μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

 

 

 

 

 

“Ύπνος άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ ανθρώπων”
Όμηρος, Ιλιάδα, Ξ 224-291

Άνοιξε τα μάτια του και μέσα στην πλήρη απουσία φωτός έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω. Ήταν πλέον ξύπνιος και ήξερε ακριβώς που βρισκόταν. Άλλωστε ξυπνούσε εκεί από πάντα.
Το τεράστιο κρεβάτι του με τις πελώριες μαξιλάρες φαινόταν ανάκατο, σαν να πάλευε με κάποιον πάνω του όλη νύχτα. Τα μαύρα μεταξένια σεντόνια ήταν τσαλακωμένα και είχαν μπερδευτεί γύρω απ’ τον κορμό και το δεξί του πόδι και ανακάλυψε ότι η στάση του σώματός του ήταν διαγώνια στο μήκος του κρεβατιού.
Έφερε το χέρι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και ένιωσε μια υποψία ιδρώτα. Το σκούπισε με απέχθεια και ίσιωσε τα ανακατεμένα του μαλλιά με κάποιον εκνευρισμό. Ένιωσε τα φτερά του μουδιασμένα. Για άλλη μια μέρα, μια μέρα όπως τις λογαριάζουν οι θνητοί, είχε ανάστατο ύπνο.
Ανακάθισε και για να ηρεμήσει σκέφτηκε το όνειρό του. Ήταν η απόλυτα φυσιολογική και ήρεμη ζωή ενός ανθρώπου. Μια ζωή μες στη ρουτίνα χωρίς εκπλήξεις και περιπέτειες, χωρίς κρυφά μηνύματα και έγνοιες, ένα όνειρο από αυτά που είχε συνήθως και από αυτά που του άρεσε να βλέπει.
Μπορούσε να επιλέξει τι όνειρο θα δει όμως προτιμούσε να μην το κάνει. Ένιωθε περισσότερο ανθρώπινος με αυτόν τον τρόπο και αυτό το συναίσθημα του άρεσε. Έτσι, υπήρχαν φορές που έβλεπε τη ζωή κάποιου παρανοϊκού ή τη δυστυχισμένη ζωή ενός ανθρώπου που είχε την ατυχία να γεννηθεί στις χειρότερες συνθήκες και τότε πράγματι είχε πολύ ανήσυχο ύπνο. Άλλες φορές πάλι, είχε αδιάφορα όνειρα από την καθημερινότητα ενός ζώου στο φυσικό βασίλειο της Γης.
Στην μακρόχρονη ύπαρξή του, είχε ονειρευτεί τον εαυτό του στη θέση κάθε λογής ζώου να κυνηγάει και να ζευγαρώνει ελεύθερα και ανέμελα στη φύση. Είχε ονειρευτεί τη ζωή του δελφινιού και παιχνίδιζε σε απέραντους καταγάλανους και άγνωστους ωκεανούς. Είχε ονειρευτεί τη ζωή του αετού, πετώντας αγέρωχος σε πανύψηλες ράχες, νιώθοντας τον αέρα να γεμίζει και να καθοδηγεί την πτήση του καθώς ατένιζε από ψηλά όλη την πλάση. Είχε γευθεί την ένταση του κυνηγιού του λιονταριού να γεμίζει το ιχώρ του ή κολυμπούσε κόντρα στα ορμητικά ρεύματα των ποταμών σαν σολομός. Είχε ονειρευτεί τη ζωή κάθε πλάσματος πάνω στη Γη.
Για κάποιο λόγο όμως, του άρεσε να ονειρεύεται φυσιολογικούς ανθρώπους και ακόμα περισσότερο του άρεσε να βλέπει στον ύπνο του ευτυχισμένους ανθρώπους. Με τέτοια όνειρα μπορούσε να κοιμάται για χρόνια.
Όντας θεός του ύπνου, το να κοιμάται για μεγάλες περιόδους ήταν η αγαπημένη του ασχολία. Το συνήθιζε άλλωστε, να κοιμάται για χρόνια βλέποντας όνειρα ως μια μελέτη πάνω στο ανθρώπινο είδος.
Για να έχει δημιουργηθεί για να τους υπηρετεί, προσφέροντας τους την ανακούφιση του ύπνου, κάτι θα άξιζε σε αυτό το είδος που ίσως χρειαζόταν περαιτέρω μελέτη για να αποκαλυφθεί.
Έτσι μελετώντας τους μέσα από τα όνειρά του, και με όλα αυτά που είχε δει για τη ζωή στη Γη σε κάθε πιθανή της έκφανση, προσπαθούσε να κρατάει την κριτική πάνω στην ανθρωπότητα για τον εαυτό του.
Είχε μάθει, μετά από άπειρα όνειρα διαφορετικών ανθρώπων από όλες τις περιόδους της ιστορίας, να αποστασιοποιείται και να κρατάει για κείνον το ρόλο του παρατηρητή και όχι του κριτή.
Είχε ζήσει όλες τις ζωές, όλων των ανθρώπων και μα την αλήθεια, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε σκεφτεί να στερήσει από την ανθρωπότητα το δώρο που τόσο απλόχερα χάριζε. Το δώρο του Ύπνου.
Υπήρξε κάποτε μια εποχή που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα το ανθρώπινο είδος, τους θεωρούσε αλαζόνες και άπληστους και εγωιστές, αλλά βλέποντας όνειρα, όπως το σημερινό που του θύμιζε ότι υπάρχει ελπίδα, είχε αποφασίσει ότι ούτε αυτός ο ίδιος, ο βασιλιάς θεών και ανθρώπων, αυτός που έχει την εξουσία του ύπνου πάνω σε κάθε ύπαρξη, δε θα μπορούσε να τους κρίνει. Πάνω απ’ όλα όμως, συνέχιζε να προσφέρει στους ανθρώπους τις υπηρεσίες του κυρίως για λόγους Ισορροπίας. Και πόσο εύθραυστη θα γινόταν αυτή…
Σκεπτόμενος το σημερινό του όνειρο αναλογίστηκε ότι με αυτό που είδε, δεν υπήρχε λόγος να είναι αναστατωμένος. Όμως όσο και αν δεν ήθελε να το πιστέψει, ήξερε το λόγο που για ακόμη μια φορά είχε ξυπνήσει έτσι.
Ήταν εκείνος ο ονειρευτής. Εκείνος που του είχε ταράξει μια μέρα τον ύπνο, όταν άγγιξε την Πύλη των Ονείρων. Εκείνος που μετά από εκείνο το απροσδόκητο γεγονός, αντιστεκόταν όλο και περισσότερο στο κάλεσμα του τον τελευταίο χρόνο και επισκεπτόταν το βασίλειό του όλο και λιγότερο. Κάπου μέσα του ήξερε ότι αν δεν κάνει κάτι, μια μέρα από αυτές θα πάψει να το επισκέπτεται μια για πάντα και ένα ένστικτο σαν αόρατο χέρι, τον έσπρωχνε να αναλάβει δράση άμεσα. Σήμερα κιόλας.
Αυτός ο ονειρευτής τον απασχολούσε αρκετά τον τελευταίο καιρό, σαν το αγκάθι στο πόδι του λιονταριού που είχε ονειρευτεί μια μέρα. Αυτό όμως που του χάλαγε πραγματικά τον ύπνο, ήταν που δεν ήξερε το γιατί. Το όνομά του περνούσε απ’ το μυαλό του και εισέβαλε στα όνειρά του σαν κραυγή απελπισίας και μετά χανόταν σα ψίθυρος.
Γιατί τον απασχολεί ένας θνητός που πάσχει από αϋπνία και δεν ονειρεύεται πάνω από δυο λεπτά όλη μέρα? Τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι αυτός ο θνητός, έχοντας αγγίξει το Φίλντισι είχε δημιουργήσει μια παράξενη σύνδεση με την Πύλη των Ονείρων αλλά όπως όλα έδειχναν, σύντομα δεν θα ονειρευόταν ποτέ ξανά? Γιατί, οι νεκροί δεν ονειρεύονται.
Αυτά ήταν τα ερωτήματα που αναστάτωναν τον ύπνο του. Αυτά και κάποια περιστατικά που φαινομενικά δεν σχετίζονταν με αυτόν τον θνητό, αλλά σαν θεός που ήταν, ήξερε ότι δεν υπάρχουν συμπτώσεις. Οι θεοί δεν παίζουν ζάρια. Οι θεοί υπολογίζουν και δεν συνηθίζουν να πέφτουν έξω στους υπολογισμούς τους.
Ανακάθισε ακουμπώντας στο μαρμάρινο προσκέφαλο και τράβηξε τις αραχνοΰφαντες μαύρες κουρτίνες που απομόνωναν το κρεβάτι του από το υπόλοιπο δωμάτιο.
Ένα ελάχιστο φως του φώτισε το πρόσωπο και σηκώθηκε όρθιος με ένα μορφασμό δυσαρέσκειας. Νιώθοντας σαν το όνειρο κάποιου ηλικιωμένου, πήγε προς το παράθυρο που κοίταζε προς τις Πύλες και τράβηξε την βαριά σκούρα μπλε βελούδινη κουρτίνα. Ο φωτισμός στην τεράστια αίθουσα παρέμεινε ο ίδιος. Στο μυαλό του έφερε ένα όνομα με τη μορφή επίκλησης. Μορφέας.
Στεκόταν μπροστά από το τεράστιο παράθυρο, που είχε την ιδιότητα να μην αφήνει το φως της Ενύπνια να μπαίνει στην τεράστια αίθουσα και ψηλαφίζοντας μηχανικά το σκαλιστό διακοσμητικό περίγραμμα, κοίταζε προς τις Πύλες, το Φίλντισι και το Κέρατο που βρίσκονταν αρκετά μακριά, απορροφημένος από τη θέα και χαμένος στις σκέψεις του, περιμένοντας το γιο του να έρθει.
Μετά από λίγα λεπτά τον ένιωσε να πλησιάζει, πριν ακόμα εκείνος φτάσει στο χολ με τις κυκλικές σκάλες που οδηγούσαν στα υπόγεια του παλατιού και στο δωμάτιό του. Κάποια στιγμή η τεράστια δίφυλλη πόρτα του δωματίου του, άνοιξε αθόρυβα στην άλλη άκρη της αίθουσας.
«Πατέρα?»
Η φωνή ακούστηκε χαμηλόφωνα από πίσω του και, αν και σε απόσταση, διέκρινε ένα τόνο ανησυχίας. Δεν γύρισε να κοιτάξει, κρατώντας καρφωμένο το βλέμμα του μακριά στον ορίζοντα, πίσω από το παράθυρο.
« Μορφέα…» Η φωνή του Ύπνου γέμισε τη σκοτεινή αίθουσα σα πνοή ανέμου και άφησε να φανεί ότι το μυαλό του απασχολούσαν σκέψεις που δε μπορούσε να διώξει.
«Δεν…κοιμάσαι…?» Ήταν μια απλή διαπίστωση με τη μορφή ερώτησης.
«Μορφέα… Κάποιος ονειρευτής ετοιμάζεται να μας εγκαταλείψει… Τον έχω αντιληφθεί εδώ και καιρό, αλλά πίστευα ότι και αυτός, όπως και πολλοί άλλοι κατά καιρούς, θα γυρίσει στην αγκαλιά μου… Άρχισε περίπου ένα χρόνο πριν.
»Ήταν κάτι στον τρόπο που δεχόταν το δώρο μου. Κι εσύ ο ίδιος το ξέρεις ότι μπροστά μου όλοι στέκουν ανίσχυροι, πέφτουν στην αγκαλιά μου, σαν διψασμένοι που αντικρίζουν την όαση στη μέση της ερήμου ξέροντας ότι εκεί θα σωθούν. Αλλά αυτός…
»Πριν αρχίσουν όλα, έμοιαζε να μπορεί να το ελέγξει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που από αυτόν ένιωθα μια μικρή, απειροελάχιστη αντίσταση, σαν ένα κλαδί σφηνωμένο σε έναν βράχο στην όχθη του ορμητικού μου χείμαρρου αλλά αφηνόταν, σχεδόν οικειοθελώς, να τον παρασύρω.
»Άλλες φορές πάλι ήταν σαν να βουτούσε με τα μούτρα σε αυτό που του πρόσφερα, σαν ένα μικρό παιδί, χαρούμενο, με ένα βάζο μέλι στα χέρια του. Ξέρεις για ποιον μιλάω…
»Πες μου… Κάποιον τόσο ξεχωριστό, εσύ δεν τον είχες αντιληφθεί πιο πριν στα Περίχωρα?» τον ρώτησε και στον τόνο της φωνής του φάνηκε ότι το ερώτημα ήταν ρητορικό.
Ο Μορφέας άκουγε προσεκτικά την ώρα που ο πατέρας του μιλούσε και η τελευταία ερώτηση του έφερε στο νου όλα τα περίεργα γεγονότα που είχαν συμβεί κατά καιρούς στα Περίχωρα.
Πολλοί και διάφοροι ονειρευτές είχαν φτάσει αρκετά κοντά στο να καταλάβουν που ακριβώς βρίσκονταν, έχοντας αποδειχθεί αρκετά ικανοί στο να αντιληφθούν την ονειρική τους υπόσταση και να διαχειριστούν την κατάσταση, αλλά πάντα ένας Αρνητής τους απέτρεπε από το να εκμεταλλευτούν αυτή τη γνώση και να ξεφύγουν από το όνειρό τους.
Άλλοι είχαν αντιληφθεί τους Αρνητές τους, οι οποίοι τους είχαν αποτρέψει από το να περιφέρονται ανεξέλεγκτοι στο όνειρό τους, μια δουλειά που λόγω της κατασκευής τους από τον Φοβήτωρα την έκαναν με απόλυτη επιτυχία, και μη καταφέρνοντας να τους αποφύγουν, ξυπνούσαν απότομα.
Στα όνειρα που βλέπει ο κάθε ονειρευτής, το αίσθημα της ελευθερίας που νιώθει είναι πλασματικό. Μόνο ένας είχε καταφέρει να ξεφύγει από τον Αρνητή του και να φτάσει τόσο μακριά όσο κανείς άλλος.
Ακριβώς ένα χρόνο πριν, είχε συμβεί στα Περίχωρα ένα περιστατικό που είχε κάνει αίσθηση, αλλά μόλις τώρα φαινόταν να είναι τόσο σημαντικό, αφού κρατούσε τον πατέρα του ξύπνιο. Το γεγονός και μόνο ότι ένα τόσο ασυνήθιστο συμβάν, είχε περάσει τόσο απαρατήρητο για τόσο καιρό ήταν αφύσικο τώρα που το ξανασκεφτόταν. Ο Φοβήτωρας που είχε βρεθεί εκείνη τη μέρα εκεί, το είχε υποβιβάσει και από τη στιγμή που οι υπόλοιποι αδερφοί δεν είχαν ασχοληθεί, μιας και ο Φοβήτωρας το είχε θεωρήσει λήξαν, το περιστατικό ξεχάστηκε. Όπως και το όνομα του ονειρευτή που αφορούσε.
Φυσικά και ήξερε για ποιον μιλούσε. Ένας ονειρευτής είχε αγγίξει την μια από τις δύο Πύλες των Ονείρων. Μόνο ένας είχε καταφέρει να αγγίξει το Φίλντισι. Από τότε ο Φοβήτωρας είχε γίνει ακόμα πιο εσωστρεφής και κρυψίνους, αλλά δεδομένου του δύστροπου χαρακτήρα του κατασκευαστή εφιαλτών, ακόμα και αυτή η αλλαγή είχε περάσει απαρατήρητη.
Αυτός είναι εκείνος στον οποίο αναφέρεται ο πατέρας μου σκέφτηκε, και θυμήθηκε ότι πολύ πριν ακόμα εκείνος ο ονειρευτής φτάσει μέχρι την Πύλη, υπήρχε κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει, στον τρόπο που δεχόταν τα όνειρα που του έστελνε, σαν να προσπαθούσε να τα εξηγήσει την ώρα που περπατούσε στα Περίχωρα. Την ώρα που τα έβλεπε και τα ζούσε.
Κάποιες φορές τον είχε αντιληφθεί, όπως και άλλους ονειρευτές, να ζει το όνειρό του σε μια κατάσταση αυξημένης συνείδησης. Αυτός όμως κοιτούσε και κατέγραφε τα πάντα στο όνειρο σχολαστικά, σαν ειδήμων. Άλλες φορές πάλι άφηνε το όνειρο να τον συνεπάρει, ακολουθώντας μονοπάτια που άλλοι θνητοί θα είχαν αφήσει ανεξερεύνητα και θα είχαν ξυπνήσει αμέσως. Ήταν ο ίδιος ονειρευτής που η Νύχτα, η μητέρα του Ύπνου και του Θανάτου, του είχε στείλει, λίγο καιρό πριν αγγίξει την Πύλη, ένα όνειρο. Το όνομά του όμως, του διέφευγε…
Μην έχοντας ακόμα μια σφαιρική άποψη των γεγονότων, που τώρα τα έβλεπε μέσα από διαφορετική σκοπιά, μετά από την αποκάλυψη του Ύπνου ότι πιθανότατα, αυτός ο ονειρευτής πρόκειται σύντομα να “φύγει”, ρώτησε τον πατέρα του, αν αναφέρεται σε εκείνον που πριν από ένα χρόνο παρακάμπτοντας τον Αρνητή του, είχε ξεφύγει από το όνειρό του και είχε αγγίξει το Φίλντισι.
«Μορφέα… Το ξέρεις ότι δεν ασχολούμαι με ότι συμβαίνει στα Περίχωρα γιατί πολύ απλά, εκεί συμβαίνουν τα πάντα αλλά στην ουσία τίποτα. Εγώ κοιμίζω τους θνητούς, αλλά το τι όνειρα βλέπουν εκεί, είναι υπόθεση δική σου και των αδερφών σου. Επιπλέον όταν οι ονειρευτές φτάνουν στα Περίχωρα και ονειρεύονται, είναι υπό την επίβλεψη των Αρνητών, οπότε δεν έχει νόημα να ασχολούμαι.
»Αλλά ναι, αναφέρομαι σε εκείνον τον ονειρευτή. Εκείνη τη μέρα είχα ξυπνήσει έκπληκτος. Δεν ακούς κάθε μέρα αυτόν τον ήχο… Εννοώ αν ξέρεις τίποτα περισσότερο για αυτόν…»
Ο Μορφέας προσπαθώντας ακόμα να επαναφέρει στη μνήμη του το όνομα του θνητού, ανέφερε στον Ύπνο το γεγονός ότι λίγο καιρό πριν το περιστατικό με το Φίλντισι, η Νύχτα είχε στείλει σε αυτόν τον ονειρευτή ένα προφητικό όνειρο.
Στο άκουσμα αυτής της “λεπτομέρειας” μια σκιά φάνηκε να πέφτει πάνω στο πρόσωπό του Ύπνου, μια σκιά τόσο βαριά που πύκνωσε ακόμα περισσότερο το σκοτάδι που επικρατούσε στην αίθουσα.
«Μορφέα, έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα.» είπε προβληματισμένος. «Το να φτάσει ένας θνητός να αγγίξει το Φίλντισι, δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε με κάποιον ξεχωριστό ονειρευτή… Αλλά η Νύχτα? Να στείλει προφητικό όνειρο? Αυτό είναι απίστευτο…».
Το χέρι του πήγε ασυναίσθητα στο πηγούνι του και με το βλέμμα χαμένο στο σκοτάδι, ακολούθησε στο μυαλό του μονοπάτια που μπλέκονταν μεταξύ τους περισσότερο και από τα σκαλισμένα σχέδια στις τέσσερεις κολώνες του δωματίου.
Ο Μορφέας χαμήλωσε το βλέμμα και έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές στο πλάι του, νιώθοντας μπερδεμένος και απογοητευμένος . Ήξερε ότι ο πατέρας του δεν ασχολούταν με τα όνειρα που στέλνει ο κάθε θεός στους θνητούς, αλλά μια αρχέγονη θεότητα όπως η Νύχτα, που έχει μιλήσει μια και μόνη φορά στην αέναη ύπαρξή της, να ασχοληθεί με έναν ονειρευτή?
Πως μπορούσε να έχει παραλείψει να του το αναφέρει από τη στιγμή που και ο ίδιος είχε παρατηρήσει έναν ονειρευτή τόσο διαφορετικό από τους άλλους? Δεν είπε τίποτα, μόνο στάθηκε σκεφτικός μαντεύοντας το λόγο που τον είχε φωνάξει σήμερα ο πατέρας του.
«Μορφέα, αυτός ο ονειρευτής έρχεται πλέον στα Περίχωρα μόνο για ένα ή δύο λεπτά κάθε μέρα, αλλά αυτό δεν είναι ένα απλό θέμα αϋπνίας… Αυτό είναι διαφορετικό. Τον “ακούω” από τη στιγμή που θα κλείσει τα βλέφαρά του. Τον “ακούω” ακόμα και όταν βλέπω όνειρα άλλων. Σαν μια παραμελημένη υποχρέωση, νιώθω ότι πρέπει να τον πλησιάσω πριν χαθεί τελείως από την αντίληψή μου και για κάποιο λόγο πιστεύω ότι αυτός ο ονειρευτής δεν πρέπει να πάψει να επισκέπτεται τα Περίχωρα, δεν πρέπει να πάψει να ονειρεύεται… Όμως γιατί? Πολύ φοβάμαι ότι…»
Άφησε την πρόταση να σβήσει έχοντας φτάσει σε εκείνο το επικίνδυνο μονοπάτι στη σκέψη του που δεν ήθελε να ακολουθήσει και γύρισε να κοιτάξει τον γιο του που στεκόταν κοντά στην είσοδο του τεράστιου δωματίου αμίλητος. Το χλωμό του πρόσωπο ξεχώριζε στο σκοτεινό δωμάτιο σαν τις τελευταίες ανησυχητικές σκέψεις του που άρχιζαν να ξεπροβάλλουν αργά σαν μέσα από μια ομίχλη.
Ο Μορφέας περπάτησε αθόρυβα σαν αιλουροειδές μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε δίπλα από το βάθρο του κεριού, ανάμεσα στις τέσσερεις κολώνες που στήριζαν ένα θολωτό ταβάνι στο κέντρο της αίθουσας. Σκοτεινές φιγούρες σκαλισμένες στις κολώνες, φιγούρες σε διάφορες στάσεις, άντρες και γυναίκες, θεοί και δαίμονες, ζώα και μυθικά τέρατα φαίνονταν να κοιμούνται, παραδομένα άνευ όρων σε ένα βαθύ και γαλήνιο ύπνο.
Στο κέντρο του θόλου, ακριβώς πάνω από το βάθρο με το ένα και μοναδικό κερί που έκαιγε αέναα, προσφέροντας τον ελάχιστο φωτισμό στην αίθουσα, δέσποζε μια τοιχογραφία που απεικόνιζε τον ίδιο τον Ύπνο νέο, πανέμορφο, μια μορφή αγγελική, αν και τα κατάμαυρα φτερά του πρόδιδαν τη σκοτεινή του κληρονομιά.
Φαινόταν να ραντίζει με το ένα του χέρι τις μορφές που κείτονταν ολόγυρά του με ένα κλαδί μουσκεμένο με τη δροσιά της Λήθης, του ποταμού της λησμοσύνης που διέσχιζε την Ενύπνια, ενώ στο άλλο χέρι κρατούσε ένα κέρας από το οποίο έρεε άφθονο ένα υγρό που κατέληγε στις πρώτες σκαλιστές μορφές που βρίσκονταν στις κολώνες και έπιναν άπληστα με μάτια κλειστά.
Ο Ύπνος παρατηρούσε τον Μορφέα προσεχτικά, καθώς εκείνος είχε απορροφηθεί από την αφύσικα ακίνητη φλόγα του κεριού και φαινόταν σαν να ψάχνει τη γαλήνη στην ακινησία της.
Είδε τις γωνίες που περιέγραφαν το κατάλευκο σαν αλαβάστρινη μάσκα πρόσωπό του, τα έντονα ζυγωματικά και τα μαύρα μακριά μαλλιά του, που έπεφταν ολόισια σαν το υγρό στην τοιχογραφία του θόλου. Τον είδε στην πραγματική του μορφή, αυτή που κανένας ονειρευτής δεν έχει αντικρίσει και διέκρινε την ανησυχία στο συνήθως γαλήνιο παρουσιαστικό του.
Ο Μορφέας, φορώντας ένα αέρινο κατάμαυρο μεταξένιο πουκάμισο που κυμάτιζε αργά στο ρυθμό της αναπνοής του, σε αντίθεση με τη φλόγα του κεριού που παρέμενε ακλόνητη, σήκωσε το βλέμμα του. Τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν σφιγμένα. Τα κατάμαυρα σαν το έρεβος μάτια του, αντανακλούσαν το ελάχιστο φως που προερχόταν από το κερί και έμοιαζαν να σπινθηροβολούν.
«Έχεις παρατηρήσει ότι το βαθύ σκοτάδι είναι το ίδιο είτε έχεις κλειστά είτε ανοιχτά μάτια?» Ρώτησε ο Ύπνος με έναν τόνο αφηρημένο προσπαθώντας να διώξει όλη την ένταση της στιγμής ξέροντας ότι ο γιος του είχε την ίδια δυνατότητα με τον ίδιο να βλέπει ολοκάθαρα στο απόλυτο σκοτάδι. Ποτέ δεν τα κατάφερνε με το χιούμορ.
«Πατέρα… Τι ακριβώς συμβαίνει?» Η φωνή του Μορφέα, δε θα μπορούσε να καλύψει με την έντασή της μια νιφάδα χιονιού που πέφτει με πάταγο, αλλά φάνηκε να διαπερνά το σκοτάδι της αίθουσας σα παγωμένη λεπίδα μεταφέροντας την αναστάτωσή του για το πώς είχε ξεχάσει να του αναφέρει το όνειρο της Νύχτας και το γεγονός ότι ακόμα δεν θυμόταν το όνομα του ονειρευτή. Την αναστάτωσή του, επέτεινε η ανησυχία του για το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό ο πατέρας του έμενε ξύπνιος για αρκετές ώρες ενώ συνήθιζε να κοιμάται για χρόνια ή ακόμη και αιώνες ολόκληρους.
«Α! Δεν είναι αυτή η ερώτηση… Η ερώτηση πάντοτε είναι: Γιατί συμβαίνει…?» Ένα χαμόγελο που φαινόταν σαν το αποτέλεσμα ενός εσωτερικού αστείου σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
«Το ξέρεις ότι έχουμε να ανταλλάξουμε τόσες πολλές κουβέντες εδώ και χρόνια μιας και συνηθίζεις να κοιμάσαι πολύ. Τώρα ξυπνάς σχεδόν κάθε μέρα και όχι μόνο αυτό, έχεις όρεξη για αστεία…»
Όπως οι ονειρευτές, που το μυαλό τους κάνει παράξενους και απροσδόκητους συνειρμούς ανάμεσα στα επιμέρους τμήματα ενός αλλοπρόσαλλου ονείρου, προσπαθώντας να βάλουν λογική σε κάτι που δεν επιδέχεται λογικές εξηγήσεις, όπως το τι μπορεί να σημαίνει το όνειρο που είδαν, έτσι και τώρα ο Ύπνος θυμήθηκε ένα “αστείο” τότε στην αίθουσα του θρόνου του Δία. Σκέφτηκε ότι τελικά δεν αποκλείεται το όλο θέμα να έχει την αρχή του αιώνες πριν, τότε που είχε ρίξει σε βαθύ ύπνο το Δία.
Το θέμα του Δία το είχε πληρώσει ακριβά ήταν αλήθεια, αλλά από την άλλη είχε βρει ότι το όφελος αντιστάθμιζε το κόστος και με το παραπάνω. Είχε βρει την τέλεια σύντροφο. Ύστερα από πιέσεις της Ήρας και την τελική πρότασή της να του δώσει την Πασιθέη για γυναίκα, είχε συμφωνήσει να κοιμίσει το βασιλιά των θεών και αυτή η απόφαση του είχε κοστίσει.
Τότε είχε χάσει την απόλυτη κυριαρχία στο βασίλειό του και είχε επιτραπεί στον αδερφό του το Θάνατο να επισκέπτεται την Ενύπνια και να παίρνει ζωές ανθρώπων ενώ κοιμόντουσαν.
Ήταν μια φαινομενικά ασήμαντη τιμωρία για τον ίδιο και με μηδαμινές επιπτώσεις για το βασίλειό του, αλλά μόλις τώρα είδε ότι το κόστος τελικά ήταν πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο πίστευε τόσο καιρό.
Όταν γεννήθηκαν οι δυο δεινοί θεοί, η Νύχτα θεώρησε ότι τα δυο αδέρφια θα έπρεπε να είναι απόλυτοι άρχοντες ο καθένας μόνο στο βασίλειό του. Ο Ύπνος θα φρόντιζε τα θέματα της Ενύπνια και ο Θάνατος θα βασίλευε ως Άρχοντας των Νεκρών στον Τάρταρο. Από τότε η Νύχτα δεν είχε ξαναμιλήσει.
Μέχρι πριν την κοίμηση του Δία, όσοι θνητοί πέθαιναν στον ύπνο τους, ήταν γιατί το είχε επιτρέψει ο ίδιος ο Ύπνος. Από τότε όμως που ο αδερφός του απόκτησε πρόσβαση στην Ενύπνια, περιδιάβαινε στην επικράτειά του και έπαιρνε ζωές χωρίς την έγκρισή του. Από τότε όλο και περισσότεροι άνθρωποι πέθαιναν κατά τη διάρκεια του ύπνου τους. Και ακόμα περισσότεροι τον τελευταίο καιρό…
Το φοβόταν ότι μια μέρα ο αδερφός του θα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί αυτή την δύναμη για λόγους που ποτέ δε θα μπορούσε να μαντέψει, αλλά τώρα τελευταία ο Θάνατος χρησιμοποιούσε αυτή τη δυνατότητα όλο και πιο συχνά, σαν να ήθελε να τη στρέψει εναντίον του, κάτι που φαινόταν όλο και πιο πιθανό, αλλά δεν ήταν σίγουρος και δεν μπορούσε να σκεφτεί και με ποιο τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό… Οι επιπτώσεις στην ανθρωπότητα… Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται ένα τέτοιο ενδεχόμενο… Ο Θάνατος ήταν ο αδερφός του… Οι τελευταίες περιπτώσεις… Αυτός που ετοιμάζεται να “φύγει”…
Μόρφασε σε μιαν έκφραση αποστροφής, σαν να ήθελε να αποφύγει να πιει ένα ποτήρι με δηλητήριο. Έκανε μια στροφή, απότομα, να κοιτάξει ξανά προς τις Πύλες.
Η μαύρη μεταξένια ρόμπα του ακολούθησε την κίνηση του σώματός του και ανατάραξε τον αέρα γύρω του. Σκιές φάνηκαν να στροβιλίζονται, σκιές που έκαναν την ανησυχία που εξέπεμπε σχεδόν χειροπιαστή. Η φλόγα του κεριού στο κέντρο του δωματίου λικνίστηκε ανεπαίσθητα και οι μορφές κοιμώμενων που βρίσκονταν πιο κοντά, φάνηκε να στριφογυρίζουν ανήσυχα στον αιώνιο και μακάριο ύπνο που ήταν καταδικασμένες να κάνουν.
Τα διάφορα κέρατα γεμάτα με υπνωτικούς χυμούς που βρίσκονταν παντού τριγύρω σε διάφορα ράφια δίπλα στο κομοδίνο του Ύπνου και τα μουσκεμένα με λήθη κλαδιά που ήταν διασκορπισμένα σε αρμαθιές στο πάτωμα, πλημμύρισαν την αίθουσα με τα μεθυστικά τους αρώματα κάνοντας το Μορφέα να ζαλιστεί και να χαλαρώσει για λίγο την τεταμένη στάση του.
Κοιτώντας τις Πύλες και με μια χροιά στη φωνή του που ο Μορφέας δεν είχε ξανακούσει, τον ρώτησε:
« Ξέρεις που είναι ο αδερφός σου ο Φοβήτωρας αυτή τη στιγμή?» Στη φωνή του φάνηκε μια περιφρόνηση όταν ξεστόμισε τη λέξη “αδερφός” που επίσης ο Μορφέας δεν είχε ξανακούσει.
Στα χαρακτηριστικά του προσώπου του ένα ύφος αποτυπώθηκε, που αν ήταν γυρισμένος να τον αντικρίζει είναι σίγουρο ότι θα τον τρόμαζε, ένα ύφος τόσο βλοσυρό που κόντεψε να ραγίσει το γυαλί του παραθύρου.
Ο Μορφέας δίστασε να απαντήσει προσπαθώντας να μαντέψει το λόγο της ερώτησης, αλλά κατά κανόνα ο Φοβήτωρας δε θα μπορούσε να είναι πουθενά αλλού εκτός από την Ενύπνια, ίσως ετοιμάζοντας κανένα τρομακτικό εφιάλτη για κάποιον κακομοίρη ονειρευτή που θα έπεφτε το βράδυ για ύπνο σκεφτικός και αγχωμένος για την επόμενη μέρα.
«Φαντάζομαι στην Ενύπνια…?» Αποκρίθηκε με δισταγμό στη φωνή του σαν να επρόκειτο για ερώτηση γνώσεων.
«Μορφέα!» Στην ησυχία της τεράστιας αίθουσας ο χαμηλόφωνος και συγκρατημένος θυμός του Ύπνου ακούστηκε σα κεραυνός.
«Άσε την φαντασία για τον άλλο σου τον αδερφό… Τον Φάντασο… Έχω μια υποψία ότι ο αγαπημένος μας Φοβήτωρας περνάει περισσότερο καιρό στον Τάρταρο, παρά στην Ενύπνια. Αυτές τις μέρες είναι ένα από τα αγαπημένα του μέρη για επίσκεψη…
»Τελευταία έχω νιώσει αρκετούς ονειρευτές να πεθαίνουν στα Περίχωρα και είμαι σίγουρος ότι αυτός ευθύνεται… Άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, κοιμώμενοι αλλά και πολλοί από αυτούς ξύπνιοι και έχω την εντύπωση ότι για αυτούς όλα άρχισαν εδώ, στην Ενύπνια και στα Περίχωρα. Και όλα αυτά ενώ ο Θάνατος δεν βρισκόταν εδώ. Ο αδερφός μου έχει αυξήσει σημαντικά τις βόλτες του στο βασίλειό μου και τώρα φαίνεται να χρησιμοποιεί και το Φίλντισι με κάποιο τρόπο για τους δικούς του σκοπούς… Ίσως με τη βοήθεια του Φοβήτωρα…
»Ρώτα σε παρακαλώ τον αδερφό σου. Ίσως μπορεί να σε διαφωτίσει σε πολλά… Ξέρω ότι δεν είναι και από τους καλύτερους συνομιλητές αλλά προσπάθησε… Είμαι σίγουρος ότι ούτως ή άλλως δε θα θέλει να σου απαντήσει… Και κάτι άλλο…» έκανε με μια δραματική παύση. Αυτό που θα του ζητούσε ήξερε ότι δε γινόταν, αλλά δε χρειάζεται να είναι κανείς θεός για να ξέρει ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο. Πόσο μάλλον στη Χώρα των Ονείρων.
«Θέλω να μου φέρεις εδώ τον ονειρευτή που πρόκειται να μην ονειρευτεί ξανά. Καλά θα κάνεις να τον βρεις πριν πέσει στα χέρια του αδελφού μου… Έχω την υποψία ότι και αυτός τον ψάχνει… Γνωρίζει την ύπαρξή του, αλλά είναι πολύ σίγουρος ότι θα καταλήξει μόνος του στον Τάρταρο… Έχει αυτή τη γνωστή αλαζονεία γνωρίζοντας ότι όλοι οι θνητοί κάποτε θα τον γνωρίσουν από κοντά… Και περιμένει.
»Παρόλα αυτά όμως υπάρχει περίπτωση να καταλήξει στα χέρια του πιο γρήγορα απ’ ότι περιμένουμε γιατί, όπως σου είπα, κοιμάται πλέον λίγο. Δεν ξέρω τι αντοχές έχει ο οργανισμός του, καθώς μόνο το μυαλό του φαίνεται να αντέχει ακόμα.»
Ο Μορφέας φάνηκε να αδυνατεί να πιστέψει αυτά που του ζητούσε ο πατέρας του. Όχι τόσο για το Φοβήτωρα, που ήξερε ότι δεν είναι εύκολο να τον πλησιάσει κανείς και όταν κάποιος το κατάφερνε ήταν τυχερός αν εισέπραττε κάποια γρυλίσματα για απάντηση και όχι απλά περιφρόνηση, εκτός εάν επρόκειτο για κάποιο όνειρο.
Αυτό που τον είχε αφήσει άφωνο σα να μην είχε ακούσει καλά, ήταν η πρόταση του πατέρα του για τον ονειρευτή. Ήξερε ότι κανείς ονειρευτής δεν ήταν δυνατόν να περάσει από την Πύλη των Ονείρων στην Ενύπνια για να παρουσιαστεί μπροστά στον Ύπνο.
Έκλεισε τα μάτια και προσπαθώντας να σκεφτεί μια εναλλακτική πρόταση, αποκρίθηκε:
«Πατέρα…το ξέρεις ότι με το Φοβήτωρα έχουμε μια σχέση καθαρά τυπική. Η επικοινωνία μας περιορίζεται στην κατασκευή ονείρων. Πως θα του πιάσω κουβέντα χωρίς να τον κάνω να υποψιαστεί οτιδήποτε? Αν τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά όσο νομίζεις, δηλαδή ότι ο Φοβήτωρας έχει δοσοληψίες με τον Θάνατο, δε θα ήταν καλύτερα οποιαδήποτε κουβέντα να μη φτάσει στα αυτιά του αδερφού σου? Όσο για τον ονειρευτή… το ξέρεις καλά ότι δεν μπορεί να περάσει από το Φίλντισι και…»
«Μορφέα!» Τώρα σαν το παράθυρο να είχε ανοίξει από κάποιο δυνατό αέρα, ο θυμός του Ύπνου ξεχύθηκε στην σκοτεινή αίθουσα και όλες οι σκαλιστές κοιμώμενες μορφές αναρρίγησαν συνεχίζοντας να κοιμούνται σε μιαν στάση που μέχρι πριν λίγο δε φαίνονταν να είναι άβολη.
«Η σκέψη αυτού του θνητού με κρατάει ξύπνιο και πρέπει να τον βρεις. Σύντομα. Μετά βίας προσλαμβάνει όσο βαθύ ύπνο του στέλνω για να τον βοηθήσω. Όσο για το Φοβήτωρα αν έχει προβεί σε αυτή την ανίερη συμμαχία θα αποκαλυφθεί. Απλά θέλω να μάθεις όσα περισσότερα μπορείς για αυτή την υπόθεση.»
«Το να τον βρω δε θα είναι δύσκολο, αλλά να τον φέρω εδώ…?» Έκανε μια προσπάθεια να αποφύγει το αναπόφευκτο. Να αποφύγει τη μοίρα του σαν ένας κοινός θνητός.
«Ναι Μορφέα… Ξέρω… Θα πρέπει να βρεις ένα τρόπο να περάσεις τον ονειρευτή μέσα από το Φίλντισι. Όμως, έχει ήδη αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό με το Φίλντισι και ίσως είναι πιο εύκολο απ’ όσο νομίζουμε… Είναι αναγκαίο να μιλήσω μαζί του εδώ ιδιαιτέρως και όχι στα Περίχωρα όπου δεν ξέρω πια ποιος μπορεί να ακούει. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να έρθει εδώ και είσαι ο μόνος που μπορεί να τα καταφέρει…
»Τον Ίκελο τον εμπιστεύομαι όσο εσένα, αλλά καμιά φορά μου δίνει την αίσθηση ότι είναι επιπόλαιος, αν και ξέρω ότι στην κατασκευή των ονείρων είναι άψογος. Το Φάντασο έχω να τον δω χρόνια… Και το Φοβήτωρα… Πριν δούμε τι συμβαίνει, δεν τον εμπιστεύομαι…»
Με μια ανεπαίσθητη κίνηση ο Μορφέας ένευσε συγκαταβατικά και με αργές κινήσεις γύρισε προς την σκαλιστή, βαριά, δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε έξω από το δωμάτιο του πατέρα του. Λίγο πριν αποχωρήσει, γύρισε και αντίκρισε τον πατέρα του, που τώρα τα χαρακτηριστικά του είχαν γαληνέψει και τον κοιτούσε ήρεμος με ένα νυσταγμένο χαμόγελο που δεν πρόδιδε σε τίποτα την οργή που πριν από λίγο είχε κλονίσει την αίθουσα.
«Πότε τον ένιωσες τελευταία φορά?» Ρώτησε κοφτά.
Ο Ύπνος χασμουρήθηκε και τεντώθηκε σαν μικρό παιδί. Τα κατάμαυρα φτερά του σε πλήρη έκταση φάνηκε να γεμίζουν το χώρο.
«Τελευταία…» Έκανε μια παύση και φάνηκε ότι μετά βίας κρατιόταν όρθιος από τη νύστα «Τον ένιωσα να πέφτει για ύπνο, πριν από 12 ώρες… Ίσως θα μπορούσες να τον βρεις την επόμενη φορά που θα ξανακοιμηθεί.»
«Και… το όνομά του?» ρώτησε κάπως παραξενεμένος που ακόμα δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα αυτού του μυστήριου ονειρευτή.
«Μορφέα? Δεν θυμάσαι τον Τζων Ντέραμ?» Ακούστηκε η απάντηση από την άλλη άκρη της αίθουσας, σαν την ηχώ ενός ψίθυρου που χάνεται, αφού ήδη είχε τραβήξει τις κουρτίνες γύρω από το τεράστιο κρεβάτι του και είχε πέσει για ύπνο.
Ο Μορφέας βγήκε από το υπνοδωμάτιο του πατέρα του και η πόρτα έκλεισε πίσω του σαν πέπλο χωρίς τον παραμικρό θόρυβο και χωρίς την παραμικρή αναταραχή στον αέρα.
Βγαίνοντας στον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στο υπόλοιπο παλάτι και περπατώντας κατά μήκος του, παρατήρησε τις φλόγες στα κηροπήγια καθώς περνούσε από μπροστά τους και είδε ότι τρεμόπαιζαν ακαθόριστα αλλά κανένα ρεύμα αέρα δε θα μπορούσε να τις ενοχλήσει, σημάδι της έντασης που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα.
Τα δωμάτια του πατέρα του βρισκόταν πολύ βαθιά στα υπόγεια του παλατιού και δεν υπήρχαν παράθυρα κατά μήκος του μακρόστενου διαδρόμου, ούτε στην επόμενη αίθουσα που οδηγούσε με σπειροειδείς, φαινομενικά ατελείωτες σκάλες στο επάνω επίπεδο, εξασφαλίζοντας έτσι απόλυτη απομόνωση και ανεμπόδιστο ύπνο.
Ανέβηκε με ευκολία τα εκατοντάδες σκαλιά προς τα πάνω και στη συνέχεια, διασχίζοντας το τεράστιο κεντρικό χολ με τους αμέτρητους κίονες βγήκε στον προαύλιο χώρο που ήταν κατάφυτος με κάθε λογής βλάστηση με υπνωτικές και χαλαρωτικές ιδιότητες.
Χαμομήλι, παπαρούνες, βαλεριάνες, λυκίσκοι, πισκιδίες και πασιφλόρες φάνηκε να ανταποκρίνονται στο πέρασμά του και να ανθίζουν, γεμίζοντας το χώρο με τα βαριά, σαν τις σκέψεις του, αρώματά τους.
Κατευθύνθηκε σκεφτικός, προς το αίθριο με τα αγάλματα.
Εκεί τεράστιες σκαλισμένες μορφές σε μαύρη πέτρα, σε φίλντισι και μάρμαρο έστεκαν αιώνια και μακάρια κοιμισμένες σε διάφορες στάσεις, ένας κήπος εξ’ ολοκλήρου έργο της Πασιθέης, της θεάς της ξεκούρασης και της χαλάρωσης. Της μητέρας του. Εκείνης που προετοίμαζε τον κάθε ονειρευτή για να δεχτεί το δώρο του Ύπνου και αποφόρτιζε το μυαλό έστω και για λίγο, από την εξοντωτική ρουτίνα της καθημερινότητας, σε όσους πραγματικά την χρειάζονταν.
Αρκούσε μια σκέψη και λίγη από τη σκόνη της για να νιώσει ο οποιοσδήποτε ένα αόρατο πέπλο γλυκιάς κούρασης να τον τυλίγει και να τον αφήνει χαλαρό και δεκτικό στο κάλεσμα του Ύπνου που τους πρόσφερε το εισιτήριο για τα Περίχωρα.
Ο Μορφέας χωρίς να προσέχει γύρω του, προσπέρασε το άγαλμα ενός βασιλιά σκαλισμένο από κατάμαυρο φίλντισι, καθισμένο στο θρόνο του με το ένα του χέρι να ακουμπά χαλαρά το σπαθί του στα γόνατά του και την ασπίδα δίπλα του, απολαμβάνοντας την νίκη στο τέλος της ημέρας με το κεφάλι του γερμένο πίσω, τα μάτια κλειστά και ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματισμένο στο κουρασμένο του πρόσωπο. Δίπλα ένας μαρμάρινος αυτοκράτορας κείτονταν μισοκοιμισμένος σε ένα ανάκλιντρο, τυλιγμένος με πέπλα και μανδύες που έφταναν να απλώνονται ολόγυρά του στο πάτωμα. Παραπέρα, ξαπλωμένη με χάρη, βρισκόταν μια θεά από αλάβαστρο με τα χέρια διπλωμένα στο στήθος της, με τα βλέφαρά της κλειστά στο υπέροχο πρόσωπό της και το στόμα μισάνοιχτο σε μια ηδονική προσμονή για το φιλί από τον θεό ή τον ήρωα που θα κατάφερνε να την πλησιάσει και να την ξυπνήσει από τον αιώνιο λήθαργό της.
Αφήνοντας την κοιμωμένη θεά πίσω του, πέρασε μπροστά από ένα πήγασο σκαλισμένο σε κατάλευκο, άσπιλο μάρμαρο, με το τεράστιο σώμα του ξαπλωμένο στο έδαφος και με τα φτερά του ήρεμα διπλωμένα στα πλευρά του. Το κεφάλι του ήταν ακουμπισμένο αναπαυτικά στα μπροστινά του πόδια και είχε τα μάτια κλειστά, έτσι που πάντα νόμιζε ότι αν στεκόταν αρκετή ώρα μπροστά του θα το άκουγε να ανασαίνει ήρεμα απολαμβάνοντας τον ύπνο του.
Συνέχισε το δρόμο του διασχίζοντας το φυσικό διάδρομο που σχημάτιζαν με τα κορμιά τους δύο πελώριες σκαλιστές κοιμισμένες Σφίγγες, πλάσματα μυστικών και γρίφων, όπως αυτοί που είχε να σκεφτεί τώρα ο ίδιος και έφτασε στο τέλος του κήπου που υπήρχε ένας κήπος γεμάτος με νυχτολούλουδα. Κάθισε στο λαξεμένο στο βράχο θρόνο, στην άκρη του κήπου.
Μπροστά του απλώνονταν οι απέραντες εκτάσεις της επικράτειας του πατέρα του. Της Χώρας Των Περιπλανώμενων. Της Ενύπνια. Μια χώρα όπου ο χρόνος δεν υπήρχε. Το τοπίο ήταν ονειρικό, μια πανδαισία χρωμάτων και εξωπραγματικών αντιθέσεων. Δε θα μπορούσε άλλωστε να ήταν αλλιώς, στη χώρα που γεννιούνται τα όνειρα.
Το βλέμμα του υπολογιστικό, σαν βιβλιοθηκάριου που ψάχνει να βρει αν κάποιο βιβλίο λείπει, σάρωσε ατελείωτες εκτάσεις με οργιώδη βλάστηση όπου το φως του ήλιου δεν έφτανε ποτέ στο έδαφος και ερήμους τόσο άγονες που τα πάντα ακόμα και η άμμος ή τα βράχια που βρίσκονταν εκεί φαίνονταν να κείτονται νεκρά. Είδε στο βάθος τις οροσειρές που οριοθετούσαν την Ενύπνια πριν την Πύλη του Κέρατου, να μοιάζουν σα να κρέμονται από τον ουρανό, τα χρώματα του οποίου εκτείνονταν σε όλο το χρωματικό φάσμα. Σε κάποιο σημεία του ορίζοντα φαινόταν να νυχτώνει με μυριάδες άστρα να διακοσμούν το σκοτάδι, ενώ σε κάποιο άλλο κομμάτι αυτού του παράξενου ουρανού μια λαμπρή μέρα ξεκινούσε. Τεράστια βουνά ξεπετάγονταν καταμεσής μέσα από βαθιές θάλασσες. Ατελείωτες εκτάσεις με επιβλητικά κτίρια και πανύψηλους πύργους που έσκιζαν τον ουρανό και παλάτια από ξεχασμένα βασίλεια που οι τρούλοι τους έλαμπαν ολόχρυσοι όταν το φως αντανακλούσε επάνω τους. Πυραμίδες και μνημεία, φανταστικές απεικονίσεις στην πλήρη ακμή τους πριν ασχοληθεί ο χρόνος μαζί τους και τα ισοπεδώσει σε ερείπια και ανάμεσα σε όλα αυτά τα θαύματα, ένα τεράστιο δίκτυο από παραπόταμους που ξεχύνονταν σαν φλέβες από την κεντρική αρτηρία του κατασκότεινου νερού του ποταμού της Λήθης.
Όλα τα πλάσματα που έχει σκεφτεί ο ανθρώπινος νους και όσα δεν έχει καταφέρει να συλλάβει ακόμα, βρίσκονταν εκεί. Τα παρακολουθούσε να περιφέρονται ελεύθερα και άγρια και ένα αίσθημα ακατανόητης ανησυχίας γεννήθηκε μέσα του. Βλέποντας την απεριόριστη ευδαιμονία και αρμονία της Ενύπνια, φοβήθηκε τι θα συνέβαινε αν κάποτε αυτό το θαυμαστό μέρος χανόταν και όλα τα όνειρα έπαυαν να υπάρχουν.
Το βλέμμα του τράβηξε μια από τις συνηθισμένες εντυπωσιακές καταιγίδες στα αριστερά του, προς τα σύνορα με τον Τάρταρο, την επικράτεια όπου ο Φοβήτωρας εναπόθετε και ξεσήκωνε όλες τις αποκρουστικές δημιουργίες που χρησιμοποιούσε στους εφιάλτες που κατασκεύαζε.
Φοβερά τέρατα, όλα κατασκευάσματα του Φοβήτωρα από ανθρώπινους ανείπωτους φόβους, περιδιάβαιναν Νεκροπόλεις γεμάτες σκοτεινές κατακόμβες και τάφους. Ερείπια από κάθε λογής κτίσματα έστεκαν σε πλήρη αποσύνθεση ολοκληρώνοντας το μακάβριο σκηνικό και τον έκαναν να αποστρέψει το βλέμμα αναζητώντας μια πιο ελπιδοφόρα εικόνα.
Το μυαλό του αποζήτησε τα Περίχωρα και κοίταξε προς τα εκεί που αμέτρητες ελπίδες κάθε μέρα γίνονταν το όνειρο κάποιου.
Κοίταξε την τεράστια φούσκα των Περιχώρων, μια περιοχή που η μορφολογία της άλλαζε διαρκώς ραγδαία και αδιάκοπα, σαν κάποιος αναποφάσιστος θεός να προσπαθούσε να δημιουργήσει τη χώρα όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.
Μια περιοχή που μοναδικοί μόνιμοι κάτοικοι ήταν οι Αρνητές και οποιοσδήποτε άλλος ήταν απλά περαστικός και περιπλανιόταν ονειρευόμενος μέχρι να ξυπνήσει. Μια περιοχή που φιλοξενούσε όλους τους ονειρευτές και στην οποία όλα τους τα όνειρα αποκτούσαν υπόσταση και γίνονταν, τουλάχιστον για όσο κρατούσε το όνειρο, πραγματικότητα.
Τέλος εστίασε το βλέμμα του στις Πύλες. Στο Φίλντισι, απ’ όπου προέρχονταν τα όνειρα όλων των ζωντανών πλασμάτων και βρισκόταν πιο κοντά στα Περίχωρα και στο Κέρατο, απ’ όπου προέρχονταν τα προφητικά όνειρα και βρισκόταν στην κορυφή του βουνού που πήγαζε ο ποταμός της Λήθης.
Οτιδήποτε υπάρχει στην Ενύπνια περνούσε καθημερινά μέσα από τις Πύλες και μετουσιώνονταν σε όνειρο στα Περίχωρα, το μέρος όπου από την άλλη μεριά, από τη μεριά των θνητών, κάθε ζωντανό πλάσμα επισκέπτονταν καθημερινά κατά τη διάρκεια του ύπνου του και έμενε εκεί όσο διαρκούσε το όνειρό του, αλλά δεν μπορούσε να ξεφύγει ποτέ από αυτό χάρις στους Αρνητές. Κι όμως ένας είχε καταφέρει και είχε φτάσει μέχρι την πηγή των ονείρων…
Το μυαλό του ταξίδεψε μέχρι τη Γη.
Σκέφτηκε την πλάνη που έχουν βαλθεί να πιστεύουν οι άνθρωποι για να μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι το βράδυ, ότι τάχα βλέπουν όνειρα μέσα στο κεφάλι τους. Πόσο ασφαλείς νιώθουν ξέροντας ότι το κορμί τους αναπαύεται στο κρεβάτι τους και ξέροντας ότι το επόμενο πρωί θα ξυπνήσουν ακριβώς εκεί.
Οι περισσότεροι δε γνωρίζουν ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ξαπλώνουν και αφήνονται στο άγγιγμα του πατέρα του, του Ύπνου, είναι πιο ευάλωτοι από ποτέ. Και όχι μόνο λόγω της παραλυσίας που προκαλείται κατά τη διάρκεια του ύπνου τους, αλλά λόγω του ότι ένα μέρος της υπόστασης τους, ένα μέρος που ακόμα δεν έχουν μάθει να αναγνωρίζουν την ύπαρξή του, η ίδια τους η ψυχή, την ίδια στιγμή κάνει ένα θαυμαστό ταξίδι μέχρι τα Περίχωρα της Ενύπνια. Δεν ξέρουν ότι δε βλέπουν απλώς ένα όνειρο. Το ζουν.
Σκέφτηκε τα δημιουργήματα που έχει στείλει κατά καιρούς μέσα από τις Πύλες αυτός και οι αδελφοί του, τα διάφορα όνειρα που έχει κατασκευάσει με μαεστρία και έχουν περάσει μέσα από το Φίλντισι για να συναντήσουν όλους τους θνητούς που φτάνουν στα Περίχωρα και απόρησε με την ικανότητα των ανθρώπων να μη δίνουν σημασία στο πιο θαυμαστό πράγμα που έχουν αντικρύσει ποτέ και κρατούνται προσκολλημένοι σε μια στείρα λογική αφού ξυπνήσουν. Αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να μην τους ενθουσιάζει ένα όνειρο, όσο κοινό και αν είναι.
Δυσαρεστήθηκε για μια ακόμη φορά στη σκέψη ότι ελάχιστοι από τους θνητούς εμπνέονται από τα αριστουργήματά του και αν ήταν στο χέρι του, θα αναιρούσε προσβεβλημένος από την αδιαφορία που δείχνουν, το προνόμιο που δόθηκε στους θνητούς να έχουν όνειρα μέσα από το Κέρατο.
Οι θεοί είναι αυτοί που με τις παρεμβάσεις τους διαμορφώνουν τα πιθανά μελλούμενα για τους ανθρώπους αλλά ακόμα και οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να ξέρουν από πριν τι ακριβώς θα συμβεί μετά την επέμβασή τους, σε αντίθεση με κάποιον που έχει δει ένα όνειρο μέσα από το Κέρατο.
Ο ίδιος μορφοποιούσε τα προφητικά μηνύματα των θεών σε όνειρα. Έφτιαχνε τις μορφές που κατοικούσαν στα όνειρα αυτά. Έπλαθε κόσμους ολόκληρους και ιστορίες που σε όποιον τις έβλεπε και μπορούσε να τις καταλάβει είχε την ικανότητα να δει σαν μέσα από ένα μαγικό παράθυρο στο άμεσο μέλλον.
Είχε δύσκολη δουλειά. Τον βοηθούσαν και οι αδερφοί του, αλλά αυτός εξέταζε και την τελευταία λεπτομέρεια στα όνειρα τα οποία θα είχαν κάποια αξία για όποιον τα έβλεπε.
Στα υπόλοιπα, στα όνειρα που κάνει ο καθένας κατά τη διάρκεια του ύπνου του και δεν έχουν καμία σημασία, άφηνε τους αδερφούς του να αυτοσχεδιάζουν και να πειραματίζονται. Στα όνειρα όμως που κάποιος το επόμενο πρωί θα ξυπνούσε με την αίσθηση ότι κάτι σημαντικό είχε δει, ο Μορφέας είχε βάλει την τέχνη του. Έπρεπε να φτιάξει το όνειρο έτσι ώστε μόνο οι πιο ικανοί, μόνο οι πιο άξιοι να μπορέσουν να καταλάβουν τι θέλει να τους πει ο κάθε θεός και για ποιο λόγο.
Ήταν περήφανος για κάθε ένα από τα όνειρα που είχε κατασκευάσει, εκτός ίσως από αυτά που έφτιαχνε με τη βοήθεια του Φοβήτωρα και ήταν αποκρουστικά όνειρα, εφιάλτες που έκαναν αυτούς που τα έβλεπαν να ξυπνούν έντρομοι και ιδρωμένοι μέσα στη νύχτα, με την ανάσα τους γρήγορη και την καρδιά τους να σφυροκοπά στο στήθος τους, προσπαθώντας να συνέλθουν από αυτό που είχαν μόλις ζήσει.
Ακόμα και αυτά που είχε φτιάξει με τη βοήθεια του άλλου του αδερφού, του Ίκελου, ήταν πραγματικά αριστουργήματα ενώ στην ουσία ήταν μια εναλλακτική αλλά απόλυτα ρεαλιστική πραγματικότητα.
Παρόλα αυτά δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθε ένας απλός αγγελιοφόρος για τα μηνύματα των θεών και όποτε έκανε αυτή τη σκέψη ήξερε ότι είναι αποτέλεσμα κάποιας βαθιάς ανησυχίας του. Όπως τώρα. Θεωρούσε τον εαυτό του κάτι παραπάνω από αγγελιοφόρο, γνώριζε ότι ήταν καλλιτέχνης, δημιουργός, και ήταν περήφανος για κάθε όνειρο που είχε φτιάξει.
Τον ενοχλούσε ιδιαίτερα όταν έφτιαχνε τα προφητικά όνειρα, η δυνατότητα που είχε δοθεί στην ανθρωπότητα να γνωρίζει με αυτό τον τρόπο τα μελλούμενα, γιατί πάντα πίστευε ότι οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να γνωρίζουν απολύτως τίποτα για το μέλλον όπως όλα τα υπόλοιπα είδη. Πίστευε ότι ήταν ανίκανοι να κάνουν κάτι για να αλλάξουν αυτή τη μοίρα, γιατί είτε η γνώση αυτή τους οδηγούσε τελεσίδικά στην προκαθορισμένη από τους θεούς πορεία, σαν ένα είδος αυθυποβολής, είτε… απλά δεν καταλάβαιναν.
Μόνο λίγοι, πραγματικά εκλεκτοί, καταλάβαιναν τη βαθύτερη έννοια του ονείρου που είχαν δει και ήταν σε θέση να διαχειριστούν αυτή τη γνώση. Και είτε ήταν αρκετά οξυδερκείς για να μπορέσουν να αλλάξουν τη μοίρα τους, ή αρκετά δυνατοί ώστε να την αποδεχτούν, γιατί ήταν πολλοί εκείνοι που δεν ήθελαν να αλλάξουν ή να αποφύγουν αυτό που έρχονταν.
Σκέφτηκε πάλι τον ονειρευτή που είχε φτάσει μέχρι το Φίλντισι και το είχε αγγίξει. Αυτόν που έπρεπε να βρει πριν αυτός εγκαταλείψει για πάντα την «Χώρα Των Περιπλανώμενων» και δεν θα ονειρευόταν ποτέ ξανά.
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κατά καιρούς και για διάφορους λόγους, ανέπτυσσαν μιαν ανοσία στα υπνωτικά τεχνάσματα του πατέρα του και δυσκολεύονταν να περιέλθουν σε κατάσταση ύπνου, κοιμώμενοι μόνο για λίγες ώρες ή λίγα λεπτά τη μέρα. Την ίδια στιγμή ο πατέρας του νιώθει την απουσία τους από την αντίληψή του καθώς έχει τη δύναμη να αντιλαμβάνεται που και πότε ο κάθε θνητός δέχεται το άγγιγμά του και κοιμάται. Στην ουσία μπορεί να εντοπίσει κάθε ύπαρξη σε κατάσταση ύπνου.
Από τη στιγμή που κάποιος δεν κοιμόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, άρχιζε η υπόστασή του να ξεθωριάζει από την αντίληψη του Ύπνου, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μια ανάμνηση ξεθωριάζει και διαστρεβλώνεται από τη μνήμη.
Όλοι αυτοί που εμφάνιζαν αυτή τη διαταραχή, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν την ίδια κατάληξη. Ή επέστρεφαν ολοκληρωτικά παραδομένοι από την κούραση και κοιμόντουσαν όπως ποτέ άλλοτε ή δεν γύριζαν ποτέ πια σε αυτόν. Πήγαιναν στο βασίλειο του αδερφού του.
«Αν κοιμάται λίγο διατρέχει άμεσο κίνδυνο. Ίσως για αυτό δεν μπορώ να τον θυμηθώ… Αρχίζει να αφήνεται…» μονολόγησε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα αφήνοντας το μεθυστικό άρωμα από τα νυχτολούλουδα του κήπου να του γεμίσει το κεφάλι και να κατευνάσει λίγο την ανησυχία του. Εξέπνευσε αργά. Στο τέλος της εκπνοής του ένιωσε κάποια κομμάτια της ιστορίας να συνδέονται μόνα τους και να αποκτούν μια άλλη δυναμική.
Ένα χρόνο προτού αυτός ο θνητός αγγίξει το Φίλντισι, του είχε κατασκευάσει ένα όνειρο κατά παράκληση της γιαγιάς του της Νύχτας και του το είχε στείλει μέσα από το Κέρατο. Δε συνήθιζε να ελέγχει το γιατί ο κάθε θεός ήθελε να στείλει προφητικά μηνύματα στους θνητούς. Απλά το έκανε.
Το γεγονός όμως ότι μια αρχέγονη θεότητα, μια πρωταρχική δύναμη που, μαζί με τον Έρεβος, είχε δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσει η ζωή στο σύμπαν, είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με έναν θνητό τον είχε παραξενέψει μη δίνοντας όμως περισσότερη σημασία.
Μετά, ακόμα και όταν αυτός ο ίδιος θνητός είχε αγγίξει το Φίλντισι, τον είχε αγνοήσει ίσως γιατί ήταν ο Φοβήτωρας αυτός που είχε ασχοληθεί μαζί του όταν συνέβη. Τώρα όλα αυτά τα περιστατικά φαίνονταν να μπλέκονται σε ένα κουβάρι που ο ίδιος είχε αναλάβει να βρει την άκρη του.
Ο Φοβήτωρας κάτι ήξερε, αυτό ήταν σίγουρο και θα έπρεπε να μάθει ό,τι μπορούσε από αυτόν… Ίσως θα έπρεπε να τον ρωτήσει τι πραγματικά είχε συμβεί εκείνη τη μέρα στο Φίλντισι. Και όσο αδύνατο του φαινόταν να προσπαθήσει να κάνει μια “ήσυχη” κουβέντα με το δύστροπο αδερφό του, άλλο τόσο αδύνατο ήταν το δεύτερο κομμάτι της αποστολής του.
Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να περάσει αυτόν τον ονειρευτή από τα Περίχωρα στην Ενύπνια. Αυτό δεν είχε ξαναγίνει για τον απλό λόγο ότι δεν ήταν δυνατό. Για να περάσει κάποιος την Πύλη των Ονείρων προς την Ενύπνια θα πρέπει ή να είναι θεός ή ιθαγενής. Υπήρχε και μια τρίτη επιλογή αλλά αυτή προϋπόθετε την πλήρη απαγκίστρωση της ονειρικής υπόστασης κάποιου από το υλικό του σώμα. Μια επιλογή που δεν ήταν καν επιλογή γιατί ο πατέρας του ήθελε ο ονειρευτής να μην πέσει στα χέρια του Θανάτου και κάτι τέτοιο θα είχε σαν συνέπεια ακριβώς αυτό.
Η πνευματική υπόσταση από τη στιγμή που αποχωριστεί πλήρως την υλική υπόσταση έχει μόνο μια κατάληξη, άσχετα από το δρόμο που θα ακολουθήσει. Ο τελικός της προορισμός είναι ο Τάρταρος.
Για να αφήσει τα δύσκολα για την ώρα που έπρεπε, σκέφτηκε ότι το πρώτο βήμα θα ήταν να τον βρει και να τον προετοιμάσει. Θα ήταν πιο εύκολο να βρει ένα τρόπο να μπουν στην Ενύπνια μαζί με τον ονειρευτή αν αυτός ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος.
Δεδομένου ότι μπορούσε να τον εντοπίσει στην αντίληψή του, τώρα που πλέον θυμόταν και το όνομά του, θα του έστελνε ένα όνειρο που θα τον έκανε να τον εμπιστευτεί και να τον ακολουθήσει. Για να το πετύχει όμως αυτό, θα έπρεπε να φανερωθεί μπροστά σε αυτόν τον ονειρευτή με την πραγματική του μορφή. Και θα το έκανε.
Σηκώθηκε από τον πέτρινο θρόνο, εκεί που κάθονταν συχνά για να σκεφτεί πριν φτιάξει τα πιο σημαντικά όνειρα και έφυγε αφήνοντας πίσω του το φαντασμαγορικό τοπίο.
Καθώς χανόταν στο διάδρομο που σχημάτιζαν τα αγάλματα των κοιμισμένων Σφιγγών, διάφορα μεγαλειώδη ουράνια σώματα διέγραφαν τροχιές πάνω από την Ενύπνια και στο μυαλό του ξαναήρθαν τα λόγια του πατέρα του ότι αν δεν τον βρει γρήγορα υπήρχε μεγάλη περίπτωση αυτός που δεν θα ξαναπατήσει ποτέ στα Περίχωρα να περπατάει πολύ σύντομα στον Τάρταρο με προορισμό το Σιδερένιο Πύργο.
Κανείς θνητός δε μπορεί να αποχωριστεί το ευεργετικό άγγιγμα του Ύπνου για πολύ καιρό και να μη βρεθεί στην αγκαλιά του αδερφού του, του Θανάτου.

* * *

Οι συναντήσεις στην πόλη εξελίχθηκαν όπως ακριβώς περίμενε. Ανταλλαγή χαριεντισμών με ανθρώπους που δεν είχε καμία όρεξη να συναναστραφεί, φιλικά ψεύτικα χαμόγελα και ευγένειες, κρύα αστεία και ανούσιες συζητήσεις για πολιτική και αθλητικά. Ακριβώς ότι σιχαινόταν.
Το μόνο που απόλαυσε από τη βόλτα του στην πόλη ήταν η μυρωδιά της επερχόμενης βροχής και η θέα των σύννεφων που είχαν συγκεντρωθεί συνωμοτικά στον ορίζοντα του λιμανιού και θα έφερναν μια βροχή που ήλπιζε να ξεπλύνει την ντροπή της υποκρισίας από πάνω του.
Δεν κρατούσε ποτέ ομπρέλα. Ήξερε ότι αν βρέξει θα βραχεί και το απολάμβανε. Του άρεσε να βλέπει ανθρώπους να τρέχουν να προφυλαχτούν από τη βροχή κάτω από περβάζια και τέντες, ενώ στην ουσία βρεχόντουσαν ακόμα πιο πολύ από τα νερά που έτρεχαν από τα λούκια. Ακόμα πιο πολύ απολάμβανε τα περιφρονητικά βλέμματα έκπληξης που τύχαινε να δεχτεί όταν περπατούσε στην βροχή σαν να κάνει περίπατο στη λιακάδα. Κατά βάθος όμως απολάμβανε τη βροχή γιατί του θύμιζε την Αγγλία. Εκεί που βρισκόταν τώρα η Ελπίδα.
Με αυτές τις σκέψεις, τα βήματά του τον οδήγησαν μέχρι τον ξενώνα που θα περνούσε τη νύχτα, έχοντας δεχτεί μόνο λίγες ψιχάλες από μια βροχή που δεν κράτησε πολύ. Όπως ήξερε ότι θα συμβεί το ίδιο και με το σημερινό ύπνο του.
Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του και παρήγγειλε κάτι να τσιμπήσει καθώς θα ήταν για λίγη ώρα ακόμα, απασχολημένος στο φορητό υπολογιστή του με δουλειά της εταιρείας.
Έκανε ένα ζεστό ντους που του χαλάρωσε λίγο τους σφιγμένους του μυς και τα νεύρα και βγαίνοντας από το μπάνιο έριξε μια ματιά από το παράθυρο. Οι λιμνούλες που είχαν σχηματιστεί από τη βροχή αντανακλούσαν ονειρικά τα φώτα της πόλης και τις σκυθρωπές φιγούρες των ανθρώπων που περνούσαν από πάνω τους.
Αναρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι δεν απολαμβάνουν ποτέ τον καιρό όπως τους έρχεται. Όταν κάνει ζέστη παραπονιούνται γιατί κάνει ζέστη και όταν κάνει κρύο παραπονιούνται γιατί κάνει κρύο και φυσικά όταν βρέχει παραπονιούνται γιατί βρέχονται… Δεν έβγαζε νόημα…
Ένιωθε κούραση αλλά όχι αρκετή για να πέσει για ύπνο. Άλλωστε ήταν ακόμα νωρίς και έπρεπε να ασχοληθεί λίγο με την αυριανή υπόθεση. Κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα ήταν 20:02 και άνοιξε τον υπολογιστή του με μια δυσθυμία.
Χαμένος για αρκετή ώρα στα έγγραφα της δουλειάς με σποραδικές σκέψεις για την Ελπίδα παρατήρησε ότι η ώρα είχε περάσει και λίγο πριν αποπειραθεί να πέσει για ύπνο σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό της. Ήθελε να την ακούσει.

* * *

Χιλιάδες μίλια μακριά σε ένα άλλο τοπίο όπου η βροχή ήταν καθημερινό φαινόμενο, η Ελπίδα βρισκόταν σπίτι της πίνοντας ζεστό τσάι (αν και η ώρα ήταν πολύ περασμένες πέντε, άλλωστε δεν ήταν καν αγγλίδα) και κοιτούσε αλλά δεν έβλεπε τη θέα από το παράθυρό. Το βλέμμα της εστίαζε κάπου μακριά. Κάπου μέσα της.
Οι σκέψεις που τριγύριζαν στο κεφάλι της σαν αριθμοί που ποτέ δε μπορούσε να καταλάβει, είχαν μια αντίστοιχη πολυπλοκότητα. Όντας μια ψυχολόγος που δεν μπορούσε να ψυχολογήσει τον άντρα που αγαπούσε, το μυαλό της φυλλομετρούσε τους τόμους γνώσης που είχε αποκτήσει μήπως και κατάφερνε να βγάλει μια διάγνωση ίσως και για τους δυο τους. Θυμήθηκε την παιδική απορία που της είχε εκφράσει κάποτε ο Τζων, για το αν οι ψυχολόγοι κάνουν αυτοδιάγνωση ή πάνε σαν τους κουρείς σε άλλους κουρείς. Γέλασε με πικρία.
Ενώ τον πρώτο καιρό όλα έδειχναν ότι αυτή η σχέση της θα κρατούσε, αν όχι μια ζωή, πάντως πολύ περισσότερο από τις προηγούμενές της σχέσεις, τώρα φαινόταν ότι το τέλος αυτής της σχέσης είναι πιο κοντά απ’ ότι θα ήθελε και η ίδια να παραδεχτεί.
Δε μπορούσε να είναι τρελός. Ή τέλος πάντων τίποτα δεν έδειχνε ότι πάσχει από κάποια αναγνωρισμένη ψυχική ασθένεια. Από την άλλη, το πρόβλημά του δεν ήταν πρόβλημα φυσιολογίας. Είχαν πάει μαζί για εξετάσεις και όλες ήταν φυσιολογικές.
Από πνευματικής άποψης ήταν ένας άντρας αρκετά συγκροτημένος, έξυπνος, με χιούμορ και απόλυτα συνεπής. Ήταν ο άντρας που αγαπούσε όσο τίποτα στον κόσμο και ας είχε πάρει την απόφαση να τον αποχωριστεί, έστω και προσωρινά. Αλλά πίσω στην πατρίδα υπήρχε ένα ρητό που την τρόμαζε όποτε το άκουγε: «Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού…»
Όσο και αν είχε ψάξει δεν μπορούσε να βρει μια λογική εξήγηση για την κατάστασή του. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος απόλυτα φυσιολογικός, με μια απόλυτα φυσιολογική ζωή και μια απόλυτα ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων, να έχει τον πιο διαταραγμένο ύπνο που είχε συναντήσει ποτέ, όχι μόνο στη ζωή της αλλά και στη βιβλιογραφία. Όσο και αν είχε ψάξει δεν είχε βρει καταγεγραμμένες μαρτυρίες γιατρών για υγιείς ψυχικά και σωματικά ανθρώπους που να έπασχαν από καθημερινούς εφιάλτες.
Προβληματισμένη και χαμένη στον κυκεώνα των σκέψεών της για το μέλλον της σχέσης της με αυτόν τον άνδρα που είχε γνωρίσει τυχαία σε μια βιβλιοθήκη και είχε εξελιχθεί στον έρωτα αλλά και στο μαρτύριο της ζωής της, ήπιε μια γουλιά από το τσάι της που είχε πλέον παγώσει.
Οι σκέψεις της χάθηκαν όπως είχε χαθεί η θερμότητα του τσαγιού, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.

* * *

«Καληνύχτα… Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ…»
Έκλεισε το τηλέφωνο. Η τελευταία του κουβέντα βγήκε μηχανικά, σχεδόν σα να ξεστόμισε ένα οφθαλμοφανές ψέμα. Ήταν αλήθεια όμως. Την αγαπούσε, όμως ο όλο και περισσότερος χρόνος μακριά της, τον είχε εξαντλήσει τόσο, που ούτε στην αγάπη του δεν πίστευε.
Από τότε που η Ελπίδα είχε φύγει και πάλι για την Αγγλία έπεφτε για ύπνο με ένα όνειρο. Να μπορούσε να είναι σπίτι του και να ξάπλωνε στον καναπέ με τις τεράστιες μαξιλάρες. Να είχε αγκαλιά την Ελπίδα χαζεύοντας τηλεόραση. Να έπεφταν μετά μαζί για ύπνο. Να κοιμόταν ήσυχος. Ένα τόσο απλό πράγμα. Ένα πράγμα όμως, που είχε αρκετό καιρό να πετύχει.
Σήκωσε το βλέμμα που είχε καρφωθεί στο τηλέφωνο και κοίταξε τριγύρω σα να έψαχνε μια διέξοδο διαφυγής. Βρισκόταν σε έναν ξενώνα, σε ένα δωμάτιο με θέα το λιμάνι και τη μίζερη ζωή των μεταναστών που κάπνιζαν και φώναζαν και φωτιζόταν ρυθμικά από νέον φώτα σαν παράσταση τσίρκου φρικιών. Όσο το σκοτάδι της νύχτα πύκνωνε και πλησίαζε η ώρα του ύπνου, εκείνος αισθανόταν το μαρτύριό του να πλησιάζει και τα πάντα του φαίνονταν ανυπόφορα.
Το δωμάτιο ήταν κρύο. Ένας ενοχλητικός βόμβος ερχόταν από κάπου αόριστα πίσω από τον τοίχο. Αν είχε μιαν ελπίδα να κοιμηθεί λίγο σήμερα, αυτή είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει στο ρυθμό του βόμβου και να χάνεται.
Το σώμα του είχε αρχίσει να παραδίνεται στην κούραση. Είχε περπατήσει αρκετά σήμερα στην πόλη και, όπως συνήθως τον τελευταίο καιρό, δεν είχε κοιμηθεί αρκετά την προηγούμενη. Αποφάσισε να ξαπλώσει. Να κλείσει λίγο τα μάτια του που τον πονούσαν από την οθόνη του υπολογιστή, είχε όμως ακόμη λίγη δουλειά και αυτό του έφερε υπερένταση.
Με τα μάτια κλειστά και την ελπίδα για λίγο ύπνο να έχει χαθεί, δεν του είχε απομείνει τίποτα άλλο από το να φέρει πάλι τη μορφή της στο μυαλό του, που πάσχιζε να βρει μια εικόνα για να τον ηρεμήσει.
Η μορφή της εμφανίστηκε. Ήταν μια εικόνα που έφερνε συχνά στο μυαλό του, ειδικά κάτι τέτοιες ώρες, πριν κοιμηθεί ή νωρίς το πρωί όταν δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Η εικόνα ήταν σχεδόν πάντα η ίδια. Γύριζε το κεφάλι της μετά από ένα πείραγμά του στη μέση της και το ζεστό χαμόγελό της φώτιζε το χώρο και την ψυχή του.
Κάθε φορά που την έφερνε νοητά κοντά του πρόσεχε και κάτι διαφορετικό πάνω της. Το δέρμα της να γυαλίζει μεταξένιο στο φως του ήλιου που παιχνίδιζε μπαίνοντας από τις περσίδες στο παράθυρο της κουζίνας μια ανοιξιάτικη μέρα. Τις απαλές ρυτίδες στα μάτια της να φανερώνουν την αγάπη στο χαμόγελό της. Τα μαλλιά της να πέφτουν ανέμελα στο πανέμορφο πρόσωπό της και να μπλέκονται παιχνιδιάρικα με τις μακριές τις βλεφαρίδες. Την κομψή καμπύλη των ώμων της. Τα μακριά, γαμψά, νύχια που έμοιαζαν με κοφτερά δρεπάνια γύρω από το μακρύ λαιμό της, να απειλούν να της τον ξεσκίσουν σε κομμάτια… Το χαμόγελό της να σβήνει και τα μάτια της, που πριν έλαμπαν από χαρά, να είναι γεμάτα φόβο… Αυτή να αρχίζει να χάνεται από κοντά του, εκλιπαρώντας τον με το βλέμμα της να κάνει κάτι…
«Για ένα λεπτό…» (σκέφτηκε) «Είμαι σε όνειρο…» Ψιθύρισε στον ύπνο του και τα λόγια του ακούστηκαν από κάποιον άλλον…
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Ανοίγοντάς τα, βρήκε τον εαυτό του να στέκεται λίγο μακριά από μια σιδερένια πόρτα. Προσπαθούσε να καταλάβει από την απόσταση που ήταν, αν την έχει ξαναδεί και κάτι μέσα του, του έλεγε ότι την ξέρει αυτήν την πόρτα και ξέρει που οδηγεί.
Από τον άρρωστο φωτισμό που ερχόταν από πίσω της κατάλαβε ότι ήταν μισάνοιχτη. Αυτό για κάποιο λόγο τον τάραξε.
Στην αρχή δεν τρόμαξε με την εικόνα της Ελπίδας με αυτά τα απειλητικά νύχια να απειλούν να κόψουν το νήμα της ζωής της. Ήξερε ότι όσα έβλεπε ήταν ένα όνειρο… Κάποιες φορές απλά το ήξερε και κάποιες φορές προσπαθούσε ακόμα και να πάρει τον έλεγχο του ονείρου στα χέρια του. Τώρα όμως ένιωσε τι τον περίμενε πίσω από αυτή την πόρτα και άρχισε να νιώθει πραγματικό τρόμο.
Αμέσως αισθάνθηκε ένα δυσάρεστο μούδιασμα να ξεκινάει από το πίσω μέρος του κεφαλιού του και να απλώνεται προς τον αυχένα του. Ένιωθε το σώμα του να παραλύει και ένα βουητό, ένας υπόκωφος βόμβος άρχισε να του τρυπάει το μυαλό αυξάνοντας ολοένα την ένταση του. Ένα βουητό που δεν ερχόταν αόριστα κάπου πίσω από τον τοίχο του ξενώνα, αλλά ήταν μέσα στο κεφάλι του.
Τότε με έναν περίεργο τρόπο, η πόρτα μετακινήθηκε ταχύτατα προς το μέρος του ή αυτός είχε προχωρήσει προς την πόρτα χωρίς να έχει αντιληφθεί το παραμικρό.
Το μόνο που του έμενε ήταν να την σπρώξει λίγο και να κάνει ένα βήμα μέσα. Το μούδιασμα στο σώμα του και ιδιαίτερα στο κεφάλι του είχε γίνει επίμονο και μετά βίας μπορούσε να σκεφτεί καθαρά από τον πόνο.
Ήξερε ότι δεν ήθελε να μπει μέσα, αλλά μέσα στην αγωνία του σκέφτηκε ότι έπρεπε να το κάνει. Η ζωή της Ελπίδας ήταν στα χέρια του. Είχε ένα ακαθόριστο προαίσθημα ότι πίσω από αυτή την πόρτα, η Ελπίδα κινδυνεύει και δεν θα άντεχε με τίποτα να μη ρισκάρει και μετά να μετανιώνει μια ζωή για την ατολμία του. Δε θα άντεχε να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του ξέροντας ότι η Ελπίδα θα ήταν ακόμα ζωντανή, αν απλά περνούσε αυτή την πόρτα. Δε θα άντεχε να ζήσει με την Ελπίδα νεκρή. Ήταν κάτι σαν πρόκληση και για τίποτα στον κόσμο, οποιοδήποτε το ρίσκο, δε θα άφηνε την Ελπίδα να πάθει κακό.
Καταβάλλοντας υπεράνθρωπη προσπάθεια να αδιαφορήσει για τον αφόρητο πόνο που είχε καταλάβει κάθε σπιθαμή του σώματός του και τον έκανε να πιστεύει ότι σε λίγο το κεφάλι του θα έσπαγε, και προσπαθώντας να μην αφήσει το φόβο του να τον γονατίσει, άπλωσε με κόπο το χέρι να σπρώξει την μισάνοιχτη πόρτα. Ο πόνος στο κεφάλι του ολοένα και μεγάλωνε, αλλά δεν ήταν αυτός που τον σταμάτησε από το να μπει.
«Τζων…» Η ανατριχιαστική φωνή ήταν βαθιά και τόσο κρύα όσο η σιδερένια πόρτα που τον χώριζε από την πηγή της φωνής.
Άκουσε το όνομά του τόσο καθαρά, αλλά και τόσο από άλλο κόσμο που, καθώς από την αγωνία κρατούσε τα μάτια του κλειστά και σφραγισμένα σφιχτά, χωρίς να το καταλάβει τα άνοιξε απότομα με τρόμο.
Με την αλλαγή του φωτός άργησε να εστιάσει και για μια στιγμή, καθώς τα πάντα ήταν θολά, νόμιζε ότι είδε μια πόρτα να κλείνει πίσω του. Θα ορκιζόταν ότι την άκουσε κιόλας να τραντάζει το δωμάτιο κλείνοντας με φόρα, ίσως από κάπου μακριά. Δεν είχε μπει μέσα. Δεν ήταν καν μπροστά από τη σιδερένια πόρτα. Κατάλαβε ότι ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και από την παγωμένη υγρασία στο μέτωπο και στο σβέρκο του, κατάλαβε ότι είχε ιδρώσει σαν δρομέας. Η ανάσα του ήταν κοφτή και η καρδιά του σφυροκοπούσε στα μηνίγγια του.
Είχε αρχίσει να χαράζει. Το φυσικό φως του έδωσε μιαν ανάσα. Εισέπνευσε βαθιά με όλο του το είναι και προσπάθησε να κινήσει το σώμα του που ήταν τεντωμένο από την ένταση. Μόλις τώρα ένιωσε τα χέρια του να είναι γραπωμένα από το στρώμα και χαλάρωσε τη λαβή. Ανασήκωσε λίγο τα πόδια του που πονούσαν από το σφίξιμο. Άρχισε να τρέμει.
Σηκώθηκε αργά, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί και παραπατώντας πήγε προς την πόρτα του δωματίου. Ακούμπησε το αυτί του πάνω της για να αφουγκραστεί. Στο βάθος μια πόρτα άνοιγε, μια πόρτα έκλεινε και φωνές απόμακρες αντηχούσαν στο διάδρομο.
«Δεν πάω καλά» μουρμούρισε και αφού σκούπισε το μέτωπό του από τον ιδρώτα, απομακρύνθηκε από την πόρτα και κάθισε στην καρέκλα που κοίταζε στο μισάνοιχτο παράθυρο. Τα φώτα νέον συνέχιζαν να αναβοσβήνουν με μικρότερη ένταση από το φως της μέρας που έμπαινε στο δωμάτιο και ακολουθώντας το με το βλέμμα του παρατήρησε τα σωματίδια σκόνης στον αέρα πάνω από το κομοδίνο.
Κάθισε εκεί αρκετή ώρα και κοίταζε αποκαμωμένος την αδιάφορη θέα που του πρόσφερε το παράθυρο. Δεν κοίταζε έξω, ούτε κάπου συγκεκριμένα. Το άδειο του βλέμμα έψαχνε για απαντήσεις το ταλαιπωρημένο του μυαλό που ήταν χαμένο στις σκέψεις του.
Σκεφτόταν την Ελπίδα και κάτι μέσα του έλεγε ότι κάτι είχε συμβεί. Κοίταξε το ρολόι του. Σαν μια άσκηση ελέγχου της πραγματικότητας το ξανακοίταξε. Έλεγε την ίδια ώρα με πριν. Ο6:06. Τώρα στην Αγγλία είναι τέσσερεις η ώρα και η Ελπίδα θα κοιμάται, σκέφτηκε.
Ήθελε να τηλεφωνήσει να ακούσει αν είναι όλα καλά, αλλά δεν ήθελε να φανεί υπερβολικός και να την ξυπνήσει χαράματα. Άλλωστε ήταν μόλις πριν λίγες ώρες που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο και δεν ήθελε να φανεί γραφικός. Σηκώθηκε να φτιάξει καφέ.
Ο ξενώνας ήταν παραδοσιακός και το δωμάτιο ήταν μεν μικρό αλλά είχε τα απαραίτητα. Πήγε μέχρι το κουζινάκι με τις τρείς εστίες, γέμισε το μπρίκι με νερό, το έβαλε στη μια εστία και πρόσθεσε δύο κουταλιές ελληνικού καφέ που έπαιρνε πάντα μαζί στα επαγγελματικά ταξίδια του. Τον τελευταίο καιρό συνήθιζε να τον πίνει σκέτο και η αλήθεια ήταν ότι χρειαζόταν μια δυνατή δόση καφεΐνης, μετά από αυτό το όνειρο που τον είχε ταράξει.
Η ιεροτελεστία του καφέ σε συνδυασμό με το δυνατό του άρωμα τον ηρέμησε λίγο. Παρατήρησε ότι το χέρι του δεν έτρεμε πια και αυτό του έδωσε πίσω ένα σημαντικό μέρος από την αυτοκυριαρχία του.
Γενικότερα ήταν ψύχραιμος. Από όσο θυμόταν τον εαυτό του, όσες φορές είχε βρεθεί σε καταστάσεις που έκαναν τους περισσότερους γύρω του να αντιδρούν σπασμωδικά και αρκετές φορές με πανικό, αυτός είχε την απαραίτητη ψυχραιμία έτσι ώστε να καταλαβαίνει γρήγορα τι κινήσεις απαιτούνται για να διαχειριστεί το όλο θέμα. Ίσως βοηθούσε και το γεγονός ότι η παρατηρητικότητά του ήταν πάντα το μεγάλο του ατού, βοηθώντας τον εγκέφαλό του να εστιάσει στις λεπτομέρειες που είχαν σημασία, φιλτράροντας και απορρίπτοντας τις υπόλοιπες πληροφορίες ως περιττές.
Τώρα, ανακτώντας πλήρως τον έλεγχο του εαυτού του, αφέθηκε στην απλότητα της συνήθειας, στις μηχανικές κινήσεις που δεν απασχολούν ιδιαίτερα τον εγκέφαλο και σκέφτηκε πόσο η ρουτίνα μπορεί να σε κάνει να νιώθεις ασφαλής, ένα συναίσθημα που είχε αρχίσει να εκτιμάει τελευταία, μιας και ήταν αυτό ακριβώς που είχε αρχίσει να του λείπει. Το αίσθημα της ασφάλειας και το αίσθημα ότι όλα είναι κανονικά.
Ανησυχούσε για την υγεία του, μα πιο πολύ ανησυχούσε για την ασφάλεια της Ελπίδας χωρίς όμως να είναι σίγουρος γιατί ή από τί η γυναίκα που είχε γνωρίσει πριν από τρία χρόνια και έμελλε να είναι η γυναίκα της ζωής του, τώρα κινδύνευε. Σκέφτηκε ότι τέτοιες εμμονές φτάνουν στα όρια του παραλογισμού.
Άρχισε να βάζει τις σκέψεις του σε μια σειρά.
Σκέφτηκε ότι δεν ήταν πολύ καιρός που είχε πιάσει αυτή τη δουλειά, αυτό το πρωί όμως, ένιωθε να δουλεύει εκεί για όλη του τη ζωή.
Η «Επίλυσης» (και από κάτω αναγραφόταν, με διακριτική γραμματοσειρά, «ασφαλιστικών υποθέσεων») ήταν μια μικρή εταιρεία που δραστηριοποιούνταν σε όλη την Ελλάδα.
Η δουλειά του ήταν αυτή του πραγματογνώμονα. Σε περιπτώσεις καταστροφών ασφαλισμένων κτιρίων, σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών ιδιωτικών περιουσιών ή ακόμα και σε περιπτώσεις διάρρηξης και κλοπής, ήταν εκεί για να καταγράψει τις ζημιές, να τις αποτιμήσει και να δει αν όντως τα περιστατικά ήταν “καθαρά” ή σκηνοθετημένα για την είσπραξη των συνήθως μεγάλων αποζημιώσεων, μιας και οι ασφαλιστικές που συνεργαζόταν είχαν πελάτες που το μηνιαίο εισόδημά τους δε θα το έβγαζε ούτε δουλεύοντας για μια ζωή, δύο φορές.
Στη δουλειά του είχε επισκεφθεί κάμποσες επαύλεις, και αποθήκες γεμάτες τιμαλφή. Είχε μπει σε υπερωκεάνια πλοία και σε πολυτελή γιότ και είχε επισκεφτεί πεντάστερα ξενοδοχεία και ακριβά μαγαζιά, όλα διαφόρων πλούσιων πελατών που τα είχαν ασφαλίσει για διόλου ευκαταφρόνητα ποσά.
Ήταν αρκετά καλός στη δουλειά του, πράγμα που φαινόταν από τα χιλιάδες ευρώ που είχε εξοικονομήσει για τις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές εταιρείες από μη πληρωμές αποζημιώσεων ή τέλος πάντων εξασφαλίζοντας πάντα τη χαμηλότερη δυνατή αποζημίωση, στους ήδη πλούσιους ασφαλισμένους.
Τελευταία όμως η απόδοσή του είχε αρχίσει να μειώνεται δραματικά από τη μέρα που είχε δει ένα παράξενο όνειρο, σχεδόν ένα χρόνο πριν. Από εκείνη τη μέρα και μετά ήταν ζήτημα να κοιμόταν παραπάνω από μια δυο ώρες κάθε φορά που έπεφτε για ύπνο λόγω των καθημερινών εφιαλτών, όπως ο σημερινός, που τον ταλαιπωρούσαν.
«Είμαι απλά κουρασμένος» είπε στον εαυτό του. Όμως κάτι μέσα του, του έλεγε ότι αυτό δεν ήταν όλο. Ήξερε ότι κάτι συμβαίνει. Ένιωθε μέσα του μια αλλαγή που δε μπορούσε να καθορίσει.
Μετά από εκείνο το όνειρο που είχε δύο χρόνια μετά αφότου είχε γνωρίσει την Ελπίδα και είχε προσπαθήσει συνειδητά να την ονειρευτεί, ένιωθε όλο και πιο περίεργα κάθε βράδυ που προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Είχε συχνά την αίσθηση της πτώσης κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του για να αφήσει το μυαλό του να περάσει στην κατάσταση του ύπνου. Είχε όλο και πιο περίεργα όνειρα που το επόμενο πρωί συχνά δεν μπορούσε να θυμηθεί, αλλά του έρχονταν σαν φευγαλέες εικόνες στο μυαλό από ένα μισοτελειωμένο παζλ που του λείπουν κομμάτια και ήξερε ότι είχε δει για άλλη μια φορά την Ελπίδα σε κίνδυνο.
Επίσης είχε δει και όλους τους μεγαλύτερούς του εφιάλτες. Αυτούς τους θυμόταν πεντακάθαρα κάθε φορά που ξυπνούσε έντρομος και τους ξαναθυμόταν ασυναίσθητα κάθε φορά πριν πέσει για ύπνο ξέροντας ότι για άλλη μια νύχτα θα τους αντιμετωπίσει.
Όλη αυτή η ταλαιπωρία, μόλις τώρα συνειδητοποίησε, είχε ξεκινήσει αμέσως μετά από εκείνο το όνειρο που φαινόταν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα που του είχε συμβεί τον τελευταίο χρόνο.
Το σημερινό όνειρο επανήλθε ξαφνικά με κάθε οδυνηρή λεπτομέρεια και αυτό του έκανε εντύπωση, σε συνδυασμό με την αίσθηση που έκανε την καρδιά του να σφίγγεται ότι πραγματικά κάτι είχε συμβεί στην Ελπίδα.
Ο καφές στο μπρίκι άρχισε να φουσκώνει και λίγο πριν χυθεί εντελώς, καθώς αυτός ήταν χαμένος στις σκέψεις του, τον επανέφερε στην πραγματικότητα με το χαρακτηριστικό θόρυβο και τη μυρωδιά του καμένου καφέ.
Έβαλε τον υπόλοιπο καφέ σε ένα φλιτζάνι και στάθηκε δίπλα από το παράθυρο κοιτώντας έξω. Τα νέον φώτα είχαν πλέον σβήσει και ο δρόμος αποκτούσε τη συνηθισμένη πρωινή κίνηση.
Άνθρωποι και αμάξια πηγαινοέρχονταν και άκουγε ήχους από μηχανές, κορναρίσματα και φωνές. Στο βάθος όπου διακρινόταν το λιμάνι, γλάροι έφερναν βόλτες τα πλοία που πλησίαζαν περιμένοντας για τυχόν αποφάγια. Τα γκρι σύννεφα στον ορίζοντα προμήνυαν ότι και σήμερα ίσως θα έπεφτε μια χειμωνιάτικη βροχή.
Κοιτάζοντας την κίνηση στο δρόμο από κάτω και ακούγοντας τους διάφορους ήχους, το μυαλό του λειτουργώντας αδιάκοπα στο παρασκήνιο, συνδυάζοντας φαινομενικά ασύνδετα πράγματα και εικόνες ξεχασμένες από καιρό, ξαφνικά θυμήθηκε ακριβώς τι είχε δει εκείνη τη μέρα πριν από ένα χρόνο. Το γιατί αυτή η μνήμη επανήλθε στο προσκήνιο σήμερα δεν μπορούσε να το ξέρει.
Ίσως η εικόνα ενός κουστουμαρισμένου κύριου που του τράβηξε την προσοχή κοιτώντας το δρόμο, σε συνδυασμό με το ογκώδες σώμα κάποιου άλλου στην παρέα των μεταναστών χτες το βράδυ, του έφερνε στο μυαλό εκείνο το ξεχασμένο όνειρο.
Πίνοντας αργά, μικρές γουλιές από τον ζεστό, δυνατό καφέ που είχε φτιάξει, ξαναθυμήθηκε σιγά σιγά όλες τις αλλαγές στη ζωή του τα τελευταία χρόνια. Και εκείνο το όνειρο. Το όνειρο που δε φοβήθηκε το “μπαμπούλα”. Το όνειρο στο οποίο είχε φτάσει μπροστά στο πιο θαυμαστό, το πιο περίεργο κατασκεύασμα που είχε δει ποτέ του και το είχε αγγίξει.

* * *

Δεν πάνε πολλά χρόνια πριν, γύρω στα πέντε απ’ ότι θυμόταν, που είχε αναλάβει μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση ασφαλιστικής κάλυψης. Ήταν τότε που ζούσε στην Αγγλία και δούλευε για λογαριασμό της “Settlements Co.”, πριν ακόμα γνωρίσει την Ελπίδα.
Ένας εργάτης χειριστής ενός γερανοφόρου οχήματος που κινούταν πάνω σε ράγες στην προβλήτα του λιμανιού του Λίβερπουλ, είχε προκαλέσει ζημιές εκατομμυρίων στερλινών σε ένα πλοίο μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων όταν είχε αφήσει από ύψος ένα κοντέινερ, με αποτέλεσμα και το εμπόρευμα να καταστραφεί αλλά και το πλοίο να υποστεί βλάβες. Ο εργάτης ισχυριζόταν ότι το κοντέινερ είχε πέσει κατά λάθος στο πλοίο όταν ξαφνικά είχε λιποθυμήσει και είχε χάσει τον έλεγχο του γερανού.
Αυτός που κλήθηκε, από την “Settlements Co.”, για λογαριασμό του πλοιοκτήτη για να καταγράψει το ύψος των ζημιών και την καταβαλλόμενη αποζημίωση, ήταν ο Τζων.
Μετά από προσεκτική μελέτη του ασφαλιστήριου συμβολαίου, ο Τζων είχε βρει τον όρο στον οποίο αναγραφόταν καθαρά ότι η αποζημίωση καταβάλλεται κανονικά, αν οι προκληθείσες ζημιές οφείλονταν σε ανθρώπινο λάθος, κάτι σαν αστική ευθύνη.
Ένα άλλο γεγονός που του είχε προκαλέσει εντύπωση, ήταν ότι ο εν λόγω εργάτης είχε μόλις προσληφθεί στο πόστο αυτό από μια θυγατρική εταιρεία του πλοιοκτήτη. Και κάτι άλλο… Στην βόλτα του πάνω στο πλοίο για την αποτίμηση των ζημιών παρατήρησε ότι το πλοίο ήταν παλιό και έχριζε άμεσης επισκευής. Κάτι μύριζε στην υπόθεση.
Μετά από ενέργειες του Τζων και έρευνα που είχε κρατήσει σχεδόν δυο μήνες, αποκαλύφθηκε ότι ο εργάτης έλεγε εν μέρει την αλήθεια, μιας και ήταν ναρκοληπτικός αλλά δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος.
Ο πλοιοκτήτης ήταν αυτός που τον είχε ανακαλύψει τυχαία στην θυγατρική που δούλευε και τον κορόιδευαν όλοι σαν υπναρά. Τότε τον προσέλαβε, παρακάμπτοντας τις αξιοκρατικές διαδικασίες πρόσληψης και πολλούς και διάφορους κανόνες ασφαλείας, όπως πχ ιατρικές εξετάσεις για όποιον δούλευε τέτοιου είδους εξοπλισμό, ποντάροντας στο ότι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο εργάτης να προξενούσε τη ζημιά, όπως ακριβώς έγινε, με αποτέλεσμα να εισπράξει την αποζημίωση και να επισκευάσει σχεδόν τσάμπα το πλοίο του. Στο μυαλό του πλοιοκτήτη η πιθανότητα χαμένων ανθρώπινων ζωών υπολογίζονταν ως παράπλευρες απώλειες. Σημασία είχε το κέρδος.
Τότε ο Τζων ασχολήθηκε για πρώτη φορά τόσο επισταμένα με το θέμα του ύπνου.
Έχοντας παρατηρήσει από τις συνεντεύξεις του εργάτη ότι εκείνος βρισκόταν σε μια κατάσταση διαρκούς υπνηλίας και σε μια περίπτωση είχε ακόμα αποκοιμηθεί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, σκέφτηκε ότι ίσως είχε κάποιο πρόβλημα ύπνου που δεν είχε διαγνωσθεί ακόμα, όπως για παράδειγμα υπνική άπνοια, μια ασθένεια που είχε ακούσει ότι έπασχε ένας χοντρός θείος του και έφερνε υπνηλία κατά τη διάρκεια της μέρας.
Για να αποδείξει ότι ο εργάτης έπασχε από κάποια τέτοια ασθένεια, είχε εισηγηθεί να υποβληθεί σε εξετάσεις σε εργαστήριο ύπνου, όπως και έγινε. Εκεί ο εργάτης κοιμήθηκε σε ελεγχόμενο περιβάλλον με όλες του τις παραμέτρους να καταγράφονται όλη τη νύχτα.
Το γεγονός ότι ο εργάτης είχε εμφανίσει ύπνο REM στα πρώτα 15 λεπτά από τη στιγμή που είχε κοιμηθεί ήταν μια ισχυρή ένδειξη ότι ο εργάτης έπασχε από ναρκοληψία, αλλά από ότι του είπαν οι γιατροί δεν αποτελεί από μόνης της απόδειξη της νόσου.
Η ναρκοληψία είναι μια ασθένεια η οποία μπορεί να διαγνωσθεί 10 με 15 χρόνια μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων. Ο πλοιοκτήτης είχε κάνει καλά την έρευνά του και ήλπιζε ότι κανείς δε θα ασχοληθεί τόσο πολύ με ένα “ατύχημα” που θα είχε προκαλέσει αυτός ο “υπναράς”.
Όσοι πάσχουν από ναρκοληψία, εκτός του ότι υποφέρουν από διαταραχές στον ύπνο τους, έχουν μεγάλη πιθανότητα να κοιμηθούν και μάλιστα σε ύπνο REM, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δραστηριότητάς τους.
Ο Τζων απαίτησε να παρακολουθούνται οι παράμετροι του εργάτη και κατά τη διάρκεια της ημέρας με ένα actigraph, μια συσκευή που μοιάζει με ρολόι χειρός και καταγράφει πού και πώς κοιμάται κάποιος. Τα αποτελέσματα όλων των ειδικών εξετάσεων έδειξαν ξεκάθαρα το πρόβλημα του εργάτη με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η πανούργα πλεκτάνη του πλοιοκτήτη για να εισπράξει την αποζημίωση και ο Τζων να γίνεται ο υπάλληλος του μήνα.
Από τότε όμως άρχισε να ασχολείται πιο έντονα με το μυστήριο του ύπνου. Ήταν άλλωστε μια ασχολία που του άρεσε από παλιά. Για την ακρίβεια του άρεσε να κοιμάται.
Απολάμβανε τον ύπνο όπως κάποιος μπορεί να απολαμβάνει το φαί. Είχε την ικανότητα να κοιμάται ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη. Είχε κοιμηθεί όρθιος στο λεωφορείο στηριζόμενος στο μεταλλικό κάγκελο. Είχε κάνει απίστευτους ύπνους στις διακοπές του στην παραλία κάτω από τον καυτό ήλιο. Είχε κοιμηθεί σε ένα παγκάκι μέσα στο καταχείμωνο περιμένοντας ένα καθυστερημένο φέρυ μποτ. Είχε κοιμηθεί ακόμα και στο γραφείο του μια μέρα μπροστά από τον υπολογιστή, με το χέρι του να στηρίζεται στον αγκώνα του και να υποστηρίζει το κεφάλι του, σε μια στάση που τον έκανε να δείχνει πολύ σκεπτικός και πολύ απασχολημένος για να τον ενοχλήσει κανείς.
Θυμόταν τη μάνα του να τον λέει τεμπέλη όταν αυτός, ενώ έπρεπε να διαβάζει, κοιμόταν του καλού καιρού με το βιβλίο ανοιχτό στη μούρη του, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να του πει τίποτα περισσότερο, γιατί πάντα περνούσε τις εξετάσεις με αρκετά υψηλούς βαθμούς.
Με την έρευνά του, έμαθε πολλά γύρω από το θέμα του ύπνου, όπως το ότι ο ύπνος αποτελείται από πέντε στάδια, ένα από τα οποία είναι και το στάδιο του ύπνου REM, το πιο σημαντικό στάδιο.
Κατά το στάδιο του REM (Rapid Eye Movement – Ταχεία Κίνηση των Ματιών) ύπνου, παρατηρούνται τα εξής: Η αναπνοή γίνεται γρήγορη, ακανόνιστη και ελαφριά. Τα μάτια παρουσιάζουν απότομες κινήσεις προς διάφορες κατευθύνσεις, οι μυς των άνω και κάτω μελών του σώματος παραλύουν προσωρινά λόγω της υπερδιέγερσης του εγκεφάλου, και στους άντρες πολύ συχνά παρατηρείται στύση, ενώ στις γυναίκες ύγρανση του κόλπου.
Στον REM ύπνο θεωρείται ότι έρχονται τα όνειρα. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι όσο πιο πολύ στερήσουμε τον εγκέφαλο από REM ύπνο, ο εγκέφαλος έχοντας ανάγκη αναπλήρωσης αυτού του σταδίου, πέφτει σε REM κατάσταση όσο πιο γρήγορα γίνεται, μειώνοντας την διάρκεια των υπόλοιπων σταδίων του κύκλου του ύπνου.
Όσο πιο πολύ διάβαζε γύρω από τον ύπνο, τόσο περισσότερα μάθαινε για αυτόν, εκτός από το μόνο σημαντικό. Ένα ερώτημα που η επιστήμη δεν έχει απαντήσει ακόμα.
Στο ερώτημα «Γιατί κοιμόμαστε?» η απάντηση που έχει δώσει ένας από τους κορυφαίους ερευνητές του ύπνου, ο Δρ. Γουίλιαμ Ντέμεντ, φαίνεται να είναι, αν μη τι άλλο, επιπόλαια: «Για να μη νυστάζουμε». Και όμως είναι ίσως η καλύτερη απάντηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς, δεδομένου ότι ενώ παλιότερα πίστευαν ότι ο ύπνος είναι απαραίτητος για να ξεκουραστεί ο εγκέφαλος, πλέον η επιστήμη του ύπνου έχει αποκαλύψει, ότι η δραστηριότητα που παρουσιάζει ο εγκέφαλος κατά τη διάρκεια του REM ύπνου είναι μεγαλύτερη ακόμα και από όταν είμαστε ξύπνιοι και σε εγρήγορση.
Τότε σκέφτηκε, ότι ίσως κοιμόμαστε για να γίνει ακριβώς αυτό. Κοιμόμαστε για να φτάσουμε τον εγκέφαλό μας σε κατάσταση REM, κοιμόμαστε για να δούμε όνειρα.
Του άρεσε να ξαπλώνει για να δει όνειρα. Σκεπτόταν ότι ήταν ένας τρόπος για να ξεφεύγει από την σκληρή πραγματικότητα που πολλές φορές τον κούραζε, όπως πολύ συχνά επίσης έπιανε τον εαυτό του να ονειροπολεί κατά τη διάρκεια της μέρας για τον ίδιο ακριβώς λόγο.
«Θα ήταν τέλεια αν μπορούσα να δω στον ύπνο μου ότι θέλω», είχε σκεφτεί κάποτε και όταν άρχισε να ασχολείται με τα είδη του ύπνου και την κατάσταση της συνείδησης κατά τη διάρκειά του, είδε ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Σε κάποιο σημείο η έρευνά του άρχισε να φτάνει στα όρια της παραφιλολογίας. Διάβαζε ότι έχει να κάνει με τον κόσμο των ονείρων, διάβαζε ονειροκρίτες, διάβασε Κάρλος Καστανέντα, διάφορα βιβλία ψυχολογίας και ήταν εκείνη την περίοδο που γνώρισε και την Ελπίδα.
Διαβάζοντας όλα αυτά τα βιβλία που ασχολούνταν με το μυστήριο των ονείρων είχε φτάσει και σε όρους όπως «αστρική προβολή» και «συνειδητό ονείρεμα» και του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον το γεγονός ότι, το συνειδητό ονείρεμα, δηλαδή το να πέσει κάποιος για ύπνο, να καταλάβει τη στιγμή ακριβώς που ο εγκέφαλός του βρίσκεται σε κατάσταση ύπνου και να πάρει τον έλεγχο ενός ονείρου κάνοντας ότι θέλει ή βλέποντας ότι θέλει, είναι κάτι που κάποιοι το έχουν καταφέρει επιτυχώς.
Είχε δοκιμάσει και ο ίδιος με καμία επιτυχία είναι η αλήθεια, αλλά είχε καταλάβει ότι κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλη εξάσκηση και προσπάθεια, έννοιες που στην καθημερινότητά του και όταν το μόνο που ήθελε συνήθως από τον ύπνο ήταν να είναι τον ξεκουράσει για την επόμενη μέρα στη δουλειά, έκαναν αρκετά δύσκολη την προσπάθεια για συνειδητό ονείρεμα.
Εκείνες τις μέρες των προσπαθειών του για συνειδητό ονείρεμα, τα όνειρα που τελικά κατόρθωνε να βλέπει ήταν περίεργα. Και όχι περίεργα με την έννοια που είναι περίεργο ένα οποιοδήποτε όνειρο που ξεφεύγει από τα όρια της πραγματικότητας. Μέσα στον κυκεώνα των εικόνων που τον κατέκλυζαν και που σε ένα βαθμό τις είχε προκαλέσει συνειδητά, αλλά δε μπορούσε να τις ελέγξει, έβλεπε συχνά ένα πλάσμα. Και το περίεργο ήταν ότι εμφανιζόταν η ίδια μορφή σε πολλές περιπτώσεις. Όχι πολύ αργότερα, θα αναγνώριζε αυτό το πλάσμα και θα το ξεγελούσε.
Εκείνες τις μέρες της έντονης ασχολίας του με την επιστήμη του ύπνου, είχε δει και ένα όνειρο που θα του άλλαζε τη ζωή. Χωρίς να είναι δυνατόν να το υποψιαστεί, ήταν ένα όνειρο που του το είχε στείλει η ίδια η Νύχτα και θα καταλάβαινε σύντομα ότι ήταν προφητικό. Τη μέρα που το είχε δει, είχε αισθανθεί ότι αυτό το όνειρο ήταν διαφορετικό.
Στην ουσία αυτά τα όνειρα δεν καταλαβαίνει κανείς ότι είναι προφητικά, παρά μόνο αργότερα που συνδέει τις εικόνες του ονείρου με τα πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή, αλλά παρόλα αυτά, εκείνα τα όνειρα νιώθει κάποιος ότι είναι διαφορετικά τη στιγμή που ξυπνήσει. Δίνουν την αίσθηση ότι κάτι έχει στ’ αλήθεια συμβεί και νιώθει ιδιαίτερος.
Για λίγο, για όσο διαρκεί η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα, για ένα τέντωμα ίσως στο κρεβάτι, και λίγο πριν συνειδητοποιήσει ότι είναι ξύπνιος, όποιος έχει δει ένα τέτοιο όνειρο, νιώθει την ψυχή του ανάλαφρη, σαν μια καλοκάγαθη δύναμη να έχει πάρει ένα μέρος των εγνοιών που βαραίνουν καθημερινά τον καθένα.
Πέφτοντας μια νύχτα για ύπνο και με τις σκέψεις του να περιστρέφονται γύρω από θέματα ψυχολογίας, μιας και σχετικά πρόσφατα είχε διαβάσει Σιγκμουντ Φρόϊντ και την άποψή του, ότι τα όνειρα αποτελούν ένα τρόπο να εκπληρώσουμε τις επιθυμίες μας συνδέοντας την διαδικασία αυτή με τις σεξουαλικές μας ορμές, είχε δει ακριβώς αυτό. Ένα όνειρο που εκπλήρωνε τις επιθυμίες του, οι οποίες, μιας και ήταν αρκετό καιρό μόνος του, συνδέονταν με τη σεξουαλική του ορμή.
Περπατούσε στην πόλη του Λίβερπουλ. Ή μήπως δεν ήταν? Την ήξερε καλά την πόλη καθώς η εταιρεία που δούλευε είχε την έδρα της εκεί, αλλά κάποια πράγματα, ενώ περπατούσε, παρατηρούσε ότι δε θα έπρεπε να βρίσκονταν εκεί που βρίσκονταν.
Ένα κτίριο, ένα άγαλμα, μια στροφή που έβγαζε σε μια άγνωστη πλατεία. Τέτοια στοιχεία του έδιναν την αίσθηση του ονείρου, ξέροντας ότι βρισκόταν κάπου όπου ήταν σίγουρος για το μέρος, αλλά από την άλλη δεν ήταν αυτό το μέρος που γνώριζε.
Δεν ασχολήθηκε παραπάνω με την αίσθηση που ένιωθε, σαν να θυμόταν το μέρος που περπατούσε αλλά δε θυμόταν πως το λένε, ενώ ήξερε ότι ήταν το Λίβερπουλ αλλά ίσως και όχι (ποιος νοιάζεται? Ας κάνω μια ωραία βόλτα σε ένα μέρος που νιώθω οικεία αλλά δεν το έχω ξαναδεί…) και άφησε έτσι τον ονειρικό του εαυτό να περιπλανηθεί ελεύθερα και γεμάτος περιέργεια για το πού πάει.
Κοίταξε πάνω. Ο ουρανός ήταν καθαρός και ο ήλιος έλαμπε, αλλά με έναν παράξενο τρόπο. Δεν ήταν ηλιόλουστη η μέρα. Αυτή η διφορούμενη ιδιότητα της μέρας τον προβλημάτισε και μόνο τότε παρατήρησε ότι τα πάντα γύρω του είχαν μια αδιόρατη απόχρωση, σαν ένα φίλτρο να απορροφούσε τα έντονα χρώματα, αφήνοντας τον κόσμο να παίρνει αποχρώσεις του καφέ, του μπεζ, και του ανοιχτού γκρι.
Η αίσθηση της μέρας παρόλα αυτά ήταν υπέροχη. Ένιωθε μια γαλήνη καθώς περπατούσε και χαμογέλασε με την ψυχή του όταν ένιωσε ένα αεράκι γεμάτο με αρμύρα από τη θάλασσα, να του χαϊδεύει το πρόσωπο.
Έφτασε σε μια πετρόχτιστη χαμηλή γέφυρα που η αψίδα της βρισκόταν μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα, μια γέφυρα που δεν υπήρχε περίπτωση να την είχε ξαναδεί σε καμιά βόλτα του στο Λίβερπουλ.
Κοίταξε τα νερά. Ήταν πεντακάθαρα και ρηχά και του μαγνήτισαν το βλέμμα. Παρατηρώντας το φως να παιχνιδίζει στην επιφάνεια του νερού, είδε στιγμιαίες αντανακλάσεις από νομίσματα στο βυθό, σαν και αυτά που βλέπει κανείς στα σιντριβάνια εν ίδει δωροδοκίας στο πνεύμα που θα πραγματοποιήσει την ευχή.
Με το βλέμμα του ακολούθησε ένα κοπάδι διακοσμημένων πολύχρωμων κυπρίνων, που κολυμπούσαν ήρεμοι και φαίνονταν να ανακατεύουν το βυθό σηκώνοντας άμμο με τα ρύγχη τους στο μέρος που βρίσκονταν τα κέρματα. Στη συνέχεια με μια συντονισμένη κίνηση, όπως συνηθίζουν τα κοπάδια, απομακρύνθηκαν κολυμπώντας παράλληλα στη γέφυρα και όταν σήκωσε το βλέμμα του, αφού τα ψάρια είχαν φτάσει στην άλλη άκρη, έμεινε άφωνος.
Το φίλτρο που πριν έκανε τα χρώματα να μοιάζουν σαν σε παλιά φωτογραφία, άρχισε να διαλύεται γύρω από την παρουσία που έβλεπε μόλις λίγα μέτρα μακριά του, αλλά όχι τόσο κοντά για να διακρίνει χαρακτηριστικά.
Μια γυναικεία μορφή, στεκόταν στο τέλος της γέφυρας και με την παρουσία της όλα τα χρώματα άρχισαν να ζωντανεύουν.
Ο ουρανός είχε φωτιστεί από αυτήν, σαν να ήταν εκείνη ένα αυτόφωτο σώμα που λαμποκοπούσε. Είδε το γαλάζιο του ουρανού και ήθελε να εκτοξευτεί και να το αγγίξει. Το μπλε της θάλασσας τον καλούσε να βουτήξει και να δροσιστεί. Το χρώμα της πέτρινης γέφυρας, αποκτούσε υφή και ασυναίσθητα άγγιξε το στηθαίο δίπλα του για να νιώσει την τραχύτητα που για κάποιο λόγο τον έκανε να αισθανθεί ζωντανός.
Πλησίασε λίγο, επιφυλακτικά, όπως ένας πιστός που βλέπει θαύμα και δεν πιστεύει στα μάτια του, αλλά η εκτυφλωτική της παρουσία τον εμπόδιζε από το να ξεκαθαρίσει λεπτομέρειες.
Ήταν μελαχρινή, με ίσια μαλλιά που ξεχύνονταν σαν ένα μεταξένιο πέπλο πίσω από τους ώμους της και του χαμογελούσε. Χαμογελούσε σε αυτόν! Το ήξερε, το ένιωθε ότι αυτό το υπέροχο χαμόγελο που έβλεπε στο πρόσωπό της ήταν για αυτόν!
Δεν μίλησε. Ήξερε ότι αυτή η κοπέλα βρισκόταν εκεί για εκείνον. Δε χρειαζόταν να προσπαθήσει για τίποτα. Δε χρειαζόταν να πει κάτι έξυπνο και εκείνη να γελάσει και να γνωριστούνε, δε χρειαζόταν να πει ή να κάνει οτιδήποτε απολύτως.
Την έβλεπε για πρώτη φορά, αλλά την ήξερε από πάντα. Την αγαπούσε όλη του τη ζωή. Την αγαπούσε με όλη του τη ζωή. Και αυτή το ίδιο. Ένιωσε μέσα από το φως που εξέπεμπε, πραγματική αγάπη που την ένιωσε να τον χτυπάει σε κύματα και να τον χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο και ήθελε να κλάψει από χαρά. Ποτέ στη ζωή του δεν περίμενε ότι αυτό το πράγμα θα μπορούσε να του συμβεί και αισθάνθηκε ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο.
Σκέφτηκε τί θα μπορούσε να είχε κάνει για να αξίζει μια τέτοια τύχη και αμέσως μεταφέρθηκε μαζί της σε όλα τα μέρη του κόσμου, όπου έκαναν ατελείωτους περιπάτους πιασμένοι χέρι-χέρι και συζητούσαν γελώντας ευτυχισμένοι που ήταν μαζί και μόνο αυτό μετρούσε. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από χαρά.
Ξύπνησε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του και κατάλαβε ότι ήταν μπρούμυτα από τη στύση του που τον ενοχλούσε. Ένιωθε υπέροχα που είχε δει ένα τόσο ωραίο όνειρο και σε αυτό υπήρχε κάποιος που τον αγαπούσε. Ένιωθε πραγματική ευτυχία ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ώσπου άφησε τη λογική του να του υπενθυμίσει ότι ήταν απλά ένα όνειρο και η χαρά που είχε σηκώσει την ψυχή του στους αιθέρες έφυγε, δίνοντας τη θέση της σε ένα κενό.
Είχε σχεδόν νεύρα όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι και είχε γελάσει πικρόχολα, όταν το ίδιο πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά του με το αμάξι, από μια τραγική ειρωνεία, πέτυχε στο ραδιοφωνικό σταθμό που άκουγε συνήθως, ένα τραγούδι των Smiths. Το «Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me»

“No hope,
No harm,
Just another false alarm”

Σιγοτραγουδούσε και σκεπτόταν αν ήταν ο χαρακτήρας του ρομαντικός και του άρεσε να ακούει τέτοια τραγούδια ή έγινε ρομαντικός ακούγοντας τέτοια τραγούδια.
Όπως και να είχε το θέμα όλη εκείνη τη μέρα είχε μια αίσθηση ότι κάποιος του παίζει άσχημα παιχνίδια. Δεν είναι σωστό να παίζεις με τα αισθήματα κάποιου και δεν ήταν καθόλου σωστό που αυτά τα παιχνίδια, ένιωθε να τα παίζει το μυαλό του σε βάρος της καρδιάς του.
Αποφάσισε να μη δώσει περισσότερη σημασία απ’ όση άξιζε σε ένα απλό όνειρο και άφησε τις έγνοιες του και τη δουλειά που τον περίμενε στο γραφείο να απασχολούν το μυαλό του για όλη την υπόλοιπη ημέρα, μη μπορώντας ωστόσο να απαλλαγεί από αυτό το κενό, ένα κενό σαν δυσβάσταχτο βάρος που ένιωθε μέσα του.
Το ίδιο βράδυ είχε κάνει μια επιπόλαια γνωριμία σε ένα μπαρ, που είχε πάει μετά τη δουλειά, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να γεμίσει το κενό μέσα του. Το σεξ που ακολούθησε αργότερα στη νύχτα είχε κάνει αυτό το κενό ακόμα μεγαλύτερο.
Έκανε αρκετές μέρες να συνέλθει και να ξαναβρεί τους κανονικούς του ρυθμούς. Ήταν κυκλοθυμικός χαρακτήρας και σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις σκέφτονταν όλες τις παλιές του σχέσεις που όλες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν αφήσει τα σημάδια τους.
Είχε προσπαθήσει να ξαναδεί εκείνη την αιθέρια ύπαρξη που τον είχε κάνει να νιώσει υπέρτατη ευτυχία, δοκιμάζοντας επίμονα τους τρόπους που είχε διαβάσει για συνειδητό ονείρεμα, αλλά το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να βλέπει σκηνές σεξ με διάφορες γκόμενες που όλες έμοιαζαν να είναι παραλλαγές εκείνης που είχε πάει την τελευταία φορά.
Και στο βάθος αυτών των προσπαθειών για συνειδητά όνειρα, βρισκόταν εκείνο το πλάσμα σαν διακριτικός και ουδέτερος παρατηρητής, κάθε φορά στην άκρη του οπτικού του πεδίου σαν μια σημαντική λεπτομέρεια που του διέφευγε, το πλάσμα που είχε συναντήσει συχνά από τότε που είχε πρωτοξεκινήσει τις προσπάθειες αυτές. Ένα πλάσμα που το φοβόταν από μικρός.
Ήταν ακόμα σκεπτικός και κακόκεφος, γύρω στις δυο βδομάδες από τότε που είχε δει το όνειρο, όταν έκανε εκείνη τη βροχερή μέρα του Οκτώβρη, ένα ταξίδι περίπου εκατό χιλιομέτρων για την πόλη του Leeds.
Εκεί βρίσκεται ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια ψυχολογίας και είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει τη βιβλιοθήκη του για να βρει περισσότερες πληροφορίες για το θέμα του ύπνου και των ονείρων, πληροφορίες που ίσως, με την ψυχρή λογική και επιστημονική ανάλυση, έκαναν το μυαλό του να βρει μια έξοδο από την κακοκεφιά.
Είχε πάει με την ελπίδα να βρει την απάντηση που θα του ξεκαθάριζε ποια ακριβώς ορμόνη εκλύεται από τον οργανισμό του και του έχει ρίξει τόσο την ψυχολογία. Ή αν δεν έβρισκε την απάντηση, τουλάχιστον θα είχε κάνει μια ωραία εκδρομή για να αλλάξει λίγο τη διάθεσή του.
Εκείνη λοιπόν τη μέρα, με τη βροχή να κρατάει το ρυθμό της βαριάς καρδιάς του που χτυπούσε θλιμμένα, και τον Moby στο ραδιόφωνο να τραγουδάει «Why Does My Heart Feels So Bad», η ζωή του άλλαξε.
Το όνειρό του βγήκε αληθινό. Και για πρώτη φορά μετά από αρκετό καιρό, όταν εκείνο το βράδυ έπεσε για ύπνο, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά με προσμονή για την επόμενη μέρα.

——————–

Η τεράστια φωτεινή σφαίρα είχε χαθεί εδώ και ώρα και ήταν η σειρά των μικρών φωτεινών λουλουδιών να ανθίσουν ψηλά στο σκοτεινό λιβάδι. Εκείνος ήταν ήδη στη σπηλιά και περίμενε. Για κάμποση ώρα το μόνο που ακουγόταν ήταν το μακρινό και επίμονο κάλεσμα μιας αγέλης λύκων και σποραδικές ριπές αέρα που γίνονταν απόκοσμες όταν στροβιλίζονταν στο στόμιο της σπηλιάς και έμοιαζαν με το κάλεσμα των πνευμάτων της αγέλης.
Καθόταν δίπλα στο ζεστό και επικίνδυνο δώρο που είχε έρθει από ψηλά και δεν κοιμόταν, όταν μια βροντή, χωρίς φως και χωρίς νερό από ψηλά, έσπασε την ησυχία της άγριας φύσης και ολόκληρη η σπηλιά σείστηκε συθέμελα. Εκείνος ξαφνιάστηκε αλλά ο τρομακτικός ήχος ήταν αυτό που περίμενε.
Όταν το σκοτάδι έπεφτε, έκλεινε τα βαριά από την κούραση της ημέρας μάτια του και τα άνοιγε την επόμενη φορά που το φως τον ξυπνούσε. Αυτό μέχρι πριν να ξεκινήσει η τρομακτική βροντή να κουνάει τη γη. Ο φοβερός ήχος που αντηχούσε τρία μερόνυχτα τώρα, δεν τον άφηνε να κλείσει τα μάτια και να αφεθεί στην αγκαλιά του σκοταδιού που τον ξεκούραζε και του έφερνε παράξενες εικόνες στο μυαλό. Τρεις μέρες τώρα ξαγρυπνούσε ανήσυχος όταν ολόκληρη η γη γύρω του κουνιόταν και το καταφύγιό του έμοιαζε έτοιμο να καταρρεύσει πάνω του.
Σήμερα ήταν η τέταρτη μέρα που ένιωθε τη γη να τρέμει και τον αέρα να βροντά και η καρδιά του χτύπησε πάλι δυνατά από το φόβο. Με ορθάνοιχτα τα μάτια κοίταξε γύρω του ανήσυχος και μόλις ο σεισμός ησύχασε, έβαλε στο ζεστό και επικίνδυνο δώρο που ήρθε από ψηλά δυο καινούρια ξύλα και έμεινε να παρακολουθεί να καίγονται σκεφτικός.
Το να αφήσει τη σπηλιά και να ψάξει νέο καταφύγιο ήταν μεγάλη απόφαση, αλλά όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι της περιοχής απομακρύνονταν καθημερινά βιαστικοί και πλέον το σκεφτόταν σοβαρά. Ολόκληρα κοπάδια από τα τεράστια τριχωτά ζώα που κυνηγούσε για το κρέας και το δέρμα τους, οικογένειες από εκείνα τα μικροσκοπικά ζωάκια που του έμοιαζαν, τουλάχιστον στα άκρα και στις συνήθειες και καμιά φορά τον πλησίαζαν για να φάνε καρπούς από τα χέρια του, ολόκληρα σμήνη πουλιών και μικροσκοπικά τετράποδα, που το κρέας τους ήταν σκληρό αλλά νόστιμο όταν τα σκότωνε και τα έβαζε στο επικίνδυνα ζεστό δώρο που είχε έρθει από ψηλά, όλα έφευγαν άτακτα, χωρίς να κοιτούν πίσω.
Πέρα από τους συνεχείς σεισμούς, ο αέρας είχε χαλάσει και μύριζε χειρότερα από τον καπνό του επικίνδυνα ζεστού δώρου. Ακόμα και το υγρό που ξεκινούσε από κάπου από την γη που χανόταν ψηλά, το μέρος που σε λίγο θα το έλεγε βουνό και κατέβαινε ορμητικό και δροσιστικό και το έπινε με ευχαρίστηση, τώρα έφερνε κομμάτια μαύρης γης που μύριζαν σαπίλα.
Όσο και αν προσπαθούσε να αναβάλει την απόφαση, ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει. Σε λίγο η πείνα θα τον θέριζε και το να ικανοποιήσει τη δίψα του με το υγρό που είχε αποκτήσει γεύση θα ήταν ρίσκο.
Άλλη μια βροντή τάραξε την πεδιάδα και βγήκε έξω από τη σπηλιά για να δει τί ακριβώς συνέβαινε και το θέαμα τον τάραξε. Ήταν αρκετά τα πράγματα που τον τρόμαζαν και τα περισσότερα τον τρόμαζαν όταν άνθιζαν τα μικρά φωτεινά λουλούδια στο σκοτεινό λιβάδι ψηλά.
Όταν φώτιζε ο τεράστιος κόκκινος δίσκος που έβγαινε από το τέλος της πεδιάδας, γινόταν κίτρινος και καυτός ψηλά και μέχρι που έπεφτε πορτοκαλής πίσω από το βουνό, δε φοβόταν σχεδόν τίποτα. Όταν μπορούσε να δει τις πιθανές απειλές, ήταν ήρεμος. Ότι δε σκότωνε για φαί, το απέφευγε. Στο σκοτάδι όμως ήταν αλλιώς.
Στεκούμενος στην είσοδο της σπηλιάς, κοίταξε ψηλά και είδε πυκνό καπνό να καλύπτει το φαντασμαγορικό θέαμα από τα αμέτρητα φωτεινά λουλούδια ψηλά και που καμιά φορά έμενε να τα κοιτάζει με τις ώρες. Πίσω από το βουνό του φάνηκε ότι έβγαινε ο κόκκινος φωτεινός δίσκος που συνήθως εμφανιζόταν από την άλλη κατεύθυνση και μπερδεύτηκε.
Άλλος ένας τρομακτικός ήχος αντήχησε παντού τριγύρω, το έδαφος σείστηκε και είδε μια κόκκινη γλώσσα να πετάγεται πίσω από το βουνό, που το σκοτεινό περίγραμμά του φωτιζόταν από την ίδια απόχρωση με αυτή του επικίνδυνα ζεστού δώρου που σε λίγο καιρό θα το αποκαλούσε φωτιά. Σήμερα οι βροντές ήταν πάρα πολλές και η κόκκινη γλώσσα ήταν κάτι που έβλεπε για πρώτη φορά.
Ήξερε πλέον ότι δε μπορούσε να κάτσει άλλο σε αυτό το καταφύγιο. Η φωτιά πίσω από το βουνό ήταν πολύ δυνατή, ένιωθε τη ζέστη της και τη μυρωδιά της στον αέρα και καταλάβαινε ότι δε θα σταματούσε σύντομα. Η γη έτρεμε, το νερό είχε χαλάσει, ο αέρας ήταν κακός και το κυνήγι λιγόστευε. Θα έφευγε, αλλά ήταν και περίεργος να δει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά.
Το πρωί θα έπαιρνε τα εργαλεία που είχε φτιάξει από τα κόκαλα του μεγάλου ζώου, θα μάζευε το ζεστό δέρμα που κοιμόταν πάνω του και το είχε πάρει γδέρνοντας ένα ζώο που είχε σκοτώσει μια μέρα που κρύωνε και όσο και αν τον στενοχωρούσε, θα άφηνε εκεί τις χρωματιστές σκόνες που είχε μαζέψει κοντά στην περιοχή που τώρα φαινόταν να έχει δεχθεί το επικίνδυνο δώρο και θα πήγαινε πρώτα να δει τι συμβαίνει πίσω από το βουνό, πριν κινήσει προς τους λόφους που κατευθύνονταν και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πεδιάδας.
Γύρισε μέσα στη σπηλιά και προσπάθησε να κλείσει τα μάτια του και να ξεκουραστεί. Την επόμενη μέρα θα βρισκόταν πάλι χωρίς καταφύγιο και θα ήταν δύσκολα.

——————–

Μια κακοφωνία από κορναρίσματα και φωνές έξω από το παράθυρο τον επανέφερε στην πραγματικότητα και ασυναίσθητα κοίταξε το ρολόι του. Η ώρα είχε πάει 09:19.
Τέτοια ώρα στην Αγγλία η Ελπίδα θα κοιμάται ακόμα αλλά είναι μια λογική ώρα να την ξυπνήσω, σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Έπρεπε να της τηλεφωνήσει να δει αν είναι όλα καλά.
Έπρεπε επίσης να ετοιμαστεί και για το πρωινό ραντεβού του για μια υπόθεση διάρρηξης και κλοπής σε ένα κοσμηματοπωλείο.
Άφησε το φλιτζάνι με τον καφέ, που είχε κρυώσει εδώ και ώρα, στο νεροχύτη και σήκωσε το τηλέφωνο. Είχε συνέλθει για τα καλά τώρα, με τη βοήθεια της καφεΐνης, αλλά κυρίως με την ανάμνηση του ονείρου που είχε δει πριν γνωρίσει την Ελπίδα, και σχημάτισε το νούμερο.
Ο τόνος κλήσης του ακουγόταν μακάβρια μονότονος σαν καμπάνα σε μνημόσυνο και λίγο πριν αρχίσει πραγματικά να ανησυχεί επειδή αργούσε να το σηκώσει, άκουσε το μονότονο ήχο να σταματά και μια σιωπή με ηχώ σαν κάποιος να είχε σηκώσει το ακουστικό και δεν μιλούσε.
Μετά από λίγα δραματικά δευτερόλεπτα αφύσικης ησυχίας από την άλλη άκρη της γραμμής που έκαναν την ανησυχία του να αναζωπυρωθεί και να έχει σχηματίσει ένα κόμπο στο λαιμό του, άκουσε επιτέλους τη φωνή της αν και στην αρχή από τον τραχύ τόνο της φωνής της άργησε λίγο να την καταλάβει.
«Παρακαλώ?»
«Μωρό μου?»

Leave a comment