μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

 

 

 

«Πρέπει να πιστεύουμε στην ελεύθερη βούληση.
Δεν έχουμε άλλη επιλογή.»

Ιsaac Bashevis Singer, 1902-1991, Συγγραφέας

Η οργισμένη του φωνή αντήχησε σε ολόκληρο τον Τάρταρο. Κάθε αθόρυβος κεραυνός που ξεσπούσε φαινόταν να κουβαλάει μαζί του την ηχώ από τα τελευταία του λόγια. Κάθε κεραυνός και κάθε ριπή μανιασμένου αέρα μετέφερε απ’ άκρη σ’ άκρη της Κοιλάδας των Νεκρών την τελευταία πρόσκληση και απειλή του.
«Έλα θνητέ! Το τέλος σου σε περιμένει!»
Το σκοτάδι φαινόταν να έχει πυκνώσει τόσο που θα μπορούσε να πνιγεί κάποιος μέσα του και ο αέρας είχε τη δύναμη να ξεριζώσει τα βράχια από το έδαφος. Μέσα στην οργή που τον είχε αναλώσει και του θόλωνε το βλέμμα, για μια στιγμή του φάνηκε πως μια τεράστια μάζα από βράχους είχε ξεκολλήσει από το έδαφος και ερχόταν κατά πάνω του. Έμεινε να κοιτάζει για λίγο απορημένος, μέχρι που ο θυμός του τον άφησε και η αυτοκυριαρχία του είχε επιστρέψει, όταν είδε πως αυτός ο τεράστιος όγκος που κινείτο προς το μέρος του, ήταν γνωστός.
Οι κεραυνοί που ξεσπούσαν ολόγυρά του και φώτιζαν το εντυπωσιακό του περίγραμμα, έκαναν την τεράστια φιγούρα αναγνωρίσιμη από απόσταση. Όχι ότι υπήρχε περίπτωση να μπερδέψει κανείς αυτό τον κινούμενο όγκο από μυς και νεύρα για κάποιον άλλον εκτός από το Φοβήτωρα.
Ο πρώην άρχοντας του φόβου και νυν υπηρέτης του πραγματικού φόβου που μαστίζει όλη την ανθρωπότητα, πλησίαζε αργά, σχεδόν βαριεστημένα, κάνοντας τον αφέντη του να λυσσά από ανυπομονησία.
Όταν πλησίασε αρκετά κοντά, το πρόσωπο του Θανάτου πήρε την έκφραση κάποιου που έβλεπε το Λάζαρο να επιστρέφει από τους νεκρούς, αφού δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο υπηρέτης του ερχόταν με άδεια χέρια.
Ο Φοβήτωρας ήρθε και στάθηκε μπροστά από το Θάνατο και το βλέμμα του τα μαρτυρούσε όλα. Την αδιαφορία του για τις επιπτώσεις της ανικανότητάς του να φέρει σε πέρας μια απλή αποστολή. Την πικρία του για το γεγονός ότι πλέον το είχε πάρει απόφαση ότι η επιστροφή στην Ενύπνια ήταν αδύνατη. Την απογοήτευσή του για τον ξεπεσμό του. Το μίσος του για το Τζων και όλη την ανθρωπότητα.
Αυτό το τελευταίο συναίσθημα που δέσποζε στα μάτια του και η πληγή στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς, ήταν αυτά που κέντρισαν το ενδιαφέρον του Θανάτου και τον συγκράτησαν από το να ξεσπάσει όλο του το θυμό πάνω στο τερατώδες υποχείριό του.
Τον υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο εξίσου επικίνδυνο με το αγαπημένο του δρεπάνι. Το θανατηφόρα όμορφο πρόσωπο του Άρχοντα των Νεκρών διαστρεβλώθηκε σε μια μάσκα εγκαρδιότητας κάποιου παράφρονα.
«Φοβήτωρα… Φαίνεσαι… Άδειος…»
«Είμαι.»
«Ο θνητός?»
«Απέτυχα. Τέλειωνε το τώρα. Απάλλαξέ με, με όποιο τρόπο θες…»
«Δε νομίζω Φοβήτωρα… Να απαλλαγώ από το μοναδικό μου σύμμαχο σε αυτή τη μεγαλειώδη προσπάθεια να φέρουμε τον Κύκλο σε μια νέα Ισορροπία? Άλλωστε άλλη ήταν η συμφωνία μας…»
«Ο θνητός είναι ακόμα ζωντανός… Και οι Όνειροι ξέρουν…»
«Τι ξέρουν οι Όνειροι? Τι εννοείς “ζωντανός”?» Ο Θάνατος προσπαθούσε πολύ να συγκρατεί την έμφυτη τάση του να αποτελειώνει κάθε ζωή και αντιμετώπιζε το Φοβήτωρα με όση υπομονή του είχε προσδώσει η αιώνια ύπαρξή του.
«Δε βρήκα μόνο την ψυχή του στον Τάρταρο… Ήταν ολόκληρος… Σώμα και πνεύμα… Και ο Μορφέας με τον Ίκελο τον πήραν μέσα από τα χέρια μου…»
«Πως?!» Η μάσκα της προσποίησης έπεσε απότομα από το προσωπείο του Θανάτου, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα την έκπληξή του και τη μανιασμένη οργή που κρυβόταν από πίσω. Ένας κεραυνός ξέσπασε πάνω από το κεφάλι του στεφανώνοντας τον. Ο Φοβήτωρας ένιωσε το σώμα του να εξασθενεί ραγδαία.
«Εξηγήσου Φοβήτωρα… Αλλιώς ορκίζομαι εγώ στη Στύγα ότι θα παραμείνεις εκεί μέχρι το άφθαρτο σώμα σου να λιώσει!»
Το Φοβήτωρα πλέον δεν τον άγγιζε καμία απειλή. Ο πόνος της απώλειας δε συγκρινόταν με κανένα πόνο που μπορούσε να του προκαλέσει ο Θάνατος. Με μια υποψία ενός αδιόρατου μειδιάματος στο τεράστιο τετράγωνο πρόσωπό του, σαν το χαμόγελο της Τζοκόντα στα χείλη ενός μεγαλιθικού μνημείου στο νησί του Πάσχα, του απάντησε αδιάφορα.
«Ξέρω πως μοιάζει μια ψυχή… Και αυτός δεν ήταν απλά μια ψυχή. Δεν τον βρήκα στην προβλήτα του Βαρκάρη. Τώρα πρέπει να είναι κάπου ασφαλής στην Ενύπνια.»
Ο Θάνατος έμενε όλο και πιο έκπληκτος σ’ αυτά που άκουγε. Ο πρώτος που είχε φτάσει στον Τάρταρο σώμα και πνεύμα, βρισκόταν στην υπηρεσία του αιώνες τώρα. Ο Βαρκάρης, ο πρώτος νεκρός, ήταν ο μόνος που είχε αναληφθεί από τη διάσταση της Γης και ήταν πλέον αυτός που φρόντιζε να καλεί κοντά του τις ψυχές των ομοίων του για να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους.
Από τότε ελάχιστοι άνθρωποι είχαν καταφέρει να φτάσουν στον Τάρταρο και ακόμα λιγότεροι είχαν φτάσει στα Χάλκινα Τείχη. Την εποχή των ηρώων, πριν ακόμα φτιαχτεί ο Κέρβερος, ήταν ελάχιστοι αυτοί που είχαν ταξιδέψει σε αυτή τη διάσταση και όλοι το είχαν μετανιώσει. Κανείς όμως δεν είχε πατήσει στην Ενύπνια ποτέ!
Αυτό σήμαινε ότι αν ήθελε πλέον την ψυχή του Τζων θα έπρεπε να πάει ο ίδιος στη γη του αδερφού του και να τον διεκδικήσει ανοιχτά. Μπορούσε να κόψει το νήμα της ζωής κάποιου θνητού που είχε έρθει η ώρα του στη Γη, από το Σιδερένιο Πύργο και να περιμένει την ψυχή του να φτάσει εκεί. Στην Ενύπνια όμως, έπρεπε να πάει ο ίδιος να τον πάρει.
Η οργή μέσα του φούντωνε ξανά, σα λάβα από ηφαίστειο που ξυπνά.
«Έλα Φοβήτωρα. Πρέπει να μου πεις λεπτομέρειες. Πάμε στο Σιδερένιο Πύργο να μιλήσουμε με την ησυχία μας. Εδώ ο καιρός έχει αγριέψει.»
Μια ριπή δυνατού αέρα που είχε σηκώσει πέτρες και χώμα στο πέρασμά του, παρέσυρε και τη φωνή του που ήταν καθησυχαστική και ψιθυριστή. Σαν τις διαβεβαιώσεις ενός δολοφόνου ότι “όλα θα πάνε καλά”.

* * *

Τα ορθάνοιχτα μάτια του Ίκελου περιέγραφαν με τον πιο γλαφυρό τρόπο το θαυμασμό και το δέος που ένιωθε καθώς εισερχόταν στο όνειρο της Ελπίδας, το οποίο τον είχε απορροφήσει τόσο που δεν είχε αντιληφθεί ότι προχωρούσε προς αυτό με επίσης ανοιχτό στόμα.
Αυτό που η συνείδηση με το όνομα Ζωή είχε κατασκευάσει για την μητέρα της, ξεπερνούσε σε μεγαλείο ακόμα και το παλάτι του Ύπνου. Το όνειρο που είχε φτιάξει ο Ίκελος και είχε μετασχηματίσει η Ζωή αφού αυτό είχε περάσει από την Πύλη των Ονείρων, πράγμα που πρώτη φορά γινόταν από οποιονδήποτε, ήταν από τις πιο σπουδαίες κατασκευές που είχε δει ποτέ του ο Ίκελος.
Δεν ήταν μόνο η λάμψη και η δύναμη που εξέπεμπε αυτό το όνειρο, χαρίζοντας στα κοντινά όνειρα ένα λαμπερό φως και κάνοντάς τα ακόμα πιο θαυμαστά απ’ ότι οι ονειρευτές τους τα είχαν ζητήσει. Ήταν και η αρτιότητα της κατασκευής του ονείρου. Ο Ίκελος βρισκόταν μπροστά στην πιο μεγαλειώδη ονειρική κατασκευή που είχε δει ποτέ του. Όλο αυτό το υπέροχο δημιούργημα φαινόταν να πάλλεται σε ένα σταθερό ρυθμό ακτινοβολώντας.
Περνώντας τα όρια του ονείρου διασχίζοντας ένα πέπλο ομίχλης που έμοιαζε να καλύπτει κάποια μυθική νεραϊδοχώρα, βρέθηκε σε έναν απέραντο κήπο όπου Σφίγγες, Κένταυροι, Αρπυϊες, Βασιλίσκοι, Δράκοι και Μαντίκορες, πολύχρωμες φτερωτές νεράιδες, ζώα ντυμένα με ανθρώπινα ρούχα, νάνοι των παραμυθιών αλλά και των μύθων, ξωτικά και άλλα τόσα μυθικά πλάσματα συγχρωτίζονταν εκεί, σα να περίμεναν να παρελάσουν μπροστά από τη βασίλισσα του παλατιού.
Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε αυτό τον κήπο των θαυμάτων θύμιζε γιορτή και ήταν ηλεκτρισμένη σαν από την προσμονή ενός εξαιρετικού γεγονότος.
Ο κήπος έσφυζε από ζωή από όλα τα θαυμαστά όντα της Ενύπνια που περπατούσαν και πετούσαν τριγύρω και ήταν διακοσμημένος με χάρη και εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια. Κάθε λουλούδι, κάθε δέντρο, κάθε τι που συμπλήρωνε το ονειρικό σκηνικό της γιορτής ήταν προσεγμένο και τοποθετημένο με τη μέγιστη συμμετρία και αρμονία με όλα όσα βρίσκονταν εκεί, δημιουργώντας έναν ύμνο στη δύναμη της Ζωής.
Το παλάτι που βρισκόταν στο μέσον όλων, ξεπερνούσε σε μεγαλοπρέπεια τους μύθους αλλά υπήρχε μια απλότητα στην κατασκευή του, καθώς τίποτα δεν έμοιαζε περιττό, και η ενσωμάτωσή του στο φυσικό τοπίο, το έκανε να μοιάζει με δημιούργημα της ίδιας της Μητέρας Φύσης.
Ένα δάσος από πανύψηλες οξιές, επιβλητικούς πλάτανους που έμοιαζαν αρχαίοι, μουριές, καστανιές και όλων των ειδών τα δέντρα, πλαισίωνε το παλάτι το οποίο έμοιαζε να έχει κατασκευαστεί αγκαλιάζοντάς τα.
Τα πάντα φαίνονταν να είχαν ενσωματωθεί αρμονικά στην εκπληκτική κατασκευή και να διαπερνάνε ενίοτε το υλικό του παλατιού, που ήταν από χρωματιστό γυαλί, τραχιά πέτρα και διάφανη πορσελάνη που ενώνονταν τέλεια μεταξύ τους και με το ξύλο των κορμών. Τα πράσινα φύλλα του δάσους καθρεφτίζονταν στις γυαλιστερές επιφάνειες του παλατιού και το έκαναν να μοιάζει ζωντανό, χρωματίζοντάς το με όλες τις δυνατές αποχρώσεις του καφέ και του πράσινου.
Ο Ίκελος καθώς προσπερνούσε τα μυθικά όντα του κήπου, κοίταξε τον ουρανό και κατάλαβε για ποιο λόγο το όνειρο φαινόταν να πάλλεται. Την ηλιόλουστη μέρα διαδεχόταν με γρήγορους ρυθμούς μια έναστρη νύχτα φωτεινή και αυτή με μια επιβλητική πανσέληνο. Στον πρωινό ουρανό το φως του ήλιου διαπερνούσε περαστικά σύννεφα, ενώ το νυχτερινό ουρανό έσχιζαν πεφταστέρια δημιουργώντας μια οπτική πανδαισία που κρατούσε την ένταση του φωτός σε ένα επίπεδο που δεν κούραζε το μάτι.
Συνεχίζοντας προς την είσοδο του παλατιού, ένιωθε έντονη την γυναικεία παρουσία και ενώ ήξερε από πριν ότι εκεί θα βρει την Ελπίδα, αυτή η θηλυκότητα ήταν σχεδόν χειροπιαστή πλέον, με κάθε βήμα σε αυτό το πρωτόγνωρο όνειρο.
Ήταν η υπέροχη μυρωδιά των λουλουδιών που είχαν κατακλύσει το όνειρο? Ήταν η χάρη με την οποία κινούνταν στο χώρο τα διάφορα μυθικά όντα και τα βλέμματα όλο αγνή περιέργεια ή προσποιητή αδιαφορία που του έριχναν καθώς τα προσπερνούσε? Ήταν οι υπέροχες καμπύλες που σχημάτιζαν οι τρούλοι και οι πύργοι του παλατιού? Ήταν η αιθέρια μακρινή μελωδία σαν να χτυπούσαν κοχύλια σε ξυλόφωνο που γέμιζε το χώρο ακαθόριστα? Το μέρος ήταν γεμάτο από μια θηλυκότητα που γνωστοποιούσε την παρουσία της σε κάθε τι μέσα στο όνειρο.
Φτάνοντας στο παλάτι, ο Ίκελος περιμένοντας να δει την Ελπίδα, είδε κάτι που τον εξέπληξε ακόμα περισσότερο.
Στην κορυφή των σκαλιών που οδηγούσαν στην είσοδο του παλατιού, που έμοιαζε σαν την ίδια την Πύλη των Ονείρων, είδε την αρχόντισσα του ονείρου να στέκεται λαμπερή και δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει.
Μπροστά της ωχριούσαν όλες οι βασίλισσες που είχε γνωρίσει ποτέ του, εκτός ίσως από τη μητέρα του, και καθώς του έγνεφε να την ακολουθήσει στο εσωτερικό με ένα ζεστό χαμόγελο όλο νόημα, παραπάτησε ανεβαίνοντας.
Η βασίλισσα έκρυψε το γέλιο της με τα δάχτυλά της, που έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από την ίδια εύθραυστη πορσελάνη που ήταν φτιαγμένο και το παλάτι. Τα μαύρα, σαν την έναστρη νύχτα, σπαστά της μαλλιά ξεχύνονταν γεμάτα δύναμη προς τα κάτω και αγκάλιαζαν το λευκό της φόρεμα που έμοιαζε να είναι κεντημένο από πουλιά και άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και τα χέρια της, που άστραφταν με την απαλότητα των ροδοπέταλων. Ένα στέμμα στόλιζε το κεφάλι της φτιαγμένο από φύλλα δέντρων, πολύχρωμα λουλούδια και φύλλα χρυσού και ασημιού, δεμένα περίτεχνα με ένα μισό ήλιο και ένα μισοφέγγαρο που συμπλήρωναν το ένα το άλλο και δέσποζαν στην κορυφή.
Μπήκε στο παλάτι ακολουθώντας τη βασίλισσα που κινείτο με απαράμιλλη γοητεία προς το θρόνο της και καθώς προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά φτάνοντας στην αίθουσα του θρόνου, η αίσθηση μιας δεύτερης γυναικείας παρουσίας γινόταν όλο και πιο δυνατή. Ο Ίκελος είχε την εντύπωση πως δεν ήταν η Ελπίδα που εξέπεμπε αυτή την ενέργεια αλλά ο κατασκευαστής του μέρους. Η Ελπίδα κάθισε στο θρόνο της και πρόσφερε στον Ίκελο μια πολυθρόνα που ήταν στημένη ένα σκαλί παρακάτω.
«Καλώς ήρθες ξένε. Τι σε φέρνει στο παλάτι μου?»
Ο Ίκελος προσπαθούσε να καταλάβει αν η Ελπίδα ονειρεύεται συνειδητά και έχει επίγνωση του πού βρίσκεται ή αν ζούσε ένα όνειρο που είχε φτιάξει η Ζωή για εκείνη.
«Ήρθα να σας γνωρίσω μεγαλειότατη. Εσάς και τον κατασκευαστή αυτού του υπέροχου μέρους. Το όνομά μου είναι Ίκελος.» Στην αναφορά στον κατασκευαστή το παλάτι φάνηκε να τρεμόπαιξε σε ένα αιθέριο επίπεδο και μέσα από τα βιτρό που διακοσμούσαν την αίθουσα φάνηκε να μπαίνει ένα κοκκινωπό φως.
«Χάρηκα για τη γνωριμία Ίκελε. Είμαι η Ελπίδα. Είμαι η βασίλισσα αυτού του μέρους ή μάλλον… είμαι αυτή που έκαναν βασίλισσα αυτού του μέρους…» Η Ελπίδα κοίταξε χαμογελώντας προς τα κάτω, στο μέρος που είχε σταυρώσει τα χέρια της στην κοιλιά της και την χάιδεψε ελαφρά δείχνοντας να αναγνωρίζει ότι η αγέννητη Ζωή ήταν εκείνη που είχε διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό αυτό το όνειρο.
«Πείτε μου μεγαλειοτάτη, γνωρίζετε που βρίσκεται αυτό το μέρος που είμαστε τώρα?»
Η Ελπίδα έκλεισε τα μάτια και για ακόμα μια φορά οι τοίχοι του παλατιού ρίγησαν. Η Ελπίδα γέλασε.
«Η κόρη μου, μου λέει ότι βρισκόμαστε στην Ενύπνια και δεν έχω λόγο να μην το πιστέψω.»
«Μα βασίλισσά μου αυτό είναι εκπληκτικό!»
«Το ξέρω αλλά από τότε που γνώρισα τον Τζων όλο εκπληκτικά πράγματα συμβαίνουν. Α και λέγε με Ελπίδα… Το παλάτι το έφτιαξε η Ζωή για να με ευχαριστήσει. Δεν μπορούσα να της φέρω αντίρρηση. Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει λίγο…» του είπε αφήνοντας ένα ντροπαλό γέλιο και συνέχισε. «…Πες μου για σένα και αυτό το μέρος Ίκελε.»
«Ελπίδα…Δε σου έχει μιλήσει ο Τζων για την Ενύπνια?»
«Μου έχει πει κάποια πράγματα στο τελευταίο όνειρο που ήμασταν μαζί. Στο όνειρο που συνέλαβα τη Ζωή και που ο Τζων μου είπε τα δυσάρεστα νέα της αποστολής του, αλλά θέλω να μάθω λεπτομέρειες.»
«Ωραία λοιπόν. Θα σου πω όλα όσα θες να μάθεις, αλλά πρώτα πρέπει να σου πω γιατί ήρθα εδώ. Ήρθα εδώ για να σε προειδοποιήσω Ελπίδα. Ο Τζων πάει να συναντήσει το Θάνατο, αλλά έχουμε σοβαρές υποψίες ότι ο επόμενος στόχος του, άσχετα πως θα πάει η συνάντηση με τον Τζων, θα είσαι εσύ.»
«Έχουμε?»
«Ο αδερφός μου ο Μορφέας και εγώ.»
«Ναι… κάτι μου είχε πει ο Τζων για εσάς. Ξέρεις που βρίσκεται ο Τζων τώρα?»
«Ο Τζων… ξεκίνησε για τον Τάρταρο αμέσως μετά την τελευταία σας συνάντηση και πολύ φοβάμαι ότι τώρα θα έχει ήδη φτάσει στον προορισμό του. Βλέπεις, είναι καιρός τώρα που σε περίμενα να ξαναέρθεις.»
«Ώστε έφυγε… Και δεν μπορούσατε να κάνετε κάτι για να τον βοηθήσετε? Αυτός αποφάσισε να πάει να συναντήσει το Θάνατο και εσείς απλά το δεχτήκατε?»
«Ότι ήταν στο χέρι μας να κάνουμε, το κάναμε. Ο αδερφός μου είναι ήδη στον Τάρταρο και θα προσφέρει τη βοήθειά του με όποιο τρόπο μπορεί. Κάποια πράγματα όμως δεν είναι στο χέρι μας, ακόμα και αν είμαστε οι άρχοντες αυτού του κόσμου. Οι αποφάσεις που παίρνετε εσείς οι θνητοί, έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο απ’ ότι νομίζετε στη δική μας διάσταση.
»Αλλά για πες μου όμως πως κατάφερες και έκανες συνειδητό ονείρεμα? Που είναι ο Αρνητής σου?»
«Ο Τζων τον έδιωξε στο προηγούμενο όνειρο που ήμασταν μαζί και ξέρω ότι είμαι σε όνειρο γιατί κατάλαβα και τη Ζωή μέσα μου να κοιμάται μαζί μου… Δε μπορώ να στο εξηγήσω. Έπεσα για ύπνο και ήξερα ότι ταυτόχρονα με μένα η Ζωή μέσα μου έπεφτε και εκείνη για ύπνο. Όταν βρήκα τον εαυτό μου ξανά σε αυτή τη διάσταση, ήταν η Ζωή που μου είπε που βρισκόμαστε και με αφύπνισε.»
«Δεν σε παραξενεύει που το αγέννητο μωρό σου επικοινωνεί μαζί σου?»
«Όχι τόσο όσο ότι τη συνέλαβα κάνοντας έρωτα με το πνεύμα μου σε μια άλλη διάσταση και το σώμα μου αλλού. Η Ζωή άρχισε να μου μιλάει όταν φτάσαμε εδώ.
»Στη Γη δε νιώθω και πολλά, ίσως ότι νιώθει και μια οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη θέση μου. Απλά σήμερα για πρώτη φορά κατάλαβα ότι κοιμηθήκαμε μαζί και φτάσαμε μαζί εδώ. Ξέρω ότι είναι αυτή που επηρέασε αυτό το όνειρο και δε μπορώ να μη παραδεχτώ ότι αισθάνομαι κολακευμένη που η κόρη μου με θέλει βασίλισσα, ούτε το πόσο με έχει αφήσει έκπληκτη όλη αυτή η κατασκευή, απλά πλέον όλα μου φαίνονται πιθανά.»
Ο Ίκελος έμεινε για λίγο σκεπτικός. Το παιδί είχε τεράστια δύναμη και δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Επίσης είχε συλληφθεί στα Περίχωρα και αυτό ήταν ακόμα πιο εκπληκτικό από την εμφάνιση του Τζων στην Ενύπνια. Η μητέρα της, ήταν… Ήταν απλά υπέροχη.
Κοίταξε την Ελπίδα στα μάτια και ήταν τόσο σοβαρός όσο ο αδερφός του.
«Ελπίδα…Αν κρίνω από αυτό το όνειρο που έφτιαξε, τον τρόπο της σύλληψής της, την ομορφιά της μητέρας της και το μοναδικό ονειρευτή που έχει για πατέρα, τότε η Ζωή που κουβαλάς μέσα σου είναι με βεβαιότητα ότι πιο σημαντικό έχει περάσει ποτέ από την Ενύπνια.»
Η Ελπίδα για άλλη μια φορά χαμογέλασε και έτριψε απαλά τη φουσκωμένη της κοιλίτσα.
«Η Ζωή δεν το πιστεύει αυτό. Πιστεύει ότι υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από την ίδια, από μένα και τον Τζων στην Ενύπνια.»
«Όπως?»
«Η ίδια η Ενύπνια και τα όνειρα που αυτή περιέχει. Αν αυτό το μέρος πάψει να υπάρχει ότι και να κάνει η Ζωή θα είναι μάταιο. Ξέρει τις δυνάμεις που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της, αλλά ακόμα δεν μπορεί να τις χρησιμοποιήσει…»
«Για αυτό το λόγο ο Τζων πήγε στο Θάνατο. Πιστεύει ότι αν τον αντιμετωπίσει προσωπικά, ίσως μπορέσει να μάθει τα σχέδιά του για την Ενύπνια και την ανθρωπότητα και θα προσπαθήσει να τα αποτρέψει. Ο Μορφέας ο αδερφός μου, όπως σου είπα είναι εκεί μαζί του κρυφά για να τον βοηθήσει όπως μπορεί και εγώ ήρθα εδώ για να σε προειδοποιήσω.
»Πρέπει να προσέχεις και εσύ Ελπίδα. Ότι και να γίνει με τον Τζων εσύ πρέπει να προσέχεις για σένα και για το παιδί σου. Ίσως ότι ξεκινήσει αυτός, να μπορέσει να το τελειώσει μια μέρα η Ζωή.»
«Μπορεί και να έχεις δίκιο. Αλλά πως μπορώ να προστατευτώ αν ο Θάνατος αποφασίσει να με κυνηγήσει?»
«Ο Θάνατος δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Δεν αποφασίζει αυτός πότε κάποιος θα πεθάνει. Με τον Τζων ήταν διαφορετικά. Είχε στρατολογήσει τον άλλο αδερφό μας, το Φοβήτωρα που φτιάχνει τους εφιάλτες, και προσπαθούσε να σκοτώσει το Τζων ύπουλα.
»Έψαχνε καιρό να τον βρει κάνοντας βόλτες στην Ενύπνια και πολλοί ονειρευτές πέθαναν μόνο από την παρουσία του στα όνειρά τους, μέχρι να τον βρει. Δεν έπαιρνε ψυχές τυχαία. Έψαχνε πιθανούς υποψήφιους που θα ανέπτυσσαν τις ικανότητες που έδειξε ο Τζων στο συνειδητό ονείρεμα και κάνοντας ένα πέρασμα από το όνειρό τους, εκείνοι οι άτυχοι ονειρευτές του πρόσφεραν την ψυχή τους οικειοθελώς ή από αδυναμία.»
«Και αν ο Θάνατος σκεφτεί κάτι άλλο για να με εξοντώσει? Όπως με το Τζων και τους εφιάλτες, έτσι μπορεί να βρει έναν έμμεσο τρόπο να με βγάλει από τη μέση.»
«Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το θέμα είναι ότι εδώ μπορούμε να σε κρατήσουμε ασφαλή. Θα φτιάξουμε όνειρα, με τη βοήθεια της Ζωής και δε θα μπορεί ο Θάνατος να σε βρει τόσο εύκολα. Στη Γη πρέπει να είσαι σχετικά προσεκτική…»
«Αν κάποιος άλλος δεν είναι προσεκτικός?»
«Αυτό είναι που φοβάμαι. Ο Θάνατος φαίνεται να έχει αρχίσει να παραβαίνει κανόνες και όπως χρησιμοποίησε το Φοβήτωρα από αυτή τη διάσταση, ίσως βρει κάποιον να παραπλανήσει από τη Γη για τους σκοπούς του…
»Από την άλλη αν μιλάς για τα ατυχήματα, αυτά είναι θέμα δυνάμεων μεγαλύτερων από τις δικές μας. Ξέρεις, όποτε κάποιος έχει πάρει στο θάνατο ψυχές μαζί με τη δικιά του, είναι γιατί αυτές οι ψυχές έπρεπε να συναντηθούν σε αυτές τις συνθήκες. Είναι περίπλοκο.
»Όπως και η γνωριμία σου με το Τζων… Κάποια πράγματα πρέπει να γίνουν. Κάποιοι έχουν αποφασίσει για αυτά, είτε θεοί είτε θνητοί. Πάντα είναι οι αποφάσεις που παίρνουμε που καθορίζουν το μέλλον μας. Παντού εκτός από εδώ.
»Εδώ δεν υπάρχει ο χρόνος και έτσι ότι αποφάσεις πάρουμε εδώ δεν είναι δεσμευτικές για τίποτα. Εδώ τα πάντα μπορούν να αλλάξουν και σίγουρα ένα παραπάνω με αυτό που είδα σήμερα με τη Ζωή να αλλάζει το όνειρο που είχαμε φτιάξει μαζί…
»Το αίτιο και το αιτιατό έχουν νόημα μόνο στις διαστάσεις που είναι απαραίτητος ο χρόνος. Εδώ όμως τα πάντα μπορούν να συμβούν και τίποτα δεν έχει σημασία. Έτσι έχω και εγώ, ίσως περισσότερο από τους υπόλοιπους στην οικογένειά μου, πίστη στην απόφαση του Τζων να συναντήσει το Θάνατο.
»Την απόφαση την πήρε στο παλάτι του Ύπνου. Ίσως την είχε πάρει από τη στιγμή που γεννήθηκε, ίσως και όχι. Το θέμα όμως είναι ότι σίγουρα κάποτε θα συναντούσε το Θάνατο. Το ότι το αποφάσισε εδώ μου δίνει την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει και θα καταφέρει να αντισταθεί έστω και λίγο στα σχέδια του Θανάτου.»
Η Ελπίδα άκουγε με προσοχή τα λόγια του Ίκελου και όση ώρα εκείνος μίλαγε, εκείνη κρατούσε με στοργή την κοιλιά της και έριχνε κλεφτές ματιές χαμηλά.
Η Ζωή μέσα της, συμφωνούσε και ήξερε και εκείνη αρκετά για να καθησυχάσει τη μητέρα της σχετικά με τις δυνάμεις του Θανάτου. Όσο ο Θάνατος είχε να κάνει με τον κόσμο των νεκρών, τόσο η Ζωή ήξερε ότι ήταν να ξέρει για τη ζωή.
Ήξερε ότι όσο ο Θάνατος έμενε στον Τάρταρο ήταν παντοδύναμος, όταν όμως έπρεπε να απομακρυνθεί από εκεί, όχι μόνο δεν είχε το δικαίωμα να πάρει μια ζωή στην τύχη, αλλά ήταν και ο ίδιος ευάλωτος αν ποτέ το Πηγάδι των Ψυχών που ήταν η πηγή της δύναμής του, άδειαζε.
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν εύκολο να συμβεί μιας και ο Θάνατος έπαιρνε τα μέγιστα από μια ψυχή αποθηκευμένη εκεί και για να σπαταλήσει το απόθεμά του θα έπρεπε να παραμείνει εκτός Ταρτάρου για πάρα πολύ καιρό.
«Η Ζωή ξέρει ότι ο Θάνατος είναι σχετικά αποδυναμωμένος μακριά από τον Τάρταρο.» Η Ελπίδα γύρισε απότομα και κοίταξε τον Ίκελο που είχε σταματήσει να μιλά και την παρατηρούσε με περιέργεια να ασχολείται με την κοιλιά της.
«Η μικρή ξέρει ήδη αρκετά…» παρατήρησε με θαυμασμό. «…Είναι αλήθεια ότι ο Θάνατος έχει απόθεμα ψυχών που πρέπει να ανανεώνει και όπως σου είπα δεν μπορεί να πάρει όποια ψυχή θελήσει, αλλά μη ξεχνάς ότι είναι θεός και οι θεοί βρίσκουν τον τρόπο να γίνεται αυτό που επιθυμούν. Όπως με τον Τζων.»
Η Ελπίδα στο άκουσμα του αγαπημένου της, έσφιξε τα δόντια για μια ακόμα φορά. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι ίσως δε θα τον ξαναέβλεπε ποτέ. Και τώρα με τη μικρή Ζωή μέσα της, δεν άντεχε τη σκέψη ότι αυτό το πλάσμα θα μεγαλώσει χωρίς την αγάπη και από τους δυο της γονείς.
«Έπρεπε να τον είχατε εμποδίσει. Έπρεπε να είχατε φωνάξει το Θάνατο στην Ενύπνια να τον πάρει, μακριά από τον Τάρταρο όπου ο Τζων θα είχε μια ελπίδα να γλιτώσει. Τώρα δε θα τον ξαναδώ ποτέ…» Η φωνή της Ελπίδας έσπασε και μικρά κομμάτια γυαλιού θρυμματίστηκαν και έπεσαν από κάπου μέσα στο παλάτι.
«Ελπίδα. Μην απελπίζεσαι και μη χάνεις την πίστη σου στον αγαπημένο σου. Αν είναι με κάτι που έφυγε ο Τζων από δω, είναι η έμπρακτη συμπαράστασή μας και η ελπίδα ότι θα τα καταφέρει. Και πίστευε πραγματικά ότι θα τα καταφέρει παίρνοντας δύναμη από την αγάπη του για σένα. Είσαστε στενά συνδεδεμένοι και αν εσύ απελπιστείς, επηρεάζεις και τον Τζων…
»Η Ενύπνια είναι ένα μέρος γεμάτο όνειρα. Βρίσκεσαι στο πιο θαυμαστό από αυτά και αφήνεις τη δύναμη του μέρους να χαθεί στην απελπισία. Το ξέρεις ότι τα όνειρα μπορούν να πραγματοποιηθούν. Κάνε όνειρα για την επιτυχία του Τζων και όσο πιο πολύ τα πιστεύεις τόσο περισσότερη δύναμη θα έχει εκείνος να αντλήσει.
»Έχει αποκτήσει αρκετές δυνάμεις από τότε που άγγιξε την Πύλη των Ονείρων, δυνάμεις που όσο καιρό είναι εδώ έχει δείξει ότι μπορεί να ελέγχει. Τον είδα όταν έφτιαχνε το όνειρο στο οποίο συναντηθήκατε και κατάλαβε ότι ήταν προορισμένος για αυτή τη δουλειά… Όπως όλοι σας. Όλοι έχετε τη δυνατότητα να φτιάχνετε πανίσχυρα όνειρα… Απλά εμείς σας βοηθάμε σε αυτό…»
Η Ελπίδα τον άκουγε ακόμα σφιγμένη, αλλά στο βλέμμα της είχε κάνει την εμφάνισή του ένα φως που μαρτυρούσε ότι τα λόγια του Ίκελου μιλούσαν στην καρδιά της και της αναπτέρωναν το ηθικό. Η απελπισία της μαζεύτηκε σε ένα δάκρυ που κύλησε στο κρυστάλλινο μάγουλό της και χάθηκε.
«Συγγνώμη… Όσο και να πιστεύω σε ένα όνειρο, είναι που έχω μάθει να βασίζομαι στις πράξεις και το να μην κάνω τίποτα για να βοηθήσω το Τζων μου κοστίζει.»
«Μη στεναχωριέσαι Ελπίδα. Δεν είναι όλα τα πράγματα στο χέρι μας. Είναι φορές που δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να εναποθέτουμε το μέλλον μας στα χέρια κάποιου άλλου.»
«Έχουμε επιλογή. Πάντα έχουμε επιλογές ακόμα και αν οι διαδρομές αυτών των επιλογών καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Όσο έχουμε ελεύθερη βούληση έχουμε επιλογές…
»Απλά τώρα τα πράγματα έχουν ξεφύγει από ότι θεωρούσα συνηθισμένο και νιώθω εντελώς ανίκανη να βοηθήσω. Στη Γη θα μπορούσα να λάβω υπόψη μου τα δεδομένα και να καταλήξω σε μια πορεία δράσης απόλυτα λογική. Τώρα σε αυτό το μέρος που όλα μπορούν να συμβούν νιώθω χαμένη.»
«Δεν είσαι η μόνη. Τα όνειρα έχουν αφήσει πολλούς χαμένους και μπερδεμένους σαν και εσένα. Έχουν αυτή τη δύναμη. Και θέλουν και προσοχή. Είναι ωραίο να ονειρεύεσαι ότι κάποια μέρα θα είσαι ο βασιλιάς του κόσμου, μόνο που αυτό δε γίνεται. Ο κόσμος δεν ανήκει σε κανέναν. Ο κόσμος δε χρειάζεται βασιλιά.
»Όσο και αν προσπαθήσεις να κάνεις πραγματικότητα όνειρα που δεν έχουν βάση, αυτά θα παραμείνουν όνειρα και εσύ δε θα είσαι ένας ονειρευτής. Θα είσαι ένας απογοητευμένος ονειροπόλος. Και η ψυχή σου θα τυραννιέται στη ζωή και στην τελική κρίση. Μη νομίζεις ότι επειδή πέφτεις για ύπνο και φτάνεις εδώ είναι εύκολο να κάνεις όνειρα.
»Είναι για όλους εύκολο να κάνουν όνειρα και πιστεύουν ότι μόνο αυτό έχει σημασία. Είναι από τις μεγαλύτερές μας απογοητεύσεις, εμένα και του Μορφέα, να βλέπουμε μεγαλειώδη όνειρα που μπορούν να γίνουν αληθινά, να πηγαίνουν χαμένα από ανθρώπους που δεν τα κυνηγούν.
»Ευτυχώς όμως που ένα χαμένο όνειρο για κάποιον, μπορεί να γίνει η πραγματικότητα κάποιου άλλου ικανότερου. Τα πραγματικά όνειρα δε χάνονται. Απλά θέλουν πολύ δουλειά για να γίνουν πραγματικότητα. Σε όποια πραγματικότητα και αν βρίσκεσαι…»
Ο Ίκελος χαμογέλασε με εγκαρδιότητα στην Ελπίδα και εκείνη είχε ήδη ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία που της ταίριαζε σε αυτό το μέρος που την είχε στέψει βασίλισσα η συνείδηση της αγέννητης ακόμα κόρης της.
«Πες μου κάτι ακόμα Ίκελε. Ο Τζων μου εξήγησε ότι εδώ είναι τα Περίχωρα, εδώ που οι ονειρευτές βιώνουν τα όνειρά τους. Μπορώ να δω το πραγματικό υλικό των ονείρων? Μπορώ να επισκεφθώ την Ενύπνια?»
«Πολύ θα το ήθελα και πίστεψέ με, θα το ήθελαν και ο βασιλιάς Ύπνος, η μητέρα μου η Πασιθέη και ο Μορφέας. Αλλά φοβάμαι ότι ακόμα δεν μπορείς.
»Ο Τζων αναγεννήθηκε σώμα και πνεύμα σε αυτή τη διάσταση. Κανείς ονειρευτής δεν μπορεί να μπει στην Ενύπνια γιατί είστε πλάσματα από άλλη διάσταση. Αν η τωρινή ονειρική σου υπόσταση, όσο δυνατή και αν είναι, έμπαινε στην Ενύπνια, δε θα μπορούσες να ξέρεις τι θα πάθαινε το σώμα σου πίσω στη Γη. Ο χρόνος εδώ δεν έχει καμία σχέση με το χρόνο στη Γη. Για την ακρίβεια, ο χρόνος εδώ δεν υπάρχει.
»Ίσως η ονειρική σου υπόσταση γύριζε πίσω στο σώμα σου σε έναν άλλο ύπνο, πριν καν να έχεις πέσει για τον ύπνο που σε έστειλε εδώ, ή σε έναν ύπνο μετά. Όταν κλείνεις τα μάτια και κοιμάσαι, το μόνο που σε κρατάει σε επαφή με τον χρόνο στη Γη είναι το ρολόι σου όταν ξυπνάς. Όπως όταν πέφτεις για έναν μεσημεριανό ύπνο και ξυπνάς την ώρα που έχει πέσει ο ήλιος και δεν ξέρεις αν είναι βράδυ ή πρωί.
»Καμιά φορά, η ονειρική υπόσταση των ονειρευτών βιώνει πράγματα με διαφορετική χρονική σειρά απ’ ότι έχετε συνηθίσει και ξυπνώντας τα ξαναβιώνει. Εσείς το λέτε déjà vous…
»Υπάρχει περίπτωση να ξύπναγες και να έβλεπες ότι κοιμόσουν περισσότερο, πολύ περισσότερο απ’ ότι περίμενες και το σώμα σου είχε γεράσει, ενώ εσύ δε θα είχες περάσει παρά μόνο μια στιγμή μέσα στην Ενύπνια.
»Όπως και να έχει το θέμα είναι αρκετά επικίνδυνο να το δοκιμάσουμε πριν βρούμε τον τρόπο. Η Γη και η Ενύπνια είναι δυο διαφορετικές διαστάσεις που ενώνονται εδώ που βρισκόμαστε τώρα. Εδώ που υλοποιούνται τα όνειρα για να τα ζείτε εσείς οι θνητοί. Σώμα και πνεύμα χωρισμένα σε δυο διαφορετικές διαστάσεις είναι επικίνδυνο.»
«Κατάλαβα. Δηλαδή αν γλιτώσει ο Τζων θα τον βλέπω μόνο στα όνειρά μου…»
«Κάτι δεν είναι και αυτό?»
«Υποθέτω…»
«Κοίτα αυτό που προέχει είναι να είσαι προσεκτική μέχρι να δούμε τι θα καταφέρει ο Τζων. Και είμαι σίγουρος ότι κάτι θα καταφέρει. Εσύ φρόντιζε τον εαυτό σου και τη Ζωή στη Γη, και όταν έρχεσαι εδώ θα φροντίζουμε εμείς για σένα.
»Αν και, αν κρίνω από τη δύναμη αυτού του ονείρου που έφτιαξε για σένα η Ζωή, μάλλον είναι ασφαλές να υποθέσω ότι θα είσαι ασφαλής στα όνειρά σου χωρίς καν να σε προσέχουμε εμείς.»
Καθώς η Ελπίδα έμεινε λίγο σκεφτική συλλογιζόμενη την κουβέντα της με τον Ίκελο, τα δευτερόλεπτα κυλούσαν αργά στην τεράστια αίθουσα του θρόνου και ο Ίκελος κοιτούσε τριγύρω με το γνωστό εξεταστικό του βλέμμα προσπαθώντας να αντιληφθεί την ποιότητα και τη δύναμη του ονείρου της Ζωής.
Τα πάντα ήταν φτιαγμένα τέλεια και ο Ίκελος είχε μείνει έκπληκτος από την ικανότητα αυτής της ονειρεύτριας. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα μπορούσε να επιτύχει μια τέτοια ονειρεύτρια στο μέλλον που θα ωρίμαζε. Προσπάθησε να τη φανταστεί να φτιάχνει όνειρα μέσα στην Ενύπνια.
Ο ενθουσιασμός του Ίκελου για την δύναμη της Ζωής που τον είχε αφήσει άφωνο και οι σκέψεις της Ελπίδας για τον Τζων, είχαν αφήσει τη σιωπή ανάμεσα τους να μοιάζει ορατή. Το μόνο που έσπαγε την ησυχία ήταν οι μακρινές μελωδίες από το δάσος έξω απ’ το παλάτι και οι περιστασιακές φωνές των μυθικών πλασμάτων που περιδιάβαιναν τον κήπο.
Ο Ίκελος τότε τράβηξε το βλέμμα του από τη σκεπτική Ελπίδα και έστρεψε την προσοχή του με ανησυχία προς τα έξω. Τα αυτιά του δεν τον γελούσαν. Οι μελωδίες είχαν σταματήσει. Η καθησυχαστική φασαρία από τις φωνές των διάφορων πλασμάτων επίσης.
Πριν ο Ίκελος προλάβει να αντιδράσει, ένας δυνατός αέρας εισέβαλλε ξαφνικά ορμητικός στο παλάτι και τάραξε την ησυχία. Τα μαλλιά της Ελπίδας ανακατεύτηκαν και όλοι οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι που κρέμονταν βαριοί και ακίνητοι από το ταβάνι, άρχισαν να κλυδωνίζονται και να γεμίζουν το χώρο με δυσοίωνους ήχους από κρύσταλλα που χτυπιούνται μεταξύ τους έτοιμα να πέσουν.
«Τι συμβαίνει?» Η Ελπίδα σηκώθηκε απότομα από το θρόνο ισιώνοντας τα ανακατεμένα μαλλιά της και κοιτώντας τριγύρω προσπαθώντας να καταλάβει τι προκάλεσε αυτή την αναστάτωση. Το βλέμμα της υποδήλωνε μια αγωνία που εκδηλωνόταν από μέσα της. Η Ζωή ανησυχούσε και αυτή.
Ο Ίκελος σηκώθηκε αργά και σχετικά ατάραχος από την πολυθρόνα, ώσπου κατάλαβε και από την αλλαγή του φωτισμού που εισερχόταν από έξω διαθλώμενο στα εντυπωσιακά βιτρό, ότι κάτι πήγαινε στραβά. Ο αέρας φαινόταν να δυναμώνει και κοιτώντας την Ελπίδα που έψαχνε και εκείνη το βλέμμα του, της έγνεψε με το χέρι του.
«Μείνε εδώ.» της είπε και έτρεξε προς την έξοδο για να δει τι συνέβαινε έξω από το παλάτι.
Βγαίνοντας έξω, στάθηκε στις σκάλες που οδηγούσαν κάτω στον κήπο και είδε όλα τα μυθικά πλάσματα του ονείρου να κοιτούν με δέος προς τον ουρανό που είχε σταματήσει να εναλλάσσεται.
Τώρα ολόκληρος ο ονειρικός ουρανός ήταν καλυμμένος με ένα παχύ σκοτάδι που ολοένα και μεγάλωνε. Σε κάποια σημεία είχε ήδη ξεφύγει από τα όρια του ονείρου της Ζωής και έφτανε μέχρι τα όνειρα άλλων ονειρευτών.
Ο αέρας φυσούσε δριμύς προερχόμενος από το αυξανόμενο σκοτάδι και όταν το βλέμμα του εστίασε εκεί, είδε κάτι που τον έκανε να νιώσει το φόβο σαν θνητός. Η αλήθεια είναι ότι ένιωσε το φόβο μέσα του όπως κανείς θνητός δεν είχε ξανανιώσει ποτέ.

——————–

Έτρεχαν για ώρα. Εκείνος και η ομάδα του σα μια αγέλη λύκων. Είχαν βγει από νωρίς το πρωί, πριν καν ανατείλει η μεγάλη ζεστή σφαίρα του ουρανού, που αργότερα θα λάτρευαν ως θεό Ήλιο, για το κυνήγι του μεγάλου τριχωτού ζώου που δεν ήξεραν ακόμα ότι το λένε βούβαλο.
Τώρα ο ήλιος ήταν στο απόγειο του και το κυνήγι ήταν ακόμα σε εξέλιξη. Είχαν φτάσει στη λίμνη που ποτίζονταν οι βούβαλοι και τώρα παραμένοντας σκυμμένοι, καλυπτόμενοι από την ψηλή βλάστηση, προχωρούσαν με προσεκτικά βήματα και όσο αθόρυβα μπορούσαν για να κυκλώσουν τους μαζεμένους βούβαλους και να παραφυλάξουν πότε κάποιο μικρό θα έμενε αφύλαχτο.
Στα χέρια κρατούσαν μακρόστενες πέτρες που έκοβαν σαν ξυράφι και μόλις έβλεπαν έναν πιθανό στόχο θα πλησίαζαν προσεκτικά, προσπαθώντας να μη τρομάξουν το μικρό, και κυκλώνοντάς το θα χτυπούσαν όλοι μαζί.
Ήταν και εκείνος μαζί τους. Είχε την ικανότητα να μιμείται άψογα τη φωνή της μητέρας βουβάλας και με αυτό τον τρόπο θα το τραβούσε προς το μέρος τους, δίνοντάς τους την ευκαιρία να το χτυπήσουν ευκολότερα.
Εκείνος πλησίασε σκυμμένος στις ψηλές καλαμιές που φύτρωναν γύρω από τη λίμνη και άρχισε να καλεί το μικρό με τη φωνή της μητέρας του, τραβώντας το μακριά από το κοπάδι. Το μικρό αποκρίθηκε και τα υπόλοιπα βουβάλια δεν έδωσαν σημασία.
Κρυμμένος ανάμεσα από τη βλάστηση είδε το μικρό να πλησιάζει. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να πλησιάζουν. Το μικρό ήταν σε απόσταση που μπορούσαν να το χτυπήσουν με καλές πιθανότητες και τότε έδωσε το σύνθημα.
Έβγαλε μια ζωώδη κραυγή για να του τραβήξει την προσοχή και οι υπόλοιποι όρμησαν στο μικρό και το τρυπούσαν ανελέητα με τις πέτρες τους στο κεφάλι και στα πόδια. Ήταν θέμα λίγων λεπτών για το μικρό να παραδοθεί και να αφήσει την τελευταία του πνοή στα χέρια των κυνηγών του. Τα υπόλοιπα βουβάλια είχαν τρομάξει από την ξαφνική φασαρία και είχαν απομακρυνθεί.
Το σχέδιο πήγε καλά και τώρα είχαν ένα μικρό βουβάλι να πάνε πίσω στη σπηλιά για να το φάνε και να το γδάρουν για τη γούνα του. Τα θηλυκά και τα μικρά τους θα χαίρονταν. Όλοι στην ομάδα έβγαζαν ήχους χαράς και περηφάνιας, έννοιες που τις εξέφραζαν σε ενστικτώδες επίπεδο, εκτός από αυτόν που κοιτούσε τους υπόλοιπους και γύρω του με προσοχή.
Πήραν το νεκρό βουβάλι στα χέρια και πριν φύγουν από τη λίμνη στάθηκαν λίγο να πλυθούν και να πιουν νερό. Ενώ οι υπόλοιποι βουτούσαν σαν τα ζώα στη λίμνη και έπιναν νερό σκύβοντας το κεφάλι, εκείνος ένωνε τα χέρια του και γέμιζε τις παλάμες του νερό και έπινε.
Οι άλλοι ακόμα φώναζαν, αλλά εκείνος μετά από δυο γουλιές έμεινε σιωπηλός να κοιτάει τα χέρια του. Τα έσφιξε σε γροθιές και τα ξέσφιξε κοιτώντας τα με θαυμασμό που μπορούσαν να κάνουν τόσες κινήσεις.
Θυμήθηκε ότι κανένα από τα ζώα που είχε δει σε όλα του τα κυνήγια δεν παρατηρούσαν τα χέρια τους ή τις οπλές τους. Ένιωσε διαφορετικός και από τα ζώα και από την υπόλοιπη ομάδα του που ακόμα δροσίζονταν κάνοντας φασαρία στη λίμνη. Ένιωσε τον εαυτό του.
Αποτραβήχτηκε ενστικτωδώς. Σε ένα κολπίσκο παρακάτω όπου τα νερά έστεκαν σχετικά ήρεμα και καθρέφτιζαν τα χόρτα που είχαν φυτρώσει τριγύρω, έμεινε ακίνητος παρατηρώντας ακόμα τα χέρια του ώσπου το βλέμμα του εστίασε στην αντανάκλαση του προσώπου του στα νερά της λίμνης.
Άγγιξε το άγριο πρόσωπό του με τα χέρια του και παρατηρούσε τις κινήσεις στην αντανάκλαση στο νερό. Κοίταξε τον εαυτό του στα μάτια και η ηρεμία μέσα τους σε αντίθεση με το υπόλοιπο παρουσιαστικό του, τον έκανε να βλεφαρίσει. Άγγιξε τα χείλη του και έβγαλε έναν ήχο. Άγγιξε τα μάτια του και τα έκλεισε και εστίασε την προσοχή του στους ήχους.
Όταν τα άνοιξε ένας από την ομάδα του τον πλησίασε με περιέργεια, καθώς τον έβλεπε αρκετή ώρα να κάνει διάφορα περίεργα μόνος του. Έβγαλε έναν ήχο προσκαλώντας τον με το χέρι να τον ακολουθήσει. Έφευγαν.
Το βράδυ που είχαν όλοι ησυχάσει γύρω από τη φωτιά, εκείνος δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν ξαπλωμένος έχοντας για μαξιλάρι το μυώδες χέρι του και ανάμεσα στους ήχους από τα ξύλα που έσκαγαν και τα περιστασιακά αλυχτίσματα μακριά στο σκοτάδι, εκείνος άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του από το σφυγμό στο χέρι του.
Σήκωσε λίγο το κεφάλι και έριξε μια ματιά στους υπόλοιπους. Ένιωσε πάλι διαφορετικός από αυτούς. Ήξερε ότι ήταν το ίδιο αλλά κάτι μέσα του δε μπορούσε να ταυτιστεί.
Γύρισε ανάσκελα και ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά του. Την ένιωσε να χτυπά ρυθμικά. Συγκέντρωσε την προσοχή του στο ρυθμό της αναπνοής του. Ήταν μπερδεμένος. Χωρίς να ξέρει να μιλάει, οι σκέψεις του ήταν εικόνες.
Ήξερε ότι έχει κάτι μέσα του που κάνει θόρυβο. Είχε παρατηρήσει ότι αν αυτό εκεί μέσα δεν κάνει θόρυβο τότε ολόκληρο το σώμα δεν κινείται. Τι συμβαίνει?
Η αναπνοή του έγινε όλο και πιο βαριά και αργή και έχοντας την προσοχή του στραμμένη στο ρυθμό της, δεν κατάλαβε πότε τα μάτια του έκλεισαν, αφήνοντάς τον μόνο με τη σκέψη του στο σκοτάδι.
Άκουγε την αναπνοή του. Ένιωθε τον χτύπο της καρδιάς του. Μέσα στο σκοτάδι του μυαλού του που φωτιζόταν από ακαθόριστες εικόνες, άκουγε μια φωνή, τη φωνή του που έβγαζε σιγανούς ήχους, ακατανόητους ψίθυρους που έμελλε να γίνουν λέξεις.
Έφερε στο μυαλό του όλη την πρωινή διαδρομή, από τη στιγμή που βγήκαν από τη σπηλιά στο πρωινό κρύο, προσπαθώντας τρέχοντας να ζεσταθούν, ώσπου να βγει η τεράστια φωτεινή σφαίρα που την ένιωθαν σα βάλσαμο στο δέρμα τους και στα μάτια τους.
Θυμήθηκε εικόνες που είχε αποτυπώσει εκείνο το πρωί στο μυαλό του, εικόνες από τους σχηματισμούς στα πρωινά σύννεφα που διέσχιζαν στο λυκαυγές τον ουρανό, βαμμένα στα χρώματα της ανατολής, και αναρωτήθηκε γιατί όποτε τα έχει δει παχιά και μαύρα, στη συνέχεια έπεφτε νερό από ψηλά. Συνήθως έστεκαν ήσυχα ψηλά στον ουρανό και ταξίδευαν με τον αέρα, αυτό το αόρατο πράγμα που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων και τα μαλλιά του.
Είχε κοιμηθεί ώρα, όταν οι εικόνες του μυαλού του ήταν πλέον ζωντανές ολόγυρά του. Ήξερε ότι βρισκόταν στη σπηλιά μαζί με τους άλλους αλλά ένιωθε αλλού.
Με την αυξημένη αντίληψή του εστίασε την προσοχή του και πάλι στην αναπνοή και το χτύπο της καρδιάς του. Ήταν το ίδιο με πριν και για μια στιγμή άκουσε και κάποιον άλλο από τη σπηλιά να ροχαλίζει. Το περίεργο όμως ήταν, ότι τίποτα από όσα ήξερε ότι ίσχυαν ως αλήθεια με το μυαλό του, δεν επιβεβαιωνόταν από ότι έβλεπε με τα μάτια του.
Βρισκόταν σε ένα μέρος που του θύμιζε τα μέρη που είχε επισκεφθεί, όχι πολύ μακριά από τη σπηλιά, αλλά ήταν και τόσο διαφορετικό απ’ ότι είχε δει. Οι τεράστιοι όγκοι από πέτρα που έβλεπε από μακριά στα κυνήγια του, τώρα ήταν πιο κοντά και τον είχαν περικυκλώσει αφήνοντάς τον να στέκεται στη μέση ενός τεράστιου λεκανοπέδιου.
Το μεγαλύτερο όνειρο στην ιστορία της ανθρωπότητας είχε ξεκινήσει. Ο Άνδρας είχε αρχίσει να ονειρεύεται συνειδητά και να ονομάζει όλα όσα είχε δει ποτέ στη ζωή του, φέρνοντάς τα με το μυαλό του μπροστά του.
Του πήρε χρόνια. Και όλα αυτά τα χρόνια οι υπόλοιποι στη σπηλιά τον φρόντιζαν. Τον φρόντιζε κυρίως η γυναίκα που είχε κάνει μαζί της τα δύο παιδιά που έμειναν μαζί του μέχρι το τέλος.
Την πρώτη μέρα είχαν παραξενευτεί. Ενώ όλοι είχαν ξυπνήσει, όπως ξυπνούσαν πάντα με το πρώτο φως που χτυπούσε τα μάτια τους, εκείνος είχε παραμείνει ανάσκελα με την αναπνοή του βαριά και τα μάτια κλειστά. Τον σκούνταγαν αλλά εκείνος ήταν βαθιά στο όνειρό του και δεν ήθελε να επιστρέψει. Τον άφησαν μη ξέροντας τι να κάνουν.
Τις υπόλοιπες μέρες τα πράγματα ήταν όλο και πιο περίεργα. Το σώμα του είχε καταλάβει ότι το πνεύμα του είχε εγκαταλείψει και προσπαθούσε να βρει τρόπους αυτοσυντήρησης. Η αναπνοή του επιβραδύνθηκε όπως και οι χτύποι της καρδιάς του. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήταν ανάστατα και έμεναν εναλλάξ στο πλάι του, παρατηρώντας τις αλλαγές πάνω του.
Μέρες ολόκληρες είχαν περάσει και εκείνος συνέχιζε να έχει τα μάτια κλειστά. Μετά από κάμποσο καιρό, έμοιαζε να παίρνει μια μοναδική βαθιά αναπνοή τη μέρα. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο αδύναμα και τόσο σπάνια, που έμοιαζε να έχει σταματήσει.
Στο τέλος μόνο τα παιδιά του είχαν μείνει να ασχολούνται μαζί του, και από ένα δυνατό ένστικτο επιβίωσης κατάλαβαν ότι χρειάζεται να τον ποτίζουν νερό για να ζήσει.
Κάποιες φορές τους άφηνε έκπληκτους να τον παρατηρούν να σηκώνεται με αργές κινήσεις και τα μάτια κλειστά και να κατευθύνεται προς τη λίμνη και να ποτίζεται μόνος του σαν υπνοβάτης. Ήταν κάτι τέτοιες “αφυπνίσεις” που έκαναν τους υπόλοιπους και κυρίως τα παιδιά του να μην τον εγκαταλείψουν για νεκρό.
Μια μέρα η κόρη του έτρωγε ένα κομμάτι κρέας που είχαν φέρει οι κυνηγοί και το είχαν ψήσει στη φωτιά της σπηλιάς και σταμάτησε να μασάει. Πήρε λίγο νερό που είχαν αποθηκεύσει στα ασκιά που είχαν φτιάξει από τα στομάχια των ζώων και έφτυσε τη τροφή μέσα. Ανακάτεψε το χυλό και τον τάισε στον κοιμισμένο πατέρα της. Και έτσι τον κρατούσαν στη ζωή.
Οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να απομακρύνονται από φόβο για τον παράξενο κοιμισμένο και να κάνουν φασαρία από δυσαρέσκεια γιατί δεν προσέφερε τίποτα στο σύνολο και απασχολούσε άλλα δύο μέλη της ομάδας. Τα παιδιά του έκαναν και αυτά φασαρία στους υπόλοιπους όταν προσπαθούσαν να τον ξεφορτωθούν.
Τα χρόνια περνούσαν. Ο κοιμισμένος έμοιαζε όλο και περισσότερο νεκρός. Οι αναπνοές του είχαν λιγοστέψει στο ελάχιστο δυνατό, όπως και οι χτύποι της καρδιάς του και οι “αφυπνίσεις” του ήταν όλο και λιγότερες.
Παρόλα αυτά, τα δυο του παιδιά τον φρόντιζαν, πηγαίνοντάς τον στη λίμνη για να τον ποτίσουν νερό και κάνοντάς τον ακόμα και μπάνιο για να καθαρίσουν τις ακαθαρσίες που έκρινε ασυναίσθητα. Κάτι σε αυτά τα παιδιά ήταν διαφορετικό, όπως και με τον κοιμισμένο πατέρα τους, και δεν ήθελαν να τον εγκαταλείψουν όπως ήθελαν οι υπόλοιποι.
Μια μέρα ο κοιμισμένος άνοιξε τα μάτια του. Όλα είχαν αλλάξει. Ακόμα και ο ίδιος. Ήξερε από τη φωνή στο μυαλό του, από τη φωνή που είχε η σκέψη του και αναγνώριζε πλέον ως δική του, ότι αν ανοίξει το στόμα του να βγάλει τους ήχους που είχε σχηματίσει στο όνειρό του, τώρα αυτοί θα είχαν κάποιο νόημα. Ήξερε ότι θα μπορούσε να δείξει και στους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο και βγάζοντας έναν συγκεκριμένο ήχο θα εννοούσαν το ίδιο συγκεκριμένο πράγμα.
Από εκείνη τη μέρα που αυτός που κοιμόταν για χρόνια, άνοιξε τα μάτια και ξύπνησε, ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε μπει σε πορεία αφύπνισης.

——————–

Στο αρρωστημένο ημίφως της σπηλιάς τα αλυχτίσματα του τρικέφαλου τέρατος από το βάθος, τον έκαναν να ανατριχιάζει περισσότερο από το θέαμα των γυμνών ψυχών που περπατούσαν δίπλα του κατά μήκος της όχθης του ποταμού της Λήθης.
Σε κάθε βήμα έπαιρνε το κουράγιο να συνεχίσει όταν σκεφτόταν ότι το τέρας μπροστά δεν ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο σε αυτή τη διαδρομή που είχε διαλέξει να ακολουθήσει. Το μεγαλύτερό του εμπόδιο ήταν στο τέλος αυτής της διαδρομής και για την ακρίβεια ήταν το ίδιο το Τέλος.
Το ποτάμι της Στυγός κυλούσε δίπλα του και χανόταν για να εμφανιστεί και πάλι λίγο παρακάτω. Η ροή του έκοβε κάθετα τον ποταμό της Λήθης και τα νερά των δυο ποταμών χάνονταν σε υπόγεια ρεύματα και συνέχιζαν κυκλώνοντας ολόκληρο τον Τάρταρο.
Ο δρόμος προς τον Κέρβερο περνούσε πάνω από τον ποταμό σχηματίζοντας μια φυσική γέφυρα αρκετά πλατιά και ο Τζων σταμάτησε και κοίταξε κάτω τη ροή του σκοτεινού ποταμού καθώς ένα από τα ουρλιαχτά του τρικέφαλου σκύλου τον προειδοποιούσε ότι τον είχε μυριστεί.
Το ποτάμι έτρεχε με δύναμη, μαύρο σαν πίσσα και στην αντανάκλαση των νερών που διαστρέβλωναν τη μορφή του, κάνοντάς τον να μοιάζει με κάποιο παραμορφωμένο πνεύμα των νερών, είδε μια ιπτάμενη σκιά να τον προσπερνά από πάνω. Γύρισε απότομα να δει και με την άκρη του ματιού του νόμιζε ότι έπιασε ένα μαύρο πουλί να χάνεται στις σκιές. Για κάποιο λόγο δεν τρόμαξε ιδιαίτερα αλλά παραξενεύτηκε που ίσως υπήρχε ζωή στο βασίλειο των νεκρών.
Ο Μορφέας έκανε μια αναγνωριστική βόλτα πάνω από το κεφάλι του Τζων με τη μορφή κορακιού που είχε πάρει και συνέχισε την πτήση του βρίσκοντας ένα βράχο στα σκοτάδια της σπηλιάς, όπου μπορούσε να βλέπει τον Κέρβερο που περίμενε τον Τζων αδημονώντας.
Το βλέμμα του που είχε ακολουθήσει αυτό που σωστά νόμιζε σαν την πτήση ενός κόρακα, αντιλήφθηκε στο βάθος τον τεράστιο όγκο του Κέρβερου που γαύγιζε μανιασμένος και οσμιζόταν νευρικά τον αέρα.
Ο εντυπωσιακός φύλακας καθόταν μπροστά από την έξοδο της σπηλιάς, εμποδίζοντας με τον όγκο του το φως από τους αθόρυβους κεραυνούς της Κοιλάδας του Θανάτου να εισχωρήσει μέσα, κάνοντας τη σκοτεινή φιγούρα του να φαίνεται ακόμα πιο μαύρη και τεράστια απ’ ότι ήταν.
Ο Τζων κοντοστάθηκε λίγο, αλλά θυμήθηκε τα λόγια του Ίκελου που του είχε προμηθεύσει το υπνωτικό που είχε στην τσέπη του, και που τώρα άγγιζε νευρικά. Στη συνομιλία τους στην Ενύπνια, αφού είχε φτιάξει το όνειρο για την Ελπίδα, του είχε πει πως ο τεράστιος σκύλος δεν θα τον ακολουθούσε γιατί δεν μπορούσε να κινηθεί πέρα από εκεί που τον είχε βάλει ο Θάνατος να φυλάει.
Συνέχισε να πλησιάζει αργά και με προσεκτικά βήματα το μανιασμένο σκύλο που λυσσούσε στη μυρωδιά του θνητού και σκέφτηκε τί θα μπορούσε να φοβάται ο Θάνατος από τους θνητούς και έβαλε έναν τέτοιο φύλακα στην είσοδο για την Κοιλάδα του Θανάτου. Ότι και να ήταν θα το μάθαινε σύντομα σκέφτηκε, και δεν άφησε τον εαυτό του να ανησυχήσει περισσότερο απ’ ότι ήδη ανησυχούσε.
Φτάνοντας αρκετά κοντά για να βλέπει λεπτομέρειες, είδε την ομάδα των ψυχών που είχαν αποβιβαστεί μαζί του να στέκονται μπροστά από το φύλακα, ο οποίος τις κοίταζε με τα τρία κεφάλια του εναλλάξ και τις άφησε να περάσουν. Οι γυμνές ψυχές εισερχόμενες στην Κοιλάδα των Νεκρών παρασέρνονταν μια προς μια από το μανιασμένο άνεμο και χάνονταν σαν την σκόνη που κουβαλούσε η θύελλα. Χωρίς να ξέρει το γιατί ένιωσε λύπη για τις ψυχές των νεκρών.
Μόνο μια ψυχή που ξεχώριζε σε όλο το ταξίδι και φαινόταν πιο “αληθινή” από τις υπόλοιπες, φάνηκε να συνεχίζει το δρόμο της στην Κοιλάδα ακολουθώντας ένα μονοπάτι που, από κει που στεκόταν, δεν μπορούσε να δει ότι συνέχιζε σε μια ευθεία. Αποφάσισε ότι ήταν η ώρα του να κινηθεί και να ακολουθήσει την ψυχή που ήξερε καλύτερα από κείνον το δρόμο προς το Θάνατο.
Παρατηρώντας όλη τη διαδικασία είδε και κάτι που δεν του άρεσε. Ο σκύλος δεν ήταν δεμένος και δε μπορούσε να ξέρει στα σίγουρα αν το τρικέφαλο τέρας θα του χιμούσε από στιγμή σε στιγμή, ότι και αν του είχε πει ο Ίκελος.
Τα τρία κεφάλια ήταν στραμμένα προς το μέρος του και πλέον μπορούσε να δει και τα τρία ζευγάρια μάτια να τον κοιτάζουν γυαλίζοντας από τη λύσσα. Για κάποιο λόγο τα τρία τεράστια σαγόνια που φιγουράριζαν τρία σετ από κοφτερά δόντια δεν τον τρόμαξε τόσο όσο το λυσσασμένο βλέμμα των ματιών του.
Έβγαλε το φιαλίδιο με το υπνωτικό και προχώρησε κρατώντας το σα φυλαχτό μπροστά του. Ο Μορφέας από ψηλά παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το θνητό να προσπαθεί να ξεπεράσει το φόβο του για το κτήνος και να πλησιάζει βήμα το βήμα όλο και πιο κοντά.
Η αλήθεια ήταν ότι ο Τζων πίεζε τον εαυτό του να πλησιάσει στο τρικέφαλο τέρας που τώρα είχε αρχίσει να δαγκώνει τον αέρα με τα τρία σαγόνια του εναλλάξ. Ο ήχος των τεράστιων δοντιών που χτυπούσαν μεταξύ τους σα δαγκάνες από μια τεράστια μηχανή υλοτόμου, τον έκανε ακόμα πιο διστακτικό.
Μαζεύοντας όλο του το κουράγιο, κατέβασε το χέρι που κρατούσε το υπνωτικό στο πλάι του και προχώρησε φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής από τον αδυσώπητο φύλακα. Στάθηκε ακριβώς μπροστά από το τελευταίο σετ σαγονιών που έκλεινε με δύναμη λίγο πιο μακριά από τη μύτη του και η σάπια ανάσα του τέρατος του λύγισε λίγο τα γόνατα και τον έκανε να κρατήσει την αναπνοή του.
Συνέχισε να στέκεται εκεί ακίνητος, προσπαθώντας να αψηφήσει τη λογική του που τον παρακαλούσε να φύγει καθώς τα υπόλοιπα δύο σετ από σαγόνια έπαιρναν σειρά για να δαγκώσουν τον αέρα λίγο πιο μακριά από το σημείο που δε θα δάγκωναν πλέον αέρα.
Το υπερφυσικό σκυλί ήξερε το σχέδιο του Τζων αφού είχε την ικανότητα να βλέπει το παρελθόν και το μέλλον αυτού που στεκόταν μπροστά του και προφύλασσε καλά το κεντρικό του κεφάλι κρατώντας το κλειστό, προσπαθώντας να κατασπαράξει το θνητό, που το αριστερό του κεφάλι του έλεγε ότι κάποτε είχε πεθάνει αλλά ήξερε ότι είναι ζωντανός, με τα άλλα δύο σετ από στόματα.
Δύο τρομακτικά “σνάπ” ακούστηκαν σαν το θηρίο να μάσαγε κόκαλα και ο Τζων ενστικτωδώς έκανε μια τούμπα στο πλάι αφού τα δαγκώματα είχαν φτάσει επικίνδυνα εκεί που, αν συνέχισε να στέκεται όρθιος, θα ήταν το κεφάλι του.
Μια σκιά πετάχτηκε από το σκοτάδι και αιφνιδίασε το τεράστιο κτήνος, μια σκιά που ο Κέρβερος δεν είχε δει στο άμεσο μέλλον του Τζων που βρισκόταν μπροστά του, και καθώς εκείνος βρισκόταν στο πάτωμα, το μεσαίο κεφάλι κυνήγησε τον ιπτάμενο αντιπερισπασμό και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου που ο Τζων δεν είχε καν την ευκαιρία να σκεφτεί την κίνηση που έπρεπε να κάνει, πέταξε το υπνωτικό στο ορθάνοιχτο μεσαίο στόμα του ταυτόχρονα με έναν αθόρυβο κεραυνό που ξέσπασε στην Κοιλάδα και τον είχε αφήσει στιγμιαία τυφλό.
Τα αλυχτίσματα, τα γαυγίσματα και τα δαγκώματα έδωσαν τη θέση τους σε ένα στιγμιαίο ήχο κλαψουρίσματος που τον ακολούθησε ένας εμφατικός γδούπος καθώς ο τεράστιος όγκος του Κέρβερου χτυπούσε αναίσθητος στο έδαφος. Η σπηλιά σείστηκε και σκόνη σηκώθηκε θολώνοντας το τοπίο. Ο Τζων σηκώθηκε προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα του και να καταλάβει αν είχε δει καλά ένα μαύρο πουλί που είχε χαθεί και πάλι στο σκοτάδι. Δεν έκατσε να το σκεφτεί και πολύ μιας και η ψυχή που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει βρισκόταν ήδη μακριά.
Από την έξοδο της σπηλιάς ο Τζων μπήκε στην Κοιλάδα του Θανάτου ξεσκονίζοντας το μαύρο του παντελόνι και το μαύρο του χιτώνα που ανέμιζε στους θυελλώδεις ανέμους. Ένα κατάμαυρο κοράκι τον ακολούθησε σε ύψος από πάνω του χωρίς να το έχει πάρει είδηση, κάνοντας την είσοδό του στον Τάρταρο ακόμα πιο εντυπωσιακή.
Οι κεραυνοί που ξεσπούσαν αθόρυβοι έδιναν στιγμιαία την ευκαιρία στο Τζων να θαυμάσει στιγμιότυπα από το μακάβριο τοπίο όπου το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα.
Είδε το ατελείωτο μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσει ανάμεσα στα κοφτερά βράχια που εκτείνονταν ατελείωτα προς όλες τις κατευθύνσεις και έκαναν το μανιασμένο αέρα που περνούσε από μέσα τους να ουρλιάζει υποφέροντας.
Είδε τα ογκώδη σκοτεινά σύννεφα που άστραφταν θυμωμένα σε κάθε ξέσπασμα φωτός σε έναν μαύρο και χωρίς αστέρια ουρανό και άκουσε κάτι που έκανε το αίμα στις φλέβες του να παγώσει. Ο μανιασμένος αέρας πέρα από τα ουρλιαχτά, μετέφερε και την τελευταία ηχώ από το οργισμένο καλωσόρισμα που ο Θάνατος είχε ξεστομίσει αρκετή ώρα πριν.
Ακολουθώντας το ευθύγραμμο μονοπάτι που έσκιζε τα κοφτερά βράχια στα δύο, τον ακολουθούσε η φωνή του Θανάτου μέσα από τον αέρα και νόμιζε ότι άκουγε κάποιο αόρατο μοχθηρό πνεύμα να του ψιθυρίζει λέξεις που τον έκαναν να τρέμει.
«Το τέλος σου…» άλλος ένας αθόρυβος κεραυνός… «…σε περιμένει…» μαύρα σύννεφα έτρεχαν σαν να αιμορραγούσαν στον κόκκινο και μαύρο ορίζοντα.
Ήταν σίγουρος ότι αυτό που είχε ακούσει δεν ήταν απλά ο άνεμος που φυσούσε μανιασμένα και έκανε τα βράχια να σφυρίζουν μια λυπηρή και φάλτσα μελωδία και τον ίδιο να προχωράει προφυλάσσοντας το πρόσωπό του από τη σκόνη που του δυσχέραινε την αναπνοή και την όραση. Ήταν η φωνή του Θανάτου. Σε συνδυασμό με τον εκτυφλωτικό φωτισμό των αθόρυβων κεραυνών που εναλλάσσονταν με το βαθύ σκοτάδι, η διαδρομή ήταν σκέτος εφιάλτης.
Το σώμα του είχε αρχίσει να αισθάνεται τις επιπτώσεις της Κοιλάδας του Θανάτου και μια αδυναμία σωματική και πνευματική απειλούσε να τον καταβάλλει.
Όταν είχε μπει στον Τάρταρο, μόλις είχε ξεπεράσει και την περιοχή των εφιαλτών στην Ενύπνια, το σώμα του δέχτηκε την σφοδρή επίθεση του μέρους όπου τίποτα θνητό δε μπορούσε να επιβιώσει και είχε καταφέρει να ανασυγκροτηθεί και να συνεχίσει.
Εδώ που βρισκόταν τώρα, αμφέβαλλε κατά πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει να ακολουθεί το απέραντο μονοπάτι που χανόταν στον ορίζοντα χωρίς να προσφέρει καμιά ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει σύντομα. Είχε την εντύπωση ότι θα προχωρούσε για πάντα στην Κοιλάδα του Θανάτου μέχρι ο μανιασμένος αέρας να φθείρει και το τελευταίο του κόκαλο και να τον παρασύρει σα τις ψυχές των νεκρών που είχε δει να εισέρχονται πριν από αυτόν.
Οι στίχοι του «Anywhere Out of The World» του ήρθαν στο μυαλό και σκέφτηκε ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στον κόσμο, εκτός από εκεί που ήταν τώρα.

“And maybe it’s easier to withdraw from life
with all of its misery and wretched lies.”

Άρχισε να το σκέφτεται σοβαρά με κάθε ριπή αέρα που χτυπούσε το κορμί και το πρόσωπό του. «Γιατί να συνεχίσω? Για να παρατείνω τον πόνο και την αγωνία? Για να βλέπω την αγαπημένη μου μόνο στα όνειρά της? Για να προσφέρω στους ανθρώπους όνειρα που δεν εκτιμούν και ξεχνάνε…Γιατί?…» μια ριπή αέρα τον χτύπησε δυνατά… « Γιατί? » ένας ακόμα εκτυφλωτικός κεραυνός… «Γιατί?»… το σώμα του πονούσε… «Γιατί?» ακόμα ένα κλάμα του ανέμου τον έκανε να ανατριχιάσει… «Γιατί?»…
Με κάθε βήμα η παραίτηση φαινόταν η μοναδική επιλογή. Αρκεί μόνο να αφηνόταν και ο μανιασμένος αέρας του Ταρτάρου θα έπαιρνε την τελευταία του πνοή και η ψυχή του δε θα είχε να διανύσει πολύ μέχρι να φτάσει στον Πύργο του Θανάτου όπου ο Άρχοντας των Νεκρών τον περίμενε. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να αφεθεί. Το μέρος θα έκανε τα υπόλοιπα.
Τα βήματά του είχαν γίνει βαριά. Μετά βίας προχωρούσε ενάντια στον σφοδρό άνεμο με το ένα επώδυνο βήμα να ακολουθεί το επόμενο επώδυνο βήμα, και η στιγμή που θα σταματούσε να προχωράει και θα παρασερνόταν από τους σφοδρούς ανέμους δεν ήταν μακριά. Θα συναντούσε το θάνατο πιο σύντομα απ’ ότι νόμιζε.
Ένα κρώξιμο από κάπου ψηλά τον έβγαλε από την απελπισία του, προσφέροντάς του ένα ερέθισμα διαφορετικό από το μονότονο ουρλιαχτό του ανέμου. Σήκωσε το βλέμμα αλλά για μια ακόμη φορά δεν μπόρεσε να διακρίνει ξεκάθαρα το κοράκι που έκοβε κύκλους κάπου ψηλά από πάνω του, μόνο ανάμεσα σε δυο ξεσπάσματα φωτός νόμιζε ότι είδε τη σκιά του.
Πώς μπορούσε να υπάρχει ζωή σε αυτό το μέρος που ήταν φτιαγμένο για τους νεκρούς και τον Άρχοντά τους? Σταμάτησε, τύλιξε το χιτώνα του γύρω από το πρόσωπό του και προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Θειάφι και χώμα του γέμισε τα πνευμόνια και άρχισε να βήχει και να φτύνει, προσπαθώντας να καθαρίσει το στόμα του από τη γεύση του θανάτου. Όταν ηρέμησε έριξε μια ματιά τριγύρω.
Ατελείωτα μίλια από κόκκινα και μαύρα κοφτερά βράχια άστραφταν σε κάθε σιωπηλό κεραυνό που φώτιζε έναν κατάμαυρο ουρανό. Το αόρατο χέρι του ανέμου χάιδευε τα βράχια ξεριζώνοντάς τα και περνούσε ανάμεσα τους κάνοντάς τα να σφαδάζουν από πόνο. Ένα συνεχές ουρλιαχτό που του θύμιζε τον ανεξήγητο πόνο που είναι αναγκασμένη να περνάει μια ζωντανή ύπαρξη.
Η ζωή ήταν ωραία αλλά έκρυβε μέσα της πολύ πόνο. Πόνο από τις αρρώστιες που ένα θνητό σώμα είναι αναγκασμένο να υπομένει. Πόνο από τις αδικίες που πέφτουν πάνω σε εκείνους που είναι άτυχοι. Πόνο από την απώλεια της αγάπης. Πόνο από την απώλεια μιας άλλης ζωής που άφηνε πίσω της αγαπημένους ανθρώπους να θρηνούν. Πόνο από την απώλεια της ίδιας της ζωής που κατέληγε σε μια διάσταση που προκαλούσε πόνο.
Εδώ ήταν που θα έβρισκε καταφύγιο? Εδώ θα άφηνε πίσω του τα ψέματα και τη μιζέρια της ζωής και του πόνου που εκείνη προκαλούσε? Είχε φτάσει μέχρι εδώ για να τα παρατήσει? Ήταν πάλι ο ίδιος του ο εαυτός που τον είχε απογοητεύσει με τη βοήθεια του Ταρτάρου και τον είχε γεμίσει με σκέψεις για τη ματαιότητα της ύπαρξης?
Αποφάσισε να συνεχίσει να περπατάει γεμάτος από ζοφερές σκέψεις που του προκαλούσε ο Τάρταρος, προσπαθώντας να βρει ένα λόγο να συνεχίσει και μέσα στο χαμό που τον περιέβαλε θυμήθηκε τα λόγια του Ίκελου. Το μαρτύριο της ανυπαρξίας δε συγκρίνεται με τον πόνο που νιώθει μια ζωντανή ψυχή.
Δεν ήταν και η πιο αισιόδοξη σκέψη αλλά τον κράτησε από το να μη καταρρεύσει. Δεν ήταν τυχαίο που η αυτοσυντήρηση ήταν ένστικτο, κάτι που συμβαίνει χωρίς να το σκέφτεσαι, όπως η αναπνοή. Και δεν ήταν και το πιο φυσικό να είναι κάποιος ευδιάθετος σε αυτό το μέρος.
Σίγουρα ούτε και στη Γη μπορείς να ξυπνάς και να ζεις την κάθε μέρα με την ίδια αισιοδοξία και να μη χαρακτηριστείς τουλάχιστον γραφικός, αλλά και ο ίδιος ήταν πλέον κάποιος που επιτέλους θα μπορούσε να ξεφύγει από τα τετριμμένα και να κάνει τη διαφορά.
Ήταν κάποιος που μπορούσε να φτιάξει όνειρα. Ήταν κάποιος που είχε ξεφύγει από τη μονοτονία και την πεζότητα της ζωής των ανθρώπων και είχε την ευκαιρία να βοηθήσει και όλους τους υπόλοιπους να ξεφύγουν έστω και για λίγο από αυτό.
Κάθε φορά που κάποιος θα κοιμόταν θα είχε την ευκαιρία να του προσφέρει μια διέξοδο από την πραγματικότητα και να τον βοηθήσει να την αντέξει κάνοντάς τη πιο υποφερτή. Θα μπορούσε να φτιάξει όνειρα που να απαλύνουν τον πόνο. Αυτό ΑΝ επιζούσε. Και αν ήταν να κάνει τη διαφορά ΕΠΡΕΠΕ να επιζήσει. Τουλάχιστον έπρεπε να προσπαθήσει.
Η ευθύνη που είχε αναλάβει με τις καινούριες του δυνάμεις δεν του επέτρεπαν να σκέφτεται πλέον τον εαυτό του. Είχε χρέος να συνεχίσει όχι μόνο για το καλό της Ελπίδας αλλά και για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα, άσχετα αν το άξιζε ή όχι. Αυτό δε θα το έκρινε εκείνος. Αυτό που ήξερε ήταν ότι με αυτό το δώρο που του είχε δοθεί, έπρεπε να προσπαθήσει να τους βοηθήσει και ένιωσε σίγουρος ότι κάποτε, και με τη βοήθειά του, θα άξιζαν αυτές τις υπηρεσίες και με το παραπάνω.
Ο περισπασμός του Μορφέα ήταν αρκετός για να βάλει και πάλι σε λειτουργία το μυαλό του Τζων που είχε βαλτώσει από τη μονοτονία του μέρους και απειλούσε να αφανίσει το σώμα του για να τον απαλλάξει από αυτό το μαρτύριο.
Είχε καταλάβει το βάρος των ευθυνών που κουβαλούσε και έπρεπε να αντισταθεί με όλες του τις δυνάμεις και να φτάσει στον προορισμό του για να μπορέσει να δώσει έστω και το ελάχιστο από όσα είχε να προσφέρει στην ανθρωπότητα.
Το πρώτο Χάλκινο Τείχος φάνηκε μετά από ώρα και ένας αναστεναγμός ανακούφισης και πόνου ξέφυγε από μέσα του βλέποντας επιτέλους το τοπίο να αλλάζει. Κατάλαβε ότι πλησίαζε τον προορισμό του.
Φτάνοντας μπροστά στο πελώριο τείχος κοντοστάθηκε εκεί που το ευθύγραμμο μονοπάτι χανόταν απότομα χωρίς να υπάρχει κάποιο σημάδι ότι αυτό προχωρούσε παραπέρα.
Πριν προλάβει να ψάξει για την είσοδο, ξεστόμισε άθελά του μια λέξη που στη Γη φανέρωνε αγανάκτηση. Δε μπορούσε να πιστέψει ότι είχε φτάσει τόσο κοντά στον προορισμό του και τώρα το ταξίδι του θα τελείωνε άδοξα μπροστά σε ένα τείχος. Το εμπόδιο που συνάντησε τώρα του φάνηκε ανυπέρβλητο και δεν άντεξε. Ξέσπασε και η λέξη «έλεος» του βγήκε αυθόρμητα και αντήχησε για λίγο συνοδεύοντας το πονεμένο τραγούδι των βράχων.
Παραδόξως αυτό ήταν και το σύνθημα για να παραμερίσουν τα τείχη, μια λέξη που φανέρωνε ότι ο Θάνατος είχε χιούμορ. Μαύρο, αλλά χιούμορ. Ήταν μια λέξη που είχε άγνωστο νόημα για το Θάνατο και είχε αναγκαστεί να ρωτήσει για να μάθει τι σημαίνει, μιας και ήταν αμέτρητοι οι θνητοί που τον παρακαλούσαν για αυτό πριν το τέλος.
Όταν έμαθε τι του ζητούσαν με αυτή τη λέξη, του είχε φανεί ότι πιο πολύ νόημα θα είχε αν το ζητούσαν μπροστά στα Χάλκινα Τείχη παρά στον ίδιο. Το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο.
Το Χάλκινο Τείχος παραμέρισε μόλις ο Τζων πρόφερε τη λέξη και ο δρόμος φάνηκε να συνεχίζει ακόμα πιο πέρα. Ο Τζων πέρασε στην άλλη μεριά και το κοράκι τον ακολούθησε πετώντας από πάνω.
Ο Μορφέας είχε μείνει για άλλη μια φορά έκπληκτος με τον ονειρευτή, που συνέχιζε ακάθεκτος την πορεία του εκεί που πολλοί στη θέση του θα τα είχαν παρατήσει. Λίγοι ήταν εκείνοι, τουλάχιστον απ’ όσους είχε γνωρίσει στα όνειρά τους, που είχαν δείξει ότι έχουν τη δύναμη να συνεχίσουν παρ’ όλα τα εμπόδια που έβρισκαν στη ζωή τους. Οι περισσότεροι ακολουθούσαν τον εύκολο δρόμο ή τα παρατούσαν στην πρώτη δυσκολία. Αφήνονταν έρμαιο σε αυτό που αποκαλούσαν πεπρωμένο και το ακολουθούσαν χωρίς να προβάλλουν αντιστάσεις, χωρίς καν να προσπαθήσουν να αντισταθούν. Χωρίς καν να σκεφτούν τις επιλογές τους.
Ο Τζων αν και είχε διαλέξει να ακολουθήσει το πεπρωμένο του και να συναντήσει το Θάνατο, το είχε κάνει απόλυτα συνειδητά και με συγκεκριμένο σκοπό. Είχε δείξει ότι έχει τη δύναμη να φτάσει καταρχάς στο στόχο του και στη συνέχεια να κάνει ότι μπορεί για να αντισταθεί σε αυτό το πεπρωμένο και στα σχέδια του Θανάτου.
Με αναπτερωμένο το ηθικό και περπατώντας πλέον με άνεση αφού ο αέρας είχε καταλαγιάσει σημαντικά από τότε που είχε περάσει το πρώτο τείχος, ο Τζων, με την διακριτική παρέα του ιπτάμενου Μορφέα, περπατούσε ανάμεσα στα διάσπαρτα λευκά κόκαλα, εντυπωσιασμένος από τη μακάβρια διακόσμηση που του ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία.
Τα κόκαλα, χιλιάδες χρόνια μετά την αποσύνθεσή τους εξέπεμπαν ακόμα δύναμη. Δεν ήξερε ότι ήταν τα κόκαλα όλων εκείνων που είχαν φτάσει μέχρι τον Τάρταρο αλλά είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή μετά το πρώτο τείχος. Κάποτε ήταν ζωντανοί ήρωες και μάγοι και εξερευνητές των διαστάσεων που, κυρίως την εποχή των ηρώων αλλά και σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης, είχαν αναζητήσει τον Άρχοντα των Νεκρών και είχαν φτάσει στον Τάρταρο αλλά δεν είχαν καταφέρει να ολοκληρώσουν την αναζήτησή τους και πλέον δημιουργούσαν με την αποτυχία τους το τέλειο μακάβριο σκηνικό που μπορούσε να αποτρέψει νέες προσπάθειες από επίδοξους ήρωες. Ο Τζων όμως δεν αισθανόταν ήρωας.
Φτάνοντας στο δεύτερο τείχος, πρόφερε τη λέξη που είχε χρησιμοποιήσει στο πρώτο τείχος και απογοητεύτηκε όταν είδε ότι αυτό δεν ήταν το μοναδικό σύνθημα για να ανοίγουν τα τείχη. Το πρώτο τείχος είχε παραμερίσει ζητώντας του “έλεος” και ο Τζων σκέφτηκε τί θα μπορούσε να ζητήσει μια ψυχή μπροστά στο κατώφλι του Θανάτου.
Όσο το σκεφτόταν, τόσο το “έλεος” του φαινόταν αστείο, αφού ο Θάνατος δεν ήταν γνωστός για την ελεημοσύνη του. Ακόμα και αν πολλοί τον θεωρούσαν λυτρωτή από τον πόνο της ζωής, ο Τζων σκέφτηκε ότι δεν το έκανε από “έλεος”. Ήταν απλά η δουλειά του και σίγουρα δεν ήταν μια από τις ιδιότητες του Άρχοντα των Νεκρών.
Έμεινε αρκετή ώρα σκεφτικός μπροστά από το δεύτερο χάλκινο τείχος παρέα με διάφορες ψυχές που έψαχναν κι εκείνες το δρόμο τους και είχε προσπαθήσει κάποιες λέξεις που του φάνηκαν πιθανές όπως “λύτρωση”, “συμπόνια” και το πιο αστείο απ’ όλα “βοήθεια” αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν σωστό. Η “λύτρωση” για τις ψυχές ερχόταν όταν ξαναγεννιόντουσαν, η “συμπόνια” ήταν το ίδιο αστεία με το “έλεος” και καμία ψυχή εκεί που είχε φτάσει δε θα ζήταγε “βοήθεια”.
Σκέφτηκε τότε μήπως είχε να κάνει με τις ιδιότητες του Θανάτου. Ήταν αδερφός του Ύπνου και πρόσφερε και αυτός έναν ύπνο, μόνο πιο μόνιμο από τον αδερφό του. Δεν ήταν το τέλος. Δεχόταν όλες τις ψυχές χωρίς διακρίσεις και χωρίς να τις κρίνει. Ήταν το αντίθετο της ζωής.
«Ζωή.» είπε με σιγουριά και το δεύτερο τείχος άνοιξε. Στο κατώφλι του Θανάτου μια ψυχή θα ζητούσε να ζήσει και πάλι, και ήταν για ακόμα μια φορά το μαύρο χιούμορ του Άρχοντα των Νεκρών που έβαζε τις ψυχές να του ζητήσουν κάτι που δε μπορούσε να προσφέρει, παρά μόνο να πάρει.
Πέρασε με περισσότερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά και με ένα χαμόγελο ικανοποίησης που κόπηκε σχεδόν αμέσως όταν είδε το διάκοσμο του μέρους που βρισκόταν τώρα. Η διαφορετικότητα πάντα εκπλήσσει και δε μπορούσε να μη παρατηρήσει το πόσο αφύσικο φαινόταν αυτό το μέρος σε σχέση με τον κήπο με τα άσπρα κόκαλα που είχε περάσει λίγο πριν.
Τα μαύρα κόκαλα που τώρα ενώνονταν και σχημάτιζαν διεστραμμένα αγάλματα, τον άφησαν άφωνο από την πολυπλοκότητά τους και με τους διαφορετικούς συνδυασμούς που μπορούσαν να εκφράσουν το Θάνατο. Η σιωπή όλο και μεγάλωνε και τον συνόδευσε μέχρι το τρίτο τείχος.
Έμεινε για άλλη μια φορά σκεφτικός και με μεγάλη ανησυχία παρατήρησε ότι εδώ οι ψυχές που προσπαθούσαν να περάσουν το τείχος προς την τελική τους κρίση ήταν ακόμα πιο πολλές. Η τρίτη λέξη μάλλον θα ήταν δύσκολη. Δοκίμασε, έτσι για να δοκιμάσει, τις δυο προηγούμενες λέξεις αλλά, χωρίς να εκπλαγεί, δεν είχαν αποτέλεσμα. Δοκίμασε και τις υπόλοιπες που είχε σκεφτεί αλλά και πάλι τίποτα. Αναρωτιόταν πόσα τείχη θα πρέπει να περάσει ακόμα για να φτάσει στο Θάνατο και γέλασε με την επιμονή που είχε επιδείξει, επιμονή που πρέπει να ήταν μοναδική για κάποιον που θέλει να φτάσει στο χαμό του. Το γέλιο του αντήχησε στο χάλκινο τείχος και έπεσε νεκρό.
Σκέφτηκε και πάλι τα χαρακτηριστικά αυτού που είχε πάει να συναντήσει. Είχε μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, αφού έβαζε τις ψυχές λίγο πριν την τελική τους κρίση να του ζητάνε απίθανα πράγματα. Ήταν όμορφος απ’ ότι είχε δει τον αδερφό του τον Ύπνο και σίγουρα θα ήταν ματαιόδοξος αλλά ως θεός αυτό δε θα είχε καμία σημασία. Είχε υπομονή αφού ήξερε ότι τα πάντα θα καταλήξουν σε εκείνον, αλλά τώρα τελευταία φαινόταν να την είχε χάσει αφού τον κυνηγούσε με μανία. Και…ήταν ο μόνος φερέγγυος θεός. Ότι υποσχόταν το πραγματοποιούσε και δεν υποσχόταν πολλά. Μόνο…,
«Θάνατος…». Το τρίτο τείχος δεν άνοιξε και ο Τζων απογοητεύτηκε αλλά δεν το έβαλε κάτω. Τα μαύρα κόκαλα τριγύρω του δεν του επέτρεπαν να τα παρατήσει τώρα.
Ίσως το τελευταίο σύνθημα δεν είχε να κάνει με το θεό του τέλους. Ίσως είχε να κάνει με το ίδιο το τέλος. Το τέλος της κάθε ψυχής. Σκέφτηκε ότι όλες οι ψυχές φτάνοντας μπροστά από το Θάνατο έκριναν οι ίδιες την ύπαρξή τους αλλά δεν είχαν την ευκαιρία να μετανοήσουν για τις πράξεις τους. Η κρίση ήταν αστραπιαία και το Χάος περίμενε αδημονώντας.
Ίσως το τρίτο τείχος ήταν η τελευταία ελπίδα για συγχώρεση για όσα είχε πράξει κάποιος στη ζωή του λίγο πριν την τελική κρίση και ίσως όλα αυτά τα κόκαλα είχαν γίνει μαύρα γιατί πολλές ήταν εκείνες οι ψυχές που δεν ζητούσαν το μοναδικό πράγμα που είχε νόημα πριν το Θάνατο. Λίγες ψυχές πριν πεθάνουν ζητούσαν…
«Συγνώμη…» είπε και το τείχος παραμέρισε αθόρυβα σα συγχώρεση. Περνώντας το τρίτο τείχος, ξέχασε όχι μόνο το χαμόγελο πίσω του αλλά και το τι σημαίνει η λέξη. Οι μανιασμένοι άνεμοι και τα ανατριχιαστικό κλάμα των βράχων είχαν πλέον σιγήσει. Ο αέρας ήταν ακίνητος σα βαλσαμωμένος και η ησυχία ήταν χειρότερη και από αναμονή χειρουργείου.
Αν οι περίπλοκοι σχηματισμοί από κόκαλα που είχε δει ανάμεσα στα τείχη ήταν ανατριχιαστικοί και προμήνυαν θάνατο, ο απλός και απέριττος Σιδερένιος Πύργος του Θανάτου που ορθωνόταν μπροστά του, ήταν η επιτομή της μόνης σιγουριάς σε αυτή τη ζωή.
Βλέποντάς το κατάλαβε τι σήμαινε Θάνατος. Είδε στην απλή κατασκευή του πελώριου τετράγωνου πύργου που χανόταν στο μαύρο ουρανό από πάνω, πόσο απλός ήταν ο Θάνατος. Είδε στη στιβαρή κατασκευή του κτίσματος από σίδερο που δέσποζε στο χώρο, τη δύναμη του Θανάτου.
Το μονοπάτι που ακολουθούσε από τη στιγμή που μπήκε στην Κοιλάδα του Θανάτου και διέσχιζε ακόμα και τα τρία χάλκινα τείχη, σταματούσε μπροστά του σε μια στρογγυλή λίμνη από μαύρο μάρμαρο που περιέβαλε τον Πύργο και βρισκόταν λίγο πιο χαμηλά από το επίπεδο που πατούσε τώρα.
Ο εντυπωσιακός πύργος που καθρεφτιζόταν στη λεία επιφάνεια του μαρμάρου, έδινε την εντύπωση ενός δίδυμου πύργου που εκτεινόταν προς τα κάτω και αυτό τον έκανε να σκεφτεί ότι ο Θάνατος είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται παντού. Δεν υπήρχε ελπίδα να γλιτώσει και πλέον, όχι μόνο το ήξερε, αλλά είχε σιγουρευτεί κιόλας. Ο πύργος δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το τέλος της ζωής.
Το μαύρο μάρμαρο που περιέβαλε τον πύργο ήταν ανατριχιαστικά λείο. Βρισκόταν ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από εκεί που πατούσε και έμοιαζε έτοιμο να καταπιεί όποιον πατούσε πάνω του. Για μια ακόμη φορά χρειάστηκε να ανασυγκροτηθεί. Δεν φτάνεις στο κατώφλι του Θανάτου παρά μόνο μία φορά.
Άδειασε το κεφάλι του από τις έγνοιες και προχώρησε παίρνοντας δύναμη από τη θύμηση της Ελπίδας και από μια περιέργεια για να δει τι θα συναντούσε παρακάτω. Είχε φτάσει στο τέλος του το πιο συναρπαστικού ταξιδιού που είχε κάνει ποτέ στη ζωή του και είχε σκοπό να το απολαύσει. Έκανε ένα βήμα γεμάτο πίστη και με ανακούφιση βρήκε το κατάμαυρο μαρμάρινο πάτωμα όσο στέρεο ήλπιζε.
Η πόρτα του πύργου έστεκε μισάνοιχτη όπως και στο όνειρό του, και το πρασινωπό άρρωστο φως που έβγαινε από μέσα του έφερε για μια ακόμη φορά στο μυαλό εκείνες τις σκέψεις που είχε κάνει και εκείνη την τρομακτική φωνή που είχε ακούσει. Ήξερε ότι αν δε μπει η Ελπίδα ίσως κινδυνεύσει. Ήξερε ότι αν τότε είχε τρομάξει στο άκουσμα της φωνής που καλούσε το όνομά του, τώρα το πιο πιθανό ήταν να πέθαινε από αυτό το φόβο. Αλλά έπρεπε να το κάνει.
Ενώ περίμενε ότι η νεκρική σιγή που επικρατούσε στο χώρο θα ήταν ακόμα πιο νεκρική μέσα, πλησιάζοντας την πόρτα άκουσε φωνές που τον εξέπληξαν. Προχώρησε μπροστά προσπαθώντας να δείχνει έτοιμος για ό,τι είχε να συναντήσει, αλλά ακόμα και ο Μορφέας που τον παρατηρούσε από ψηλά κατάλαβε ότι συγκρατούσε τον φόβο του με όποιο τρόπο μπορούσε.

* * *

«Φοβήτωρα τι συνέβη πίσω στη σπηλιά? Θέλω κάθε λεπτομέρεια…»
Η άγρια λάμψη στα σκοτεινά μάτια του Άρχοντα των Νεκρών δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για παρερμηνείες. Ήταν έξαλλος που δεν είχε ακόμα στα χέρια του την ψυχή του Τζων και συγκρατούσε με δυσκολία την οργή του, που αν ξεσπούσε θα παρέσυρε στην ανυπαρξία του Χάους τον μυώδη υπηρέτη του που είχε αποτύχει για μια ακόμη φορά.
Ο Φοβήτωρας εξιστορούσε για αρκετή ώρα και με εκνευριστική απάθεια τα γεγονότα στη σπηλιά και όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στην εξιστόρηση του Φοβήτωρα, που έκανε το θυμό του να μεγαλώνει σαν ορμητικό κύμα μέσα του, γιατί τα πράγματα όχι μόνο δεν είχαν εξελιχθεί όπως τα είχε σχεδιάσει αλλά είχαν πάει ακόμα χειρότερα. Φτάνοντας στο σημείο που εκείνος είχε προσφέρει την ίδια του την καρδιά στο Βαρκάρη για να περάσει απέναντι, το ορμητικό κύμα του θυμού του Θανάτου ξεχύθηκε και η φωνή του κόντευε να παρασύρει το Φοβήτωρα που στεκόταν ακίνητος σα βράχος απειλώντας να τον ξεβράσει στον πάτο του Πηγαδιού των Ψυχών.
Η οργή και ο θυμός του ήταν αυτά που θόλωναν τις αισθήσεις του και δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τους δυο επισκέπτες που έστεκαν μόλις έξω από την πόρτα του Σιδερένιου Πύργου. Ένας άνθρωπος, εκείνος που περίμενε με ανυπομονησία και ένας θεός με τη μορφή κόρακα, υπό άλλες συνθήκες δε θα πέρναγαν απαρατήρητοι στο προαύλιο του Θανάτου,
«Πρόσφερες την καρδιά σου στο Βαρκάρη? Έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό?» Ολόκληρος ο πύργος γέμισε με ένα απόκοσμο ψύχος που ο Τζων το ένιωθε στο κορμί του έξω στην είσοδο. Η φωνή όμως που άκουγε ήταν αυτή που τον έκανε να ανατριχιάσει περισσότερο και από το κρύο.
«Σημαίνει ότι θα είχα το θνητό στα χέρια μου αν τα αδέρφια μου δεν είχαν επέμβει…»
«Με κάθε αποτυχία του Βαρκάρη να μαζέψει κάποιες ψυχές που του κόστιζαν την καρδιά του και τον απομάκρυναν όλο και περισσότερο από τη δεύτερη ευκαιρία που επιθυμούσε, βρέθηκες εσύ να του δώσεις και πάλι ελπίδα. Τώρα δε μένει τίποτα άλλο από το να βρει κάποιον που…»
Τα λόγια του έσβησαν, μη μπορώντας να ακολουθήσουν τον ειρμό της σκέψης του, που αδυνατούσε να συλλάβει το μέγεθος της αποτυχίας του Φοβήτωρα και τώρα εστίαζε σε κάτι άλλο που τον ενοχλούσε σαν τα σκουλήκια στα πτώματα των νεκρών στον τάφο. Κάποιος ήταν εκεί μαζί τους. Κάτι άλλο είχε προτεραιότητα.
Κοίταξε απότομα τον Φοβήτωρα και του ένευσε να σιωπήσει. Το πρόσωπό του έμοιαζε να είναι όλο δόντια από το χαιρέκακο χαμόγελο που του διαστρέβλωσε τα χαρακτηριστικά. Έστρεψε το βλέμμα του στην είσοδο.
Τον ένιωθε τόσο κοντά που το στόμα του γέμισε σάλιο σα να είχε μυρίσει το αγαπημένο του πιάτο. Περίμενε ακίνητος μη τυχόν και τρομάξει τον απρόσμενο επισκέπτη του και τραπεί σε φυγή. Ο Φοβήτωρας νόμιζε ότι ο Θάνατος επιτέλους θα τον λύτρωνε από τη μιζέρια του, μέχρι που κατάλαβε ότι δεν του έδινε την παραμικρή σημασία και η προσοχή του ήταν απόλυτα στραμμένη στην είσοδο.
Γύρισε παραξενεμένος να κοιτάξει πίσω του και το θέαμα τον άφησε εμβρόντητο.

* * *

Για ακόμα μια φορά η ιπτάμενη σκιά που είχε αντιληφθεί ότι τον ακολουθούσε έκανε αισθητή την παρουσία της. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σαν να είχε παρατηρήσει το ρυθμό με τον οποίο ξεσπούσαν οι κεραυνοί και περίμενε το επόμενο σκοτεινό διάστημα ανάμεσα σε δυο ξεσπάσματα φωτός, εκτοξεύτηκε από κάπου ψηλά και σα μαύρο βέλος μπήκε στην ανοιχτή πύλη του Σιδερένιου Πύργου.
Ο Τζων αυτή τη φορά ήταν σίγουρος ότι είχε δει ένα κοράκι να τον προσπερνάει και να χάνεται στο σκοτάδι, καθώς το ελάχιστο αρρωστημένο φως που έβγαινε από μέσα έκανε αντανάκλαση πάνω στα γυαλιστερά μαύρα φτερά του μεταμορφωμένου Μορφέα.
Είχε ήδη περάσει τη σιδερένια πόρτα και στάθηκε λίγο ανάμεσα στους κίονες από συμπαγή σκιά μήπως και δει που είχε πάει ο ιπτάμενος “διώκτης” του, αλλά το σκοτάδι σε μερικά σημεία ήταν τόσο βαθύ που δεν είχε νόημα να ψάχνει.
Οι φωνές από το βάθος είχαν σωπάσει, αλλά ήταν οι ακαταλαβίστικοι ψίθυροι που άκουγε από τη στιγμή που πέρασε στην κεντρική είσοδο και του χάιδευαν τα αυτιά σα μεταξένια στιλέτα που του έδωσαν την εντύπωση ότι στο άλλο δωμάτιο τον περίμεναν.
Οι κολώνες που έμοιαζαν με ζωντανή συμπυκνωμένη σκιά και στήριζαν το ταβάνι που ήταν ο πάτος του Πηγαδιού των Ψυχών, φάνηκε να στρέφονται και να συσπώνται στην παρουσία κάποιου ζωντανού ανάμεσα στους νεκρούς. Ένα ρίγος σαν ηλεκτρικό ρεύμα διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του και διέρρευσε μέσα από το σώμα του σε όλα τα σιδερένια τοιχώματα του Πύργου
Κοίταξε ψηλά περπατώντας προσεχτικά και όσο μπορούσε αθόρυβα από ένστικτο, και αυτό που είδε από το λιγοστό φως που έμπαινε από το άλλο δωμάτιο, ήταν ακόμα χειρότερο και από τους εφιάλτες που τον κατέτρεχαν τόσο καιρό. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όσο χρειάστηκε για να αναδευτεί με μανία ο πάτος του πηγαδιού, έγινε μάρτυρας του μεγαλύτερου μαρτυρίου της ανθρώπινης ψυχής.
Όλες οι σκοτεινές μορφές που εμφανίστηκαν αστραπιαία, όταν έστρεψε το βλέμμα του προς αυτές, μέσα στον αποτροπιασμό που του προκάλεσαν παρατήρησε ένα και μόνο κοινό χαρακτηριστικό. Στα άδεια τους μάτια και στις μαύρες τρύπες που κάποιες από αυτές είχαν στη θέση των ματιών, ήταν απαθανατισμένη όλη η απελπισία και ο πόνος που αυτές οι ψυχές βίωναν μέχρι ο Θάνατος να τις χρησιμοποιήσει και να χαθούν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Ο Μορφέας έκανε ένα πέρασμα πετώντας στις σκιές του προθάλαμου και κούρνιασε αθόρυβα σε μια σκοτεινή γωνία που του πρόσφερε θέα στην είσοδο που οδηγούσε στην αίθουσα του σιδερένιου θρόνου του Θανάτου.
Είδε τον Τζων κοκαλωμένο να αφουγκράζεται τους ψιθύρους των εγκλωβισμένων ψυχών στο πηγάδι να τον εκλιπαρούν για έλεος και να του ζητούν επίμονα βοήθεια.
Ένιωσε τον πόνο στην ψυχή του θνητού που δε μπορούσε να βοηθήσει και τον έκανε να αποστρέψει το βλέμμα του από απέχθεια για τη σκληρότητα του Θανάτου, κάνοντάς τον να χύσει ένα δάκρυ για αυτές τις ψυχές.
Ο Τζων είχε μείνει να αφουγκράζεται τις ψυχές που μιλούσαν ασταμάτητα στο μυαλό του ταλαιπωρώντας τον. Το δάκρυ που έχυσε φάνηκε να ηρεμεί λίγο τις ψυχές που ένιωσαν μετά από άπειρα χρόνια σε αυτό το αβάσταχτο μαρτύριό κάποιον να νοιάζεται για αυτές.
Η σιωπή που απλώθηκε στο πηγάδι έκανε πιο αισθητή την ησυχία που επικρατούσε στην αίθουσα του θρόνου. Ήξερε ότι είχε έρθει πλέον η ώρα να κάνει αυτό που είχε έρθει μέχρι εδώ να κάνει. Ήταν η ώρα του.
Προχώρησε προς την είσοδο χωρίς να τον νοιάζει πλέον να είναι αθόρυβος. Όρθωσε το ανάστημά του και εμφανίστηκε. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε πολυσκεφτεί πώς θα αντιμετώπιζε το Θάνατο αλλά δεν περίμενε τέτοια υποδοχή. Η αντίδρασή του ήταν εντελώς αυθόρμητη.
Βλέποντας το άρρωστο χαμόγελο στο πανέμορφο πρόσωπο του Θανάτου συγκλονίστηκε, αλλά βρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία, την ψυχραιμία του και λίγο από το, εδώ και καιρό, χαμένο χιούμορ του, όταν είδε την έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο του ζωντανού μυώδη ογκόλιθου που στεκόταν μπροστά από το θρόνο.
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου κοίταξε κατάματα το Θάνατο και αντίκρισε το Χάος στα μάτια του και από κείνη τη στιγμή προσπαθούσε να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από εκείνες τις επικίνδυνες μαύρες τρύπες που καλούσαν την ψυχή του να γευθεί τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης. Έβαλε τα δυνατά του να αγνοήσει το κάλεσμα και θυμήθηκε την προσωπικότητα που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του, μιλώντας σε ένα τόνο επιτηδευμένα ανέμελο.
«Τα σέβη μου. Πιστεύω με περιμένατε. Ή όχι? Αφήστε με να μαντέψω. Ο Άρχοντας των Νεκρών και ο άρχοντας του φόβου, ο Φοβήτωρας. Σωστά? Τιμή μου άρχοντές μου.» Άκουσε τη φωνή του να βγαίνει από μέσα του και για μια στιγμή νόμιζε ότι κάποιος άλλος είχε μιλήσει.
«Λοιπόν ανιψιέ? Τι λες για αυτό?» Ο Θάνατος απευθύνθηκε στο Φοβήτωρα που είχε ακόμα την όψη κεραυνόπληκτου μεγαλιθικού μνημείου. Γυρνώντας και πάλι στον Τζων του απάντησε με τον ίδιο σαρκαστικό τόνο.
«Καλώς ήρθες θνητέ. Ο Άρχοντας των Νεκρών σε καλωσορίζει. Πέρασε.»
«Ευχαριστώ άρχοντα. Έμαθα ότι με ψάχνατε και είπα να σας βγάλω από τον κόπο να με κυνηγάτε και… να με! Ίσως τώρα σταματήσει αυτό το ανόητο παιχνίδι που έχει κοστίσει τη ζωή σε αρκετούς αθώους.»
«Ωωω! Ένας αλτρουιστής! Θαυμάσια. Πιστεύω θα εκτιμήσεις το γεγονός ότι η θυσία σου δε θα πάει χαμένη. Φαντάζομαι γι’ αυτό ήρθες έτσι δεν είναι?»
«Ήρθα να μάθω για ποιο λόγο με κυνηγάς εσύ και ο υπηρέτης σου ή μήπως πρέπει να πω αυτός ο προδότης που σε υπηρετεί. Από κει και πέρα είμαι στη διάθεσή σου. Αν η ζωή μου θυσιαστεί για να γλιτώσουν και άλλοι ακόμα καλύτερα.»
Ο Τζων μπορεί να ακουγόταν γεμάτος αυτοπεποίθηση και θάρρος αλλά μέσα του έτρεμε. Ήξερε ότι από εδώ δεν υπήρχε γυρισμός και προσπαθούσε να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό του και απλώς να διασκεδάσει τις τελευταίες του στιγμές.
«Τέλεια! Ξέρεις περισσότερα απ’ ότι περίμενα και θα συνεννοηθούμε θαυμάσια. Αλλά εδώ είναι λίγο άβολα για κουβέντα. Βλέπεις οι καλεσμένοι μου δεν έρχονται για να κάτσουν και ο χώρος είναι λίγο λιτός. Πάμε κάπου που θα είμαστε πιο άνετα? Τι λες?»
Ο Τζων σκέφτηκε λίγο την πρόταση του Θανάτου και τον σχεδόν αόρατο σύντροφό του, το κοράκι που τον είχε ακολουθήσει μέχρι εδώ και τον είχε βοηθήσει να ξεπεράσει τη στιγμή της παρ’ ολίγο θανάσιμης αδυναμίας του.
Όσο φιλικό και αν έμοιαζε το χαμόγελό του ήξερε ότι η πρότασή του κρύβει δόλο. Όσο και αν προσπαθούσε να αποφύγει να κοιτάξει κατάματα το Θάνατο, δε μπορούσε να μη προσέξει την εκφραστικότητα του που μαρτυρούσε μοχθηρία και σκέφτηκε ότι καλό θα ήταν να μείνουν εκεί όπου ήξερε το δρόμο να φύγει και όπου ο μυστηριώδης ιπτάμενος βοηθός του ίσως μπορούσε να επέμβει.
«Λέω να μείνουμε εδώ αν αυτό δε σε πειράζει.» του απάντησε και προσπάθησε να δείχνει άνετος.
«Πολύ καλά λοιπόν. Ας είναι. Θα σου κάνω αυτή τη χάρη. Σε όλους τους μελλοθάνατους, τουλάχιστον στον κόσμο σου, κάνουν κάποια τελευταία χάρη.»
«Μελλοθάνατος λοιπόν. Κρίμα και έλπιζα να τη γλυτώσω. Δεν πειράζει, εκτιμώ την ειλικρίνεια και χαίρομαι που τα τελευταία λόγια που θα ακούσω θα είναι ειλικρινή.»
«Αγαπητέ. Δεν υπάρχει κανείς ειλικρινέστερος και πιο ευθύς από τον υποφαινόμενο. Η μόνη αδιάψευστη αλήθεια που θα βρεις σε αυτόν τον κόσμο ή στον δικό σου. Εγώ από την πλευρά μου εκτιμώ το γεγονός ότι ήρθες εδώ χωρίς αυταπάτες. Ο ρεαλισμός είναι η αγαπημένη μου οπτική. Και ας είμαι αδερφός με αυτόν που σας πουλάει παραμύθια. Ίσως δεν είναι τυχαίο. Όταν ο αδερφός μου και οι γιοί του σας σερβίρουν όλα αυτά τα ψέματα καλυμμένα με το μανδύα της ελπίδας, κάποιος πρέπει να σας επαναφέρει στην πραγματικότητα.»
«Δεν είναι ψέματα. Καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει ότι θέλει και να προσπαθεί να πετύχει τους στόχους του. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό.»
«Επέτρεψε μου να διαφωνήσω. Αλλά περίμενε λίγο…»
Με μια θεατρική κίνηση το σιδερένιο πάτωμα δίπλα από το Τζων φάνηκε να γίνεται ρευστό και να μετακινείται. Ένα εξόγκωμα που έπαιρνε τη μορφή πολυθρόνας, ενσωματωμένης με το υπόλοιπο δωμάτιο, εμφανίστηκε και στερεοποιήθηκε.
«Φοβήτωρα. Άφησε μας, έχουμε πολλά να πούμε.» είπε ρίχνοντας ένα σκληρό βλέμμα στον τεράστιο Όνειρο και μιλώντας του ακόμα πιο σκληρά στο μυαλό του. Ο Μορφέας παρακολουθούσε από το σκοτάδι λυπημένος.
«Σε απαλλάσσω από τη συμφωνία μας. Ξέρω ότι πλέον η Ενύπνια είναι παρελθόν για σένα. Οπότε, μείνε δίπλα μου και τακτοποίησε το θέμα της καρδιάς του Βαρκάρη. Φύγε.»
Η πνευματική επικοινωνία του Θανάτου με το Φοβήτωρα έγινε αντιληπτή από το Τζων από το γεγονός ότι ο δεύτερος λίγο έλειψε να διπλώσει από τον πόνο που του προκάλεσε αυτή η σύνδεση και γρύλισε απειλητικά πριν αποχωρήσει.
Ο Φοβήτωρας ήξερε ότι ο Θάνατος είχε δίκιο. Δεν είχε και πολλές επιλογές. Το μίσος του ήταν ακόμα άσβεστο πλέον για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε και ο Βαρκάρης ήταν ο νέος αποδέκτης αυτού του μίσους, από τη στιγμή που δε μπορούσε να διοχετεύσει αυτή την ενέργεια για να φτιάξει εφιάλτες. Έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι στους τεράστιους ώμους του, ρίχνοντας ένα βλέμμα γεμάτο κακία προς το Τζων, που τον έκανε να εκτιμήσει περισσότερο το κρύο σίδερο πάνω στο οποίο καθόταν.
«Λοιπόν στα δικά μας. Τώρα που έφυγε ο… προδότης όπως είπες. Αν και εγώ δε θα χαρακτήριζα έτσι εύκολα κάποιον χωρίς να τον γνωρίζω. Αλλά υποθέτω έτσι είστε εσείς οι θνητοί. Βιαστικοί στις αποφάσεις σας και πάντα επικριτικοί απέναντι σε κάποιον που δεν έχετε γνωρίσει αληθινά και απλά δεν ανταποκρίνεται στις προσωπικές σας αντιλήψεις και στην προσωπική σας αισθητική.»
«Ξέρω ότι είναι προδότης αν και δεν είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω προσωπικά, εκτός ίσως από τα έργα του. Αυτά τα γνώρισα καλά ένα χρόνο τώρα αλλά για αυτό δεν τον κρίνω. Ξέρω ότι εσύ τον έβαλες να μου το κάνει αυτό. Αλλά παρόλα αυτά, ένα πλάσμα που αφήνει κάποιον άλλο να καθορίσει τις αρχές του και τις πράξεις του και στρέφεται εναντίον της ίδιας του της οικογένειας δε μπορείς να τον χαρακτηρίσεις αλλιώς.»
«Τι θα έλεγες αν σου έλεγα πως ο αγαπημένος μας Φοβήτωρας δεν είναι τίποτα άλλο, από ένας ακόμα παραπλανημένος από τον Ύπνο και τους γιους του και πως είχε την τύχη να είναι ο πρώτος που συνειδητοποίησε την αλήθεια και δέχτηκε οικειοθελώς να με βοηθήσει σε αυτό το σπουδαίο εγχείρημα που εσύ απορρίπτεις πριν ακόμα μάθεις περί τίνος πρόκειται.»
«Πίστεψέ με. Είμαι όλος αυτιά. Δε βιάζομαι να κρίνω και αν είναι κάτι που θέλω περισσότερο από κάθε τι, είναι να μάθω την αλήθεια πριν πεθάνω.»
«Εσύ και όλο σου το είδος. Αλλά θα δεις πως τίποτα απ’ όσα ελπίζετε και ονειρεύεστε και πασχίζετε δεν αξίζει τον κόπο και την ταλαιπωρία που περνάτε. Γι’ αυτό άσε με να σου εξηγήσω και να σας βοηθήσω.»
«Τι θες να πεις? Ότι όλα είναι μάταια?»
«Ακριβώς. Και υπάρχει τρόπος να σας απαλλάξω από αυτές τις περιττές έγνοιες και να φτάσουμε μαζί στην ουσία όπου όλα θα είναι απλά. Θα δεις ότι για όλα τα δεινά που περνάτε αυτή τη στιγμή εσείς οι θνητοί, υπεύθυνος είναι ο αδερφός μου, και κυρίως οι γιοί του, που δυστυχώς έχουν την εντύπωση πως προσφέρουν στην ανθρωπότητα, χωρίς να έχουν το θάρρος να δουν πως η προσφορά τους δεν είναι τίποτα περισσότερο από ψέματα.
»Ήθελες την αλήθεια. Λοιπόν να τη. Πες μου, ξέρεις πότε οι φτωχοί και οι πλούσιοι της Γης απ’ όπου προέρχεσαι είναι ίσοι? Ξέρεις πότε είναι το ίδιο ευτυχισμένοι? Γιατί για αυτό δεν πρόκειται στην ουσία? Για το κυνήγι της ευτυχίας.»
«Πότε?» Ο Τζων αν και είχε μια ιδέα σε τι αναφερόταν ο Άρχοντας των Νεκρών, αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του Θανάτου και να τον αφήσει να αποκαλύψει το σχέδιό του. Ίσως το κοράκι που τον είχε ακολουθήσει να μπορούσε να μεταφέρει τα νέα πίσω στην Ενύπνια, όταν ο ίδιος θα άφηνε την τελευταία του πνοή στο παλάτι του Θανάτου.
«Όταν κοιμούνται φυσικά. Σχεδόν τη μισή τους ζωή, οι φτωχοί και οι πλούσιοι της Γης την περνούν σε απόλυτη ισότητα. Κοιμούνται και ονειρεύονται και οι δυο. Όταν είναι ξύπνιοι αρχίζουν τα προβλήματα, και αυτό γιατί οι μεν συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχει λόγος να ονειρεύονται και οι άλλοι για αυτόν ακριβώς το λόγο. Γιατί καταλαβαίνουν ότι ήταν απλά ένα όνειρο. Δεν θα ήταν καλύτερα αν αυτή η δυσαρμονία εξαλειφόταν και ήταν όλοι το ίδιο ευτυχισμένοι όλη την ώρα και όχι μόνο όταν κοιμόταν?»
«Το ότι όλοι είναι ίσοι όταν κοιμούνται το θεωρείς απάτη και πλάνη? Αυτό δε γίνεται και όταν πεθαίνουν? Γιατί να μη καταργήσουμε και το Θάνατο λοιπόν?»
«Δεν είναι το ίδιο αγαπητέ. Εκτός του ότι αποτελώ τη μόνη σας σιγουριά σε αυτό τον κόσμο, ασχέτως αν δεν το εκτιμάτε αυτό, είμαι και ο μοναδικός αξιόπιστος χρονομέτρης σας.
»Μπορεί να έχετε μια άποψη του χρόνου, μετρώντας τις εναλλαγές των εποχών και των ημερονυχτίων, αλλά στην ουσία ο μόνος σας τρόπος για να αισθανθείτε αυτό για το οποίο δεν είστε φτιαγμένοι να αισθάνεστε, είμαι εγώ.
»Η ατελής σας κατασκευή δε σας επιτρέπει να γνωρίσετε το πραγματικό Χρόνο παρά μόνο εμμέσως. Αν δεν μπορούσατε να παρατηρήσετε την ανάπτυξη και τη φθορά πάνω σε κάθε τι που υπόκειται σε αυτές τις αλλαγές, δε θα μπορούσατε να γνωρίσετε το Χρόνο. Και δυστυχώς, και αυτή η έμμεση παρατήρηση είναι ατελής.
»Θεωρείτε το χρόνο γραμμικό και συνεχίζετε να ζείτε με αυτή την αυταπάτη ανάμεσα σε τόσες άλλες. Αλλά αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο σε εσάς, είναι η αυταπάτη που τρέφετε για τους εαυτούς σας.
»Πραγματικά, δεν υπάρχει άλλο είδος σε αυτό ή σε κάποιο άλλο Σύμπαν, που να έχει τόση μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Έχετε χάσει το μέτρο και αυτό οφείλεται στα όνειρα που κάνετε. Κάνετε τόσο μεγάλα όνειρα που αφήνετε την πραγματικότητα να σας προσπεράσει. Χάνετε το πραγματικό νόημα, προσπαθώντας είτε να σχεδιάσετε το μέλλον, είτε να δείτε τι πήγε στραβά στο παρελθόν.
»Και το χειρότερο είναι ότι επιπλέον είστε και ισχυρογνώμονες. Είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσεις την αλήθεια που σου προσφέρω με μεγαλοψυχία, σαν δώρο για τον επικείμενο θάνατό σου, και να τη δεχτείς, αφήνοντας την ψυχή σου να αναπαυθεί εν ειρήνη.
»Ακόμα και μπροστά στην απόλυτη αλήθεια, θα προτιμήσεις την αλήθεια που έχεις σχηματίσει εκ των προτέρων μέσα σου, την αλήθεια την οποία έχεις συνηθίσει και αισθάνεσαι βολική, ακόμα και αν αυτή είναι σχηματισμένη ως αποτέλεσμα ελλιπούς γνώσης.
»Να στο πω απλά. Δεν υπάρχει τρόπος να σε πείσω για τίποτα σήμερα, από τη στιγμή που το είδος σου δεν έχει μάθει να παραδέχεται τα λάθη του. Και ένα από τα μεγαλύτερα λάθη σας, είναι η προσκόλληση σε ψέματα που ακούγονται ευχάριστα και αποκρύπτουν βολικά την αλήθεια.»
Όση ώρα ο Θάνατος μιλούσε, ο Τζων κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να κρατάει το βλέμμα του μακριά από το πανέμορφο πρόσωπό του. Κάτι τον τραβούσε προς τα εκεί, σαν απαγορευμένη απόλαυση.
Ήξερε ότι δεν έπρεπε να κοιτάξει το Θάνατο κατάματα, μια κίνηση που θα σήμαινε το πρόωρο τέλος του, καθώς θα τον οδηγούσε στην τελική του κρίση και στην επιστροφή του στο Χάος, αλλά δε μπορούσε να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από το μόνο μέρος όπου θα μπορούσε να γνωρίσει στο έπακρο την ίδια του την ψυχή.
Αν δεν είχε έρθει ήδη αντιμέτωπος με το παρελθόν του, όταν είχε αγγίξει το Φίλντισι και είχε δει όλη του τη ζωή να περνάει μπροστά από τα μάτια του, τότε οι αντιστάσεις του θα ήταν μηδαμινές και θα άφηνε ευχαρίστως το βλέμμα του να χαθεί μέσα στο κενό βλέμμα του Θανάτου με την ελπίδα για ένα σύντομο τέλος.
Τώρα είχε τη δύναμη να αντισταθεί στη φυσική τάση της ψυχής του να επιστρέψει στο Λίκνο και να προσπαθήσει να μάθει τι σχέδια είχε ο Θάνατος για την ανθρωπότητα.
«Τώρα όμως μου φαίνεται ότι, εσύ είσαι προκατειλημμένος. Από που σχημάτισες την ιδέα ότι δε θα δεχτώ την αλήθεια που μου προσφέρεις? Είμαστε ισχυρογνώμονες και ξεροκέφαλοι αλλά όχι όλοι. Μερικοί από μας έχουμε το θάρρος να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας και να τα παραδεχόμαστε, αν και τις περισσότερες φορές αφού τα έχουμε ήδη κάνει, αλλά όπως ξέρεις καλά, έχουμε ατέλειες στην κατασκευή μας.
»Αυτό που θέλω να πω όμως, είναι πως δε φταίει σε τίποτα ο Ύπνος και τα όνειρα. Το αντίθετο. Αν δεν υπήρχαν αυτά, η ανάπτυξή μας δε θα ήταν τόσο γρήγορη.»
«Για ποια ανάπτυξη μιλάμε Τζων? Για το γεγονός ότι έχετε φτάσει σε τέτοιο επίπεδο τεχνολογικής εξέλιξης που απέχετε μια ανάσα από τον ολοκληρωτικό αφανισμό? Ή μήπως θες να μου πεις ότι έχετε φτάσει σε μια πνευματική ωριμότητα που είστε σε θέση να αποτρέψετε τη διαφαινόμενη καταστροφή σας?
»Έχετε αυτοκαταστροφικές τάσεις και αυτό δε μπορώ να το αφήσω να συνεχιστεί. Αν εσείς χαθείτε, τότε δε θα έχω και εγώ λόγο ύπαρξης και αυτό δε μπορώ να το αφήσω να συμβεί.»
«Τι ακριβώς θες να αποτρέψεις? Το τέλος μας είναι προκαθορισμένο με την καταστροφή του άστρου μας του ήλιου. Αν δε μας αφήσεις να ονειρευόμαστε δε θα μπορέσουμε ποτέ να αποφύγουμε αυτή την καταστροφή και τότε το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο.»
«Για πες μου Τζων. Τι ξέρεις για το Σύμπαν στο οποίο ζεις? Να ξεκινήσουμε από τα βασικά για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στα υπόλοιπα.»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πολλά. Ζούμε σε ένα Σύμπαν που δεν έχουμε κατορθώσει να ακόμα να μάθουμε από τι ακριβώς είναι φτιαγμένο. Ίσως λόγω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αισθήσεις μας. Ξέρω όμως για εμάς.
»Εμείς είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια ενέργεια και το ίδιο υλικό που είναι φτιαγμένη η Γη, όλοι οι πλανήτες και τα μακρινά αστέρια. Κάθε μας πνοή μας γεμίζει το υλικό του ουρανού. Στο σώμα μας κυλάει το νερό των θαλασσών όλου του Σύμπαντος και η φωτιά του ήλιου καίει μέσα μας και μας δίνει ζωή.
»Το πνεύμα μας όμως είναι φτιαγμένο από το υλικό του Σύμπαντος που υπάρχει στη σκοτεινή ύλη και στις μαύρες τρύπες. Το πνεύμα μας είναι φτιαγμένο από το υλικό των ονείρων. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.»
Με μια φευγαλέα ματιά που ο Τζων διακινδύνευσε να ρίξει στην παγωμένη μάσκα πανέμορφης παραφροσύνης που φορούσε ο Θάνατος για πρόσωπο, παρατήρησε μια εκνευρισμένη αποδοχή. Ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε. Είχε αναφέρει τη Χώρα των Ονείρων μόνο και μόνο για να θίξει τον εγωισμό του Θανάτου. Μπορεί να είχε και δίκιο για το πνεύμα.
Ήξερε όμως στ’ αλήθεια ότι από τότε που είχε πάει στην Ενύπνια, αυτή η εσωτερική φωνή που είχε συνηθίσει να ταυτίζει με το πνεύμα, στη Χώρα των Ονείρων μπορούσε να γίνει χειροπιαστή.
Συνέχισε τον ειρμό του προσπαθώντας να δει που τον οδηγεί ο Θάνατος. Αλλά αυτή την απάντηση την ήξερε.
«Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλές θεωρίες για το πώς αυτή η ενέργεια ξεκίνησε να υπάρχει και έγινε ύλη, και πως κατάφερε να σχηματίσει τα άστρα και τους γαλαξίες και τους πλανήτες και την ίδια τη Γη και τη ζωή που υπάρχει πάνω σε αυτή.»
«Και τι νομίζεις ότι γίνεται αυτή η ύλη και η ενέργεια όταν κάποιος από σας πεθαίνει?»
«Ξέρω ότι δε χάνεται. Είναι νόμος της φύσης. Αλλά δε ρωτούσες αυτό.»
Ο Θάνατος ή έβρισκε ενδιαφέρουσα την κουβέντα ή αδιαφορούσε πλήρως. Ίσως το πρώτο, γιατί για άλλη μια φορά ο Τζων νόμιζε ότι είδε το Θάνατο να δυσανασχετεί, παρόλο που το σαρδόνιο χαμόγελό του δεν πρόδιδε τίποτα.
«Έχει σημασία?» τον ρώτησε γέρνοντας λίγο μπροστά στο θρόνο του έτοιμος να χιμήξει. Ο Τζων δυσκολεύτηκε να παραμείνει στη θέση του αλλά είχε καταλάβει.
«Όχι… ότι και να συμβαίνει δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το ερώτημα…»
Ο Θάνατος αυτή τη φορά σίγουρα συμφωνούσε. Ο Τζων δεν ήξερε κατά πόσο ήταν καλό να συμφωνεί ο Θάνατος μαζί του. Πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά τον ρώτησε με το ίδιο αρρωστημένα όμορφο χαμόγελο.
«Το ερώτημα είναι το “Γιατί” σωστά?»
«Σωστά. Αυτό που έχει σημασία είναι “γιατί” δημιουργήθηκε το Σύμπαν, “γιατί” δημιουργήθηκε ζωή σε αυτό, “γιατί” αυτή η ζωή είναι γεμάτη πόνο και λίγες στιγμές ευτυχίας… “Γιατί”. Αυτό το ερώτημα δε θα απαντηθεί ποτέ. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό και αυτό έγινε για να γίνονται όλα για κάποιο σκοπό.»
Ο Θάνατος σηκώθηκε όρθιος και τον πλησίασε με χάρη ερπετού. Του άρεσε αυτή η κουβέντα. Αιώνες τώρα συναναστρεφόταν σιωπηλές ψυχές και τώρα αυτός ο θνητός πραγματικά τον διασκέδαζε. Αποφάσισε να παίξει λίγο με τον τελευταίο θνητό που νόμιζε ότι αυτά που έλεγε είχαν κάποια σημασία. Μπορεί να είχε άποψη, αλλά η τελειότητα του Κύκλου απειλούταν από οποιαδήποτε σκέψη που έθετε ερωτήματα στην ανθρώπινη ψυχή.
«Μην είσαι απαισιόδοξος. Άκου. Ας πούμε ότι αφήνω την ανθρωπότητα να εξελιχθεί με τον τρόπο που εσύ και ο αδερφός μου ο Ύπνος θεωρείτε εξέλιξη. Και ας πούμε ότι καταφέρνετε να γνωρίσετε το πραγματικό Σύμπαν. Έχετε κάποιες θεωρίες και αν καταφέρετε να ξεπεράσετε και το εμπόδιο των περιορισμένων σας αισθήσεων, τότε ίσως γνωρίσετε και την αληθινή φύση του περιβάλλοντος σας. Όμως δε νομίζεις ότι έχουν ήδη υπάρξει οντότητες που δεν έχουν “εξελιχθεί” όπως εσείς και έχουν καταφέρει να γνωρίσουν το Σύμπαν όπως ακριβώς είναι? Δε πιστεύεις ότι κάποιοι έχουν καταφέρει ήδη, αυτό που εσείς οι άνθρωποι πασχίζετε?»
«Ίσως, αλλά τι σημασία έχει αυτό? Δε με ενδιαφέρει τι έχουν καταφέρει κάποιοι άλλοι, που ίσως διαφέρουν σε θεμελιώδες επίπεδο από εμάς, αλλά τι μπορώ να καταφέρω εγώ και οι συνάνθρωποί μου.
»Αν ποτέ καταφέρουμε να ξεπεράσουμε την ατέλεια της κατασκευής μας και των περιορισμένων μας αισθήσεων, αυτό θα είναι με τη βοήθεια του Ύπνου και των ονείρων. Και αυτό γιατί μόνο στο πνευματικό επίπεδο δεν μας περιορίζει τίποτα και είμαστε ικανοί να γνωρίσουμε το Σύμπαν στην πραγματική του μορφή.
»Το ότι είμαστε ικανοί να αντιληφθούμε μόνο τις τρεις διαστάσεις άμεσα και το χρόνο έμμεσα, ή το ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα γενικότερα, δεν είναι τίποτα παραπάνω από την εξήγηση που δίνει ό εγκέφαλός μας στα ερεθίσματα που δέχεται το σώμα μας, δε σημαίνει ότι δε θα μάθουμε ποτέ την πραγματική φύση των πραγμάτων.
»Θα υπάρξει μια εποχή που δε θα είμαστε δέσμιοι των αισθήσεών μας και θα μπορούμε να γνωρίσουμε και το Χρόνο στην πραγματική του μορφή και τότε θα μπορέσουμε ίσως να απαντήσουμε το “γιατί”.»
«Και τότε τι? Όταν η αναζήτηση θα έχει τελειώσει τι θα συμβεί?»
«Με κάθε αναζήτηση που τελειώνει μια νέα ξεκινά.»
«Δε θα γυρίσετε και πάλι πίσω στο Χάος? Και μετά πάλι πίσω στην περιορισμένη ύπαρξη των αισθήσεων?»
«Ναι αλλά θα έχουμε ωριμάσει αρκετά που θα μπορούμε να καταλάβουμε και το ίδιο το Χάος. Έχοντας γνωρίσει το πραγματικό Σύμπαν, ξεφεύγοντας από τις απαντήσεις που μας δίνουν οι περιορισμένες μας αισθήσεις, θα έχουμε την ευκαιρία να δυναμώσουμε το πνεύμα μας, έτσι ώστε να μην απορροφηθεί από το Χάος και να συνεχίσει να ψάχνει απαντήσεις και σε αυτή την κατάσταση.»
«Νομίζεις δηλαδή ότι με το να σας αφήσω να συνεχίσετε να ονειρεύεστε θα φτάσετε κάποτε στο σημείο να βγάλετε νόημα από το ίδιο το Χάος?»
Αυτή η ιδέα έκανε το Θάνατο να θέλει να γελάσει πραγματικά. Ήξερε το Χάος αρκετά καλά. Τα μάτια του οδηγούσαν εκεί. Ο θνητός έκανε μεγάλα όνειρα. Τελικά ίσως δεν ήταν τυχαίο ότι είχε καταφέρει να φτάσει στην Ενύπνια. Ευτυχώς όμως για αυτόν και για την υπόλοιπη ανθρωπότητα τα μεγάλα όνειρα και οι ανούσιες φιλοδοξίες θα σταματούσαν σήμερα.
«Ακριβώς.»
«Θες να κοιτάξεις βαθιά μέσα στα μάτια μου και να πάρεις μια γεύση από αυτό που ελπίζεις ότι κάποτε θα βγάλεις νόημα?» Τα μάτια του Θανάτου έριξαν ένα βλέμμα στο Τζων που θα μπορούσε να ακινητοποιήσει πλανήτες στις τροχιές τους και να τους κάνει να πέσουν στο άπειρο.
«Δεν είμαι ακόμα έτοιμος για αυτό. Ξέρω πολύ καλά ότι αν και έχω ξαναγεννηθεί σε αυτή τη διάσταση και έχω γνωρίσει πράγματα που η υπόλοιπη ανθρωπότητα ακόμα αγνοεί, έχω πολλά να μάθω για να μπορέσω να αντικρίσω το Χάος.» Ο Τζων θυμήθηκε αμυδρά κάποιες θολές εικόνες όταν το όνειρο του χρόνου τον είχε στείλει εκεί. Ήξερε ότι κάποτε εκεί θα καταλήξει και πάλι. Το θέμα όμως ήταν να μάθει το “Γιατί”. Το “Γιατί” που ενδιέφερε τον ίδιο, την Ελπίδα και το παράξενο κοράκι στην άλλη αίθουσα.
«Θα ήθελα όμως πραγματικά μετά απ’ όλη αυτή τη κουβέντα να ξέρω και το πώς νομίζεις ότι θα γίνει η ανθρωπότητα καλύτερη αν σταματήσει να ονειρεύεται.»
Ο Θάνατος κοίταξε για πρώτη φορά άνθρωπο με λύπη. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ποια είναι η πραγματική κατάρα της ανθρωπότητας. Μαθαίνουν την αλήθεια λίγο πριν πεθάνουν. Γέλασε κοφτά, σα να έδινε μαχαιριά πισώπλατα.
«Αρκετά με τις κουβέντες. Δε μπορώ να σου εξηγήσω. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το δεις. Ήρθες εδώ για να μάθεις, σωστά?»
Το Χάος μέσα στα μάτια του Θανάτου είχε αρχίσει να αναδεύεται και ολόκληρος ο Σιδερένιος Πύργος άρχισε να σείεται. Οι καταραμένες ψυχές ένιωσαν τη λύτρωσή του Χάους μέσα από τα μάτια του Θανάτου να έρχεται πιο κοντά, και ο Μορφέας που ήταν στο δωμάτιο που έβλεπε τον πάτο του πηγαδιού που ήταν παγιδευμένες, ένιωσε το μέρος να προσπαθεί να καταπιεί οτιδήποτε ζωντανό και φωτεινό. Και το μοναδικό πλάσμα του φωτός εκεί μέσα ήταν ο Τζων.
Οι σκιές που αποτελούσαν τις κολώνες του δωματίου άρχισαν να μεγαλώνουν και να απλώνονται, και το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα μπλοκάροντας την είσοδο στην αίθουσα του θρόνου όπου ο Τζων είχε την τελευταία του κουβέντα με το Θάνατο. Ο μόνιμος πρασινωπός φωτισμός στην αίθουσα είχε σβήσει και το δωμάτιο άστραφτε σα διάφανο στο ρυθμό των κεραυνών που ξεσπούσαν στην κορυφή του Πύργου και διοχετεύονταν σε ολόκληρη τη σιδερένια κατασκευή
Αν δεν ήταν και ο ίδιος ο Μορφέας ένα πλάσμα της Νύχτας και δεν είχε την ικανότητα να βλέπει στο απόλυτο σκοτάδι, τότε θα ήταν παγιδευμένος σε αυτό το αυξανόμενο σκότος που κάλυπτε τα πάντα. Η ικανότητά του όμως να βλέπει κανονικά στην απουσία φωτός, του έδωσε τη δυνατότητα να μπορέσει να πλησιάσει πιο κοντά στην αίθουσα χωρίς να γίνει ακόμα αντιληπτός .
Είδε πλέον ότι ο Θάνατος ήταν απόλυτα προσηλωμένος στον Τζων και προσπάθησε να περάσει στην άλλη αίθουσα σε περίπτωση που θα χρειαζόταν να επέμβει αλλά πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε κίνηση κατάλαβε ότι κάτι τον συγκρατούσε.
Το πηχτό σκοτάδι που είχε καλύψει τα πάντα είχε απλώσει ένα κατάμαυρο πλοκάμι και τον είχε πιάσει από το ένα πόδι, τη στιγμή που κι άλλα πλοκάμια πετάγονταν από παντού τριγύρω και τον πλησίαζαν απειλητικά. Έχοντας ακόμα τη μορφή κόρακα, ήταν αιχμάλωτος στο ζωντανό σκότος σα πουλί σε ιξόβεργα και για πρώτη φορά, όπως και ο αδερφός του ο Ίκελος εκείνη την ώρα στο όνειρο της Ελπίδας, ένιωσε όπως οι θνητοί που βλέπουν όνειρο.
Στο άλλο δωμάτιο ο Τζων ήταν αντιμέτωπος πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άρχοντα των νεκρών και πλέον εγκλωβισμένος στα χέρια του. Ο Θάνατος με μια αστραπιαία κίνηση τον είχε πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής με το βλέμμα του καρφωμένο στα ορθάνοιχτα μάτια του Τζων που μαρτυρούσαν αγωνία.
Καθισμένος στη σιδερένια πολυθρόνα που του είχε προσφέρει ο Θάνατος, με τα χέρια του ακουμπισμένα στα μπράτσα της πολυθρόνας, ήταν καθηλωμένος και ακίνητος, απόλυτα προσηλωμένος στο όμορφο πρόσωπο του Θανάτου μπροστά του, που του χαμογελούσε κρατώντας του τα χέρια καρφωμένα στην πολυθρόνα.
Σαν ένα όνειρο που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα είχε δει μέχρι σήμερα ο Τζων, το σχέδιο του Θανάτου περνούσε μέσα του και γινόταν αλήθεια. Έβλεπε όλα όσα ο Θάνατος είχε σχεδιάσει για την ανθρωπότητα και με τη δύναμη να φτιάχνει όνειρα, μετέφερε τις τρομακτικές εικόνες στο όνειρο που έκρυβε στην τσέπη του.
Αν οι αισθήσεις του δεν ήταν τσακισμένες από τη σφοδρότητα των εικόνων, θα καταλάβαινε ότι έφτιαχνε το πρώτο του προφητικό όνειρο, που δυστυχώς ήταν ο απόλυτος εφιάλτης.
Είδε μια ανθρωπότητα στερημένη από το δώρο του Ύπνου που είχε χάσει τα λογικά του από την αϋπνία που του επέβαλλε ο ίδιος του ο αδερφός. Οι άνθρωποι κοιμούνταν και βίωναν το Θάνατο κάθε μέρα. Το ταξίδι στα Περίχωρα της Ενύπνια είχε σταματήσει και ο κάθε κοιμισμένος ένιωθε το άγγιγμα του Θανάτου κάθε φορά που το πνεύμα του προσπαθούσε να ξεκινήσει να ονειρευτεί. Οι ζωντανοί έμοιαζαν με νεκρούς και κάθε εσωτερικό κίνητρο είχε χαθεί και είχε αντικατασταθεί από ένα και μόνο ένστικτο. Κάθε θνητός που είχε πάψει να ονειρεύεται είχε αρχίσει να επιστρέφει στην κατάσταση πριν από την πρώτη “αφύπνιση”, αυτή που είχε προσφέρει στην ανθρωπότητα ο Άνδρας.
Σε αυτή την καινούρια κατάσταση ο Τζων είδε τους ανθρώπους να μη μιλάνε, να μη νιώθουν, να μη σκέφτονται και τον πολιτισμό όπως τον ήξερε, να έχει καταρρεύσει. Το ένστικτο της επιβίωσης φρόντιζε για την αναπαραγωγή ενώ ταυτόχρονα έστρεφε τον έναν εναντίον του άλλου και ο αφανισμός ερχόταν αργά και ολοκληρωτικά.
Μετά είδε το ταξίδι των ψυχών. Όλες οι ψυχές χωρίς καμία εξαίρεση, έφταναν στον Τάρταρο, αφού τη στιγμή που είχαν σταματήσει να ονειρεύονται, δεν επιθυμούσαν και τίποτα. Καμιά επιθυμία δεν οδηγούσε τις ψυχές σε μάταιες αναζητήσεις, όπως και καμιά θρησκεία δεν τους γέμιζε με ψεύτικες υποσχέσεις κάνοντας τις ψυχές να αποπροσανατολίζονται και να οδηγούνται στην Καταραμένη Διάσταση. Ο δρόμος ήταν ένας και η κάθε ψυχή τον ακολουθούσε τυφλά.
Χωρίς σκέψη, χωρίς ελεύθερη βούληση να πράξει ο κάθε θνητός το καλό ή το κακό, η ψυχή τους ήταν καταδικασμένη πριν ακόμα κριθεί. Ο δρόμος ήταν ένας και όλες οι ψυχές μετά το θάνατο έφταναν στον Τάρταρο χωρίς την ελπίδα της λύτρωσης, χωρίς την ευκαιρία να γίνουν καλύτερες για να ξεκινήσουν ένα νέο κύκλο πιο δυνατές.
Ο Άρχοντας των Νεκρών είχε γίνει πλέον και Άρχοντας των Ζωντανών και με καμία ψυχή να μην έχει την ανάγκη να κριθεί, ήταν εκείνος που αποφάσιζε ποιες ψυχές θα γυρνούσαν πίσω στο Χάος για να ξεκινήσει και πάλι ο Κύκλος, και ποιες ψυχές θα έμεναν φυλακισμένες στο Πηγάδι των Ψυχών για να τροφοδοτούν την ίδια του την ύπαρξη.
Μετά είδε το τέλος της ανθρωπότητας με το τέλος του ήλιου. Η τεράστια ζωογόνος ουράνια σφαίρα άρχισε να μεγαλώνει, εξαντλώντας τα τελευταία της αποθέματα σε καύσιμα, και να γίνεται ένας τεράστιος κόκκινος όλεθρος που κατάπινε τα πάντα στο πέρασμά του. Η Γη αφομοιώθηκε στα σπλάχνα αυτού του Κόκκινου Γίγαντα και χάθηκε για πάντα στην απεραντοσύνη του Σύμπαντος.
Από το Χάος ξεπήδησαν οι ψυχές που ο Θάνατος είχε αποφασίσει να επιστρέψουν εκεί, αλλά εφόσον καμία από αυτές δεν είχε την ευκαιρία να βελτιωθεί εν ζωή, ο Κύκλος ξεκίνησε και πάλι σε μια καινούρια Γη, αυτή τη φορά όμως με τους κανόνες του Θανάτου. Η αρρωστημένη του τελειότητα συνεχιζόταν στο διηνεκές και ο ίδιος ήταν ο απόλυτος ρυθμιστής.
Ο Τζων είχε αρχίσει να κουράζεται από το δυσοίωνο μέλλον που έβλεπε να σχηματίζεται. Η καρδιά του είχε σφιχτεί από τον πόνο που η ψυχή του δε μπορούσε να αντέξει. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να μην παρασυρθεί μέσα στον αδηφάγο στρόβιλο του Χάους που προσπαθούσε να τον τραβήξει κοντά του και ένιωθε όλο και περισσότερο το πνεύμα του αδύναμο και έτοιμο να τα παρατήσει.
Ήθελε όμως να συνεχίσει να μάχεται, αλλά ένιωθε τόση κούραση που του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία να κοιμηθεί και να πάρει δυνάμεις για να συνεχίσει. Ένιωσε τα βλέφαρά του βαριά και έγειρε το κεφάλι στην πολυθρόνα μη μπορώντας να συνεχίσει άλλο. Ο Θάνατος όμως ήθελε να του τα δείξει όλα.
Άφησε το ένα χέρι που τον κρατούσε ακινητοποιημένο στην πολυθρόνα και του έπιασε το κεφάλι κουνώντας το με βία για να ξυπνήσει, κρατώντας το ευθυγραμμισμένο με το βλέμμα του που συνέχιζε να του στέλνει τις εικόνες του ζοφερού μέλλοντος που επεφύλασσε για την ανθρωπότητα.
Παράλληλα προσπαθούσε και εκείνος να συγκρατηθεί και να μην αφήσει το θνητό να του ξεφύγει πάλι μέσα από τα χεριά και να επιστρέψει στο Χάος που τον διεκδικούσε μέσα από τα μάτια του.
Τα σκιερά πλοκάμια που είχαν μαζευτεί στο δωμάτιο με το Πηγάδι των Ψυχών θα ήταν σε λίγα δευτερόλεπτα στο δωμάτιο του θρόνου και θα έπαιρναν την ψυχή του Τζων και θα την έκαναν για πάντα κτήμα του Σιδερένιου Πύργου. Ο Θάνατος δεν είχε σκοπό να δώσει την ευκαιρία σε ένα πνεύμα σαν του Τζων να επιστρέψει κάποτε από το Χάος. Θα τον κρατούσε για πάντα στο Σιδερένιο Πύργο χωρίς να διακινδυνεύει την πιθανότητα να μπορέσει κάποτε η ανθρωπότητα να αρχίσει να ονειρεύεται και πάλι με τη βοήθειά του.
Βλέποντας αυτό το εναλλακτικό μέλλον, ο Τζων είδε το τέλος όλων αυτών που έκαναν τους ανθρώπους να ορίζονται ως άνθρωποι. Έχοντας χάσει την ικανότητα να ονειρεύονται, είχαν χάσει και το εσωτερικό τους κίνητρο. Έχοντας χάσει το εσωτερικό τους κίνητρο, είχαν χάσει και την ικανότητα να σκέφτονται. Έχοντας χάσει την ικανότητα να σκέφτονται είχαν χάσει και την ικανότητα να επιλέγουν.
Το “καλό” και το “κακό” είχαν πάψει να υφίστανται ως έννοιες από τη στιγμή που οι άνθρωποι δε μπορούσαν να επιλέξουν και χωρίς αυτή τη δυνατότητα είχαν υποβιβαστεί στο επίπεδο του ζώου. Οι άνθρωποι είχαν χαθεί πριν ακόμα ο ήλιος καταπιεί τη Γη στο τέλος της ζωής του.
Τότε είδε το Θάνατο να στέκεται στο Σιδερένιο Θρόνο θριαμβευτής έχοντας κρατήσει όσες από τις ανθρώπινες ψυχές επιθυμούσε στο Πηγάδι των Ψυχών και έχοντας αφήσει τις υπόλοιπες να ολοκληρώσουν τον Κύκλο με τον δικό του τρόπο.
Το ανθρώπινο γένος είχε αφανιστεί και είχε υποβιβαστεί σε τίποτα περισσότερο από “καύσιμα” για την ύπαρξη ενός θεού που μοναδικό σκοπό πλέον είχε την ισοπέδωση οποιουδήποτε είδους ζωής που προσπαθούσε να επιστρέψει στο Χάος με σκοπό να ξαναγεννηθεί με την ελπίδα ότι θα επιστρέψει καλύτερη.
Στο Σύμπαν που είχε διαμορφώσει ο Θάνατος με την εξουσία του, η πρόοδος δεν είχε σημασία και μόνο η ανακύκλωση του ίδιου υλικού ήταν αρκετή για να συνεχίσει αυτό το Σύμπαν να υπάρχει.
Ένας τέλειος Κύκλος ίδιος και απαράλλακτος στους αιώνες των αιώνων, μέχρι το τέλος του ίδιου του Χρόνου και την δημιουργία κάποιου άλλου Χρόνου που θα ήταν υπό την συνεχή εξουσία του Θανάτου.
Ενός Χρόνου που οποιοδήποτε είδος ύπαρξης δε θα αναγνώριζε έμμεσα από τη γέννηση, την ανάπτυξη και το θάνατο αλλά θα τον βίωνε άμεσα, ως ένα συνεχές μαρτύριο που θα ξεκινούσε από τη συνειδητοποίηση του Θανάτου και θα τελείωνε στην ένωσή του με αυτόν.
Ο Τζων ένιωσε το κεφάλι του βαρύ και τα χέρια του κρύα. Το τέλος ήταν κοντά, αυτό το καταλάβαινε. Μέσα στο μυαλό του ένα σκοτάδι είχε αρχίσει να τον καλύπτει και τα μάτια του είχαν πάψει να κοιτάνε μέσα στα μάτια του Θανάτου που μέσα τους το Χάος σάλευε μανιασμένο να τον πάρει.
Το ένα του χέρι, αυτό που ο Θάνατος είχε αφήσει για να του ακινητοποιήσει το πρόσωπο, πήγε ασυναίσθητα μέσα στην τσέπη του. Για καλή του τύχη ήταν η τσέπη που είχε μέσα του το όνειρο που τόση ώρα το διαμόρφωνε με τις προφητικές εικόνες του Θανάτου. Τράβηξε έξω το όνειρο. Σκέφτηκε την Ελπίδα. Κοιμήθηκε.
Η διελκυστίνδα στην οποία είχε βρεθεί σταμάτησε. Το Χάος σταμάτησε να τον διεκδικεί ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Το σκοτάδι του Θανάτου είχε σταματήσει και αυτό να τον τραβάει στα σπλάχνα του Σιδερένιου Πύργου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Η μορφή της Ελπίδας που ανέσυρε από μιαν άκρη του μυαλού του λίγο πριν κοιμηθεί, είχε σταματήσει να του χαμογελά. Αυτό δεν το νόμιζε. Το είδε.
Την είδε μέσα από ένα κυκεώνα σκέψεων που έμοιαζαν με το ίδιο το Χάος που μέχρι πριν λίγο ένιωθε να τον απορροφά.
Είδε το χαμόγελό της να παγώνει, ένα πρωινό με το φως του ήλιου να περνάει μέσα από τα φύλλα της νεραντζιάς που είχαν σταματήσει να ξαποστάσουν μετά από μια βόλτα που είχαν πάει. Είδε τα μαύρα της στιλπνά μαλλιά να γυαλίζουν. Ακολούθησε με το βλέμμα του το μήκος τους και έφτασε μέχρι τον γυμνό της ώμο. Πήγε να χαϊδέψει το τατουάζ που είχε εκεί και αυτή ξαφνικά απομακρύνθηκε από δίπλα του και χάθηκε στο βάθος.
Μετά από λίγο είδε την εικόνα της να ξεπροβάλλει μέσα από ένα σκοτεινό στρόβιλο και να στέκεται μπροστά από ένα μεγαλειώδες παλάτι, σαν βασίλισσα με ένα φωτεινό σκήπτρο στα χέρια της, ένα σκήπτρο που λαμποκοπούσε με την ενέργεια της Ζωής.
Την προσπερνούσε και κατάλαβε ότι δεν του χαμογελούσε γιατί προσπαθούσε να του πει κάτι και να τον αφυπνίσει. Την είδε όπως κάποιος κοιμισμένος βλέπει όνειρο αυτόν που προσπαθεί να τον ξυπνήσει. Η τελευταία του σκέψη ήταν να μπορούσε να την ξαναέβλεπε να του χαμογελάει.
Το χέρι του που κρατούσε το τελευταίο του όνειρο, κρεμόταν σα παράλυτο από το μπράτσο της πολυθρόνας. Το κρατούσε με τις άκρες των δαχτύλων του και αφήνοντας το πνεύμα του να παραδοθεί στον ύπνο που τόσο επιθυμούσε, άφησε και το όνειρο να πέσει.
Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο Μορφέας κατάφερε να απελευθερωθεί από το πηχτό σκοτάδι που με τη μορφή πλοκαμιού είχε αρπάξει το κορακίσιο πόδι του. Με δυο δυνατά φτερουγίσματα κατάφερε να ξεφύγει και από διάφορα άλλα πλοκάμια που τινάχτηκαν να τον καταπιούν και να τον αφομοιώσουν στο άμορφο μαύρο θηρίο που ξεχυνόταν από το δωμάτιο του Πηγαδιού των Ψυχών και που τώρα βρισκόταν στο δωμάτιο του θρόνου με τα βδελυρά μαύρα πλοκάμια του μπλεγμένα με το Τζων και το Θάνατο σε ένα μακάβριο βάλς.
Το κρεμασμένο χέρι του Τζων εξείχε από το σκοτάδι που είχε αρχίσει να εισβάλει από το στόμα, τα αυτιά και τα μάτια του που ήταν κλειστά και έψαχνε να καταπιεί την ψυχή του.
Για μια ακόμη φορά εκείνο που είχε σημασία σε αυτή τη διάσταση όπου ο Χρόνος έχει άλλη σημασία από εκείνη που έχει στη διάσταση της Γης, ήταν εκείνη η στιγμή που ορίζει το αίτιο και το αιτιατό. Εκείνο το χρονικό σημείο που το ένα φέρνει το άλλο και το άλλο δε φέρνει το ένα.
Ήταν απλά μια στιγμή. Μια στιγμή που στο πέρασμά της καθορίζει την επόμενη. Ακόμα και στον Τάρταρο όπου οι στιγμές έχουν σημασία μόνο στην κρίση της κάθε ψυχής και όταν αυτές οι στιγμές έχουν ήδη περάσει.
Αν ο Μορφέας είχε βγει μια στιγμή πιο αργά ή πιο νωρίς από το σκοτάδι που είχε καλύψει το δωμάτιο με τις ψυχές τότε τα πάντα θα ήταν διαφορετικά.

* * *

Ποτέ άλλοτε ο εξουθενωτικός άνεμος του Ταρτάρου δεν τον είχε κάνει να νιώσει έτσι όπως ένιωθε τώρα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει το πέρασμα του ανέμου να έχει κάποιο σκοπό. Είχε περπατήσει αρκετές φορές στην Κοιλάδα του Θανάτου από τότε που είχε αρχίσει να υπηρετεί το Θάνατο, και πάντοτε ο άνεμος ξεσπούσε ανεξέλεγκτα και προς κάθε κατεύθυνση, χτυπώντας τον από όλες τις μεριές και κάνοντάς τον να νιώθει τον πόνο και να αισθάνεται ζωντανός.
Τώρα νόμιζε ότι ο άνεμος απλά αντιστεκόταν στην προσπάθειά του να επιστρέψει στην είσοδο του Ταρτάρου και να πάρει πίσω την καρδιά του από το Βαρκάρη.
Παραξενεύτηκε όταν παρατήρησε ότι ακόμα και οι αθόρυβοι κεραυνοί δεν ξεσπούσαν ανεξέλεγκτοι σε όλο τον Τάρταρο. Γυρνώντας το βλέμμα του προς τα πίσω είδε ότι είχαν συγκεντρωθεί όλοι πάνω από το Σιδερένιο Πύργο.
Μια μανιασμένη αθόρυβη καταιγίδα είχε ξεσπάσει πάνω από το παλάτι του Θανάτου και ο άνεμος είχε κατεύθυνση προς τα εκεί όπου φαινόταν να συγκεντρώνεται σε ένα στρόβιλο που κορυφωνόταν στο ψηλότερο σημείο του Πύργου και τον έκανε να φαίνεται έτοιμο να εξαϋλωθεί.
Με απέχθεια γύρισε την πλάτη στο παλάτι του στυγερού αφέντη του και επικεντρώθηκε στη δουλειά που είχε μπροστά του. Δεν είχε ιδέα γιατί ήταν τόσο κακό που είχε δώσει την καρδιά του στο Βαρκάρη. Ίσως είχε να κάνει με τη δημιουργία του, αιώνες πριν, όταν αυτός είχε εμφανιστεί στα σύνορα της Ενύπνια και του Ταρτάρου και τον είχαν διεκδικήσει ο Ύπνος και ο Θάνατος. Τότε που δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι. Λίγο πριν τη δική του γέννηση.
Εκείνη τη μέρα ήταν παρόντες ο Μορφέας, ο Ίκελος και ο Φάντασος. Ο Άνδρας, μετά το μακρόχρονο όνειρο στο οποίο είχε εξελιχθεί και είχε μάθει να εκφράζει τις σκέψεις του με λόγια, είχε αποκτήσει ιδιαίτερη σχέση με τον Ύπνο και τους τρεις Όνειρους, αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στα Περίχωρα, και όταν είχε έρθει η ώρα να πεθάνει, ο Ύπνος είχε αποφασίσει να κρατήσει αυτόν τον ονειρευτή στην Ενύπνια και να μην τον αφήσει να χαθεί στο Χάος μέσα από το βλέμμα του Θανάτου.
Ως αδερφός του Θανάτου, ο Ύπνος εκτός από τη δύναμη του ύπνου που εκτείνεται πέρα από τα σύνορα της Ενύπνια, κατέχει και άλλες δυνάμεις που σπάνια χρησιμοποιεί.
Θέλοντας να κρατήσει τον Πρώτο Άνθρωπο στη Χώρα των Ονείρων, χωρίς ο αδερφός του να διεκδικήσει το πνεύμα του, ο Ύπνος είχε καταφέρει να κάνει τον Άνδρα να αναληφθεί. Ο Θάνατος όμως δε θα άφηνε τον πρώτο του καινούριου είδους να παραμείνει στην Ενύπνια. Με τις δικές του δυνάμεις επενέβει και κατάφερε να φέρει τον Άνδρα στα σύνορα του Ταρτάρου και της Ενύπνια.
Μόλις το θέμα διευθετήθηκε και ο Άνδρας έγινε υπηρέτης της ανθρωπότητας, του Θανάτου αλλά και του Ύπνου, δημιουργήθηκε ο Φοβήτωρας. Το καινούριο είδος είχε ανάγκη να γνωρίσει τον εαυτό του. Και αυτό που έλειπε ήταν να καταλάβει τους φόβους του, για να τους ξεπεράσει. Ο καιρός που ο μακρινός κεραυνός και οι ήχοι της νύχτας ήταν τρομακτικοί για τους ανθρώπους είχε περάσει και ως σκεπτόμενο είδος έπρεπε να ξεπεράσουν καινούριους φόβους.
Ο τελευταίος γιος του Ύπνου ανέλαβε να τους μελετήσει και να τους καθοδηγήσει και μέσα από τους εφιάλτες να γίνουν καλύτεροι. Μελετώντας τους όμως είδε πολύ μίσος μέσα τους. Μίσος που χρησιμοποιούσε για να φτιάξει αυτούς τους εφιάλτες. Μίσος που έμελε να γίνει η αιτία της καταστροφής του. Όπως ακριβώς και στους ανθρώπους.
Με αυτό το μίσος κατευθυνόταν τώρα στον πρώτο άνθρωπο. Αυτό το μίσος που δεν είχε πλέον πουθενά να το κατευθύνει, θα το διοχέτευε σε αυτόν που του το είχε μάθει. Άσχετα αν ο πρώτος άνθρωπος στερούταν της παραμικρής υποψίας μίσους μέσα του και ότι είχε κάνει το είχε κάνει από αγάπη. Από αγάπη για τα παιδιά του και για το καινούριο είδος που είχε βοηθήσει να δημιουργηθεί.
Λίγο πριν φτάσει στην είσοδο της σπηλιάς όπου ο Κέρβερος ήταν ακόμα αναίσθητος από το υπνωτικό που του είχε ρίξει ο Τζων, ένας αφύσικος ήχος, ακόμα και για τον Τάρταρο του τράβηξε την προσοχή. Γυρνώντας να δει τι είχε προκαλέσει τον τρομακτικό εκείνο θόρυβο, που έμοιαζε σα να έσπαγαν οι βράχοι και άνοιγε ο σκοτεινός ουρανός σε ολόκληρη την Κοιλάδα του Θανάτου, το θέαμα τον συνεπήρε όπως τίποτα απ’ ότι είχε δει ποτέ στην Ενύπνια.
Πίσω από τα Χάλκινα Τείχη, η κορυφή του Σιδερένιου Πύργου φαινόταν στο σκοτεινό ορίζοντα να στέκεται σαν αλεξικέραυνος οβελίσκος, τραβώντας όλους τους αθόρυβους κεραυνούς από πάνω του και όλη τη σκόνη από τον Τάρταρο να έχει συγκεντρωθεί σε ένα μανιασμένο στρόβιλο που έκανε τον Πύργο να μοιάζει άϋλος.
Παρατηρώντας προσεχτικά είδε μέσα στην αναταραχή αυτό που είχε προκαλέσει το θόρυβο που έκανε τον Τάρταρο να σείεται. Η ύλη που στροβιλιζόταν γύρω από τον Πύργο, φάνηκε να έχει βρει κάποια διέξοδο.
Για μια στιγμή του φάνηκε ότι ολόκληρος ο Σιδερένιος Πύργος εξαϋλωνόταν και περνούσε μέσα από ένα αβυσσαλέο χάσμα που είχε δημιουργηθεί στον ουρανό που είχε σχιστεί στα δύο και κατάπινε τη μανιασμένη δίνη.
Ένας άλλος ανατριχιαστικός θόρυβος αντήχησε στον Τάρταρο, λίγο πριν ο Φοβήτωρας περάσει στη σπηλιά για να βρει τον Βαρκάρη και να τον κάνει να πληρώσει για όλα τα δεινά που του είχε προκαλέσει η ανθρωπότητα. Ήταν το πρωτάκουστο γέλιο του Φοβήτωρα, καθώς έβλεπε αυτό που νόμιζε ότι ήταν η πτώση του Σιδερένιου Πύργου.
Το μέρος που το μόνο που ακουγόταν ήταν η οδύνη του μανιασμένου ανέμου ανάμεσα στα βράχια, ταράχτηκε από το φρικαλέο γέλιο του Ονείρου που δεν είχε γελάσει ποτέ.

* * *

Είχε φτάσει στην αντίπερα όχθη, για να παραλάβει τη νέα ομάδα από ψυχές που περίμεναν να περάσουν απέναντι, έχοντας πλέον την καινούρια του μορφή ή για την ακρίβεια έχοντας ανακτήσει μετά από αμέτρητα χρόνια την παλιά του μορφή με τη βοήθεια του Μορφέα.
Κρατούσε το κυρτωμένο κοντάρι του, που στην άκρη του έλαμπε το φαναράκι που οδηγούσε τις ψυχές σε αυτόν και το βλέμμα του είχε αιχμαλωτιστεί από τη λάμψη του σαν πεταλούδα.
Το μυαλό του είχε χαθεί στα βάθη της λάμψης και αναζητούσε κάτι που του διέφευγε όλους αυτούς τους αιώνες και που τώρα με τις τελευταίες ανθρώπινες κουβέντες που είχε ανταλλάξει με τον Τζων το ένιωθε όλο και πιο κοντά του. Φευγαλέες αναμνήσεις από μια παλιότερη εποχή του ήρθαν στο μυαλό και έφυγαν το ίδιο γρήγορα όπως τα νερά της Λήθης που παραμέριζε με το κουπί του.
Ήξερε ότι κάτι σημαντικό κρύβεται σε αυτή τη λάμψη που εξέπεμπε το φανάρι του, μια λάμψη τόσο ιδιαίτερη που τραβούσε κοντά της τις ψυχές απ’ όπου και αν εμφανίζονταν στην επικράτεια του Ταρτάρου.
Την ενδοσκόπησή του διέκοψε το αφύσικο γέλιο που αντήχησε στο βάθος της σπηλιάς από τη μεριά του Κέρβερου. Η νέο αποκτηθείσα καρδιά του σκίρτησε, αλλά όχι γιατί ένιωσε τον παλιό της κάτοχο.
Ήταν ένα συναίσθημα που είχε να το νιώσει όσους αιώνες οδηγούσε τις ψυχές στο τελικό τους ταξίδι. Ήταν εκείνο το ανθρώπινο σκίρτημα της καρδιάς που παροτρύνει το μυαλό να κάνει κάτι που κανονικά δε θα έκανε. Ήταν εκείνη η λαχτάρα που μετά από τόσους αιώνες δε θα μπορούσε να την αγνοήσει. Ήταν η περιέργεια για εκείνο το γέλιο αναμεμιγμένη με την κρυφή ελπίδα, την ασαφή εκείνη γνώση που μερικοί ονομάζουν προαίσθημα ότι το μαρτύριό του θα τελείωνε σύντομα. Η καρδιά του αισθάνθηκε ό,τι το μυαλό του θα γνώριζε σε λίγο.
Άφησε τις ψυχές να περιμένουν, αφού θα μπορούσαν να περιμένουν αιώνια και γύρισε το αρχαίο σκαρί πίσω για να συναντήσει εκείνον που ερχόταν να διεκδικήσει την καρδιά που του είχε δώσει.
Από αυτή την αναμέτρηση ήξερε ότι θα ερχόταν επιτέλους η λύτρωση. Η δεύτερη ευκαιρία του ήταν κοντά. Μετά από αμέτρητους αιώνες διχασμένος, είχε φτάσει η ώρα ο πρώτος άνθρωπος να ολοκληρωθεί και πάλι.

* * *

Αρκετοί θνητοί για αρκετό χρονικό διάστημα πέρα από τα ρεαλιστικά όνειρα του Ίκελου που τους άφηναν μια πικρία και μια στεναχώρια για την κατάσταση που επικρατούσε στη Γη, ένιωθαν και το πλήρωμα του χρόνου για μια αλλαγή όπως την ένιωθε εκείνη τη στιγμή ο πρώτος άνθρωπος.
Επίσης είχαν και πολλές αϋπνίες μια και ο Άρχοντας Ύπνος ήταν ανάστατος. Τα υπνωτικά που έρρεαν άφθονα και έφταναν στη Γη βοηθώντας τους ανθρώπους να πέσουν για ύπνο και να έρθουν στην Ενύπνια δεν είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όταν ο Ύπνος δεν κοιμόταν.
Μετά την αναστάτωση που του είχε προκαλέσει το όνειρο της Ελπίδας και τον είχε κρατήσει ξύπνιο τώρα αυτό που αντίκριζε από το παράθυρό του, τον είχε οδηγήσει και αυτόν όπως και τους γιους του να αισθανθεί όπως ποτέ μέχρι σήμερα. Μπορεί να είχε ζήσει την περισσότερη ζωή του κοιμισμένος και ονειρευόμενος ζωές ανθρώπων και να τους είχε γνωρίσει καλά μέσα από αυτά τα όνειρα αλλά ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε νιώσει ακριβώς όπως αυτοί.
Το ονειρικό τοπίο της Ενύπνια είχε διαρραγεί από κάτι που έμοιαζε με σκοτεινό στρόβιλο που περνώντας μέσα από το Φίλντισι, κατέληγε στα Περίχωρα, εκεί που το όνειρο της Ελπίδας είχε υλοποιηθεί και έλαμπε παλλόμενο από ζωή.
Μια αφύσικη σύνδεση μεταξύ αυτού του ονείρου και μιας άλλης διάστασης είχε σαν αποτέλεσμα κάτι που έμοιαζε σαν αντιστάθμισμα αυτής της ζωτικότητας και ένα άλλο όνειρο φαινόταν να δημιουργείται δίπλα από αυτό της Ελπίδας.
Ένα όνειρο που δεν είχε δημιουργηθεί στην Ενύπνια και που δεν είχε περάσει από καμία Πύλη. Μια ανωμαλία που θα οδηγούσε σε αυτό που σε λίγο θα γνώριζε όλη η ανθρωπότητα σαν “αφύπνιση”.
Στο αίθριο του παλατιού, λίγο πριν τον κήπο των αγαλμάτων, η Πασιθέη σταμάτησε για λίγο να κοιτάξει στον ορίζοντα το αλλόκοτο θέαμα και συνέχισε να μαζεύει λουλούδια.

Leave a comment