώβητη όλους αυτούς τους αιώνες υποχώρησαν κάτω από το βάρος όλων των συγκεντρωμένων φόβων του Άνδρα.
Το τέρας είχε τη δύναμη να τον σκοτώσει. Και θα το έκανε. Με δυο μεγάλες δρασκελιές που γέμισαν την αποβάθρα από ένα πηχτό κατάμαυρο υγρό, έφτασε μπροστά του και άπλωσε ένα εξίσου κατάμαυρο και γλοιώδες χέρι, πιάνοντάς τον από το λαιμό και σφίγγοντάς τον με εκπληκτική δύναμη σα να ήθελε να στραγγίσει τον αέρα και τη ζωή από μέσα του.
Μέσα στον πανικό που τον είχε αφήσει παράλυτο στο έλεος του Τρόμου που στάζοντας μαύρη γλίτσα τον έπνιγε, θυμήθηκε την κουβέντα που είχε με τον Ύπνο λίγο πριν αναληφθεί σε αυτή τη διάσταση. Ήξερε ότι φοβάται το σκοτάδι. Το σκοτάδι πριν το τέλος, αλλά δεν περίμενε αυτό το σκοτάδι να είναι τόσο τρομακτικό.
Μια δυνατή ψυχή τον πλησίασε. Με μάτια καρφωμένα στον Τρόμο που κόντευε να του σπάσει τα κόκαλα του λαιμού του, κατάφερε και έριξε μια κλεφτή ματιά στην ψυχή δίπλα του. Τόση ώρα ο Τρόμος τον έκανε να νομίζει ότι ήταν μόνος του. Λίγο πριν πεθάνει κάθε άνθρωπος νιώθει αυτή τη μοναξιά. Και ο Χάροντας ήξερε ότι δεν είναι έτσι.
Τόσους αιώνες, ποτέ δεν είχε παραλάβει μια ψυχή για την απέναντι πλευρά μόνη της. Μετά το θάνατο οι ψυχές έβρισκαν το δρόμο τους στον Τάρταρο ακολουθώντας το φως από το φανάρι του Βαρκάρη παρέα με άλλες ψυχές.
Η δυνατή ψυχή τον άγγιξε. Αισθάνθηκε το άγγιγμα κρύο σα να τον είχε ακουμπήσει φάντασμα, βγάζοντας από την παραλυσία του Τρόμου το μυαλό του. Εκείνος βρίσκοντας τον εαυτό του, άπλωσε τα χέρια και άγγιξε τις υπόλοιπες ψυχές δίπλα του, που αντίκριζαν το Φοβήτωρα και τον Τρόμο με δέος χωρίς να μπορούν να βρουν το κουράγιο να κουνηθούν.
Με την επαφή, οι ψυχές που βρίσκονταν γύρω του ενώθηκαν μαζί με το Χάροντα και έγιναν μια μάζα φωτός. Κι άλλες ψυχές ακολούθησαν από πίσω. Το φως μεγάλωνε. Ο Φοβήτωρας κάλυψε τα μάτια του. Ο Τρόμος τώρα δεν είχε μπροστά του ένα φοβισμένο Χάροντα. Είχε μια φωτεινή δύναμη από ψυχές που τις οδηγούσε ο πρώτος άνθρωπος που πλέον δε φοβόταν γιατί δεν ήταν μόνος του. Το φώς νίκησε το σκοτάδι και το σκοτεινό πλάσμα που ενσάρκωνε τον Τρόμο με μια κραυγή απογοήτευσης, εγκλωβίστηκε σε μια μπάλα φωτός και με μια εκτόνωση μειώθηκε σε ένα πλάσμα που ο Χάρων πλέον δε φοβόταν.
Το φως στη σπηλιά επανήλθε στα κανονικά του επίπεδα και μέσα στο ημίφως, ο Χάρων πιασμένος ακόμα χέρι χέρι με τις υπόλοιπες ανθρώπινες ψυχές και παίρνοντας δύναμη από αυτές, έκανε ένα βήμα μπροστά και με συμπαραστάτη τις δυνατές ψυχές που τον είχαν βοηθήσει, άγγιξε το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος και είδε ότι το πλάσμα ανταποκρίθηκε στο άγγιγμα.
Μια ζεστασιά πέρασε από όλες τις ψυχές και την καρδιά του Χάροντα και γέμισε τον Τρόμο με ένα εσωτερικό φως που μετά από μια σύντομη αναλαμπή χάθηκε από το μέρος της καρδιάς του και έλαμπε πλέον στα μέτια του που πριν λίγο ήταν γεμάτα σκοτάδι και μίσος.
Όλοι μαζί είχαν ξεπεράσει μια από τις μεγαλύτερες απειλές της ανθρωπότητας, τον τρόμο της μοναξιάς πριν το θάνατο και το σκοτάδι του τέλους. Μετά από αυτό καμιά ψυχή πλέον δε θα προχωρούσε στη σπηλιά του Βαρκάρη νιώθοντας μόνη στο σκοτάδι. Πρώτος ο Χάρων ακολουθούμενος από τις υπόλοιπες ψυχές, προχώρησε μπροστά και οδήγησε την ετερόκλητη ομάδα πάνω στο αρχαίο σκαρί. Ήταν η προτελευταία του βόλτα πάνω στο σκάφος που είχε διανύσει άπειρες φορές αυτή τη διαδρομή. Η τελευταία μπορεί και να μην αργούσε, σκέφτηκε.
Ο Φοβήτωρας δεν προέβαλε καμία αντίσταση. Ήξερε ότι πλέον δε μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να υπηρετεί. Αντίτιμο δεν υπήρχε μιας και ο Βαρκάρης είχε αλλάξει και οι ψυχές μαζί με το Χάροντα και το πλάσμα που ήταν κάποτε ο Τρόμος, πήραν το δρόμο για την απέναντι όχθη.

* * *

Η Ελπίδα καθόταν στο θρόνο μέσα στο κρυστάλλινο παλάτι της που ταρακουνιόταν ακόμα περισσότερο τώρα που ο θυελλώδης άνεμος έμπαινε από τα σπασμένα βιτρό. Το βλέμμα της ήταν κενό σα να έβλεπε κάτι που κανείς δε μπορούσε να δει και περίμενε στωικά την έκβαση της μάχης που μαινόταν μανιασμένη απ’ έξω και νέα από τους δύο Όνειρους που είχαν πάει στον Τζων.
Που και που μια ιπτάμενη καταραμένη ψυχή έμπαινε από τις τρύπες που είχαν ανοίξει τα κομμάτια που ξεσήκωνε ο άνεμος και αμέσως το παλάτι που ήταν δημιούργημα της Ζωής ζωντάνευε και κλαδιά από τα δέντρα που αποτελούσαν, μαζί με το κρύσταλλο το υλικό του παλατιού, πετάγονταν από το πουθενά, άρπαζαν την καταραμένη ψυχή και την ξέσκιζαν σε κομμάτια.
Καθισμένη εκεί έμοιαζε με αγέρωχη βασίλισσα με το βάρος των ευθυνών του στέμματος να της σκοτεινιάζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου σε ένα σκληρό προσωπείο αποφασιστικότητας. Ότι και αν πολιορκούσε το κρυστάλλινο παλάτι θα έβρισκε μια σθεναρή αντίσταση από τις δυνάμεις που η Ζωή είχε καλέσει από την Ενύπνια γεμάτες με τη δύναμη της Ελπίδας να τις βοηθάει να πολεμούν.
Η επικοινωνία με τη Ζωή είχε πάρει την μορφή εικόνων που το αγέννητο βρέφος με το πανίσχυρο πνεύμα, επικοινωνούσε στη μητέρα της. Κάθε τι που συνέβαινε έξω από το παλάτι η Ελπίδα το ζούσε μέσω της Ζωής και ο πόνος των ονείρων που χάνονταν για πάντα από το χτύπημα μιας καταραμένης ψυχής ήταν και δικός της.
Εκείνη με τη βοήθεια της Ζωής προσπαθούσε να ενισχύσει όπως μπορούσε το κάθε όνειρο που υλοποιούνταν στο πεδίο της μάχης και έμπαινε στο λυσσαλέο πόλεμο με τις καταραμένες ψυχές.
Σε κάποιες περιπτώσεις τους έδινε ταχύτητα. Σε άλλες δύναμη. Σε άλλες θάρρος. Αυτό όμως που βοηθούσε όλα τα όνειρα να πολεμήσουν τις καταραμένες ψυχές ήταν ότι το κρυστάλλινο παλάτι έστεκε ακόμα και η ζωογόνος δύναμή του παλλόταν με σφρίγος.
Ξαφνικά ένα ανεξήγητο σκοτάδι ξεχύθηκε από την Ενύπνια και περνώντας μέσα από το Φίλντισι, κάλυψε το Μεσοδιάστημα και τα Περίχωρα. Δεν ήταν όμως το απειλητικό σκοτάδι του ρήγματος που είχε δημιουργηθεί και ένωνε την Ενύπνια με τον Τάρταρο. Ούτε ήταν σαν το μιαρό σκότος που ξεχυνόταν από την κορυφή του Σιδερένιου Πύργου. Έμοιαζε με το σκοτάδι πριν την αυγή.
Μετά το σκοτάδι ήρθαν οι άνθρωποι. Στη διάσταση της Γης, ο ερχομός αυτού του είδους σε νέες περιοχές σήμαινε σφαγή. Τα Περίχωρα δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
Άτυχοι ονειρευτές που είχαν ήδη κοιμηθεί πριν το συνολικό κάλεσμα του Ύπνου και της Πασιθέης και βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη στο πεδίο της μάχης καταλαμβάνονταν από τις καταραμένες ψυχές και γίνονταν ότι πιο φρικτό είχε πατήσει ποτέ το πόδι του σε αυτή τη διάσταση. Ο Φοβήτωρας θα έμενε άφωνος.
Οι καταραμένες ψυχές με την κατάληψη ενός ανθρώπινου πνεύματος γίνονταν ακόμα πιο ισχυρές στη μάχη ενάντια στις ονειρικές μορφές που τους πολεμούσαν, μιας και οι άνθρωποι ήταν αυτοί που είχαν δημιουργήσει όλα τα όνειρα. Είχαν ένα πλεονέκτημα και οι καταραμένες ψυχές το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο. Η μάχη αν και σκληρή είχε αρχίσει να γέρνει προς μια πλευρά.
Με την έλευση όμως των καινούριων ονειρευτών η Ελπίδα ένιωσε μέσα της ότι κάτι θα άλλαζε. Τώρα έπρεπε να δώσει όλη της τη δύναμη. Οι καινούριοι ονειρευτές χρειάζονταν ελπίδα.
* * *

Ο Θάνατος είχε παραμείνει στην κορυφή του Σιδερένιου Πύργου και επέβλεπε την πολιορκία του κρυστάλλινου παλατιού με ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Ακόμα και σε αυτή τη διάσταση η Ελπίδα είναι τόσο εύθραυστη… Κρυστάλλινο παλάτι…» σκέφτηκε και γέλασε ικανοποιημένος με τον εαυτό του ενώ οι σκιές συνέχιζαν να εξέρχονται σαν ανεμοστρόβιλος, εφορμώντας ακάθεκτες προς όλες τις κατευθύνσεις στα Περίχωρα.
Το όνειρο που είχε δημιουργηθεί από το προφητικό παραλήρημα της εξιστόρησης του σχεδίου του Θανάτου στο Τζων μόλις πριν εκείνος κοιμηθεί και ξεφύγει την τελευταία στιγμή, είχε αρχίσει να καλύπτει μια τεράστια επιφάνεια στα Περίχωρα. Οτιδήποτε βρισκόταν στο πέρασμά του άρχισε να υποχωρεί και να σαπίζει γεμίζοντας με καταραμένες ψυχές με μοναδικό σκοπό την καταστροφή.
Μια αλλαγή όμως του τοπίου έσβησε το παρανοϊκό χαμόγελο από το πρόσωπο του Θανάτου. Από εκεί που στεκόταν, μόνο το Φίλντισι και το κρυστάλλινο παλάτι έλαμπαν δυνατά, καθώς ένα σκοτάδι κάλυψε ξαφνικά τα Περίχωρα και το Μεσοδιάστημα.
Αν ήταν σε θέση να δει την Ενύπνια θα έβλεπε ότι εκεί το σκοτάδι που επικρατούσε ήταν απόλυτο. Ο Θάνατος κατάλαβε τι είχε συμβεί. Το κερί στο παλάτι του Ύπνου είχε σβήσει.
Κοιτώντας γύρω του, διαπίστωσε έκπληκτος ότι καινούριοι ονειρευτές έφταναν στα Περίχωρα με τον ίδιο ρυθμό που καταραμένες ψυχές ξεχύνονταν από το Σιδερένιο Πύργο. Συγκεντρώθηκε στη διάσταση της Γης και κατάλαβε ότι ο αδερφός του είχε κοιμίσει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
«Δεν είναι δυνατόν! Αδερφέ διακινδυνεύεις ολόκληρο το ανθρώπινο είδος μόνο και μόνο για να σώσεις έναν? Έναν!!!???» ούρλιαξε μέσα σε έναν ορυμαγδό από αστραπές και βροντές που πλέον ξεσπούσαν ανεξάντλητες.
Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζε να επεκτείνει το όνειρό του και ολόκληρη η ανθρωπότητα συμμετείχε στον πόλεμο, υπήρχε περίπτωση να καταστραφούν όλοι. Το σχέδιό του για την ανθρωπότητα και την αλλαγή της Ισορροπίας δε θα είχε νόημα χωρίς την ανθρωπότητα.
Με μια του σκέψη βρέθηκε στην είσοδο του Σιδερένιου Πύργου και για κάποιο λόγο που μόνο η Νύχτα ξέρει, δεν ασχολήθηκε με το άψυχο κορμί του Τζων που κείτονταν ακόμα άψυχο στην αίθουσα του θρόνου του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο Κρυστάλλινο Παλάτι.
«Ας το τελειώνουμε… Εσύ θα έρθεις σε μένα… Όλοι έρχονται…» μονολόγησε και με το πανέμορφο πρόσωπό του να έχει πάρει την υπέρτατη μορφή μοχθηρίας, ξεκίνησε να κατευθύνεται προς το πεδίο των μεγάλων συγκρούσεων, στα σύνορα του ονείρου του με το όνειρο της Ζωής και της Ελπίδας.

* * *

«Λοιπόν? Τι σκοπεύεις να κάνεις? Τα πράγματα έχουν αρχίσει να σοβαρεύουν. Οι Αρνητές δεν μπορούν να κάτσουν άλλο εδώ πέρα άπραγοι.»
Ο Μορφέας ήταν η πρώτη φορά σε ολόκληρη τη διάρκεια της ύπαρξης του που έμοιαζε περισσότερο άνθρωπος από ποτέ. Το γεγονός ότι είχε χάσει την κυριότερη μορφή που κατείχε, αυτή του πρώτου ανθρώπου και η σύντομη συναναστροφή του με τις σκοτεινές σκιές στο Σιδερένιο Πύργο όταν είχε βρεθεί εκεί μαζί με το Τζων τον είχαν κάνει να φαίνεται σχεδόν γήινος.
«Μην ανησυχείς…» Ο Τζων εξέπεμπε μια αφύσικη σιγουριά που φαινόταν να τον κάνει να λάμπει. Η λάμψη είναι μια άγνωστη ιδιότητα της ανθρώπινης ψυχής όταν ξεπερνάει τα όριά της.
«Κοίτα…» Το άϋλο χέρι του Τζων έδειξε κάπου μακριά, εκεί που αυτός με την ιδιαίτερη σύνδεση που είχε αποκτήσει, όπως και τα δυο αδέρφια μπορούσαν να δουν. Το Φίλντισι έλαμπε ανεξέλεγκτα. Εκατομμύρια ονειροσφαίρες έβγαιναν από μέσα και συναντούσαν αντίστοιχους ονειρευτές. Και ξαφνικά σκοτάδι.
Ο Μορφέας και ο Ίκελος πριν προλάβουν να πουν κουβέντα είδαν με έκπληξη το σκοτάδι να απλώνεται παντού και ένιωσαν ότι όλοι οι ονειρευτές βρίσκονταν στα Περίχωρα. Όλη η ανθρωπότητα ονειρευόταν και τα δυο αδέρφια είχαν μείνει για άλλη μια φορά αποστομωμένοι.
«Ώστε γι’ αυτό ετοιμαζόταν…» Ο Ίκελος κατάφερε να ψελλίσει.
Ο Μορφέας τον κοίταξε σχεδόν παραιτημένος. «Ήρθε λοιπόν το τέλος? Ο Σιδερένιος Πύργος και όλοι οι ονειρευτές στα Περίχωρα?» είπε χωρίς να περιμένει απάντηση.
«Ήρθε η ώρα… Αφήστε με μόνο μου…» Ο Τζων ήταν ο μόνος από τους τρεις που φαινόταν συγκροτημένος αν και άϋλος.
«Μα… υποτίθεται ότι θα μείνουμε εδώ να φροντίσουμε για την ασφάλειά σου…» ο Ίκελος δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα αστείο, όπως και τίποτα σοβαρό. Είχε μείνει να κοιτάζει γύρω του, μέσα στην καταιγίδα και στο σκοτάδι που είχε καλύψει τα πάντα, σα χαμένος. Το βλέμμα του πήγαινε από τους Αρνητές που ήταν μαζεμένοι πίσω τους, στο Φίλντισι που άστραφτε στο ρυθμό που άστραφταν και οι κεραυνοί και στις καινούριες ονειροσφαίρες που γέμιζαν τα Περίχωρα κάθε δευτερόλεπτο.
«Αν είναι έτσι τότε είστε σε λάθος μέρος. Ξέρω τι κάνω…» απάντησε και ένα κρυφό χαμόγελο όλο πονηριά έκανε την εμφάνισή του στο άϋλο και διάφανο πρόσωπο του Τζων. «Αν θέλετε να βοηθήσετε είναι κάποιος που χρειάζεται τη βοήθειά σας περισσότερο από μένα…»
«Η Ελπίδα… μας είπε ότι το όνειρο της Ζωής μπορεί να κρατήσει… Ακόμα… δεν κινδυνεύουν…» είπε ο Μορφέας σα να έψαχνε τα λόγια.
«Λάθος και λάθος…»
Η ιδιαίτερη ονειρική υπόσταση του Τζων είχε αποκτήσει μια σύνδεση με τα πάντα και δεχόταν πληροφορίες από παντού. Το Φίλντισι εξέπεμπε σε αυτόν και δεχόταν από αυτόν. Οι Αρνητές περίμεναν την καθοδήγησή του. Ο Ύπνος και η Πασιθέη τον υποστήριζαν προσφέροντάς του ενέργεια από την ερωτική τους συνεύρεση. Όλα ήταν ένα μέσα του και ένιωσε όπως είχε νιώσει όταν έφτασε να αγγίξει το Χάος μετά το θανατηφόρο όνειρο που του είχε στείλει ο Θάνατος.
«Το όνειρο της Ζωής δε θα κρατήσει… Κινδυνεύουν. Όλη η Ζωή κάποτε τελειώνει με το Θάνατο να έχει την τελευταία λέξη άσχετα αν υπάρχει Ελπίδα. Το όνειρο θα πέσει. Ο Θάνατος πάει προς τα εκεί…»
«Με τι τρόπο μπορούμε να βοηθήσουμε Τζων?» Ο Μορφέας δε πίστευε στα αυτιά του όταν εξέφρασε την ερώτηση. Αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενε ποτέ να κάνει. Κι όμως ακόμα και οι θεοί χρειάζονται καθοδήγηση.
«Δε μπορείτε. Θέλω μόνο χρόνο. Ο Θάνατος θα μπει στο παλάτι αλλά μπορείτε να τον καθυστερήσετε. Πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα…»
«Ας είναι. Ήταν υπέροχο που σε γνώρισα θνητέ. Με έκανες να νιώσω πράγματα που δεν πίστευα ποτέ ότι είμαι ικανός να αισθανθώ.»
«Είναι το χαρακτηριστικό μας. Είμαστε συναισθηματικά όντα. Και αυτό είναι μεταδοτικό.» απάντησε ο Τζων και έκλεισε τα μάτια σα να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.

* * *

Τα μάτια του άνοιξαν απότομα και το τεράστιο κεφάλι του τέρατος κινήθηκε αστραπιαία σα να ξύπνησε από εφιάλτη. Οσμίστηκε διερευνητικά τον αέρα αισθανόμενο μια γνώριμη και συνάμα περίεργη μυρωδιά. Τα άλλα δύο κεφάλια μόλις είχαν αρχίσει να ανοίγουν τα δικά τους μάτια και να ανοιγοκλείνουν αργά τα στόματά τους σαν να ξυπνούσαν μετά από άγριο μεθύσι. Το φίλτρο που είχε φτιάξει ο Ίκελος και του το είχε «ταΐσει» ο Τζων ήταν από τα πιο ισχυρά.
Την εποχή των ηρώων ήταν που είχε δημιουργηθεί ο Κέρβερος ως άλλη μια δικλίδα ασφαλείας του Θανάτου από τις τότε επισκέψεις θνητών, τόσο δυνατών που μπορούσαν να φτάσουν μέχρι εκεί και να εισβάλουν στον Τάρταρο.
Το τέρας είχε κατασκευαστεί με τρία κεφάλια. Ένα κεφάλι έβλεπε στο παρελθόν, ένα κοίταζε το παρόν και ένα το μέλλον. Δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος ή κάτι να καταφέρει να ξεγελάσει το θηρίο και να περάσει στην Κοιλάδα των Νεκρών.
Αν κάποιος ήρωας εμφανιζόταν μεταμφιεσμένος με μαγικό τρόπο το κεφάλι που κοίταζε το παρελθόν έβλεπε την απάτη. Αν κάποιος είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει κάποιο κόλπο για να ξεπεράσει το θηρίο τότε το κεφάλι που έβλεπε στο μέλλον προειδοποιούσε. Και το μεσαίο κεφάλι ήταν αυτό που έβλεπε και οσμιζόταν και άκουγε και έπαιρνε τις αποφάσεις.
Τα μόνα μειονεκτήματα του θηρίου ήταν ότι δεν μπορούσε να μετακινηθεί ελεύθερα και παρέμενε άγρυπνος φύλακας ακριβώς στην έξοδο της σπηλιάς που οδηγούσε στην Κοιλάδα και ότι έβλεπε το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μόνο αυτού που στεκόταν μπροστά του.
Στην περίπτωση του Τζων, ο Μορφέας είχε εμφανιστεί από τις σκιές ως κοράκι και είχε απασχολήσει το μεσαίο κεφάλι τόσο ώστε εκείνος να βρει την ευκαιρία να πετάξει το υπνωτικό μέσα.
Τώρα το τέρας οσμιζόταν άλλον έναν θνητό που πλησίαζε ανάμεσα σε διάφορες ψυχές παρέα με ένα πλάσμα που το τέρας δεν ήξερε αν πρέπει να το αφήσει να περάσει ή να το κατασπαράξει.
Ο Χάροντας παρέα με το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος, ερχόταν με τις ψυχές που τον είχαν βοηθήσει και ο Κέρβερος άρχισε να αλυχτά μανιασμένος. Κανείς δε μπορούσε να περάσει εκτός από τις ψυχές.
Αν και το κεφάλι που έβλεπε το παρελθόν είχε μπερδευτεί, αναγνωρίζοντας το Βαρκάρη, το κεφάλι που έβλεπε το παρόν έβλεπε έναν θνητό και αυτός δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει.
Το κεφάλι που έβλεπε τα μελλούμενα όμως είχε έρθει αντιμέτωπο με μια απιθανότητα. Στην παρούσα φάση όλα ήταν πιθανά καθώς μεγάλες αλλαγές συντελούνταν αυτή τη στιγμή στη Γη και στην Ενύπνια και αυτός ο άνθρωπος φαινόταν να είναι σημαντικός για κάποιο λόγο που το κεφάλι που έβλεπε στο μέλλον δε μπορούσε να δει.
Το μέλλον του Χάροντα ήταν συνδεδεμένο με δυνάμεις που ένας θηριώδης, αλλά παρόλα αυτά ταπεινός, φύλακας δε θα μπορούσε να ανταγωνιστεί. Με δυνάμεις όπως αυτές του Ύπνου.

* * *

Την κρατούσε στα χέρια του απαλά και της έκανε έρωτα με αργές κινήσεις γεμάτες από την πρωταρχική ηδονή που υπήρχε άφθονη στα πρώτα όνειρα των ανθρώπων και γέμιζε την Ενύπνια από άκρη σε άκρη. Κανένα όνειρο δε δημιουργείται χωρίς τον έρωτα του ονειρευτή για αυτό που επιθυμεί.
Τα μαύρα φτερά του ήταν τυλιγμένα γύρω της και με τις αργές τους κινήσεις που θύμιζαν χορό, έμοιαζαν με κάποιο ονειρικό πλάσμα που ήταν έτοιμο να βγει από το κουκούλι του και να γίνει κάτι ξεχωριστό. Ο έρωτάς τους έφτανε στην κορύφωση.
Η βαριά ανάσα του Ύπνου και τα χαμηλόφωνα βογγητά της Πασιθέης είχαν αρχίσει να αυξάνουν σε ρυθμό και ολόκληρο το παλάτι του Ύπνου δονούταν από απόλαυση.
Καθώς έμπαινε για τελευταία φορά μέσα της, την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και τα ιδρωμένα κορμιά τους σταμάτησαν να κουνιούνται. Ο Ύπνος κράτησε την ανάσα του και η Πασιθέη έβγαλε μια κραυγή αγαλλίασης καθώς είχαν φτάσει και οι δύο στην απόλυτη ηδονή και παρέμειναν ακίνητοι σαν ένα σώμα, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με τα σώματά τους ενωμένα σε ένα σύμπλεγμα από φτερά, υπνωτικά βότανα, μεταξένια σεντόνια και καυτό ιδρώτα.
Ταυτόχρονα, με την κορύφωσή τους το κερί στο κέντρο του δωματίου ξαναπήρε απότομα φωτιά. Η φλόγα του αυτή τη φορά έκαιγε διπλάσια από πριν.
Η τοιχογραφία του Ύπνου, στο θόλο ανάμεσα στις τέσσερεις κολώνες, φωτίστηκε από τη φλόγα του κεριού και όσο η φλόγα δυνάμωνε, έμοιαζε να ξεθωριάζει σαν να τη χτυπούσε το συγκεντρωμένο φως του ήλιου μέσα από ένα μεγεθυντικό φακό.
Ο θόλος άνοιξε και για πρώτη φορά από την κατασκευή της, η κάμαρα του Ύπνου πλημμύρησε με φως. Το φώς του κεριού ξεχύθηκε και προς τα έξω διαλύοντας ραγδαία το σκοτάδι που είχε καλύψει την Ενύπνια. Από το παλάτι του Ύπνου μια στήλη λαμπερού φωτός εκτινάχθηκε σαν πίδακας στον σκοτεινό ουρανό της Ενύπνια και σε κάθε γωνιά της αχανούς χώρας των Ονείρων, το σκοτάδι άρχισε να αποτραβιέται σαν πέπλο και να συρρικνώνεται.
Μια καινούρια μέρα έμοιαζε να ανατέλλει σε έναν τόπο που οι εναλλαγές του χρόνου δεν είχαν καμία σημασία. Τα μάτια των κοιμισμένων παρέμειναν κλειστά στη Γη. Στις άλλες διαστάσεις όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

——————–

Στις εσχατιές των διαστάσεων, ένα φαινόμενο φάνηκε να ξεκινά. Ένα φαινόμενο που μόλις είχε τελειώσει, άρχιζε ξανά. Αν ψάχνει κανείς να βρει την αρχή ενός φαινομένου που επαναλαμβάνεται σε ατέρμονους κύκλους, θα έπρεπε να την ορίσει παρά να την ανακαλύψει.
Ένας κύκλος δεν έχει αρχή όπως δεν έχει και τέλος και ο κύκλος ως σχήμα θεωρείται τέλειο. Παρόλα αυτά αν κάποιος θέλει να σχεδιάσει έναν κύκλο πρέπει κάπου να αρχίσει να σχεδιάζει.
Έτσι λοιπόν στην αρχή ο Χάος κοιμόταν, τέλειος στην απροσδιόριστη κατάστασή του και το μόνο που μπορεί να ειπωθεί για την τελειότητά του είναι ότι ήταν ένας ατέρμονος κύκλος.
Η κατάσταση η οποία ορίζεται ως αρχή δε μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύπαρξη ή ανυπαρξία και η καλύτερη εικόνα που θα μπορούσε να περιγράψει αυτή την οντότητα είναι ο βαθύς ύπνος χωρίς όνειρα. Ο ύπνος που κάνουν όλοι οι άνθρωποι στο πρώτο στάδιο του κύκλου του ύπνου.
Όταν κάποιος κοιμάται σε αυτή την κατάσταση δε νιώθει ζωντανός. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Όταν κάποιος κλείνει τα μάτια ο κόσμος δεν παύει να υφίσταται.
Σε αυτή την κατάσταση το σώμα συνεχίζει να νιώθει, αλλά η αποκρισιμότητα σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα ελαττώνεται αλλά δεν εκλείπει. Ο Χάος ένιωθε αλλά δεν αντιδρούσε.
Ο συνολικός κύκλος του ύπνου αποτελείται από εναλλαγές του ύπνου χωρίς όνειρα και του ύπνου με όνειρα, έτσι και ο Χάος κάποια στιγμή ένιωσε την ανάγκη να ονειρευτεί. Έτσι αν υπάρχει κάποια αρχή σε αυτόν τον κύκλο είναι τότε που ο Χάος ένιωσε αυτή την ανάγκη. Μια ανάγκη που μπορούσε να καλυφθεί μόνο από συγκεκριμένα ερεθίσματα. Ο Χάος έπρεπε να δει, και στην κατάστασή του δεν υπήρχε κάτι να δει για να τον ερεθίσει να ονειρευτεί.
Έτσι αποφάσισε να χωρίσει τον εαυτό του σε δύο κομμάτια για να μπορεί το ένα κομμάτι να βλέπει το άλλο και να υπάρχει μια ανταπόκριση σε αυτό το καινούριο ερέθισμα. Τίποτα καινούριο δε δημιουργήθηκε, μιας και τα δυο κομμάτια του Χάους ήταν ίδια, αλλά και πάλι εκεί που υπήρχε ο Χάος τώρα δυο οντότητες έβλεπαν η μια την άλλη και ένιωθαν διαφορετικές. Ο ένας είχε γίνει δύο. Και οι τρεις μαζί ήταν ένα.
Από το Χάος ξεπήδησε η Νύχτα και ο Έρεβος από την ανάγκη του Χάους να ολοκληρώσει τον κύκλο του ύπνου του. Ένα ενδογενές ερέθισμα για την ύπαρξη ενός εξωγενούς ερεθίσματος έφερε αυτή την αλλαγή.
Για αμέτρητα χρόνια οι δυο οντότητες κοίταζαν η μια την άλλη και προσπαθούσαν να γνωρίσουν ότι από την αρχή ήδη ήξεραν. Ότι ήταν ένα. Τότε ο Χάος ξύπνησε και αυτές οι δυο οντότητες κατάλαβαν. Ο Χάος ξαναέπεσε σε λήθαργο αλλά αυτή τη φορά ο ύπνος του είχε όνειρα. Οι δυο οντότητες που τον αποτελούσαν άρχισαν να δημιουργούν.
Και δημιούργησαν ότι ήδη είχαν νιώσει να υπάρχει. Ο Ύπνος και ο Θάνατος εμφανίστηκαν από την ένωση της Νύχτας και του Ερέβους. Από τη συνειδητοποίηση του Χάους για τον εαυτό του. Και η δημιουργία συνεχίστηκε και άλλες μορφές άρχισαν να εμφανίζονται. Μορφές οργανικές και ανόργανες. Πλάσματα με πνευματική υπόσταση από το άγνωστο υλικό του Χάους και απλές δομές χωρίς. Θεϊκά και θνητά πλάσματα. Ό,τι υπάρχει στο Σύμπαν.
Ενώ στην αρχή και οι δύο αδερφοί, ο Ύπνος και ο Θάνατος, λειτουργούσαν μαζί για την ανανέωση και την αναγέννηση μέσα από τη διαδικασία του θανάτου της μορφής και του πνεύματος, οποιουδήποτε ζωντανού οργανισμού που η Νύχτα και ο Έρεβος συνέχιζαν να δημιουργούν και βοηθούσαν να επιστρέψουν όλες οι δημιουργίες πίσω στο Χάος για να μπορέσουν να ολοκληρώσουν και εκείνες τον κύκλο τους σαν το ίδιο το Χάος, κάποια στιγμή ο Θάνατος ήθελε να συνεχίσει το έργο αυτό μόνος του.
Είχε αντιληφθεί τη δύναμή του πάνω σε κάθε τι ζωντανό, που ήθελε να αναλάβει το έργο της ολοκλήρωσης του κύκλου για να μπορέσει να ξεχωρίσει και να διακριθεί από τον αδερφό του στην ίδια δουλειά.
Ο Ύπνος κατάλαβε τον ανταγωνισμό του αδερφού του και αποφάσισε να υποχωρήσει για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα. Ούτως ή άλλως ο Θάνατος ήταν απόλυτα ικανός να ολοκληρώσει αυτή τη δουλειά που στην αρχή χρειαζόταν και τους δυο τους για να γίνει.
Ο Ύπνος όχι μόνο υποχώρησε αλλά αποφάσισε να βοηθήσει τον αδερφό του σε άλλο επίπεδο. Προετοίμαζε το κάθε είδος να δεχτεί την αναπόφευκτη επίδραση του Θανάτου επάνω του για να μπορέσει η ολοκλήρωση να γίνει σταδιακά και όχι απότομα και σπασμωδικά, όπως ο Θάνατος ήθελε να επεμβαίνει, και έτσι η επιρροή του Ύπνου στους ζωντανούς αυξήθηκε όσο και αυτή του Θανάτου. Τα δυο αδέρφια ήταν και πάλι ισοδύναμα.
Όλες οι δημιουργίες της Νύχτα και του Ερέβους ένιωθαν την ευεργετική επίδραση του Ύπνου που τους έδινε δύναμη να συνεχίσουν να υπάρχουν και μάθαινε στις ψυχές τι σημαίνει πληρότητα πριν επέμβει ο Θάνατος και ολοκληρωθεί ο κύκλος.
Αλλά όλες οι δημιουργίες, μιας και στην ουσία τους ήταν επέκταση του ίδιου του Χάους ήθελαν όχι μόνο να ολοκληρωθούν αλλά και να ονειρευτούν. Ο Θάνατος ήταν πολύ απασχολημένος με την ολοκλήρωση του κύκλου και έτσι ο Ύπνος ανέλαβε αυτή τη δουλειά.
Πριν την ένωσή του με την Πασιθέη είχε ήδη τρεις γιους. Ο πρώτος ήταν ο Φάντασος. Ένα πλάσμα που είχε εμφανιστεί από την ανάγκη του ίδιου του Χάους και των ζωντανών πλασμάτων να ονειρευτούν και αυτός που μαζί με τον Ύπνο έφτιαξαν την απεραντοσύνη της Ενύπνια που στην αρχή ήταν άδεια. Ο δεύτερος ήταν ο Μορφέας που ξεκίνησε να δημιουργεί τα πρώτα όνειρα από τα απομεινάρια της αντίληψης και τη σκόνη του υποσυνείδητου των ζωντανών πλασμάτων και κατασκεύασε τις πρώτες ονειροσφαίρες που φάνηκε να αποδίδουν τα όνειρα καλύτερα. Ο τρίτος ήταν ο Ίκελος. Ήταν εκείνος ο Όνειρος που κατάφερε να δει πρώτος τι ήταν αυτό που επιθυμούσαν να ονειρευτούν τα ζωντανά πλάσματα.
Και οι τρεις ανέλαβαν να δημιουργούν τα όνειρα που οι ζωντανές ψυχές επιθυμούσαν τόσο. Χωρίς αυτά και τη βοήθεια του Ύπνου δε θα μάθαιναν ποτέ τι τους περιμένει στο τέλος του κύκλου. Όπως αν δεν είχε εμφανιστεί ο πρώτος άνθρωπος δε θα είχε εμφανιστεί και ο τελευταίος γιός, ο Φοβήτωρας. Τότε ήταν που οι άνθρωποι έμαθαν να φοβούνται.
Από ένα σημείο και μετά όμως, οι ζωντανές ψυχές επιθυμούσαν όλο και περισσότερο το άγγιγμα του Ύπνου και την επίδραση των ονείρων παρά την ολοκλήρωση του κύκλου τους.
Αυτό έγινε όταν ο Ύπνος είδε στον πρώτο άνθρωπο, στον Άνδρα που μετά ονομάστηκε Χάροντας, την ικανότητα να φτιάχνει όνειρα και την επιθυμία του να βοηθήσει και εκείνος στην ολοκλήρωση του κύκλου του είδους του και αποφασίστηκε σε εκείνη την συνάντηση που είχαν να είναι εκείνος που θα οδηγεί τις ψυχές στο Θάνατο και την τελική τους κρίση.
Οι ψυχές όμως ήθελαν όσο τίποτε άλλο να ονειρεύονται και σιγά σιγά άρχισαν να απομακρύνονται από το κάλεσμα του Χάροντα και να περιπλανώνται άσκοπα προσπαθώντας να παρατείνουν τη ζωή τους και τη δυνατότητα που είχαν κατά τη διάρκειά της να ονειρεύονται.
Άλλες ψυχές παραπλανήθηκαν από άλλες αιτίες, όπως ο φόβος, η θρησκεία ή η υπερβολική αυτοπεποίθηση ότι ήξεραν το τέλος μέσα από τα όνειρα και κατέληξαν και εκείνες σε εκείνη τη διάσταση που δεν είναι ούτε ύπαρξη, ούτε ανυπαρξία, στα όρια του Χάους, εκεί που βρίσκονται η Νύχτα και ο Έρεβος, κάνοντας το Θάνατο να επισκέπτεται το μέρος για να μπορέσει να συλλέξει τις παραστρατημένες ψυχές και να διατηρεί τη δύναμή τους στο Πηγάδι των Ψυχών.
Πολλές από αυτές δεν κατάφερε να τις συλλέξει και κατέληξαν κάτι πιο δυνατό και αλλοπρόσαλλο ακόμα και από τον ίδιο το Θάνατο. Κατέληξαν να γίνουν κάτι που ο Χάροντας προσπάθησε να περιγράψει με τη λέξη Δαίμονες.
Στην ουσία οι Δαίμονες βρίσκονται μέσα στον κάθε άνθρωπο. Στην ίδια την ψυχή του μιας και ο άνθρωπος κρύβει μέσα του απεριόριστες δυνατότητες για το καλό αλλά και για το κακό.
Οι Δαίμονες είναι οι μεγαλύτεροι εχθροί του ανθρώπου και ο φόβος του κάθε ανθρώπου τους θρέφει. Κάθε τι που φοβίζει την ανθρωπότητα τους δυναμώνει και καταλήγουν να διεκδικούν την ψυχή αυτού που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τους φόβους του, κλέβοντας την ψυχή από το Θάνατο, αφήνοντας κάποιες ψυχές ανολοκλήρωτες στην αιωνιότητα.
Ο ίδιος ο Θάνατος είναι από τους μεγαλύτερους φόβους της ανθρωπότητας και μιας και δε διαθέτει καμία δυνατότητα να δείξει έλεος ή κατανόηση, δε θα μπορούσε ποτέ να τους απαλλάξει από αυτό το φόβο. Η ολοκλήρωση του κύκλου κινδύνευε να διαταραχθεί ανεπανόρθωτα με την έλευση του ανθρώπου.
Τότε ο Ύπνος αποφάσισε να βοηθήσει ακόμα περισσότερο τον αδερφό του και εκτός από το δώρο του ύπνου, που πρόσφερε στην ανθρωπότητα δίνοντάς τους την ευκαιρία να γνωρίσουν έστω και για λίγο το Θάνατο, τους πρόσφερε και τη δυνατότητα να γίνουν καλύτεροι ξεπερνώντας τους φόβους τους στα όνειρά τους.
Ο τελευταίος γιος του Ύπνου ανέλαβε αυτή τη δουλειά. Ο Φοβήτωρας, ο άρχοντας του Φόβου.
Ακόμα και μετά την έλευση του Φοβήτωρα, η ανθρωπότητα δεν είχε μάθει να ξεπερνάει τους φόβους της και οι Δαίμονες διεκδικούσαν ακόμα παραστρατημένες ψυχές. Η Ισορροπία ήταν ακόμα σε κρίσιμη καμπή.
Σε ένα από τα τελευταία ταξίδια του Θανάτου στη διάσταση των Καταραμένων Ψυχών, εκεί που κατοικούν οι Δαίμονες κοντά στα όρια της διάστασης του Ερέβους και της Νύχτας, ο πατέρας του Θανάτου του μίλησε. Δίπλα στο Έρεβος, δίπλα στην πλήρη απουσία φωτός, η σκοτεινιά της Νύχτας μοιάζει με το λυκαυγές του πρώτου φωτός της μέρας και κανείς, ούτε ακόμα και ο ίδιος ο απόγονος του Ερέβους, ενός τέτοιου σκοτεινού και πρωταρχικού όντος δε μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από την επαφή.
Μετά τη συνομιλία ο Θάνατος είχε συγκλονιστεί και είχε συλλάβει το σχέδιο για την αρπαγή της εξουσίας του Ύπνου και είχε δεχτεί και την προειδοποίηση για την έλευση ενός θνητού που θα του στεκόταν εμπόδιο.
Μόνο η Νύχτα ήξερε το όνομά του, γιατί μόνο εκείνη μπορούσε να διατηρήσει την Ισορροπία σε οποιαδήποτε απόφαση του άλλου της μισού.
Ο Έρεβος ενέπνευσε το σχέδιο στο Θάνατο, εκείνη έστειλε το προφητικό όνειρο για τη γνωριμία του με την Ελπίδα στον Τζων. Σε κάθε δράση υπάρχει και μια αντίδραση. Τα σχέδια των θεών έπρεπε να προχωρήσουν αλλά όχι χωρίς να αποφασίσουν οι άνθρωποι για αυτό.
Θα έπρεπε να τους δοθεί μια ευκαιρία, ακόμα και αν εκείνοι επιθυμούσαν πάντα μια δεύτερη. Είχαν ήδη χάσει την πρώτη που είχαν να γίνουν καλύτεροι, όταν δεν είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους με τη μορφή των εφιαλτών και να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους άξιοι.
Θα έπρεπε να τους δοθεί μια ευκαιρία ακόμα και αν δεν το άξιζαν. Ακόμα και αν δεν ήταν οι μόνοι που είχαν λόγο σε αυτή την υπόθεση.
Οι Δαίμονες δε μπορούσαν παρά να συμφωνήσουν με την επιλογή της Νύχτας. Κάποτε ήταν και αυτοί άνθρωποι.

——————–

Το φως στην κάμαρα του Ύπνου είχε επανέλθει στα επίπεδα που βρισκόταν πριν το ερωτικό παραλήρημα που μοιράστηκε με την Πασιθέη, να φτάσει σε αυτή την ανεπανάληπτη κορύφωση.
Μέσα στο σκοτάδι που επικρατούσε στην κάμαρα, είχαν σηκωθεί από το κρεβάτι για να μη χάσουν την ευκαιρία να απολαύσουν τις τελευταίες ίσως στιγμές αυτού του μέρους. Παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα γυμνοί μπροστά από το παράθυρο που κρατούσε το φως έξω, προσφέροντας ταυτόχρονα πανοραμική θέα στην Ενύπνια.
Κρατιόνταν αγκαλιά γεμάτοι αγάπη ο ένας για τον άλλο και έβλεπαν το φώς από την έκρηξη του κεριού στο κέντρο της αίθουσας να επεκτείνεται προς όλες τις γωνιές της Ενύπνια.
«Τι κάναμε?» του ψιθύρισε εκείνη καθώς τα δάχτυλά της χάνονταν στα πλούσια μαλλιά του χαϊδεύοντας τον με αργές κινήσεις και με μια έκφραση γαλήνης στο πρόσωπό της που έμοιαζε να ξεπερνάει ακόμα και την δύναμη της Πασιθέης, τη θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης.
Εκείνος χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από το παράθυρο έσφιξε το χέρι του γύρω από τον ώμο της προχωρώντας σε ένα χάδι στο ντελικάτο λαιμό της. Το ένα του κατάμαυρο φτερό την τύλιξε απαλά καθώς της έλεγε με φωνή πιο βελούδινη και από το άγγιγμά του:
«Δεν ξέρω αλήθεια. Έχω την εντύπωση όμως ότι όσο κοιμήθηκαν οι θνητοί κοιμήθηκαν. Ίσως γι αυτό να είχα αϋπνίες τελευταία. Ίσως ο Τζων δεν ήταν ο λόγος. Ίσως είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσουν…»
Το εκτυφλωτικό φως από το παλάτι του Ύπνου επεκτεινόταν σα σφαίρα καθαρής ενέργειας που κάλυπτε όλη την Ενύπνια. Πρώτα έφτασε μέχρι τα σύνορα με τον Τάρταρο.
Εκεί το φως ξέφυγε από τα όρια και εισήλθε στη σπηλιά όπου ο Φοβήτωρας ως Βαρκάρης, είχε μόλις περάσει το Χάροντα, τις πρώτες ψυχές που είχαν χαθεί στα Περίχωρα και το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος στην αποβάθρα που οδηγούσε στον Κέρβερο.
Στην έξοδο της σπηλιάς προς την Κοιλάδα του Θανάτου, το τρικέφαλο τέρας είχε οσμιστεί το Χάροντα που ήταν πλέον θνητός και πλησίαζε περικλειόμενος από το φως των δυνατών ψυχών που τον είχαν βοηθήσει να ξεπεράσει τους φόβους του. Ένα ασύγκριτα πιο δυνατό φως θα τον χτυπούσε σε λίγο.

* * *

Το φως εισέβαλλε ορμητικό στη σπηλιά και τον χτύπησε κατά πρόσωπο δυνατά πριν προλάβει να αντιδράσει. Η ένταση του χτυπήματος ήταν τέτοια που ολόκληρη η αποβάθρα φάνηκε να τραντάζεται και οι σκιές που κάλυπταν το μέρος φάνηκε να σκίζονται σαν ίνες σάπιου υφάσματος. Το χτύπημα ήταν σαρωτικό και τον άφησε τυφλό μια για πάντα.
Ο Φοβήτωρας πλέον εκτός από άκαρδος υπηρέτης του Θανάτου ήταν και ο τυφλός υπηρέτης της ανθρωπότητας. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς καθώς το μόνο που χρειάζεται για να ξεπεράσεις ένα φόβο είναι να τον δεις και να τον αναγνωρίσεις. Και ήταν η στιγμή για το Φοβήτωρα να κλείσει τα μάτια και για τους ανθρώπους να τα ανοίξουν.
Η εκτυφλωτική λάμψη συνέχισε ακάθεκτη αφήνοντας το Φοβήτωρα πίσω της σε μια κατάσταση έκστασης. Μέσα στο απόλυτο φως της τύφλωσής του, είδε την αλήθεια και τα λάθη που τον οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Το φως πλημμύρισε το άκαρδο κορμί του φτάνοντας μέχρι την ψυχή του και τον συμφιλίωσε με την καινούρια του θέση. Ο νέος Βαρκάρης ήταν πλέον έτοιμος να πιάσει δουλειά. Το φως στο φανάρι έπαψε να είναι αρρωστημένο.
Φτάνοντας στην έξοδο της σπηλιάς το φως άγγιξε ακόμα ένα πλάσμα. Ένα τρικέφαλο τέρας που μετά από αρκετή σκέψη είχε αποφασίσει να τελειώνει με τον απρόσμενο επισκέπτη.
Ο Χάροντας έστεκε μπροστά από τον Κέρβερο παρέα πλέον μόνο με το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος, καθώς οι ψυχές που του κρατούσαν παρέα είχαν ήδη περάσει στην Κοιλάδα του Θανάτου.
Το τρικέφαλο τέρας ήταν μπερδεμένο. Είχε κάποιες αμφιβολίες για το αν έπρεπε να αφήσει να περάσει ο πρώην Βαρκάρης, αφού το κεφάλι που έβλεπε το παρελθόν είχε δει ότι ήταν ένα πλάσμα στην υπηρεσία του Θανάτου. Το κεφάλι που έβλεπε στο μέλλον δεν είχε δει καμία απειλή αλλά το κεφάλι που έβλεπε το παρόν ήξερε ότι ήταν θνητός και κανείς ζωντανός δεν επιτρεπόταν να περάσει στην Κοιλάδα του Θανάτου.
Παρόλα αυτά η διστακτικότητα του Κέρβερου είχε επιτρέψει στο Χάροντα να πλησιάσει επικίνδυνα κοντά στο τέρας με την ελπίδα ότι θα τον άφηνε να περάσει. Οι αμφιβολίες του Κέρβερου είχαν διαλυθεί και τα σαγόνια του ήταν ορθάνοιχτα και έτοιμα να κλείσουν με το Χάροντα μέσα τους που γλίτωσε χάρη στο φως που χτύπησε την κατάλληλη στιγμή.
Το τέρας ούρλιαξε με τα τρία κεφάλια σε απόλυτο συντονισμό και αποτραβήχτηκε με πόνο σε μια σκοτεινή γωνία μακριά από την έξοδο και μακριά από το υποψήφιο θύμα του.
Ο Χάροντας με την έλευση του φωτός που τον έλουσε σχεδόν διαπερνώντας τον, είδε την τεράστια σκιά του να ακολουθεί πρώτη το δρόμο για την Κοιλάδα των Νεκρών που ανοιγόταν μπροστά του ξεκάθαρα. Το σκοτάδι που επικρατούσε είχε διαλυθεί και το μονοπάτι που οδηγούσε στο Σιδερένιο Πύργο ήταν ευδιάκριτο για χιλιόμετρα.
Ο άνεμος που λυσσομανούσε είχε χαθεί όταν σχηματίστηκε το ρήγμα που συνέδεε τον Τάρταρο με την Ενύπνια και πλέον στην Κοιλάδα των Νεκρών επικρατούσε μια σιωπή που σε συνδυασμό με το φως που φώτιζε το μονοπάτι που έσκιζε το βραχώδες τοπίο στη μέση, έκανε την Κοιλάδα να μοιάζει σα κάποιος να την είχε σκοτώσει στον ύπνο της.

* * *

Φτάνοντας στο όνειρο της Ελπίδας, μακριά από το κρυστάλλινο παλάτι, στην αρχή δίστασαν και οι δύο. Εμφανίστηκαν ταυτόχρονα και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κράτησαν και οι δύο την ανάσα τους προσπαθώντας να αντιληφθούν το εύρος της μάχης.
Γύρω τους μάχες σώμα με σώμα μαίνονταν λυσσαλέες ανάμεσα στα ονειρικά πλάσματα και στις καταραμένες ψυχές που είχαν καταλάβει κάποιους ονειρευτές δίνοντάς τους τη μορφή απέθαντων με τη δύναμη να καταστρέφουν όνειρα.
Ολοένα και περισσότερες καταραμένες ψυχές ξεχύνονταν από το Σιδερένιο Πύργο γεμίζοντας το όνειρο της Ελπίδας με τα μακάβρια ουρλιαχτά τους καθώς εισέβαλλαν στη μάχη με δίψα για καταστροφή. Οι κουρελιασμένες και σκοτεινές τους μορφές περιπλανιόνταν με μένος μέχρι να εντοπίσουν κάποιο ονειρικό πλάσμα και να επιτεθούν ξανά και ξανά μέχρι το τέλος.
Από την άλλη μεριά κάθε λογής ονειρικά πλάσματα εμφανίζονταν ακατάπαυστα προσπαθώντας να απωθήσουν τις ορδές των καταραμένων από το κρυστάλλινο παλάτι, καθώς το Φίλντισι έμοιαζε έτοιμο να εκραγεί από την υπερπαραγωγή των ονείρων.
Τα ανθρώπινα συναισθήματα συνέχιζαν να τους κατακλύζουν και για πρώτη φορά δυο θεοί από τη γενιά της Νύχτας αισθάνθηκαν αδύναμοι. Πώς θα μπορούσαν να κερδίσουν χρόνο για το Τζων όταν γύρω τους επικρατούσε το απόλυτο χάος?
Ο Μορφέας ανακτώντας την αυτοσυγκέντρωσή του κοίταξε τον έκπληκτο Ίκελο και με ένα κουρασμένο χαμόγελο τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Πρέπει να δουλέψουμε μαζί πάνω σε αυτό…»
«Μορφέα? Το είδες αυτό? Ονειρευτές!!! Θα πρέπει να σκοτώσουμε ονειρευτές…»
«Ηρέμησε. Ονειρευτές πεθαίνουν όσο δεν κάνουμε κάτι… Ακολούθα με…»
Περνώντας με τρομακτική ταχύτητα ανάμεσα στα ονειρικά πλάσματα που χάνονταν το ένα μετά το άλλο από τις επιθέσεις των ονειρευτών που τους είχαν καταλάβει οι καταραμένες ψυχές, δεν ήταν λίγες οι φορές που ο πόνος από ένα όνειρο που χάνονταν για πάντα τραυμάτιζε και τους ίδιους.
Κάθε δημιουργός τραυματίζεται όταν καταστρέφεται ένα δημιούργημά του. Τον ίδιο πόνο ένιωθαν όταν κάποιο ονειρικό πλάσμα κατάφερνε να σταματήσει έναν ονειρευτή χτυπώντας κατευθείαν την καταραμένη ψυχή που τον είχε καταλάβει, αφήνοντας τη μορφή του ονειρευτή ακίνητη χωρίς τη δυνατότητα να επιστρέψει πίσω στο κανονικό του σώμα στη Γη.
Ο Ύπνος όταν κοίμισε την ανθρωπότητα ήξερε ότι μόνο έτσι θα τους έδινε την ευκαιρία να γλιτώσουν.
Φτάνοντας στο κρυστάλλινο παλάτι στάθηκαν στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στη μεγαλόπρεπη είσοδο του παλατιού και κοίταξαν για τελευταία φορά το πεδίο της μάχης. Στα μάτια και των δύο εμφανίστηκε μια αποφασιστικότητα που τους έκανε να μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό.
«Ας το κάνουμε…» είπε ο Ίκελος που ζούσε επιτέλους την περιπέτεια που περίμενε. Ο Μορφέας συμφώνησε.
Κινούνταν σαν ένα σώμα συμπληρώνοντας ο ένας τις κινήσεις του άλλου. Η αρμονία που ξεκινούσε από το απίστευτο επίπεδο σύνδεσης που βρίσκονταν το μυαλό τους περνούσε στα σώματά τους κάνοντάς τους να μοιάζουν με χορευτές κάποιου πρωτοποριακού μπαλέτου.
Η βροχή από την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει τώρα σε πλήρη ισχύ έπεφτε πλέον σε ολόκληρα τα Περίχωρα και ο θόρυβος από τους κεραυνούς ξεπερνούσε την οχλαγωγία της μάχης.
Ξεκινώντας αυτό τον ανορθόδοξο χορό με τις περίπλοκες κινήσεις των χεριών σαν να προσπαθούσαν να υφάνουν το κενό μπροστά τους, η βροχή φάνηκε να επιβραδύνεται και δεν ήταν λίγες από τις καταραμένες ψυχές και τους ονειρευτές που κοντοστάθηκαν και έριξαν μια γρήγορη ματιά στους δυο άρχοντες του μέρους που είχαν αναλάβει δράση.
Αρχικά πέρα από τη βροχή που επιβραδύνθηκε και έκανε τη μάχη να φαίνεται ότι διεξάγεται σα σε αργή κίνηση, ο ήχος από τους κεραυνούς έπαψε. Ο Μορφέας ήταν εκείνος που ήταν υπεύθυνος σε όλη την Ενύπνια να τηρεί την ησυχία γύρω από το παλάτι του Ύπνου προσπαθώντας να μη ταραχθεί ο ύπνος του, και τώρα χρησιμοποιούσε όλη του τη δύναμη για να σωπάσει τους κεραυνούς, προσφέροντας στα ονειρικά πλάσματα τη συγκέντρωση που τους αποσπούσε η καταιγίδα που είχε μεταφερθεί από τον Τάρταρο.
Στη συνέχεια ο χορός των δυο αδερφών φάνηκε να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο στη μάχη. Καθώς οι ονειροσφαίρες εξαπολύονταν ασταμάτητα από το Φίλντισι, οι δυο αδερφοί ακινητοποιούσαν κάποιες από αυτές στον αέρα και με τις μαεστρικές κινήσεις τους σάρωναν το πεδίο της μάχης και τις έκαναν την προσωρινή φυλακή χιλιάδων καταραμένων ψυχών που έβρισκαν στο πέρασμά τους. Τίποτα δεν είναι χειρότερο για μια ψυχή από το να φυλακισθεί σε ένα απραγματοποίητο όνειρο, ακόμα και αν αυτή η ψυχή είναι καταραμένη.
Μόνο οι ονειρευτές που τους είχαν καταλάβει οι καταραμένες ψυχές μπορούσαν να αντισταθούν στο πέρασμα των τεράστιων ονειροσφαιρών αλλά και πάλι η επαφή τους άφηνε αρκετά αποδυναμωμένους για κάποιο ονειρικό πλάσμα να τους αποτελειώσει.
Η σιωπή που απλώθηκε στα Περίχωρα από τη δύναμη του Μορφέα έκανε την Ελπίδα μέσα στο παλάτι να ανησυχήσει. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα και πίσω από ένα διάφανο κρύσταλλο, είδε τους δυο αδερφούς να υπερασπίζονται το παλάτι με υπερένταση μέσα σε ένα κατακλυσμό που έπεφτε σε αργή κίνηση και αθόρυβα, αλλά αυτό δεν την καθησύχασε νομίζοντας ότι είχαν αφήσει τον Τζων αβοήθητο.
Η Ζωή μέσα της την ηρέμησε και την προέτρεψε να βοηθήσει τους δυο αδερφούς που μάχονταν έξω από το παλάτι. «Ο πατέρας είναι ακόμα καλά. Αυτό που προέχει είναι να του δώσουμε το χρόνο που χρειάζεται για να κάνει ότι είναι να κάνει. Δώσε τη δύναμή μας στα αδέρφια…»
«Ποια δύναμη? Τι μπορώ να προσφέρω μέσα σε αυτό το χαμό εκτός από ελπίδα? Το πιο πιθανό είναι ότι είμαστε χαμένοι και οι δύο αν βγω εκεί έξω…»
«Είμαστε χαμένοι αν δεν βγεις. Κοίτα μέσα σου και θα βρεις τη δύναμη που δίναμε στα όνειρα γύρω από το παλάτι όταν ξεκίνησε η μάχη και μια ακόμα μεγαλύτερη που δεν είχες φανταστεί… Ίσως γι’ αυτό δεν τη βλέπεις… Για φαντάσου.»
Η τελευταία κουβέντα της Ζωής ήταν σα πρόσταγμα. Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια και με τη βοήθεια της Ζωής μέσα της, ανακάλυψε έναν ολόκληρο κόσμο που δε μπορούσε να πιστέψει.
Το μυαλό της δούλευε ελεύθερο σε αυτό τον κόσμο των ονείρων χωρίς περιορισμούς από τον κόσμο των αισθήσεων που επιβάλλει το σώμα. Αν και βρισκόταν εν πλήρη συνείδηση σε αυτό το όνειρο, μόλις τώρα κατάλαβε τις πραγματικές τις δυνατότητες.
Σαν τον Τζων που όταν ονειρεύτηκε συνειδητά για να την συναντήσει, κατέληξε να ανακαλύψει ότι στα όνειρά του μπορούσε να πετύχει ό,τι σκεφτόταν, έτσι και εκείνη τώρα, ένιωσε μια δύναμη να προσπαθεί να εκτονωθεί από μέσα της και μόλις και μετά βίας μπορούσε να τη συγκρατήσει. Ήξερε ότι η Ζωή δεν ήταν αμέτοχη σε αυτό, σαν καταλύτης σε μια αντίδραση.
Άνοιξε την πόρτα του κρυστάλλινου παλατιού και είδε τους δυο αδερφούς να χειρίζονται με τον περίπλοκο χορό τους ονειροσφάιρες πριν υλοποιηθούν στα Περίχωρα, φυλακίζοντας καταραμένες ψυχές με ένα πέρασμα.
Τα δυο αδέρφια απόλυτα συγκεντρωμένα στο έργο τους, με το Μορφέα να έχει στο αλαβάστρινο πρόσωπό του τη λάμψη μιας ατσάλινης αποφασιστικότητα και την πεποίθηση ότι θα βγει νικητής και τον Ίκελο με μια έκφραση ανείπωτης ευχαρίστησης που δούλευε μαζί με τον αδερφό του, ίσα που αντιλήφθηκαν την παρουσία της Ελπίδας πίσω τους. Την κατάλαβαν από το αποτέλεσμα.
Σηκώνοντας τα χέρια προς την κατεύθυνση της μάχης ακτίνες φωτός έφευγαν από τα χέρια της σαν σπουργίτια σε ελιγμούς και έφταναν στους ανθρώπους που οι καταραμένες ψυχές είχαν καταλάβει.
Οι άνθρωποι που είχαν καταληφθεί από τις σκοτεινές υπάρξεις που είχαν ξεχυθεί από το Πηγάδι των Ψυχών, έχαναν την ονειρική τους υπόσταση, που προσομοίαζε την πραγματική τους όψη, και εκφυλίζονταν σε πλάσματα που έμοιαζαν με μια μοχθηρή απέθαντη μορφή του εαυτού τους και της ψυχής που τους είχε καταλάβει.
Με δύναμη να καταστρέφουν πλέον τα όνειρα, από την ανίερη ένωση του ανθρώπινου πνεύματος που τα δημιουργούσε και την καθαρή κακία των καταραμένων ψυχών μετά από αιώνες φυλάκισης κάτω από τον ανελέητο ζυγό του Θανάτου, προχωρούσαν ακάθεκτοι προς το Κρυστάλλινο Παλάτι εξαϋλώνοντας όνειρα που είχαν την ατυχία να σταθούν στο πέρασμά τους και να τους αντιμετωπίσουν.
Οι φωτεινές ακτίνες της Ελπίδας γεμάτες από την ζωοφόρο δύναμη της Ζωής, άγγιζαν τους καταραμένους ονειρευτές και το αποτέλεσμα έκανε τα δυο αδέρφια να πάρουν μια ανάσα και να ρίξουν μια ματιά στην καινούρια σύμμαχο.
Ο Μορφέας σταμάτησε μια ονειροσφαίρα που ήλεγχε κρατώντας την νοητά με το ένα του χέρι και κοίταξε την πανέμορφη μορφή της Ελπίδας, που στέκονταν αγέρωχη πίσω τους. Το βλέμμα του πήγε στον αδερφό του που κοιτούσε και αυτός εκστασιασμένος. Το επόμενο χτύπημα της ονειροσφάιρας ήταν και το πιο εκπληκτικό.
Μετά από τις φωτεινές ακτίνες που φαίνονταν να ακινητοποιούν τους καταραμένους ονειρευτές και να τους καθαρίζουν από το μίασμα που τους είχε καταλάβει, αφήνοντάς τους να αναρωτιούνται τι είχε συμβεί, η τεράστια ονειροσφάιρα του Μορφέα, με τη βοήθεια του Ίκελου έκανε μια τεράστια σάρωση του πεδίου μπροστά από το Κρυστάλλινο Παλάτι και για αρκετά χιλιόμετρα μέχρι το όνειρο του Θανάτου, φυλακίζοντας όσες καταραμένες ψυχές προσπαθούσαν να καταλάβουν ονειρευτές και στην ουσία καθαρίζοντας το μέρος.
Χιλιάδες ονειρικά πλάσματα έμειναν χωρίς αντίπαλο κάτω από την καταιγίδα που συνέχιζε να μαίνεται αθόρυβη και σε αργή κίνηση. Δράκοι, νεράιδες, ξωτικά, υπερήρωες, ονειρευτές που μόλις είχαν ελευθερωθεί από τους καταληψίες τους, ονειρευτές που είχαν σταθεί από την αρχή της μάχης στο πλευρό του Κρυστάλλινου Παλατιού και όλα τα πλάσματα της ανθρώπινης φαντασίας γύρισαν και κοίταξαν προς το Κρυστάλλινο Παλάτι τους τρεις υπέρμαχούς τους και γέμισαν ελπίδα ότι η νίκη θα ήταν δική τους. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το ηθικό των υπέρμαχων και των ονειρικών συμμάχων τους έπεσε κατακόρυφα.

* * *

Περπατούσε παρέα με το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος για αρκετή ώρα, όσο χρειάστηκε ο Μορφέας και ο Ίκελος να σταθεροποιήσουν τη μάχη με τη βοήθεια της Ελπίδας μίλια μακριά, μέχρι να φτάσουν μπροστά από το πρώτο Χάλκινο Τείχος.
Μέσα στην απόλυτη ησυχία και λουσμένοι σε μια φωτεινότητα που τους έκανε να ξεχωρίζουν από μακριά σα μια κουκκίδα που κινιόταν, ακολουθώντας το ευθύγραμμο μονοπάτι, έμοιαζαν με βραδυφλεγές φυτίλι.
Αν και αρχικά, ακουμπώντας το πρώτο τείχος περίμενε να νιώσει την κρύα και ακλόνητη υφή του, προς έκπληξή του ανακάλυψε ότι το πρώτο τείχος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια ψευδαίσθηση. Πέρασε παραξενεμένος για το τι έχει συμβεί και κατάλαβε ποιο ήταν το πρόβλημα όταν πλέον είχε περάσει και τα υπόλοιπα δύο τείχη και είχε φτάσει στο Σιδερένιο Πύργο.
Το πανύψηλο κτίριο δεν βρισκόταν εκεί. Ένας τεράστιος κυκλώνας από μαύρα σύννεφα, σκόνη, κεραυνούς και κοφτερούς βράχους υψωνόταν μπροστά του και έμοιαζε να καταπίνει τα πάντα.
Για μια στιγμή δίστασε, καθώς τα υλικά που είχαν παρασυρθεί από τον κυκλώνα στροβιλίζονταν με ταχύτητα και μια σύγκρουση με κάποιο από τα βράχια θα ήταν μοιραία. Δεν θα ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή έξω από το Σιδερένιο Πύργο. Είχε κάνει τόσο δρόμο για να την αφήσει μέσα.
Όμως ανάμεσα στο χάος που επικρατούσε, είδε μια σκοτεινή σχισμή και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει την κατάλληλη στιγμή και να κάνει ένα βήμα μέσα της. Κοίταξε το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος να στέκεται δίπλα του και είδε ότι δεν είχε πλέον να φοβάται τίποτα.
Έκανε ένα βήμα λίγο πριν τον παρασύρει μια τεράστια μάζα από ένα κοφτερό βράχο. Το φυτίλι είχε φτάσει στο τέλος του.

* * *

Η βροχή στο καταπράσινο λιβάδι έπεφτε σαν κουρτίνα από χάντρες. Ο Τζων προφυλαγμένος κάτω από τον ογκώδη πλάτανο άκουγε τα χτυπήματα της κάθε σταγόνας στα πλατιά φύλλα και κοίταξε πίσω στο απέραντο λιβάδι όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι φόβοι της ανθρωπότητας.
Όλοι οι Αρνητές, ένας για κάθε άνθρωπο που αυτή τη στιγμή κοιμόταν, ήταν μαζεμένοι και περίμεναν ανυπόμονοι. Αν δεν ήταν τρομακτικοί από τη φύση του ο καθένας, θα ήταν οπωσδήποτε τρομακτικοί στον αριθμό τους.
Έριξε μια πιο προσεκτική ματιά, τουλάχιστον όσο έφτανε το μάτι του και τότε παρατήρησε κάτι που του είχε διαφύγει. Ο κάθε Αρνητής δεν ήταν απαραίτητα ένα αποκρουστικό και απεχθές τέρας.
Θυμήθηκε το δικό του Αρνητή, εκείνον που είχε ξεγελάσει την πρώτη φορά που κατάφερε να ονειρευτεί συνειδητά. Δεν ήταν τρομακτικός. Τώρα που το καλοσκεφτόταν ήταν μάλλον αστείος. Ένα τέρας με φράκο δε μπορεί να χαρακτηριστεί τρομακτικό. Ένα τέρας με προσεγμένη την κάθε λεπτομέρεια πάνω του σαν να ήταν έτοιμος για τον Ετήσιο Χορό των Τεράτων ήταν μια φιγούρα βγαλμένη από τα παιδικά του όνειρα. Τότε που δημιουργούνται οι πρώτοι φόβοι.
Τι είναι αυτό που φοβούνται όλοι οι άνθρωποι? Έκανε τη σκέψη μέσα του σα ρητορικό ερώτημα. Δε θα μπορούσε να ξέρει. Δε θα μπορούσε καν να μαντέψει. Θα έπρεπε να γνωρίσει τον κάθε άνθρωπο προσωπικά για να καταφέρει να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα. Και αυτό χρειαζόταν χρόνο. Χρόνο που δεν είχε.
Πώς να διαλύσεις αυτούς τους φόβους? Σκέφτηκε, και ένα εκατομμύριο ερωτήματα τον κατέκλυσαν ταυτόχρονα. Γιατί να τους διαλύσεις? Δεν πρέπει να τους ξεπεράσουν μόνοι τους? Δεν πρέπει πρώτα να γνωρίσει ο καθένας τον εαυτό του και να ξεπεράσει το φόβο του? Είναι αυτή η αποστολή μου?
«Ετοιμάσου!» Μια σκέψη που δεν ήταν δική του άγγιξε το μυαλό του και τότε είδε το φως να πλησιάζει. Ήξερε ότι τα Περίχωρα είχαν ήδη γεμίσει από όλους τους ονειρευτές έτοιμους να ονειρευτούν όπως ποτέ πριν. Όλη η ανθρωπότητα ήταν εκεί.
Δυο φορές μέχρι τώρα ο Τζων ήταν αρκετά τυχερός για να μπορέσει να ξανακοιτάξει τη ζωή του. Η πρώτη φορά ήταν τότε που είχε αγγίξει το Φίλντισι και στη συνέχεια είχε ξεφύγει από το Φοβήτωρα και η δεύτερη φορά ήταν τότε που η Ελπίδα τον επανέφερε στη ζωή σε αυτή τη διάσταση και ξαναγεννημένος μέσα από το ποτάμι της Λήθης άγγιξε για άλλη μια φορά την Πύλη των Ονείρων.
Τώρα με όλους τους ονειρευτές στα Περίχωρα, καθισμένος κάτω από τον πλάτανο σκεφτόταν πάλι τη ζωή του και πώς είχε φτάσει μέχρι εκεί. Πώς είχε γίνει και ένας απλός πραγματογνώμονας είχε φτάσει να έχει συγκεντρωμένους όλους τους φόβους της ανθρωπότητας σε ένα καταπράσινο λιβάδι από την παιδική του ηλικία και ετοιμαζόταν να επιτεθεί ενάντια στο Σιδερένιο Πύργο του Θανάτου. Πώς είχε καταφέρει να είναι ο πρώτος από ολόκληρη την ανθρωπότητα που τον είχε βοηθήσει ο θεός Ύπνος να συσπειρώσει όλους τους ονειρευτές και τί θα μπορούσε να πει σε όλους αυτούς για να τους ενώσει ενάντια στα σχέδια του Θανάτου.
Ποιος είμαι εγώ που θα τους πω τι θα κάνουν. Κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει όπως νομίζει. Αν μπορέσω να τους πείσω δε θα διαφέρω καθόλου από αυτόν τον παρανοϊκό που θέλει να τους υποτάξει όλους στη θέλησή του. Δε μπορώ να βγάλω λόγο. Οι πολιτικοί βγάζουν λόγους και παραπλανούν. Καθοδηγούν τις μάζες για τους δικούς τους σκοπούς. Δε θα απευθυνθώ σε ανθρώπους. Θα απευθυνθώ σε ονειρευτές. Ελεύθερα πνεύματα που δεν ακούνε λόγια. Τα νιώθουν.
Η βροχή είχε δυναμώσει. Τις σκέψεις του απορρόφησε το ρυθμικό χτύπημα των σταγόνων πάνω στα φύλλα και πάνω στο υγρό πλέον χώμα. Ο αέρας σφύριζε περνώντας με φόρα από τα κλαδιά και οι τελευταίοι κεραυνοί αντηχούσαν από μακριά και άστραφταν έντονοι λίγο πριν το εκτυφλωτικό φως από το παλάτι του Ύπνου καλύψει τα πάντα.
Το φως τον χτύπησε σα τις αμαρτίες από το παρελθόν. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν για να του δημιουργήσει τύψεις αλλά για να τον λυτρώσει. Το δέχτηκε με ευχαρίστηση και αγαλλίασε.
Μια αρμονία σχηματίστηκε, ένα τραγούδι που άκουγε μόνο αυτός. Θυμήθηκε τι ήταν αυτό που τον κράτησε στη ζωή την πρώτη φορά. Το τραγούδι της Ελπίδας τον είχε ξυπνήσει από τη δύναμη της ακινησίας που του είχε επιβάλλει ο Φοβήτωρας.
Ένα τραγούδι τόσο γλυκό και ακατανόητο που όμως κατάφερε να τον συνεφέρει. Ένα τραγούδι που δεν το είχε καταλάβει με το μυαλό του. Το είχε νιώσει στην ψυχή του και ήταν το ομορφότερο πράγμα που είχε ακούσει.
Όπως την πρώτη φορά που είχε ακούσει εκείνο το cd που του είχε δώσει ένας φίλος του, το Treasure από Cocteau Twins. Δεν καταλάβαινε τους στίχους όμως μιλούσε για πράγματα που τον άγγιζαν. Όπως όταν είχε ακούσει την Ελπίδα να τραγουδάει εκείνη την εκπληκτική άρια που είχε γεμίσει όλα τα Περίχωρα και το Μεσοδιάστημα.
Το ακατανόητο τραγούδι που τον καλούσε να πάει στην αγαπημένη του που της έλειπε, που τον καλούσε να ξυπνήσει και την αγαπήσει. Ακούγοντας την Ελπίδα να τραγουδάει, η ψυχή του άκουσε όλα αυτά που ήθελε και έπρεπε να ακούσει. Πράγματα που κανένας στίχος δεν είχε τραγουδήσει μέχρι εκείνη τη μέρα. Νοήματα που όλοι οι στίχοι του κόσμου είχαν τραγουδήσει κάποτε. Ένα τραγούδι από την Ελπίδα. Τη γυναίκα της ζωής του. Τη γυναίκα που της χρώσταγε τη ζωή του. Της γυναίκας που κυοφορούσε τη Ζωή του. Της γυναίκας που μια θεά είχε παρεμβληθεί για να γνωρίσει. Τη γυναίκα που χωρίς αυτή ένιωθε αδύναμος ακόμα και σε αυτή τη διάσταση που είχε αποκτήσει δυνάμεις να ελέγχει τα όνειρα. Τώρα ήξερε.
Ένα όνειρο χρειάζεται. Ένα κοινό όνειρο να τους ενώσει. Και ένα τραγούδι. Τίποτα απ’ ότι θα μπορούσα να πω ποτέ δε θα κατάφερνε να μιλήσει κατευθείαν στην ψυχή τους καλύτερα από ένα τραγούδι. Ένα τραγούδι για την Ελπίδα. Ένα τραγούδι για τη Ζωή. Αν καταλάβουν θα ακολουθήσουν. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα κάνω μόνος μου. Αρκεί να μπορούσα να ξυπνήσω…
Το πνεύμα είναι αυτό που έχει την ανάγκη να κοιμηθεί και το σώμα είναι αυτό που νιώθει την ανάγκη να ξυπνήσει, και το σώμα του Τζων κείτονταν στο Σιδερένιο Πύργο, την τελευταία κατοικία του, με καμία επιθυμία να σηκωθεί από τον αιώνιο ύπνο.

* * *

Οι τρεις υπέρμαχοι του κρυστάλλινου παλατιού έμειναν για μια ανάσα ακίνητοι παίρνοντας θάρρος από την επιτυχία της συνεργασίας τους. Από εκεί που στέκονταν μέχρι τα όρια του ονείρου του Θανάτου, η μάχη είχε σχεδόν κριθεί και είχε γύρει προς την πλευρά τους. Μια τεράστια λωρίδα σα λεωφόρος είχε ανοιχτεί ανάμεσα στο Σιδερένιο Πύργο και το κρυστάλλινο παλάτι και σκόρπιες καταραμένες ψυχές και ονειρικά πλάσματα ακόμα μάχονταν. Στην άλλη άκρη της λεωφόρου έκανε την εμφάνισή του ο ίδιος ο Θάνατος.
Η απογοήτευση έσφιξε τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Για μια ακόμα ανάσα έμειναν παγωμένοι από το φόβο τους. Ήξεραν ότι η αντίσταση ήταν μάταιη. Τα δυο αδέρφια, αν και πιο ανθεκτικά στην καταστροφική δύναμη του Θανάτου, ήξεραν ότι δε θα ασχολιόταν με αυτούς και ότι δεν είχαν καμία ελπίδα να τον σταματήσουν.
Η Ελπίδα ένιωσε το βλέμμα του να την καρφώνει και τον είδε να πλησιάζει μεγαλοπρεπής όπως κανείς άνθρωπος δεν τον είχε δει μέχρι τότε. Πανέμορφος σαν άγγελος και με ένα δρεπάνι στο χέρι στο ύψος του Φοβήτωρα.
Το ακτινοβόλο βλέμμα του είχε κλειδώσει επάνω της και υποσχόταν μόνο καταστροφή. Τα γόνατά της λύγισαν. Η Ζωή μέσα της αναστατώθηκε αλλά παρέμεινε ψύχραιμη. «Όταν κάποτε με κοιτάξεις στα μάτια θα δεις ότι σε αγαπώ.» της είπε και αυτό την ταρακούνησε από τον τρόμο που την είχε ακινητοποιήσει.
Ο Θάνατος προχωρούσε αποφασισμένος και αγέρωχος με μεγάλες δρασκελιές και περιστασιακά έκανε μια δυο σαρώσεις με το δρεπάνι του και θέριζε καταραμένες ψυχές, ονειρευτές και ονειρικά πλάσματα που είχαν την ατυχία να βρίσκονται μπροστά του και να του κλείνουν το δρόμο.
Θέριζε ανεξαίρετα χωρίς να τον νοιάζει ούτε αν ήταν δικές του οι ψυχές, ούτε αν ήταν η ώρα του κάθε ονειρευτή να πεθάνει. Μόνο ο προορισμός τον ένοιαζε και πλέον απείχε λίγες δεκάδες μέτρα από το κρυστάλλινο παλάτι και τον στόχο του. Την Ελπίδα. Αν είχε αυτή, τότε ο Τζων θα έπεφτε επιτέλους στα χέρια του.
Ξαφνικά σταμάτησε όπως και ολόκληρη η μάχη γύρω του. Η βροχή έπεφτε αργά, οι κεραυνοί ξεσπούσαν σιωπηλοί και με μικρότερη ένταση. Στεκόταν στη μέση μιας λεωφόρου που ένωνε το Σιδερένιο Πύργο με το κρυστάλλινο παλάτι, κρατώντας το τεράστιο δρεπάνι στα χέρια του σαν τον ορισμό του τέλους, ενώ γύρω του καταραμένες ψυχές, ονειρευτές και ονειρικά πλάσματα, και ονειρευτές που είχαν καταληφθεί από καταραμένες ψυχές, είχαν πάψει να μάχονται. Το βλέμμα του γύρισε προς την κατεύθυνση του Φιλντισιού. Όπως και όλων.
Το φώς που είχε καλύψει όλη την Ενύπνια είχε φτάσει πλέον και στο Φίλντισι. Ακουμπώντας την Πύλη, που ήδη λαμποκοπούσε ακατάπαυστα από την απίστευτη ροή ονείρων που καλούσε η Ζωή να παλέψουν στο πλάι της Ελπίδας και από τα όνειρα που έφτιαχναν οι καινούριοι ονειρευτές που είχαν έρθει, το φώς συγκεντρώθηκε σε μια ακτίνα. Το Φίλντισι, για μια στιγμή που κράτησε όσο μια βαθιά ανάσα, φάνηκε να συγκεντρώνει την επιπλέον ενέργεια και εκτονώθηκε.
Το φώς διέτρεξε το Μεσοδιάστημα με την εναπομένουσα σκόνη από τα χαλαρωτικά φίλτρα της Πασιθέης και, παρασέρνοντας μια τεράστια ποσότητα από αυτή την ύλη στο πέρασμά του, χτύπησε τη σφαίρα των Περιχώρων περιλούζοντάς την με ενέργεια.
Ολόκληρη η Πύλη τώρα φώτιζε σαν τον ήλιο στο τελευταίο στάδιό του. Ένας κόκκινος γίγαντας που ολοένα και μεγάλωνε καταπίνοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Όταν το φως χτύπησε στα Περίχωρα, όλοι είδαν με μεγάλη έκπληξη την αφύπνιση των ονειρευτών.
Όλοι οι ονειρευτές που είχαν φτάσει στα Περίχωρα πλημμύρισαν από το φως που είχε ξεχυθεί από το παλάτι του Ύπνου και πλέον ολόκληρη η ανθρωπότητα ονειρευόταν συνειδητά. Ονειρικές υποστάσεις ονειρευτών κάθε ηλικίας κοιτούσαν γύρω τους συγκλονισμένοι από τη συνειδητοποίηση ότι ονειρεύονται.
Αν και ονειρεύονταν συνειδητά, τους πήρε αρκετή ώρα πριν καταλάβουν ότι έχουν βρεθεί στη μέση της μεγαλύτερης μάχης που είχε δώσει ποτέ η ανθρωπότητα. Όλοι βρίσκονταν στα άδεια όνειρά τους αποπροσανατολισμένοι και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που δοκίμασαν να προσεγγίζουν κάποιον άλλον ονειρευτή που έβλεπαν δίπλα τους ή ανακάλυψαν ότι έχουν κάποιες ιδιαίτερες δυνάμεις.
Οι περισσότεροι, για όση ώρα ο Χάροντας περπατούσε το μονοπάτι που οδηγούσε στο Σιδερένιο Πύργο, έστεκαν παραξενεμένοι και άπραγοι προσπαθώντας να καταλάβουν τι τους είχε συμβεί, από τότε που μια γλυκιά κούραση τους είχε καταβάλλει και τους είχε ρίξει για ύπνο όπου και αν βρίσκονταν.
Τη στιγμή που κατάλαβαν γιατί είχαν βρεθεί εκεί, μια γλυκιά μελωδία τους υποδέχθηκε. Μια μελωδία που θα μιλούσε στην καρδιά του κάθε ονειρευτή και θα την καταλάβαινε καλύτερα από οποιοδήποτε μήνυμα.
Ένα τραγούδι που θα ήθελαν όλοι να ακούσουν και θα τους ένωνε σε ένα κοινό όνειρο.

* * *

Μέσα στο βαθύ σκοτάδι τα βήματά του ήταν προσεκτικά. Έχοντας κάνει ένα βήμα εμπρός στο ρήγμα που ένωνε τον Τάρταρο με την Ενύπνια, εμφανίστηκε στον προθάλαμό του Σιδερένιου Πύργου. Το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος ήταν ακόμα δίπλα του.
Οι σκιές που αποτελούσαν το μέρος είχαν αποδυναμωθεί και είχαν την υφή ενός χοντρού αραχνοΰφαντου υφάσματος που εμπόδιζε την κίνηση αλλά δεν είχαν τη χειροπιαστή υφή των πλοκαμιών που είχαν αρπάξει τον Τζων. Το σώμα του μέσα στο σκοτάδι εξέπεμπε ένα ελάχιστο φως από την επιρροή της δύναμης του Ύπνου και τον βοήθησε να βρει το δρόμο για την αίθουσα του θρόνου ανάμεσα στις σκιές.
Κάτω από τον πάτο του Πηγαδιού των Ψυχών ο Χάροντας παρατήρησε τις αμέτρητες καταραμένες ψυχές που ακόμα δεν είχαν εξέλθει για να πάρουν μέρος στην κατάλυση των Περιχώρων και της Ενύπνια. Έμοιαζαν με πηχτό παχύρευστο υλικό που κάποτε μπορεί να θύμιζαν κάτι ανθρώπινο, αλλά πλέον ήταν ένα σιχαμερό συνονθύλευμα απροσδιόριστων μορφών που περιδινούνταν με μανία. Ο Χάροντας τους λυπήθηκε και αυτό το συναίσθημα τον παρακίνησε να προχωρήσει ακόμα πιο μέσα. Ήξερε ότι το μαρτύριο αυτών των ψυχών θα τελείωνε σε λίγο, μόλις κατάφερνε αυτό που είχε έρθει να κάνει.
Στην αίθουσα του θρόνου το άψυχο σώμα του Τζων κείτονταν στο παγωμένο σίδερο και έμοιαζε πραγματικά νεκρός. Με μια προσεκτική εξέταση είδε το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει σε κάτι που έμοιαζε υποτυπωδώς με αναπνοή. Χάρηκε που δεν είχε φτάσει αργά και πήρε το σώμα στα χέρια του.
Πέρα από το συνεχές μουρμουρητό των ψυχών μέσα στον Πύργο επικρατούσε μια ανησυχητική ηρεμία και προχωρώντας προς την έξοδο ήταν σίγουρος ότι ο Θάνατος θα παραμόνευε κάπου στις σκιές.
Η νευρικότητά του τον έκανε να βλέπει διάφορα να κινούνται στο σκοτάδι και προς στιγμή φοβήθηκε ότι όλα είχαν τελειώσει όταν το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος εμφανίστηκε μπροστά του ενώ νόμιζε ότι τον ακολουθούσε πίσω του. Ησύχασε όταν πλησιάζοντας την έξοδο, είδε το φως που έλουζε την ονειρική διάσταση.
«Αυτό είναι καλό» σκέφτηκε και κρατώντας το σώμα του Τζων βγήκε έξω με επιφύλαξη κάνοντας μερικά βήματα στα Περίχωρα που είχε εμφανιστεί ο Σιδερένιος Πύργος. Μόλις όμως είδε την κατάσταση που επικρατούσε, άσχετα αν τα πάντα ήταν λουσμένα στο φως, απελπίστηκε.
Αμέτρητες καταραμένες ψυχές πολεμούσαν με ονειρικά πλάσματα και ο δρόμος μπροστά του ήταν ανοικτός σα λεωφόρος και κατέληγε σε ένα άλλο παλάτι, φτιαγμένο από κρύσταλλο. Στην κορυφή των σκαλιών που οδηγούσαν στην είσοδο του παλατιού είδε τρεις φιγούρες να μάχονται εναντίον των καταραμένων ψυχών. Ανάμεσα στις τρεις φιγούρες η γυναικεία μορφή της Ελπίδας που έμοιαζε με μυθική βασίλισσα τον άφησε έκπληκτο με την ομορφιά της και με τη δύναμή της.
Κοιτώντας προσεκτικά είδε το Θάνατο να κατευθύνεται προς τα εκεί και χάρηκε που εκείνος απομακρυνόταν. Ακόμα δεν είχε τραβήξει την προσοχή κανενός και ήλπιζε να συνεχίσει απαρατήρητος.
Προχώρησε με το Τζων στα χέρια του, κρατώντας την πλάτη του κολλημένη στο Σιδερένιο Πύργο και έκανε το γύρο του οικοδομήματος προσπαθώντας να καταλάβει προς τα πού μπορεί να βρισκόταν το πνεύμα του Τζων. Όσο περπατούσε δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα Περίχωρα, τότε που είχε κοιμηθεί και είχε ξυπνήσει ως Άνδρας, ήξερε τι θα συναντούσε αλλά το θέαμα που αντίκριζε τώρα τον είχε συνεπάρει.
Όλα τα Περίχωρα ήταν λουσμένα σε ένα φως που μετά την αρχική του εκτόνωση πάλευε με ένα σκοτάδι που ανασυντάσσονταν από την κορυφή του Σιδερένιου Πύργου και παντού έπεφτε μια αργή βροχή. Οι κεραυνοί που ξεσπούσαν παντού ήταν αθόρυβοι και μετά είδε το αδιανόητο.
Όλοι οι άνθρωποι βρισκόταν εκεί και έστεκαν αδρανείς σαν αποπροσανατολισμένοι. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μετά την αφύπνισή τους είχαν ξεφύγει από το όνειρό τους και είχαν χωθεί στη μάχη. Μπορούσε να διακρίνει τα διάφορα όνειρα στα οποία είχε εμφανιστεί ο κάθε άνθρωπος αλλά δεν είχαν την κατασκευή που ήξερε. Ήταν πιο μικρά και τα όριά τους ήταν διάφανα. Σα προσωπικές ονειροσφαίρες χωρίς περιεχόμενο, όπου ο κάθε ονειρευτής μπορούσε να δει τον άλλον αν κοίταζε προσεκτικά.
Όταν εκείνος ονειρευόταν, τα όνειρά του ήταν τεράστιες εκτάσεις που περιλάμβαναν ό,τι εκείνος επιθυμούσε να ονειρευτεί και να ονομάσει.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να προχωρήσει προς το κρυστάλλινο παλάτι, εκεί που κατευθυνόταν ο Θάνατος αλλά κάτι μέσα του, του έλεγε ότι δε θα έβρισκε εκεί τον Τζων. Επίσης ήξερε ότι δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Η μάχη γύρω του μαινόταν άγρια, ο Θάνατος είχε πλησιάσει επικίνδυνα κοντά στο κρυστάλλινο παλάτι και ένιωθε έντονα ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα βρισκόταν στα Περίχωρα.
Πριν πάρει την απόφαση, το σώμα στα χέρια του ρίγησε σαν να βρισκόταν σε βαθύ ύπνο και έβλεπε ένα ανησυχητικό όνειρο. Η κίνηση του τράβηξε την προσοχή και δεν είδε ότι το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει.
Κοιτώντας ακόμα σαστισμένος τριγύρω του, προσπαθώντας να αποφασίσει που θα πάει, το πλάσμα που κάποτε ήταν ο Τρόμος έβγαλε ένα παράξενο ήχο σαν να καθάριζε τη φωνή του για να του πει κάτι.
Το πλάσμα δεν είχε πει κουβέντα από τότε που με τη βοήθεια των ψυχών ο Χάροντας είχε ξεπεράσει το φόβο του και το είχε αγκαλιάσει και είχε μεταμορφωθεί από μια μάζα απροσδιόριστου και ανείπωτου Τρόμου σε ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα χωρίς χαρακτηριστικά στο ύψος του Χάροντα.
Μόλις γύρισε το βλέμμα να δει ποιος είχε βγάλει αυτό το θόρυβο, το πλάσμα αν και δεν είχε διακριτά χαρακτηριστικά φάνηκε να χαμογελά, συνέχιζε να του κάνει νόημα να τον ακολουθήσει και με μια φωνή που φάνηκε να προέρχεται από όλο του το σώμα του είπε:
«Έλα.»
«Μιλάς?» ρώτησε παραξενεμένος
«Πλέον ναι.» απάντησε το πλάσμα.
«Πως και έτσι?»
«Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις…»
Ο Χάροντας κατάλαβε. Στα Περίχωρα ήταν που είχε μάθει και εκείνος να μιλάει. Το πλάσμα ήταν κομμάτι του. Ήταν οι φόβοι που δεν είχε αντιμετωπίσει τότε. Αν και είχε εμφανιστεί τελευταίος, ήταν ο πρώτος Αρνητής.
«Ξέρεις που πάμε?»
«Αισθάνομαι τους υπόλοιπους.»
«Εντάξει λοιπόν. Πάμε.»
Πέρασαν από διάφορα όνειρα που δεν διέφεραν καθόλου αναμεταξύ τους και εκείνο που έκανε εντύπωση στο Χάροντα ήταν ότι ήταν όλα πολύ περιορισμένα σα προσωπικές σαπουνόφουσκες και οι ονειρευτές μέσα τους στέκονταν άπραγοι και μπερδεμένοι. Περνώντας ανάμεσά τους κανείς δεν τους έδινε σημασία αν και όλοι ονειρεύονταν συνειδητά. Το σοκ για τους περισσότερους ήταν πολύ μεγάλο και ακόμα δεν είχαν συνέλθει.
Μετά από λίγο και ενώ η βροχή συνέχιζε να πέφτει σε αργή κίνηση έφτασαν στο όνειρο του Τζων όπου ήταν μαζεμένοι οι υπόλοιποι Αρνητές.
Ο Τζων είδε το παράξενο πλάσμα και τον γνώριμο επισκέπτη από μακριά αλλά δε μπορούσε ακόμα να διακρίνει ποιον κρατούσε στα χέρια του. Ένα παράξενο συναίσθημα πλημμύρισε την ονειρική του υπόσταση και ταυτόχρονα είδε το αναίσθητο σώμα από μακριά να μετατοπίζεται στα χέρια του Χάροντα.
Το πλάσμα μίλησε με βαριά φωνή και με μια προσμονή.
«Εδώ είναι…» και έδειξε τον τεράστιο πλάτανο κάτω από τον οποίο ο Τζων προσπαθούσε να συλλογιστεί τι θα κάνει με όλους τους Αρνητές πίσω του και όλη την ανθρωπότητα στα Περίχωρα, περιμένοντας να βρει τη δύναμη για να ξυπνήσει.
Καθώς πλησίασαν ο Τζων αναγνώρισε το σώμα του στα χέρια του Χάροντα αλλά δεν ένιωθε καμία έλξη προς αυτό. Ήταν σα να είχε κάνει μια αποτυχημένη και επικίνδυνη αστρική προβολή μη μπορώντας να επιστρέψει στο σώμα του. Ο Χάροντας μίλησε πρώτος.
«Ξέρεις είναι λίγο περίεργο… Τόσους αιώνες μετέφερα ανθρώπινες ψυχές και τώρα μεταφέρω ένα ανθρώπινο σώμα…» είπε ακουμπώντας προσεκτικά το σώμα με την πλάτη στον τεράστιο κορμό του δέντρου.
«Είσαι εκείνος. Ο Βαρκάρης…» είπε η ονειρική υπόσταση του Τζων κοιτώντας το σώμα του να κοιμάται.
«Ναι. Είμαι ο Χάροντας.»
«Πραγματικά ταιριαστό όνομα. Χαίρομαι που σε βλέπω.»
«Δεν είσαι ο πρώτος. Εκατομμύρια ψυχές τον πρώτο καιρό που ανέλαβα να υπηρετώ την ανθρωπότητα χαίρονταν να βλέπουν έναν άνθρωπο μετά το θάνατό τους… Μετά έγινε λίγο περίπλοκο… Αλλά… έχουμε δουλειά να κάνουμε.» είπε ο Χάροντας δείχνοντας στην ονειρική υπόσταση του Τζων το σώμα που έπρεπε να επιστρέψει.
«Βλέπω το σώμα μου αλλά δε νιώθω καμία όρεξη να ξυπνήσω…»
«Δεν είναι εύκολο να ξεγελάς το Θάνατο. Αν δε σε είχα μαζέψει θα ήσουν ακόμα εκεί χωρίς να έχει καμία διαφορά αν κοιμάσαι ή αν είσαι νεκρός.»
«Ξέρω… Ο Ύπνος είναι ο αδερφός του Θανάτου… Μα… εσύ λάμπεις. Δεν το είχα παρατηρήσει όταν σε είδα στον Τάρταρο.»
«Υπέστη και εγώ αλλαγές. Και το χρωστάω στον Ύπνο… Αυτή είναι η τελευταία μου υπηρεσία στο ανθρώπινο είδος. Δώσε μου το χέρι σου.»
Ο Τζων έδωσε το χέρι του στο Χάροντα και εκείνος με την αναζωογονητική δύναμη του Ύπνου που κουβαλούσε ακόμα μέσα του έφερε σε επαφή την ονειρική υπόσταση του Τζων και το σώμα του. Η μετάβαση δε διήρκεσε παρά λίγα δευτερόλεπτα και καθώς ο Χάροντας άρχισε να χάνει τη φωτεινότητά του ο Τζων άνοιξε τα μάτια του. Ήταν και πάλι ολόκληρος.
Ανοίγοντας τα μάτια δε θύμιζε καθόλου άνθρωπο που είχε έρθει αντιμέτωπος με το Θάνατο αλλά ένα μικρό αγόρι που ξυπνάει. Η εικόνα, του θύμισε έντονα το γιο του Χάροντα, τον Δάμ και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του.
«Ευχαριστώ…» είπε ο Τζων ξυπνώντας από έναν ύπνο που δε θα μπορούσε να ξεφύγει αν δεν ήταν ο Χάροντας.
Ο Χάροντας άφησε το χέρι του Τζων και με δάκρυα στα μάτια του απάντησε:
«Γιε μου… Κάνε ότι είναι να κάνεις. Η δουλειά μου τελείωσε. Τώρα πλέον περιμένω τη λύτρωση. Μετά από τόσα χρόνια επιτέλους θα επιστρέψω στο Χάος. Ότι και να συμβεί να ξέρεις ότι δεν έχεις αποτύχει…»
Ο Τζων κοίταξε για λίγο το Χάροντα με τη μορφή του γέροντα και ήξερε μέσα του ότι είναι και εκείνος άνθρωπος. Ένας άνθρωπος σαν τον εαυτό του και όχι κάποιος ονειρευτής. Η απορία στο βλέμμα του για το πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κι άλλος άνθρωπος σε αυτή τη διάσταση δεν κρύφτηκε και πριν προλάβει να ρωτήσει, ο Χάροντας συνέχισε:
«Ήμουν άνθρωπος και είμαι και πάλι. Αλλά δεν έχουμε ώρα για εξηγήσεις…» το χέρι του σηκώθηκε και του έδειξε τους Αρνητές πίσω του.
«Αυτούς θα τους αναλάβω εγώ…» είπε κοιτάζοντας με νόημα τον Αρνητή του.
Ο Τζων έριξε μια ματιά τριγύρω και συνειδητοποίησε την κατάσταση στο σύνολό της. Το όνειρό του ήταν γεμάτο ακόμα με τους φόβους όλης της ανθρωπότητας, τους Αρνητές, μακριά μπροστά του στο κρυστάλλινο παλάτι, τα δυο αδέρφια και η αγαπημένη του Ελπίδα με την αγέννητη κόρη του τη Ζωή, θα έρχονταν αντιμέτωποι με το Θάνατο και παντού στα Περίχωρα είχαν εμφανιστεί όλοι οι ονειρευτές που ονειρεύονταν συνειδητά.
Κοίταξε ψηλά την αργή βροχή που έπεφτε και τις καταραμένες ψυχές που συνέχιζαν να εξέρχονται από την κορυφή του Σιδερένιου Πύργου και να εξαπλώνουν το σκοτάδι που αποτελούσε το είναι τους.
Κοίταξε τους ανθρώπους, τους Ονειρευτές, να στέκουν παραξενεμένοι όπως και ο ίδιος. Κοίταξε τη μάχη που έδιναν τα ονειρικά πλάσματα και λυπήθηκε όταν τα είδε να χάνονται. Το στομάχι του σφίχτηκε.
Τι κι αν είχε καταφέρει να φτιάξει όνειρα? Τι κι αν είχε καταφέρει να κοιμηθεί χωρίς τη βοήθεια του Ύπνου. Τι κι αν είχε νικήσει το χειρότερο εαυτό του? Ήταν ακόμα ο Τζων Ντέραμ. Ένας άντρας ερωτευμένος με την κοπέλα του την Ελπίδα. Ένας άνθρωπος. Ένας Ονειρευτής. Αλλά δεν ήταν ο μόνος.
Ο Χάροντας δίπλα του κατάλαβε τι σκεφτόταν. Τον άγγιξε στον ώμο και του χαμογέλασε στοργικά.
«Ακόμα φοβάσαι?»
«Είναι στη φύση μας…»
«Σωστά. Αλλά έχουμε και τη δύναμη να ξεπερνάμε το φόβο.»
«Ναι. Αλλά όχι να νικήσουμε και το Θάνατο.»
«Δε χρειάζεται. Ο φόβος του είναι αυτό που μας αποδυναμώνει μπροστά του.»
«Είχα σκοπό να τραγουδήσω ένα τραγούδι για τη Ζωή και την Ελπίδα… Πιστεύεις θα το ακούσουν?»
«Τραγούδα και θα ακούσουν. Με ένα νανούρισμα μεγαλώσαμε όλοι. Και όσοι δεν είχαν αυτή την τύχη θα το επιθυμούν ακόμα περισσότερο…»
«Ευχαριστώ και πάλι.»
«Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω για το γιό μου…»
«Το γιο σου?»
«Είμαι ο Χάροντας, ίσως με έχεις ακούσει και σαν Άνδρα και είσαστε όλοι σας παιδιά μου… Ρώτα τον Ύπνο όταν όλα τελειώσουν και θα σου εξηγήσει.»
«Και αν τελειώσουν άσχημα?»
«Τότε θα τα ξαναπούμε όταν επιστρέψουμε ξανά.»
«Αν νικήσει ο Θάνατος δεν υπάρχει επιστροφή…»
«Τότε δε θα νικήσει.» Του είπε και του έκλεισε το μάτι πονηρά.
Ο Τζων αναθάρρησε από τη συνομιλία του με το Χάροντα και τώρα πλέον που δεν ήταν ένα πνεύμα σε ένα όνειρο αλλά ολοκληρωμένος άνθρωπος, μπορούσε να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις που είχε αποκτήσει σε αυτό το μέρος και τις δυνατότητες που είχε από πριν.
Δεν ήταν καλός τραγουδιστής και πολλές φορές είχε σκεφτεί να μάθει να παίζει κάποιο όργανο, αλλά για κάποιο λόγο δεν είχε προσπαθήσει ποτέ αληθινά.
Τώρα βρισκόταν σε μια διάσταση που μπορούσε να φτιάξει μουσική με τη σκέψη του και αυτό ήταν υπέροχο. Μετά χρειαζόταν τα πνευμόνια του και τις φωνητικές του χορδές.
Πήρε μια βαθιά ανάσα.