μυθιστόρημα φαντασίας

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

 

 

 
«Ο χρόνος είναι μεγάλος δάσκαλος, λένε.
Το κακό είναι ότι σκοτώνει τους μαθητές του.»

Hector Berlioz, 1803-1869, Γάλλος συνθέτης

Δεν έχουν όλα τα όνειρα το στοιχείο του υπερφυσικού και του απίστευτου. Αν και συνήθως ό,τι συμβαίνει σε ένα όνειρο, είναι πολύ απίθανο να συμβεί και στην πραγματικότητα, ή τέλος πάντων στη συνηθισμένη ζωή που ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Το να δει κάποιος στον ύπνο του ότι βρίσκει ένα νόμισμα στο δρόμο είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στ’ αλήθεια, όμως το να βλέπει ότι βρίσκει νομίσματα και να τα μαζεύει ένα προς ένα και να νιώθει ότι ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία σαν κάποιος να τα είχε αφήσει επίτηδες για να τον παγιδεύσει, είναι κάτι που μπορεί να συμβεί μόνο σε ένα όνειρο.
Υπάρχουν όνειρα όπου έρχεται κανείς αντιμέτωπος με καθημερινές καταστάσεις. Καταστάσεις που τις έχει ζήσει και έχει αντιδράσει με συγκεκριμένο τρόπο. Σε αυτά τα όνειρα δίνεται η ευκαιρία η αντίδραση να είναι διαφορετική απ’ ότι στην πραγματικότητα.
Είναι αυτά τα όνειρα που κάποιος μπορεί να ζήσει σε μια εναλλακτική πραγματικότητα. Σε αυτά τα όνειρα δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία. Αυτό που ζητάνε όλοι οι θνητοί. Αυτό που μόνο ο Ίκελος μπορεί να προσφέρει. Ο κατασκευαστής των ρεαλιστικών ονείρων.
Από τα τέσσερα αδέρφια, αυτός είχε μελετήσει περισσότερο το ανθρώπινο είδος. Ο Μορφέας μπορεί να είναι αυτός που είχε έρθει σε στενή επαφή με τον πρώτο από τους ανθρώπους και σε ένα όνειρο να φτιάχνει τις μορφές των ανθρώπων και τον επιφανειακό χαρακτήρα αυτών των ονειρικών μορφών που αλληλεπιδρά κάθε ονειρευτής, ο Φοβήτωρας μπορεί να είχε εντρυφήσει σε βάθος στους πιο κρυφούς φόβους της ανθρωπότητας και να τους είχε μετατρέψει όλους σε μοναδικούς εφιάλτες, ο Ίκελος όμως είχε ξεκινήσει να μελατά τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά από την απαρχή της ανθρωπότητας και είχε βρει σε όλους ένα και μοναδικό κοινό γνώρισμα. Μια κοινή επιθυμία. Αυτό που ήθελαν όλοι. Μια δεύτερη ευκαιρία.
Ο Μορφέας τον βρήκε σε ένα από τα πολλά μπαλκόνια του παλατιού του Ύπνου που πρόσφεραν απεριόριστη θέα στην απέραντη Ενύπνια. Τον πλησίασε την ώρα που εκείνος έφτιαχνε ένα όνειρο, περιτριγυρισμένος από τα δημιουργικά πλάσματα της Ενύπνια, τους Όνειρους που βοηθούσαν στην κατασκευή ονείρων και τον ξεχώρισε από μακριά από αυτά που φορούσε, καθώς ήταν ντυμένος με καθημερινά ανθρώπινα ρούχα της τελευταίας μόδας, δηλαδή ένα τζιν παντελόνι και ένα t-shirt.
Προτιμούσε αυτό το απλό ντύσιμο, από τους χιτώνες και τα δερμάτινα που φόραγαν οι αδερφοί του και του φαίνονταν υπερβολικά κοντά στο όριο του γραφικού, γιατί απλά ήταν της μόδας. Αν και κατά καιρούς ακολουθώντας τη μόδα είχε εκνευρίσει πολλές φορές το Μορφέα ή ακόμα και το Φοβήτωρα που συνήθως δεν έδινε σημασία, όπως όταν είχε περάσει όλη την εποχή του μεσαίωνα μέσα σε μια γυαλιστερή, θορυβώδη και πολύ ενοχλητική πανοπλία.
Ήταν ο πιο μετριοπαθής από όλους τους αδερφούς. Ότι αρνητικό συναίσθημα είχε για τους ανθρώπους, αντισταθμιζόταν από μια συμπάθεια στα όρια της λύπησης, λόγω της άγνοιάς τους. «Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρουν για τον κόσμο και το σύμπαν γενικότερα στο οποίο ζουν…», έλεγε και προσπαθούσε να δικαιολογήσει σχεδόν κάθε τους πράξη..
Και αν τους συμπαθούσε για την κοσμική τους άγνοια άλλο τόσο καταλάβαινε την άγνοια που είχαν για τον εαυτό τους. «Έχουν τόσα πολλά ερωτήματα για τα πάντα και οι όποιες απαντήσεις έχουν βρει, έχουν δημιουργήσει άλλα τόσα. Η αλήθεια είναι ότι όσο και αν έχει προοδεύσει ο πολιτισμός και η γνώση τους, δεν είναι σίγουροι για τίποτα. Εκτός ίσως από το θάνατο. Και αυτή τη μόνη σιγουριά στη ζωή τους την τρέμουν…» συνήθιζε να λέει όταν κουβέντιαζαν με το Μορφέα για τους εφιάλτες που έφτιαχνε ο Φοβήτωρας.
Άλλωστε φοβούνταν και τόσα άλλα… Ίσως γι’ αυτό τους συγχωρούσε τα πάντα. «Έχουν πολλές ανασφάλειες. Έχουν τόσα πολλά αναπάντητα ερωτήματα που στην ουσία βαδίζουν στα τυφλά. Το έχεις νιώσει ποτέ αυτό? Πρέπει να είναι δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά κάνουν ότι μπορούν. Όχι βέβαια ότι τα καταφέρνουν ιδιαίτερα καλά… αλλά δε μπορείς να πεις ότι δεν προσπαθούν. Πώς να τους κατακρίνω? Πώς να τους κρίνω? Κοιτάζοντάς τους από ψηλά? Σα να είναι αυτόβουλες μαριονέτες σε ένα θέατρο που δεν είναι καν δικό τους? Πρέπει να το νιώσεις ο ίδιος αδερφέ μου…» Του είχε πει μια μέρα που συζητούσαν για τους ανθρώπους.
Πλησιάζοντας, ο Μορφέας σταμάτησε λίγο να τον παρατηρήσει να δουλεύει με ένα αξιοθαύμαστο ζήλο. Το βλέμμα του τράβηξε με απορία το κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσε. Η στάμπα έγραφε: “ Super Normal”, με μεγάλα γράμματα τα οποία πλαισίωναν οι φράσεις, “The Man Without Powers” από πάνω και “Bored And Ordinary Adventures” από κάτω. Δεν το κατάλαβε το αστείο.
Μετά το βλέμμα του τράβηξε ένα τεράστιο κομμάτι γης που αιωρούταν εντυπωσιακό σε αρκετή απόσταση κάτω από τη θέληση του αδερφού του. Το είχε ξεσηκώσει από την Ενύπνια και έμοιαζε με μια συνηθισμένη πόλη στη Γη.
Με το ένα του χέρι υψωμένο μπροστά του, σαν να κρατούσε έναν αόρατο δίσκο, χειριζόταν το τεράστιο κομμάτι γης σαν ισορροπιστής και με το άλλο χέρι το δούλευε περιμετρικά, συμπιέζοντας το με προσοχή, σαν ένα κομμάτι πηλό μέχρι να γίνει μια σφαίρα.
Κατά τη διάρκεια της συμπύκνωσης της τεράστιας σφαίρας γης σε μέγεθος μπάλας, διάφορες μορφές που έμοιαζαν ανθρώπινες, εισχωρούσαν από παντού τριγύρω μέσα στο δημιούργημα. Φαίνονταν να εξαϋλώνονται από την Ενύπνια και ακολουθώντας ένα στροβιλιζόμενο ρεύμα αέρα, ενσωματώνονταν στο δημιούργημα του Ίκελου.
Ήταν απόλυτα συγκεντρωμένος με τη δημιουργία του και ίσα που κατάλαβε ότι ο Μορφέας βρισκόταν εκεί και τον παρακολουθούσε, μέχρι που παρατήρησε μια μορφή να εξαϋλώνεται κάπου από δίπλα του και να εισχωρεί στη σφαίρα μόλις πριν αυτή αποκτήσει το τέλειο σφαιρικό της σχήμα.
Με μια κίνηση του χεριού του, έστειλε την σφαίρα που είχε δημιουργήσει, να κατευθυνθεί προς το Φίλντισι και για λίγες στιγμές την παρατηρούσε εξονυχιστικά καθώς απομακρυνόταν, ίσως για τυχόν ατέλειες, ατέλειες που δεν έβρισκε ποτέ.
Γύρισε να χαιρετήσει τον αδερφό του που τον παρατηρούσε και αν και ο Μορφέας ήταν δύσκολο να τον ψυχολογήσει κανείς, στο βλέμμα που αντίκρισε, είδε μια περιπαικτική διάθεση και κάπου βαθιά μια ανησυχία και μια κούραση. Ο Μορφέας μίλησε πρώτος.
«Δε πιστεύω να σε πειράζει που πρόσθεσα μια τελική πινελιά στο όνειρό σου? Αλλά…πάλι πόλη? Έχεις εξαντλήσει την πρωτοτυπία σου και έχεις στερέψει από ιδέες μου φαίνεται… Δεν κάνεις λίγο παρέα με τον Φάντασο? Θα σου κάνει καλό.» Του έκλεισε το μάτι και γέλασε.
«Ό,τι ζητάει ο κόσμος Μορφέα, εγώ απλώς παραδίδω τις παραγγελίες… Σαν πιτσαδόρος… Και θα προτιμούσα να μην προσθέτεις υλικά στις πίτσες που παραδίδω… αλλοιώνει τη γεύση ρε φίλε…» του είπε και τον υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο.
Ο Μορφέας πλησίασε και έδωσαν τα χέρια σε έναν εγκάρδιο χαιρετισμό. Ο Ίκελος τον κοίταξε με το εξεταστικό του βλέμμα που θύμιζε τεχνικό που ελέγχει τις επαφές για τυχόν βραχυκύκλωμα και με ένα σμίξιμο των φρυδιών του σα να τον μάλωνε, ρώτησε:
« Όλα καλά?»
«Για κάποιον χωρίς υπερδυνάμεις…» του είπε δείχνοντας τη μπλούζα του, «…έχεις εξαιρετική παρατηρητικότητα… Φαίνεται ότι έχουμε κάποια προβλήματα… σχετικά με τον Φοβήτωρα…»
Ο Ίκελος, στο άκουσμα του ονόματος του αδερφού τους, φάνηκε να εκπλήσσεται με έναν τρόπο που έδειχνε ότι το περίμενε. Ο Μορφέας το κατάλαβε.
«Τον Φοβήτωρα ε? Περίεργο…» σα να είχε θυμηθεί κάτι, έστριψε το βλέμμα του προς τα κάτω ξύνοντας ασυναίσθητα το κεφάλι του προβληματισμένος.
«Ναι. Γιατί? Συμβαίνει κάτι?»
«Αναρωτιόμουν…»
«Είμαι όλος αυτιά…» Αποκρίθηκε ο Μορφέας και προχώρησε να κάτσει σε ένα από τα πέτρινα παγκάκια που ήταν στημένα στο αίθριο, την ώρα που στην Ενύπνια χιλιάδες διαφορετικές κατασκευές πλανιόνταν στον αέρα και συμπιέζονταν σε σφαίρες με προορισμό το Φίλντισι. Οι υπόλοιποι Όνειροι συνέχιζαν ασταμάτητοι την παραγωγή.
Ο Ίκελος πλησίασε και αυτός το παγκάκι και στάθηκε όρθιος δίπλα στον αδερφό του, κοιτώντας κάπου αόριστα στα όνειρα που δημιουργούνταν. Ακούμπησε το χέρι του χαλαρά στον ώμο του Μορφέα.
«Κοίτα. Είναι διαφορετικός… Ένα χρόνο τώρα… Από τότε που είχε βρει έναν ονειρευτή κοντά στο Φίλντισι. Ίσως και πιο πριν. Φοβάμαι ότι από τότε που ο πατέρας μας τον έβαλε να προσέχει διακριτικά τις κινήσεις του Θανάτου στα Περίχωρα, δεν είναι ο ίδιος.
»Είναι σκεπτικός και λιγομίλητος, όχι ότι ήταν ποτέ καλός συνομιλητής, αλλά πλέον δεν του παίρνεις κουβέντα. Και μοιάζει καταβεβλημένος… Αναρωτιόμουν γιατί άργησες να το προσέξεις, αλλά δεν είχα βρει την ευκαιρία να σου μιλήσω γι’ αυτό. »
«Ίκελε… άκουσε… Ο πατέρας μόλις μου είπε ότι ο Φοβήτωρας ίσως έχει πιο πολλές συναναστροφές με τον Θάνατο απ’ ότι νομίζουμε… Ο Ύπνος κοιμάται αλλά ξέρει τι γίνεται στην Ενύπνια, μάλιστα πιστεύει ότι ο Φοβήτωρας ταξιδεύει συχνά μέχρι τον Τάρταρο… Όσον αφορά εκείνη τη μέρα στο Φίλντισι ίσως δεν μας τα έχει πει όλα…»
Ο Ίκελος φάνηκε να εκπλήσσεται δυσάρεστα. Κοίταξε με δισταγμό το Μορφέα και του είπε:
«Εμένα μου είχε πει ότι βρήκε έναν θνητό να έχει ακουμπήσει το Φίλντισι και τον έδιωξε πίσω στα Περίχωρα… Μάλιστα μου είπε πως τιμώρησε τον Αρνητή που δεν έκανε σωστά τη δουλειά του, εξαφανίζοντάς τον… Και μετά σκέφτηκα, ένας ονειρευτής χωρίς Αρνητή? Μετά φαντάστηκα ότι θα του έφτιαχνε άλλον και από τη στιγμή που ο πατέρας δεν είχε αναφέρει τίποτα, το παράτησα το θέμα.»
«Και μένα κάτι τέτοιο μου είπε… Δυστυχώς εκείνη τη μέρα έφτιαχνα ένα προφητικό όνειρο και δεν μπορούσα να διακόψω και να πάω να δω ο ίδιος τι είχε συμβεί… Μόνο έναν ήχο άκουσα που μάλλον προκλήθηκε όταν ο ονειρευτής ακούμπησε το Φίλντισι.»
«Τον εκκωφαντικό ήχο λες που κόντεψε να γκρεμίσει την Πύλη? Όλοι το ακούσαμε Μορφέα. Πάντως δε νομίζω να έφταιγε ο ονειρευτής. Η Πύλη και ολόκληρο το Μεσοδιάστημα κλυδωνίστηκε λίγο μετά τον ήχο… Τέλος πάντων…»
«Θυμάσαι μήπως και ένα τραγούδι…?»
«Φυσικά. Εκείνη τη μέρα άκουσα την ωραιότερη μελωδία που έχει ακουστεί ποτέ στην Ενύπνια… Αλλά προερχόταν από τα Περίχωρα οπότε δε μπορεί παρά να ήταν απλά ένα σπουδαίο όνειρο. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ξεχωριστό, αλλά πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει διάφορα από τα Περίχωρα? Άλλωστε προσωπικά δεν ασχολούμαι γιατί αν δεν είναι κάτι που το έχω φτιάξει εγώ, ξέρω ότι θα είναι δικό σου ή του Φοβήτωρα. Μορφέα τι λες να συμβαίνει?»
«Ο πατέρας μου ανέθεσε να βρω έναν ονειρευτή που έχει μεγάλη δυσκολία να κοιμηθεί και πλέον επισκέπτεται τα Περίχωρα για ένα ή δυο λεπτά κάθε μέρα… Είναι ο ίδιος που ακούμπησε το Φίλντισι… Του είχα στείλει ένα προφητικό όνειρο κατά παραγγελία της Νύχτας, και ένα χρόνο μετά τον βρίσκει ο Φοβήτωρας να έχει ξεφύγει από τον Αρνητή του και να έχει ακουμπήσει το Φίλντισι. Τώρα υποφέρει από αϋπνίες που μάλλον, οφείλονται στον αδερφό μας…»
«Πως τον λένε?»
Ο Μορφέας, αν και ο Ύπνος μόλις του είχε πει το όνομα του Τζων, αλλά και όντας συνδεδεμένος όπως και όλα του τα αδέρφια με τους ανθρώπους, συγκεντρώθηκε για να βρει τον συγκεκριμένο ονειρευτή στο μυαλό του και παραξενεύτηκε όταν το όνομά του, του διέφευγε, σαν να ήθελε κάτι να πει και το ξέχασε.
Όταν έφερε στο μυαλό του το όνειρο της Νύχτας θυμήθηκε το όνομα και αυτό το βρήκε συνυφασμένο με το όνομα μιας γυναίκας.
«Ελπίδα…» Είπε αφηρημένα σαν έχοντας μόλις ξυπνήσει.
«Ρε συ Μορφέα? Πλάκα κάνεις έτσι? Ένας τύπος που τον λένε Ελπίδα?»
Ο Μορφέας δεν άκουσε την ερώτηση και κοιτώντας τον με ένα βλέμμα που φανέρωνε αμηχανία και προβληματισμό, σχεδόν ξεφώνισε «Τζων Ντέραμ!» γουρλώνοντας τα μάτια από έκπληξη. «Πως είναι δυνατόν να μου διαφεύγει?» μονολόγησε προβληματισμένος.
Ο Ίκελος τώρα κοίταζε τον Μορφέα περιμένοντας να ακούσει κάτι παραπάνω και όταν ο Μορφέας φάνηκε να χάνεται πάλι στις σκέψεις του, τον επανέφερε με ένα άγγιγμα στον ώμο.
«Τζων Ντέραμ? Έχω καιρό να στείλω όνειρο σε αυτόν τον ονειρευτή… Και εγώ είναι σαν να τον έχω ξεχάσει… Περίεργο… Μόνο τώρα που τον ανέφερες ξαναπόκτησα επαφή… Πως τον θυμήθηκες?»
«Θυμήθηκα το όνειρο της Νύχτας.»
«Τι του είχε στείλει?»
«Του είχε στείλει ένα όνειρο με “οδηγίες” για να γνωρίσει την γυναίκα της ζωής του…» Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο έφτανε στο συμπέρασμα ότι αυτό το όνειρο δεν ήταν και τόσο ασήμαντο όσο φαινόταν.
«Τον έχεις γνωρίσει αυτόν τον ονειρευτή?»
«Όχι ακόμα…Το περίεργο είναι ότι μόλις πριν λίγο ο πατέρας μου είπε το όνομά του αλλά για έναν περίεργο λόγο αυτό σαν να χάθηκε από τη μνήμη μου.
»Τώρα θυμήθηκα και κάτι ακόμα. Μόλις ο Φοβήτωρας μου είπε τι είχε γίνει, του ζήτησα να μου μεταδώσει κάποια στοιχεία του ονειρευτή στην αντίληψή μου από περιέργεια, αλλά προσπάθησε να με αποφύγει και μου είχε στείλει κάποιες συγκεχυμένες εικόνες. Δεν ασχολήθηκα παραπάνω. Και εκείνη τη μέρα ακούσαμε και το τραγούδι της γυναίκας… Σίγουρα κάτι σημαίνει αφού μόλις τώρα που τον ξαναέφερα στη σκέψη μου είδα το όνομά του συνδεδεμένο με το όνομα Ελπίδα…»
«Ελπίδα ε? Χμμ… Τι σκέφτεσαι Μορφέα…?»
«Άκου… Θα ζητήσω από τη μητέρα να με βοηθήσει να τον συναντήσω… Και θα πλησιάσω και τον Φοβήτωρα για να του μιλήσω για τα συμβάντα στο Φίλντισι… Γι’ αυτό θέλω να μου κάνεις μια χάρη…»
«Τι χάρη?»
Ο Μορφέας σηκώθηκε για να αντικρίσει τον αδερφό του.
«Θέλω να αφήσεις για λίγο την κατασκευή των ονείρων και να παρακολουθείς τον Φοβήτωρα. Με προσοχή όμως. Δεν πρέπει να σε αντιληφθεί. Θέλω να ξέρω στα σίγουρα αν όντος ταξιδεύει μέχρι τον Τάρταρο.»
«Μα Μορφέα το ξέρεις ότι η πρόσβαση στον Τάρταρο είναι περιορισμένη. Κανείς δεν περνάει το Βαρκάρη, εκτός αν είναι νεκρός!»
«Δε σου ζητάω να μπεις στην Κοιλάδα του Θανάτου. Αν είμαστε τυχεροί θα τον βρεις, πριν φτάσει στο Βαρκάρη. Εκτός αν έχει βρει άλλο τρόπο να πηγαινοέρχεται στο Σιδερένιο Πύργο… Πρέπει να πηγαίνω.»
Ο Ίκελος τον κοίταξε με προσποιητή δυσαρέσκεια που εναλλάχθηκε γρήγορα με ένα βλέμμα συνωμοτικό.
«Σύμφωνοι! Εγώ τι θα κερδίσω?» Τον ρώτησε με μια δόση ειρωνείας στη φωνή του.
«Το νου σου αδερφέ… Αρχίζεις και μοιάζεις όλο και πιο πολύ με τους ονειρευτές … Σε λίγο θα ζητήσεις και μισθό για τα όνειρα που φτιάχνεις…» του είπε καθώς έφευγε και γύρισε στιγμιαία το κεφάλι και του έκλεισε το μάτι.
«Μορφέα… Τα πάντα για το κέρδος αδερφέ… Τα πάντα για το κέρδος…» Του φώναξε καθώς ο Μορφέας είχε ήδη απομακρυνθεί.
Αποφάσισε να ανέβει πρώτα στα υψηλότερα επίπεδα του παλατιού, εκεί που βρίσκονταν τα διαμερίσματα και το εργαστήριο του Φοβήτωρα. Δεν είχε ιδέα πώς να τον πλησιάσει και να τον κάνει να του μιλήσει χωρίς να κινήσει τις υποψίες του, ρωτώντας τον για ένα θέμα που είχε συμβεί ένα χρόνο πριν και που μέχρι σήμερα δεν του είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Αν ο Θάνατος ψάχνει αυτόν τον ονειρευτή και έχει συμμαχήσει με το Φοβήτωρα, καλό θα ήταν κανείς από τους δυο τους να μην μάθει ακόμα ότι και ο Ύπνος τον γνωρίζει.
Από την άλλη όμως, ίσως και μια απλή αναφορά στο θέμα να έκανε τον Φοβήτωρα να μιλήσει στον Θάνατο ότι υπάρχουν υποψίες στην Ενύπνια σχετικά με το θνητό και έτσι να ξεκινούσε μια αλυσίδα γεγονότων. Ίσως έκαναν κάποιο λάθος προσπαθώντας να επισπεύσουν τα σχέδιά τους…
Ανέβηκε τα ατελείωτα πλατύσκαλα μέχρι το εργαστήριο όπου ο Φοβήτωρας κατασκεύαζε εφιάλτες και γενικότερα περνούσε τον περισσότερο καιρό του πειραματιζόμενος με καινούρια είδη φόβου.
Ένα απαλό αεράκι παρέσυρε το βλέμμα του στη θέα, που από τόσο ψηλά έκανε τον Μορφέα να δει την Ενύπνια με άλλο μάτι. Σταμάτησε να θαυμάσει το μέγεθος και το πλήθος των εικόνων στο χώρο σα να το είχε ανάγκη.
Η καθημερινότητα του Μορφέα ήταν να κατασκευάζει το απίστευτο, δουλεύοντας το αληθινό υλικό των ονείρων, και μετά από μυριάδες απίστευτα όνειρα, ήταν επόμενο να θεωρεί τη Χώρα Των Περιπλανώμενων, συνηθισμένη και φυσιολογική.
Μόνο κάτι τέτοιες στιγμές, ατενίζοντας από ψηλά το μεγαλείο των θαυμάτων που εκτυλίσσονταν εκεί και κοιτώντας με το βλέμμα κάποιου που επισκέπτεται την Ενύπνια για πρώτη φορά, εκτιμούσε την αληθινή φύση του κόσμου του και ένιωσε μια ταύτιση με τους ανθρώπους, όπως δεν είχε νιώσει ποτέ στη μέχρι τώρα αθάνατη ύπαρξή του.
Ήταν περιτριγυρισμένος από τοπία και μορφές που είχαν ξεπηδήσει, είτε από τη φαντασία του ίδιου και των αδερφών του, είτε από την οργιώδη φαντασία των ανθρώπων και είχαν βρεθεί σε ένα μέρος, μετουσιωμένοι σε μια πραγματικότητα που είχε μια ομοιότητα με τη Γη σαν ανάμνηση. Αν και η έννοια της ανάμνησης δε θα μπορούσε να υπάρξει εκεί, γιατί στην Ενύπνια δεν υπάρχει ο χρόνος.
Το υλικό των ονείρων είναι από τα μοναδικά πράγματα σε αυτό το σύμπαν που δεν μπορεί να υποστεί τη φθορά του χρόνου. Τα όνειρα δε χάνονται ποτέ, ακόμα και αν πραγματοποιηθούν και επέλθει επάνω τους η φυσιολογική φθορά των πραγμάτων.
Αν δεν πραγματοποιηθούν, συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι να βρεθεί κάποιος να τα αναζητήσει και τότε ο Μορφέας και οι αδερφοί του τα ανασύρουν από τον λήθαργό τους στην Ενύπνια και τα στέλνουν με την ελπίδα ότι αυτός που τα ζήτησε θα έχει την ικανότητα να τα πραγματοποιήσει.
Τα όνειρα δεν πεθαίνουν αν είναι αληθινά και όχι απλώς εφήμερες επιθυμίες, και απεχθανόταν όσο τίποτα το είδος των ανθρώπων που μπέρδευαν τις εφήμερες επιθυμίες τους με τα πραγματικά τους όνειρα.
Γενικότερα δεν έτρεφε ιδιαίτερα θερμά αισθήματα για τους ανθρώπους, ωστόσο θαύμαζε πραγματικά, τριών ειδών ονειρευτές. Αυτούς που καταλαβαίνουν και κυνηγούν τα αληθινά τους όνειρα, αυτούς που αντιλαμβάνονται τα προφητικά όνειρα και μπορούν να κάνουν κάτι με τη γνώση του άμεσου μέλλοντος και αυτούς που εμπνέονταν από τα όνειρα που τους έστελνε και πραγματοποιούσαν μεγάλα πράγματα στη ζωή τους.
Αυτές οι κατηγορίες ονειρευτών ήταν που του έδιναν το ερέθισμα για να συνεχίσει να φτιάχνει όνειρα από το ανεξάντλητο υλικό της Ενύπνια. Αυτοί ήταν που του έδιναν χαρά για να συνεχίσει τις δημιουργίες του. Μια χαρά που ένιωθε και τώρα κοιτώντας το υπέροχο τοπίο μπροστά του.
Ο ουρανός είχε τα χρώματα της μαρμελάδας βατόμουρο και σύννεφα τον διέσχιζαν γοργά σαν να τα κυνηγούσε ένα σμήνος πήγασων που πετούσαν ανάμεσά τους ανέμελοι και ακροβατούσαν στον αέρα με χάρη, παρέα με χελιδόνια και ροζ φλαμίνγκο.
Ακριβώς από κάτω σε ένα απέραντο καταπράσινο χωράφι, μονόκεροι και βαριεστημένοι δράκοι έκαναν βόλτες και συνομιλούσαν παρέα με αστροναύτες και ξωτικά. Ένα κοπάδι λευκά, αφράτα σαν σύννεφα πρόβατα, πηδούσαν έναν ξύλινο χαμηλό φράχτη για να βοσκίσουν στην άλλη μεριά που το γρασίδι είχε μια πιο φωτεινή πράσινη απόχρωση.
Τα κοίταζε όλα από ψηλά και χιλιάδες όνειρα που έχει φτιάξει ο ίδιος, πέρασαν από το μυαλό του και τον κατέκλυσαν με εικόνες σαν και αυτή που εκτυλισσόταν μπροστά του. Αισθάνθηκε λίγο από το βάρος των σκέψεών του να τον αφήνει και οι προβληματισμοί έδωσαν τη θέση τους σε ένα ελαφρύ αίσθημα ευτυχίας .
Αν οι άνθρωποι ήξεραν ότι θα μπορούσαν, απλά και μόνο ονειρευόμενοι, να βρουν την ευτυχία καθημερινά, δεν θα την έψαχναν τόσο απεγνωσμένα ολόκληρη τη ζωή τους.
Είχε μείνει αρκετή ώρα εκεί, μαγεμένος από το τοπίο που εκτιμούσε μετά από πολύ καιρό, όταν ένας θόρυβος και μια λάμψη που προερχόταν από το εργαστήριο του Φοβήτωρα, ένα επίπεδο ψηλότερα από εκεί που είχε σταθεί για να δει τη θέα, του απέσπασε την προσοχή.
Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και πλησίασε την πόρτα του εργαστηρίου. Στάθηκε για λίγο απ’ έξω και του φάνηκε πως άκουσε πράγματα να πέφτουν και να σπάνε σα να προσπαθούσε κάποιος να βρει την ισορροπία του.
«Φοβήτωρα?» φώναξε χτυπώντας τη βαριά ξύλινη πόρτα με το χέρι του.
Σιωπή. Μια φοβερή δύναμη χτύπησε την πόρτα από πίσω και τον έκανε να οπισθοχωρήσει έκπληκτος. Μια άγρια φωνή με ένα τόνο απελπισίας και θυμού ακούστηκε από μέσα: «Φύγεε..» Το γρύλισμα ήταν του Φοβήτωρα.
«Φοβήτωρα θέλω να σου μιλήσω…» αποκρίθηκε ο Μορφέας προσπαθώντας να αφουγκραστεί καλύτερα μήπως και καταλάβει τι κάνει ο αδερφός του εκεί μέσα. Είχε μια υποψία ότι μόλις είχε τηλε-μεταφερθεί από κάπου… και μάλλον ήξερε από πού.
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα Μορφέα. Φύγε..» του αποκρίθηκε και τώρα στη φωνή, του φάνηκε ότι άκουσε μια θλίψη.
«Πρόκειται… για ένα όνειρο…» του είπε, «θέλω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα… Για ένα όνειρο.»
«Φύγε!» του απάντησε μετά από λίγα ακόμα σπασίματα γυαλιών ίσως και ξύλων και αυτή τη φορά η φωνή ήταν πιο τρομακτική και από την ίδια του την όψη.
Ο Μορφέας έμεινε να ακούσει λίγο ακόμα και αφού μέσα φαινόταν να επικρατεί πλέον ησυχία, αποχώρησε από το εργαστήριο του Φοβήτωρα προβληματισμένος. Ο Φοβήτωρας μπορεί να μην έλεγε πολλά για οτιδήποτε, αλλά πάντα έδειχνε ενδιαφέρον σε ότι είχε να κάνει με τα όνειρα.
Το να μη θέλει να ακούσει ούτε καν για ποιο όνειρο πρόκειται, φανέρωνε ότι κάτι σημαντικό τον απασχολούσε. Αλλά τι θα μπορούσε να είναι πιο σημαντικό από τα όνειρα για έναν κατασκευαστή ονείρων?
Αναβάλλοντας τη συνάντησή του με το Φοβήτωρα, κατευθύνθηκε προς τον κήπο με τα αγάλματα. Έλπιζε να βρει την μητέρα του, την Πασιθέη για να τον βοηθήσει στην αναζήτησή του ονειρευτή.
Ως θεά της χαλάρωσης και της ξεκούρασης είχε την ικανότητα να μπορεί να εντοπίσει με την διευρυμένη αντίληψή της οποιονδήποτε άνθρωπο και να τον ελαφρύνει για λίγο από όποιες σκέψεις δεν του επέτρεπαν να χαλαρώσει, αφήνοντάς τον με μυαλό άδειο και δεκτικό στο άγγιγμα του Ύπνου.
Σε αυτή την πρώτη προσέγγιση, ο Μορφέας ήθελε να προετοιμάσει κατάλληλα τον ονειρευτή για να δεχτεί όλα όσα είχε σκοπό να του αποκαλύψει και, όλα αυτά, ήταν παραπάνω απ’ ότι ίσως θα μπορούσε να αντέξει ένα μυαλό κοινού θνητού. Ποιος θνητός έχει αρκετά ανοικτό μυαλό για να καταλάβει ότι πρόκειται να συναντήσει σύντομα το θεό Ύπνο? Ή οποιοδήποτε θεό.
Άγγιξε την ονειροσφαίρα στη ζώνη του. Θα ήταν τυχερός αν κατάφερνε να κάμψει τις όποιες αντιστάσεις του μυαλού του ονειρευτή, για να τον κάνει να αντιληφθεί πλήρως τι επρόκειτο να γίνει. Ειδάλλως η λογική του ίσως επαναστατούσε και ή θα τον έχανε από το όνειρο ή ο ονειρευτής θα τα έχανε. Στην καλύτερη περίπτωση, ο θνητός θα μπορούσε να αποδεχθεί την κατάσταση, ως τίποτα περισσότερο από ένα απλό όνειρο.
Το σίγουρο ήταν ότι αυτός ο ονειρευτής ήταν διαφορετικός. Αν μη τι άλλο ήταν ένας θνητός που είχε βιώσει την Ενύπνια πιο έντονα από τον καθένα, έχοντας φτάσει μέχρι την πηγή των ονείρων. Έτσι είχε αποκτήσει μια διασύνδεση με αυτή τη διάσταση και αυτό θα βοηθούσε καταρχήν στο να αποδεχθεί την θεϊκή φύση του συνομιλητή του. Όσες φορές είχε εμφανιστεί απευθείας ένας θεός στο όνειρο ενός θνητού τα αποτελέσματα ήταν απροσδόκητα. Και σε αυτή τη συνάντηση ο Μορφέας δεν ήθελε να ρισκάρει πολύ.
Αμφέβαλλε για το πώς αυτός ο ξεχωριστός ονειρευτής θα εκλάμβανε αυτά που είχε να του πει, αλλά ένα πράγμα που δε θα ρίσκαρε, ήταν τη στιγμή των αποκαλύψεων το μυαλό του να αντιδράσει και να φέρει στην επιφάνεια μια τυχαία σκέψη γεμάτη άγχος ή φόβο που θα τον αναστάτωνε και θα διέκοπτε τον ύπνο του και την επαφή του με τα Περίχωρα στο όνειρο, το οποίο είχε ήδη κατασκευάσει και σκόπευε να τον συναντήσει μέσα σε αυτό.
Με τη βοήθεια της Πασιθέης θα τον χαλάρωνε τόσο ώστε να κοιμηθεί ήσυχος, πράγμα που σίγουρα το χρειαζόταν μιας και απ’ ότι του είχε πει ο πατέρας του ο θνητός είχε σοβαρό πρόβλημα όχι ακριβώς αϋπνίας, αλλά κυρίως ελλιπούς “περιπλάνησης”. Είχε φτάσει στο σημείο να μην κοιμάται σχεδόν καθόλου δεδομένου ότι όποτε κοιμόταν και ονειρευόταν, παρέμενε στα Περίχωρα ελάχιστα και μετά ξυπνούσε. Επίσης, ο βαθύς ύπνος που του πρόσφερε τελευταία ο πατέρας του δεν είναι το είδος του ύπνου που αρκεί για να ξεκουράσει έναν ονειρευτή. Οι ονειρευτές πρέπει να ονειρεύονται.
Αν κατάφερνε να του εξασφαλίσει έναν ήσυχο ύπνο, που τόσο καιρό είχε να απολαύσει, ίσως να κέρδιζε την εμπιστοσύνη του και να δεχόταν όλα όσα είχε να του πει πιο εύκολα, κυρίως το πρωί που θα ξυπνούσε και θα επεξεργαζόταν το όνειρό του.
Βρήκε την Πασιθέη να μαζεύει βότανα με χαλαρωτικές ιδιότητες που φύονταν στοιχισμένα όμορφα στα παρτέρια λίγο πριν από τον κήπο με τα αγάλματα. Καλλιεργούσε αυτά τα βότανα για να φτιάχνει διάφορα σκευάσματα που τη βοηθούσαν στο έργο της. Με μια ανάσα της φυσούσε την κατάλληλη σκόνη, που ταξίδευε στον αέρα της Ενύπνια σα σμάρι από πυγολαμπίδες και περνώντας μέσα από το Φίλντισι κατέληγε στους θνητούς που ήθελε να χαλαρώσουν.
Αρκετοί ήταν αυτοί που δεν ήταν δεκτικοί στην επήρεια των βοτάνων της και η σκόνη κατέληγε στο Μεσοδιάστημα, εκεί που είχε βρεθεί πριν κάποιο καιρό ο Τζων, κάνοντας το συγκεκριμένο χώρο από την πύλη του Φιλντισιού μέχρι τα Περίχωρα, μια πεδιάδα απέραντης χαλάρωσης.
Η Πασιθέη αντιλήφθηκε την παρουσία του Μορφέα και η γαλήνια μορφή της τον υποδέχθηκε με ένα μητρικό χαμόγελο. Τα λυτά, κατάξανθα μαλλιά της, έπεφταν στους ώμους της σα δυο λωρίδες χρυσού υφάσματος. Αυτή η εικόνα σε συνδυασμό με το κατάλευκο και αγνό πρόσωπό της, την έκανε να μοιάζει με μορφή που μόλις είχε ξυπνήσει από τον κήπο με τα κοιμισμένα αγάλματα.
«Μορφέα? Καλώς το αγόρι μου!» Τον έσφιξε στην αγκαλιά της σαν να είχε να τον δει χρόνια. Τα αρώματα από τα βότανα στα χέρια της, πλημμύρισαν το χώρο γύρω τους κάνοντας ακόμα πιο οικεία την επαφή, δίνοντας στη μητέρα του την χαρακτηριστική της μυρωδιά που την συνόδευε ακόμα και όταν δεν κρατούσε λουλούδια.
«Μητέρα. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.» της είπε με ένα απαλό φιλί στο μάγουλο.
«Το κατάλαβα. Το είδα γύρω σου. Το πρόσωπό σου σκοτεινιάζει από την ανησυχία όταν έχεις σκοτούρες.» του επέστρεψε το φιλί με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο.
«Μην ανησυχείς μητέρα. Είμαι καλά. Για έναν ονειρευτή ανησυχώ.»
«Από πότε ένας ονειρευτής είναι ικανός να ανησυχήσει τους θεούς?»
«Ο Ύπνος ανησυχεί ότι ένας ονειρευτής κινδυνεύει. Ένας ονειρευτής που ο πατέρας θέλει να τον φέρω εδώ.»
Η Πασιθέη σήκωσε τα φρύδια εκφράζοντας πραγματικό ενδιαφέρον και έκπληξη.
«Ο πατέρας σου θέλει έναν ονειρευτή εδώ?»
«Ναι, πρόκειται για κάποιον που είχε αγγίξει το Φίλντισι πριν καιρό. Τώρα υποφέρει από αϋπνίες που τον έχουν φέρει στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Σύντομα θα καταλήξει νεκρός. Ο πατέρας, μου ζήτησε να τον βρω και να τον φέρω εδώ, χωρίς να ξέρει το πώς και χωρίς να ξέρει το λόγο γιατί συγκεκριμένα αυτός ο θνητός πρέπει να επιζήσει… Διαισθάνεται μόνο ότι είναι απαραίτητο να επιζήσει. Τουλάχιστον μέχρι να μάθουμε περισσότερες λεπτομέρειες.»
«Και πως σκοπεύεις να τον περάσεις εδώ? Κανείς ονειρευτής δεν έχει πατήσει ποτέ το έδαφος της Ενύπνια…»
«Ακόμα δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να τον ξεναγήσω σε ένα όνειρο που θα τον προετοιμάζει για αυτό το ταξίδι.
»Θέλω να τον βρεις και να τον χαλαρώσεις, ώστε να κοιμηθεί όπως δεν έχει κοιμηθεί εδώ και καιρό και πρέπει να τον κάνω να πιστέψει στο απίστευτο για να καταφέρει να ξεπεράσει τα νοητικά φράγματα που εμποδίζουν τους θνητούς να κάνουν οτιδήποτε.
»Έχω ήδη ετοιμάσει το όνειρο που θα τον ξεναγεί στην Ενύπνια σαν να βρισκόταν εδώ. Θα εμφανιστώ και εγώ σε αυτό το όνειρο με την πραγματική μου μορφή για να τον κάνω να με εμπιστευτεί…»
Σε αυτό το σχόλιο η έκπληξη της Πασιθέης ήταν εμφανής όσο και τα μυστικά σε ένα βουλωμένο γράμμα σε κάποιο ξεχασμένο συρτάρι. Ότι και να σκέφθηκε το κράτησε για τον εαυτό της και μόνο τα φωτεινά της μάτια φάνηκε για μια στιγμή να σκοτεινιάζουν. Κανείς ονειρευτής δεν είχε δει την πραγματική μορφή του Μορφέα. Όπως άλλωστε και ελάχιστοι θεοί.
Ο Μορφέας ξεκρέμασε από τη δερμάτινη ζώνη του ένα πουγκί και έβγαλε από μέσα μια σφαίρα που έμοιαζε με εκείνες τις διακοσμητικές κρυστάλλινες διάφανες μπάλες που όταν αναποδογυρίζουν πέφτει χιόνι σε έναν μικρόκοσμο.
«Περίμενε ένα λεπτό.» Η Πασιθέη έκανε ένα γύρο στα παρτέρια με τα διάφορα βότανα ψάχνοντας κάτι συγκεκριμένο. Μετά από μια δυο σκέψεις για κάποια βότανα που τελικά απέρριψε, σταμάτησε σε ένα παρτέρι και έκοψε ένα κλωνάρι από ένα φυτό με ανοιχτοπράσινα μικρά πλατιά φύλλα και παίρνοντας και άλλα δύο λουλούδια από αυτά που κράταγε στο χέρι της τα έκρυψε όλα μαζί στη χούφτα της και μια μικρή λάμψη έφτιαξε μια ομογενοποιημένη πολύχρωμη μάζα.
«Ποιο είναι το όνομά του?» ρώτησε με κλειστά τα μάτια και κρατώντας τον πολτό από τα φυτά στο χέρι της.
«Τζων Ντέραμ» αποκρίθηκε λίγο μετά, με μια ένταση στο πρόσωπό του από τη δυσκολία που του προξενούσε η επαναφορά στη μνήμη του, του ονόματος του ονειρευτή. Υπήρχε περίπτωση να τον ξεχάσει για πάντα? σκέφτηκε.
Η Πασιθέη παρέμεινε με κλειστά τα μάτια και οι βολβοί από μέσα κινούνταν ανεπαίσθητα, κάνοντάς τη να μοιάζει ότι βλέπει ένα όνειρο. Μετά από λίγο χαμογελούσε, σαν το όνειρο να ήταν χαρούμενο και αμέσως το χαμόγελο εξαφανίστηκε, δίνοντας τη θέση του σε ένα σμίξιμο των φρυδιών της που μαρτυρούσε πόνο.
Άνοιξε τα μάτια και έφερε τη χούφτα με τα ομογενοποιημένα λουλούδια μπροστά από το στόμα της. Άνοιξε τη σφιγμένη γροθιά της και φύσηξε απαλά. Με το φύσημα της Πασιθέης η μπάλα των λουλουδιών άρχισε να εξαϋλώνεται και να ίπταται αργά. Παιχνιδίζοντας στον αέρα τα πολύχρωμα σωματίδια φαινόταν να κατευθύνονται κάπου συγκεκριμένα.
«Τον βρήκα. Την επόμενη φορά που θα πέσει για ύπνο όλες του οι έγνοιες θα έχουν γίνει καπνός. Αλλά… Μορφέα… ένιωσα πολύ βάρος στην καρδιά του. Στο μυαλό του έχει πολλές έγνοιες… Σαν αλυσοδεμένου φυλακισμένου.»
«Αν δεν τον φέρω γρήγορα εδώ, δε θα έχει καθόλου έγνοιες. Θα καταλήξει στην αγκαλιά του Θανάτου…» Της είπε με πικρία στην φωνή του και φεύγοντας βιαστικά ψιθύρισε πίσω από την πλάτη του. «Ευχαριστώ.»
Η Πασιθέη χαμογέλασε πάλι και άπλωσε το χέρι της πριν εκείνος απομακρυνθεί και κρατώντας τον απαλά από τον αγκώνα του έδωσε ένα λουλούδι.
«Στάσου. Πάρε αυτό.» Τον κοίταξε κρατώντας το βλέμμα του στο δικό της με νόημα. «Ξέρεις, αυτά έχουν επίδραση και σε εμάς. Σε βλέπω πολύ ανήσυχο και θα ήταν καλό να χαλαρώσεις και εσύ πριν συναντήσεις τον θνητό στο όνειρό του.»
«Μητέρα δε νομίζω ότι θα μπορέσω να ησυχάσω αν δεν βρω τί σημαίνουν όλα αυτά. Τουλάχιστον μέχρι να φέρω τον ονειρευτή εδώ. Ξέρεις… Ίσως έχει να κάνει και με το Φοβήτωρα. Με ανησυχεί το γεγονός ότι ο αδερφός μου ίσως ευθύνεται για την κατάσταση αυτού του ονειρευτή. Αλλά όπως και να έχει…» είπε και έδειξε το λουλούδι στο χέρι του, «…θα το χρειαστώ αυτό.»
«Ο Φοβήτωρας?» Ψιθύρισε η Πασιθέη καθώς δεν ήθελε να πιστέψει κάτι τέτοιο και ο Μορφέας είχε ήδη φύγει.

* * *

Ο Τζων έκλεισε το τηλέφωνο με έναν αναστεναγμό ανακούφισης και ένα χαμόγελο όταν θυμήθηκε την ατάκα της για τα βλέφαρα. Τουλάχιστον δεν είχε χάσει το χιούμορ της που είχε τόσο αγαπήσει. Εκείνος πάλι έχανε τα αποθέματα του χιούμορ του πιο γρήγορα και από τον αέρα σε ένα τρύπιο λάστιχο αυτοκινήτου.
Την είχε δει πάλι σε έναν εφιάλτη να κινδυνεύει αλλά αυτή τη φορά είχε και ένα έντονο συναίσθημα ότι πράγματι κάτι είχε συμβεί. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορεί να κάνει χιούμορ με αυτό.
Ευτυχώς στο τηλεφώνημα την άκουσε μια χαρά και το συναίσθημα που ένιωθε ότι όντως της είχε συμβεί κάτι, ίσως οφειλόταν στις εμμονές που άρχιζε να αναπτύσσει ο ίδιος μετά από τόσους αλλεπάλληλους εφιάλτες.
Η ψυχολογική του κατάσταση ήταν χειρότερη και από το ίδιο το τρύπιο λάστιχο. Ήταν περίπου σαν τρύπιο λάστιχο στη λάσπη. Είχε να νιώσει τόσο χάλια από το θάνατο των γονιών του. Δεν ήταν μόνο οι καθημερινοί εφιάλτες που τον ταλαιπωρούσαν και το αίσθημα της κούρασης που τον κατέβαλε νωρίς κάθε μέρα λόγω της απώλειας ενός φυσιολογικού ύπνου.
Το κυριότερο ήταν ότι τον τελευταίο καιρό ένιωθε μοναξιά, μιας και η Ελπίδα είχε μετακομίσει στην Αγγλία για το διδακτορικό της. Μια μοναξιά χειρότερη και από διαφήμιση κέντρου προστασίας ηλικιωμένων.
Ήταν μια κίνηση που ο Τζων δεν είχε πολύ-καταλάβει. Ναι μεν η μεταξύ τους σχέση είχε διαταραχτεί σε κάθε επίπεδο, λόγω της ψυχολογικής και σωματικής ταλαιπωρίας που τον είχαν ισοπεδώσει τον τελευταίο χρόνο, και δεν ήθελε καν να θυμάται το βράδυ που είχε κιντυνεύσει δίπλα του, αλλά ήταν μια ικανότατη ψυχολόγος και πάνω απ’ όλα ήταν η κοπέλα του. Θα έπρεπε να μπορεί να διαχειριστεί την κατάστασή τους.
Θα μπορούσε να του κάνει συνεδρίες και να ανακαλύψουν μαζί τί πήγαινε στραβά. Σε μια κουβέντα που είχαν, είχε αναφέρει σε άμυνα, ή τουλάχιστον έτσι του είχε φανεί, ότι δεν θα μπορούσε να του κάνει μια ολοκληρωμένη ψυχανάλυση γιατί αποτελούσε και η ίδια μέρος της εξίσωσης που ονομάζεται «Τζων» και ως εκ τούτου η ανάλυση δεν θα ήταν αντικειμενική. Αντί αυτού θεώρησαν ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να βάλουν την απόσταση και ως εκ τούτου και το χρόνο ανάμεσά τους, για να ξεδιαλύνει την κατάσταση ή έστω να την εκτονώσει λίγο, η οποία όμως, από πλευράς του Τζων και με δεδομένη την απουσία της Ελπίδας από τη ζωή του, συνέχισε να επιδεινώνεται.
«Ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός.» του είχε πει φεύγοντας, αλλά εκείνος προσπαθούσε να αποφεύγει τους γιατρούς όσο μπορούσε. Ακόμα και στη δουλειά του απέφευγε να αναλαμβάνει γιατρούς για πελάτες.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι έπρεπε για άλλη μια μέρα να σφίξει τα δόντια και να προετοιμαστεί για τη δουλειά. Όλο το προηγούμενο βράδυ, είχε διαβάσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο για το κοσμηματοπωλείο το οποίο είχε υποστεί διάρρηξη και κλοπή, δύο μέρες πριν, και είχε ραντεβού για αποτίμηση των ζημιών με την ιδιοκτήτρια, σήμερα το πρωί.
Πήρε το φλιτζάνι με τον καφέ και το πήγε στο νεροχύτη. Το γέμισε νερό και κοιτώντας την ώρα (09:29) είδε πως δεν έχει καιρό να το πλύνει. Πήγε στο μπάνιο και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και το θέαμα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό. Είχε την όψη κάποιου που όλο το βράδυ, είχε γυρίσει όλα τα μπαρ της περιοχής, είχε πιει από δυο τρία διαφορετικά ποτά στο κάθε μπαρ και είχε επιστρέψει στο σπίτι μόνος του.
Όλο του το πρόσωπο είχε μια χλωμή απόχρωση του κίτρινου, εκτός ίσως κάτω από τα μάτια που κυριαρχούσε το ανοιχτό γκρι. Το χρώμα του σε συνδυασμό με την απόγνωση και την απελπισία από την απουσία της Ελπίδας και τους συνεχείς εφιάλτες που τον έκαναν να ανησυχεί για την πνευματική του υγεία, φανέρωναν συναισθήματα που καθρεφτίζονταν πεντακάθαρα στο πρόσωπό του και η όψη του δεν θα βελτιωνόταν ούτε με ένα κρύο ντους το οποίο, παρεμπίπτοντος, δεν είχε και χρόνο να κάνει.
Το μόνο που είχε απομείνει στο καταρρακωμένο του οπλοστάσιο επιβίωσης, ήταν το αίσθημα αυτοσαρκασμού που είχε και που πάντα του έφτιαχνε τη διάθεση. «Έϊ κούκλε… Βλέπεις κάτι που σ’ αρέσει…? » μονολόγησε βλεφαρίζοντας στον εαυτό του στον καθρέφτη, χαριτωμένα σαν μια ψόφια κατσαρίδα, και πήγε να ντυθεί.
Έβαλε το κουστούμι του, πήρε το φορητό υπολογιστή και κάνοντας τον απαραίτητο έλεγχο ρουτίνας εξόδου με το μυαλό του (λεφτά, κλειδιά, τσιγάρα, κινητό, ά ξέχασα δεν καπνίζω…), βγήκε από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και κατευθύνθηκε προς το παρκινγκ.
Σήμερα, μετά το ραντεβού για την κλοπή στο κοσμηματοπωλείο, θα γύριζε στην Αθήνα, στο σπίτι που είχαν νοικιάσει μαζί με την Ελπίδα και αυτό του έδωσε το απαραίτητο κουράγιο για να συνεχίσει τη μέρα του.

* * *

Ο Μορφέας, προσπέρασε μια αγέλη κοιμισμένων σκαλιστών Κένταυρων, κρατώντας το λουλούδι που του είχε δώσει η Πασιθέη και κατευθύνθηκε προς τον μαύρο σκαλιστό θρόνο στο τέλος του κήπου με τα αγάλματα εκεί όπου καθόταν συχνά, είτε για να καθαρίσει το μυαλό του για να φτιάξει νέα όνειρα αντλώντας έμπνευση από τον κήπο των θαυμάτων που απλώνονταν μπροστά του στην Ενύπνια, είτε για να συγκεντρωθεί και να στείλει τα πιο σημαντικά από αυτά.
Τώρα είχε σκοπό να τα κάνει και τα δύο. Ήθελε λίγο χρόνο να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά, να χαλαρώσει και να προετοιμαστεί για την επικείμενη συνάντησή του με το θνητό στο όνειρο που του είχε κατασκευάσει.
Δεν είχε εμφανιστεί ποτέ στους ονειρευτές με την πραγματική του μορφή, γιατί ήταν το μόνο πράγμα που θα τον άφηνε ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο και ήταν επικίνδυνο και για τους ονειρευτές. Σήμερα θα ήταν η πρώτη φορά.
Όποιος έβλεπε την πραγματική μορφή του Μορφέα, του στερούσε μια μορφή από το ρεπερτόριό του. Εμφανιζόμενος όπως ακριβώς είναι μπροστά στον Τζων, ο Μορφέας δε θα μπορούσε να μιμηθεί ποτέ ξανά τη μορφή του Τζων. Αυτό για τον άρχοντα των μεταμφιέσεων θα ήταν ένα πλήγμα. Μια μορφή λιγότερη σε μια γκάμα κυριολεκτικά άπειρων μορφών ακούγεται ασήμαντο, όμως δεν ήταν.
Ο Μορφέας ήταν πλασμένος από το σύνολο όλων των μορφών που είχαν εμφανιστεί ποτέ ή θα εμφανίζονταν στο μέλλον. Μια μορφή λιγότερη θα σήμαινε ότι μια έκφανση του χαρακτήρα του δεν θα εμφανιζόταν ποτέ ξανά. Θα έχανε λίγο, ένα ψήγμα ίσως από τον εαυτό του και αυτό για έναν θεό είναι πολύ σημαντικό.
Οι άνθρωποι ποτέ δε φαίνονταν να έχουν πρόβλημα να αλλάζουν χαρακτήρα και σκεπτικό και απόψεις, πράγμα που πολλές φορές είναι καλό- σημαίνει ότι υπάρχει μια πρόοδος και μια εξέλιξη εάν φυσικά η αλλαγή αυτή κινείται προς μια θετική κατεύθυνση και είναι προϊόν κριτικής σκέψης- για έναν θεό όμως, ένα πλάσμα που είναι εξ ορισμού τέλειος, το να χάσει ή να αλλάξει το χαρακτήρα του είναι κάτι σημαντικό.
Πηγαίνοντας προς τον θρόνο και με τη βαριά σκέψη της επικείμενης απώλειας στο μυαλό του, ο Μορφέας είδε με έκπληξη τον Φοβήτωρα να στέκεται δίπλα από το θρόνο και να έχει το χέρι στην τσέπη του ψαχουλεύοντας κάτι.
Τον πλησίασε αθόρυβα από πίσω, και λίγο πριν του μιλήσει, ένα παράξενο και αμελητέο συνάμα συμβάν, υπέπεσε στην αντίληψή του.
Πίσω από τον Φοβήτωρα ένα μικροσκοπικό ιπτάμενο έντομο φάνηκε να διακόπτει το ρυθμό της πτήσης του και να κινείται σε αργή κίνηση, για όσο διάρκεια πήρε να χτυπήσει τα φτερά του μια φορά, και εν συνεχεία εμφανίστηκε εκεί ακριβώς που θα βρισκόταν, αν η κίνησή του δεν είχε διακοπεί καθόλου.
Ο Μορφέας παραξενεμένος από την περίεργη πτήση του εντόμου και δεδομένου ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχει δει λάθος, απευθύνθηκε στο Φοβήτωρα με χαμηλή φωνή, σαν να προσπαθούσε να μην τον τρομάξει ξυπνώντας τον.
«Φοβήτωρα?» του είπε και γύρισε να τον πλησιάσει από την άλλη πλευρά του θρόνου.
Ο Φοβήτωρας φάνηκε να μην ξαφνιάζεται και να μη δίνει σημασία στην παρουσία του αδερφού του εκεί. Η όψη του δεν εμφάνιζε τίποτα από την απόλυτη οργή που ένιωθε πριν λίγο και τώρα φαινόταν σα κουρασμένος μεταλλωρύχος. Γύρισε το κεφάλι του αργά και έδειχνε μετανοιωμένος για κάτι.
«Μορφέα…» γρύλισε με τη χαρακτηριστική τραχιά, βαθιά και μπάσα φωνή του.
«Μορφέα, γιατί το ποτάμι της Λήθης δεν έχει μόνιμη επίδραση επάνω μας?» Ο Μορφέας τον κοίταζε προσεκτικά.
«Τι θες να ξεχάσεις αδερφέ?» η ερώτηση του Φοβήτωρα δεν είχε βάση μιας και όντας θεοί, είναι καταδικασμένοι να θυμούνται τα πάντα για πάντα.
«Θέλω… να ξεχάσω να μισώ. Απ’ όλα τα αρνητικά ανθρώπινα συναισθήματα που έχω νιώσει, αυτό μου τρώει τα σωθικά…»
«Μα αυτή είναι η πεμπτουσία της ύπαρξής σου Φοβήτωρα… Κανείς άλλος δε φτιάχνει εφιάλτες γιατί κανείς δεν έχει γνωρίσει την άσχημη πλευρά των θνητών όπως εσύ.»
«Και γιατί αυτό είναι καλό? Θα μπορούσαν να έχουν μια ζωή από όνειρα που φτιάχνετε εσύ και ο Ίκελος και ο Φάντασος και οι υπόλοιποι κατώτεροι Όνειροι, χωρίς ούτε έναν εφιάλτη να τους καταστρέφει αυτό που τους προσφέρει ο πατέρας.»
Ο Μορφέας παραξενευόταν όλο και περισσότερο από την ομιλητικότητα του Φοβήτωρα και δεν ήθελε να πάει την κουβέντα στο θέμα με τον ονειρευτή και το Φίλντισι, με την ελπίδα ότι ίσως ο Φοβήτωρας ήθελε να μοιραστεί κάτι μαζί του, πράγμα σπάνιο.
«Φοβήτωρα… Οι άνθρωποι δεν είναι τέλειοι και στρώνοντας τους το δρόμο με ροδοπέταλα δε θα γίνουν ποτέ. Σε χρειάζονται. Χρειάζονται να ξεπεράσουν το φόβο που τους προσφέρεις. Πρέπει να αντιμετωπίσουν τους εφιάλτες τους, ο καθένας ξεχωριστά, για να γίνουν καλύτεροι ως σύνολο.»
Ο Φοβήτωρας ατένιζε το άπειρο στα συνεχή θαύματα που λάμβαναν χώρα στην Ενύπνια και το βλέμμα του κλείδωσε για αρκετή ώρα στο ποτάμι της Λήθης που διέσχιζε σαν μια φλέβα πηχτού σκοταδιού την πολύχρωμη Χώρα Των Περιπλανώμενων.
Γύρισε και κάρφωσε τον Μορφέα στα μάτια και το απύθμενο σκότος του βλέμματός του, φάνηκε να θολώνει σαν ένας επικίνδυνος βρώμικος βάλτος.
«Κι αν υπάρχει κι άλλος τρόπος να γίνουν καλύτεροι? Θα θυσίαζες οτιδήποτε για να ασχοληθείς με αυτό το κατώτερο είδος?»
«Τι εννοείς? Δε χρειάζεται να γίνει καμία θυσία Φοβήτωρα. Εμείς κάνουμε αυτό που έχουμε αναλάβει να κάνουμε και είναι στην ευχέρεια της ανθρωπότητας να καταλάβει μια μέρα τον τρόπο που τους βοηθάμε.
»Αν δεν είναι ικανοί να καταλάβουν τι σημαίνουν τα μηνύματα που τους στέλνουμε μέσα από τα δημιουργήματά μας, δυστυχώς είναι καταδικασμένοι να χαθούν για πάντα, αφού τελικά ο χρόνος θα περάσει από πάνω τους.»
«Δυστυχώς, λες? Δηλαδή νοιάζεσαι?»
«Φοβήτωρα, είναι όλοι τους κομμάτι του είναι μου. Όπως τα κομμάτια του μίσους και των φόβων τους μέσα σου… Θέλω να τους δω να γίνονται τέλειοι για να μπορέσω να υπάρχω και αυτή η ύπαρξη να έχει νόημα. Αν οι θνητοί δεν καταφέρουν να ξεπεράσουν τα στενά όρια της Γης και του μυαλού τους, το τέλος τους είναι σίγουρο με το τέλος του ήλιου τους… ίσως και πιο νωρίς… Φοβήτωρα αν οι θνητοί χαθούν, δεν θα έχουμε λόγο ύπαρξης. Αυτή η υπέροχη χώρα δε θα έχει λόγο ύπαρξης. Αλλά μάλλον κάτι άλλο προσπαθείς να μου πεις…» του είπε και τον πλησίασε κρατώντας το βλέμμα του σταθερό και κοιτώντας τον κατάματα, παρά την αμφιβολία που του δημιούργησε η αλλαγή τους, που θόλωναν όλο και περισσότερο από μια συννεφιά που μαζευόταν πίσω τους..
Ο Φοβήτωρας, ακούγοντας το συγκαταβατικό τόνο του Μορφέα, σαν να βγήκε από μια κατάσταση ύπνωσης. Έκλεισε στιγμιαία τα βλέφαρά του και όταν τα ξανάνοιξε και τον κοίταξε, τα κατάμαυρα μάτια του γυάλιζαν έτοιμα να εξαπολύσουν κεραυνούς όπως στον Τάρταρο.
«Κάνε στην άκρη.» Του γαύγισε κατάμουτρα, δίνοντάς του μια σπρωξιά και γύρισε την πλάτη του να φύγει. Ο Μορφέας πρόλαβε και τον έπιασε από το χέρι και καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια, κατάφερε να συγκρατήσει για λίγο το ογκώδες σώμα.
Με όλη την πειθώ και την επιβλητικότητα από εκατομμύρια ανθρώπινες μορφές συγκεντρωμένη στο βλέμμα του, είπε:
«Φοβήτωρα!» Η φωνή και η μορφή του φάνηκε να πάλλονται. «Πες μου τι συμβαίνει ΤΩΡΑ. Ξέρω ότι εξαιτίας σου ένας συγκεκριμένος ονειρευτής υποφέρει και απαιτώ να μου πεις τι τρέχει!»
Ήξερε ότι αν ο Φοβήτωρας συνεργαζόταν με το Θάνατο, αυτές οι αναφορές θα τον οδηγούσαν να τον επισκεφτεί και έχοντας βάλει τον Ίκελο να τον παρακολουθεί, όταν ο Φοβήτωρας θα έκανε την επαφή του με το Θάνατο, θα σιγουρευόταν για τη μεταξύ τους επικοινωνία.
Ο Φοβήτωρας με ένα χαμόγελο παράφρονος αρπακτικού, αποκρίθηκε:
«Υπομονή αδερφέ, θα δεις ότι σύντομα οι άνθρωποι θα πλησιάσουν την τελειότητα. Ίσως πιο γρήγορα από σύντομα.» και έφυγε με ευκολία, σα να τον κράταγε ο Μορφέας από μια κλωστή.
Ο Μορφέας στάθηκε να κοιτάζει τον Φοβήτωρα να αποχωρεί προβληματισμένος και με μια του σκέψη, ειδοποίησε τον Ίκελο να ξεκινήσει την παρακολούθηση.
Εξακολουθούσε να κοιτάζει προς την κατεύθυνση που ο Φοβήτωρας απομακρύνθηκε μαινόμενος, όταν κάθισε στο μαύρο θρόνο βαρύς, σαν να είχε να ξεκουραστεί αιώνες και κράτησε το λουλούδι που του είχε δώσει η Πασιθέη στα χέρια του.
Με τα τελευταία λόγια του Φοβήτωρα, ότι η ανθρωπότητα θα φτάσει στην τελειότητα αρκετά σύντομα, αισθάνθηκε κάτι δυσοίωνο στην ατμόσφαιρα, σαν ένα βαρύ πέπλο να τυλιγόταν γύρω του και τον εμπόδιζε να αναπνεύσει.
Σκέφτηκε ότι η ανθρωπότητα μετά από τόσα χρόνια ιστορίας πίσω της, είχε φτάσει σε μια εφηβική ηλικία όπου είχε μόλις αρχίσει να καταλαβαίνει τον εαυτό της και διακατεχόταν από αυτοκτονικές τάσεις, κυκλοθυμίες, εγωισμούς και συνεχείς απογοητεύσεις σαν ένας πραγματικός έφηβος.
Σίγουρα θα πέρναγαν πάρα πολλά χρόνια μέχρι το ανθρώπινο γένος να φτάσει σε μια ωριμότητα, αλλά αυτό προϋπόθετε στην παρούσα φάση να ξεπεράσουν τα συμπλέγματά τους, στην προσπάθειά τους να καταφέρουν να γλιτώσουν τον αφανισμό.
Τι εννοούσε ο Φοβήτωρας όταν είπε ότι οι θνητοί θα πλησιάσουν την τελειότητα? Μήπως ο Θάνατος, που αναμφίβολα σχετιζόταν με τον Φοβήτωρα και με την όλη υπόθεση, είχε κάποιο σχέδιο που θα τους βοηθούσε σε αυτό?
Όποιο και αν ήταν το σχέδιο, η εμπλοκή του Θανάτου σε αυτό, σίγουρα δεν θα ήταν για καλό. Όπως και να έχει το θέμα, οι άνθρωποι δεν θα έβρισκαν ποτέ το δρόμο για την τελειότητα αν οι θεοί προσχεδίαζαν το αποτέλεσμα.
Οι θεοί παρενέβαιναν, το είχαν κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν, κυρίως την εποχή των ηρώων, αλλά είχαν το ρόλο κυρίως του παρατηρητή, όχι του βοσκού. Αν μη τι άλλο οι άνθρωποι δεν είναι πρόβατα. Με αυτή την σκέψη ένα προβατάκι στον κήπο της Ενύπνια μόλις έπεσε πάνω στο φράκτη και κάποιος ονειρευτής έχασε το μέτρημα.
Πήρε μια βαθιά εισπνοή για να μπορέσει να ηρεμήσει. Συγκεντρώθηκε στο λουλούδι που κρατούσε στα χέρια του και αυτό αμέσως εξαϋλώθηκε και με ένα στροβιλισμό στον αέρα εισήλθε μέσα του.
Σε λίγο ένιωσε το πέπλο που λίγο πριν του βάραινε τη σκέψη να διαλύεται, όπως το λουλούδι στον αέρα, και ένα κύμα ηρεμίας ξεκίνησε να τον πλημμυρίζει. Εξέπνευσε αργά, βγάζοντας από τη ζώνη του το όνειρο που είχε ετοιμάσει. Έκλεισε τα μάτια, έφερε στο νου του τον ονειρευτή (Τζων Ντέραμ) και περίμενε.

* * *

Στο αυτοκίνητο ο Τζων προσπερνούσε περαστικούς, που με την κούραση που είχε του φάνταζαν ως φαντάσματα, καθώς το cd στο αμάξι έπαιζε Rolling Stones.

“Time is on my side, yes it is
Time is on my side, yes it is”

Αναπόφευκτα το μυαλό του ταξίδεψε στην Ελπίδα και οι στίχοι του τραγουδιού ήδη τον έκαναν να νιώθει λίγο καλύτερα, γνωρίζοντας ότι αν έκανε λίγη υπομονή, μια ενέργεια που απαιτεί να έχεις το χρόνο μαζί σου, σύντομα η Ελπίδα θα επέστρεφε από την Αγγλία και θα ήταν και πάλι μαζί. Με την μια και την άλλη σκέψη και αρκετά περαστικά φαντάσματα, είχε φτάσει στον προορισμό του χωρίς να το καταλάβει.
Το ραντεβού στο κοσμηματοπωλείο ήταν σύντομο. Κατέγραψε το σημείο εισόδου των ληστών και τις ζημιές που είχαν προκληθεί από τη διάρρηξη. Κατέγραψε τις ζημιές από τη ληστεία στο υπόλοιπο κατάστημα και το κόστος των κλοπιμαίων, σύμφωνα πάντα με τη μαρτυρία της ιδιοκτήτριας. Το βίντεο της παρακολούθησης είχε καταγράψει τις κινήσεις τους από τη στιγμή που εισήλθαν στο χώρο, χωρίς να μπουν στον κόπο να αχρηστεύσουν το συναγερμό και έτσι η πραγματογνωμοσύνη δεν είχε διαρκέσει παραπάνω από μια ώρα.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ιδιοκτήτριας, ο Τζων ένιωσε την κούραση να τον καταβάλλει απότομα και σε μια στιγμιαία απώλεια συγκέντρωσης σαν μπλακ άουτ, μια εικόνα σχηματίστηκε στο μυαλό του.
Ένα ανδρικό αλαβάστρινο πρόσωπο με μακριά μαύρα μαλλιά, έντονα ζυγωματικά και ακόμα πιο έντονο βλέμμα.
Η εικόνα χάθηκε όσο γρήγορα σχηματίστηκε και το μετείκασμα της, του άφησε εντυπωμένα δυο κατάμαυρα μάτια, σαν ήρεμες λίμνες, που έκρυβαν στο βάθος τους συμπαθητικά πλάσματα.
Αποστρέφοντας το βλέμμα προς τα κάτω και τρίβοντας με τα δάχτυλα τους κροτάφους του, αποκρίθηκε με ένα αμήχανο και ψεύτικο χαμόγελο, ότι είχε «μια υπέροχη νύχτα στα μπαρ της όμορφης πόλης σας», μια δικαιολογία απόλυτα ταυτισμένη με την καταβεβλημένη του εικόνα, και τελειώνοντας την αυτοψία του χώρου, δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στο ξενοδοχείο για ένα γρήγορο μεσημεριανό υπνάκο που του ήταν απαραίτητος αν ήθελε να επιστρέψει σώος στην Αθήνα.
Έφτασε στο ξενοδοχείο μετά από μια σύντομη στάση για να φάει κάτι στα γρήγορα και αφού έκανε ένα ντους, μάζεψε τα πράγματά του και έπεσε στο κρεβάτι, νιώθοντας σαν αστακός που ξέρει ότι το νερό θα αρχίσει σε λίγο να βράζει. Η ώρα ήταν 13:13 και είχε σκοπό να ταξιδέψει κατά τις τέσσερεις.
Αυτό του έδινε χρόνο, να προσπαθήσει τουλάχιστον, να ξεκουραστεί και έκλεισε τα μάτια. Μπήκε αργά, σε μια νοητική κατάσταση σταδιακής χαλάρωσης, που δεν κατάλαβε ότι δέκα λεπτά αφότου έκλεισε τα μάτια, δεν τον απασχολούσε ουδεμία έγνοια.
Το μυαλό του ήταν άδειο. Οι παλμοί του ήταν ρυθμικοί σαν μετρονόμος και η καρδιά του ήρεμη σα μωρού. Εξέπνευσε έναν ασυναίσθητο, βαθύ αναστεναγμό και κοιμήθηκε.
Το ταξίδι στα Περίχωρα ήταν άμεσο. Όνειρευτής και όνειρο συναντήθηκαν εκεί ακριβώς που περίμενε ο Μορφέας.

* * *

Ο Μορφέας δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Καθισμένος στο θρόνο του με κλειστά τα μάτια, και την εικόνα και το όνομα του Τζων στο μυαλό του, είχε μια στιγμιαία σύνδεση μαζί του, όταν το μυαλό του θνητού σε μια στιγμή αδυναμίας σαν ναρκοληπτικός, έριξε τους διακόπτες και περιήλθε για δέκατα του δευτερολέπτου σε κατάσταση ύπνου.
Αντιλαμβανόμενος την στιγμιαία αδυναμία του θνητού προέβαλλε την εικόνα του στο κουρασμένο μυαλό του Τζων, δίνοντας του την απαραίτητη ενέργεια να κρατηθεί ξύπνιος έως ότου θα έπεφτε κανονικά για ύπνο.
Μετά από λίγη ώρα, που στην Ενύπνια κράτησε μια στιγμή, ο Τζων είχε δεχθεί ασυναίσθητα αλλά πρόθυμα την χαλάρωση από την Πασιθέη και έπεφτε για ύπνο με το μυαλό κενό από σκέψεις.
Τώρα χαλαρός και αυτός, άφησε το όνειρο από τα χέρια του. Μια μικρή σφαίρα με συμπυκνωμένες εικόνες από την Ενύπνια έφτασε μέχρι το Φίλντισι, πέρασε από μέσα και έφτασε στα Περίχωρα που όταν ξεδιπλώθηκε καταλάμβανε ένα σημαντικό μέρος του χώρου.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ο ίδιος άρχισε να εξαϋλώνεται και να ίπταται πάνω από την Ενύπνια, παράλληλα με την ροή του ποταμού της Λήθης. Πέρασε μέσα από το Φίλντισι και έγινε και αυτός μέρος του ονείρου που είχε φτιάξει.

Ο Τζων βρέθηκε σε ένα πετρόκτιστο δωμάτιο που θύμιζε κάμαρα σε κάποιο μεσαιωνικό κάστρο. Κοιτάζοντας το χώρο με περιέργεια, είδε ότι δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Το δωμάτιο ήταν δροσερό, ευρύχωρο και σχετικά άδειο. Υπήρχε μια ξύλινη καρέκλα με ένα ξύλινο τραπέζι που πάνω του βρισκόταν ένα μπολ με διάφορα φρέσκα φρούτα. Πήρε ένα σταφύλι και το έβαλε στο στόμα του. Ήταν γευστικό.
Δυο διακοσμητικοί φεγγίτες στους δύο απέναντι τοίχους φώτιζαν επαρκώς το δωμάτιο και είδε στο τέλος του τοίχου δεξιά του τη μοναδική έξοδο, μια σπειροειδή κατασκευή με μεγάλα σκαλοπάτια που οδηγούσε προς τα πάνω.
Χωρίς καμία σκέψη στο μυαλό του και χωρίς να έχει προσπαθήσει για συνειδητό ονείρεμα, άφησε την περιέργεια του ονείρου να τον οδηγήσει και τα βήματά του τον κατεύθυναν προς τα εκεί.
Ξεκίνησε να ανεβαίνει αργά, ακολουθώντας τη σπειροειδή πορεία των σκαλοπατιών. Του φάνηκε να παίρνει κάποια ώρα και με κάθε σκαλοπάτι που ανέβαινε, αισθανόταν όλο και πιο ανάλαφρος.
Δεν τον ένοιαζε ούτε πόση ώρα ανέβαινε, ούτε πως βρέθηκε εκεί, ούτε καν αν ήταν όνειρο. Εκείνη την ώρα το πιο φυσιολογικό πράγμα για τον Τζων ήταν αυτή η ανάβαση και η περιέργειά του για το τί μπορεί να βρει στο τέλος.
Στο τελευταίο σκαλοπάτι ένα τεράστιο χολ με αμέτρητους στοιχισμένους κίονες ανοιγόταν μπροστά του, μισοσκότεινο σα λαβύρινθος. Χωρίς να σαστίσει καθόλου από την ποικιλία των επιλογών για το ποια διαδρομή θα ακολουθήσει, άφησε τον εαυτό του να περιπλανηθεί ελεύθερος. Πήγε μπροστά.
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής του και αφού είχε ακολουθήσει για λίγο μια ευθεία πορεία ανάμεσα στους κίονες, αντιλήφθηκε με την περιφερειακή του όραση μια ανεπαίσθητη αλλαγή στον φωτισμό της τεράστιας αίθουσας. Κινήθηκε αργά, σαν υπνωτισμένος, προς το φως που σταδιακά μεγάλωνε σε ένταση και έφτασε μπροστά από μια ανοιχτή δίφυλλη πόρτα που είχε το διπλάσιο μέγεθός του και έβγαζε σε ένα τεράστιο μπαλκόνι.
Περνώντας προς τον εξωτερικό χώρο, βρέθηκε να αντικρίζει ένα ανυπέρβλητο θέαμα που τον άφησε άφωνο. Βρισκόταν σε ένα από τα αίθρια του παλατιού του Ύπνου με θέα την Ενύπνια.
Το θέαμα τον συνεπήρε, καθώς εικόνες από τότε που είχε πετάξει ανεξέλεγκτος από όνειρο σε όνειρο, λίγο πριν αγγίξει το Φίλντισι και από όλα τα όνειρα που είχε δει ποτέ, παρέλαυναν μπροστά στα μάτια του ταυτόχρονα και σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους.
Είχε μείνει να κοιτάζει με το στόμα και τα μάτια ορθάνοιχτα το μεγαλύτερο μέρος της Ενύπνια που έφτανε μέχρι τις Πύλες και το θέαμα του έφερε αναμνήσεις από τότε που είχε αγγίξει τη μια από αυτές.
Έβλεπε τεράστιες και μικρότερες ονειρικές σφαίρες να ίπτανται και να διαπερνούν τις Πύλες και να χάνονται και θυμήθηκε τον εαυτό του στο Μεσοδιάστημα.
Από κει που στεκόταν δεν είχε ορατότητα στα Περίχωρα, αλλά δεν είχε σημασία γιατί ήταν σα να έβλεπε ό,τι έβλεπαν εκείνη την ώρα όλοι οι άνθρωποι στον ύπνο τους ταυτόχρονα.
Εκείνη τη στιγμή δυο πράγματα συνέβησαν. Πρώτον η αντίληψή του, αν και δεν ήταν προετοιμασμένος για συνειδητό ονείρεμα, τον έφερε σε μια κατάσταση που αναγνώριζε ότι πρόκειται για όνειρο. Δεύτερον μια φωνή από πίσω του τον καλωσόριζε και αισθάνθηκε σα να πετάχτηκαν οι ωτοασπίδες που φορούσε όση ώρα βρισκόταν εκεί. Όλα γύρω του απέκτησαν μια παλλόμενη ζωντάνια.
«Καλώς ήρθες Τζων Ντέραμ, εσύ που έχεις αγγίξει το Φίλντισι.»
Γύρισε ξαφνιασμένος και γνωρίζοντας ότι πρόκειται για όνειρο, συγκράτησε μια παρόρμηση να πετάξει. Θυμόταν ότι μπορούσε να το κάνει. Όμως το πρόσωπο που έβλεπε μπροστά του ήταν οικείο.
Νόμιζε ότι τον έβλεπε πρώτη φορά αλλά κάπου στο μυαλό του, το πρόσωπο ήταν γνωστό.
Μια λεπτή φιγούρα, ντυμένη με άνετα ρούχα που θύμιζαν κάποιον ευγενή κάτοικο του κάστρου, κινούταν με χάρη προς το μέρος του και χαμογελούσε εγκάρδια. Το πρόσωπό του, αγνός αλάβαστρος, με έντονα ζυγωματικά και ένα σαγόνι που ενέπνεε σιγουριά . Ένα όμορφο πρόσωπο που το πλαισίωναν μαύρα ολόισια μαλλιά που ξεχύνονταν μέχρι τη μέση του. Το βλέμμα του είχε τη δύναμη να σε αιχμαλωτίσει.
Τον πλησίαζε με τα χέρια σε ανάταση έτοιμα να τον αγκαλιάσουν ή να του παρουσιάσουν κάτι. Φορούσε ένα απαλό καφέ πουκάμισο και ένα μαύρο ανθεκτικό παντελόνι που ακολουθούσαν τη γραμμή μιας λυγερής και σφιχτοδεμένης κορμοστασιάς και ένα μαύρο μανδύα που έκλεινε στο ύψος του στήθους με περίτεχνα κεντημένα σχέδια.
«Μην ανησυχείς.» Ο άγνωστος ξαναμίλησε και κατέβασε τα χέρια. Η μορφή του ήταν απόκοσμη αλλά και τόσο δεμένη με το θέαμα που μόλις είχε αντικρύσει, κάνοντάς τη να μοιάζει με τον άρχοντα όλης της χώρας πίσω του.
«Είμαι ο Μορφέας και βρίσκεσαι σε ένα από τα δημιουργήματά μου.» Με μια κίνηση των χεριών του έδειξε το χώρο γύρω του.
«Μα… είμαι σε όνειρο…»
«Ακριβώς. Το δικό σου όνειρο κατασκευασμένο από μένα.»
«Δεν είναι δυνατόν.» είπε ξέροντας βαθιά μέσα του πόσο λάθος έκανε.
Για μια στιγμή το μυαλό του Τζων αδυνατούσε να συλλάβει την πραγματική διάσταση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν. Ακόμα και με τη χαλάρωση και την πνευματική διαύγεια που του είχε προσφέρει η Πασιθέη, πώς μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αποδεχτεί τη συνειδητοποίηση ότι βρίσκεται σε όνειρο και μπροστά του στέκεται ο ίδιος ο θεός των Ονείρων?
Η ονειρική του φιγούρα τρεμόπαιξε και φάνηκε να ξεγλιστράει αργά σαν ομίχλη προς τα πίσω. Για λίγο ο Μορφέας φοβήθηκε ότι θα τον έχανε και ότι ο ονειρευτής θα ξυπνούσε απότομα, αλλά τότε ο Τζων έκανε κάτι που ούτε ο ίδιος το περίμενε.
Μέσα στον ορυμαγδό αναπάντητων ερωτημάτων που κατέκλυζαν το μυαλό του (τι συμβαίνει?) και του δημιουργούσε έντονα ένα συναίσθημα πανικού (πως φεύγουνε τώρα από δω?), που το ένιωσε αρχικά σαν κρύο ιδρώτα στο μέτωπό του (ιδρώνω? Σε όνειρο?), η περιέργειά του σε συνδυασμό με τη χαρακτηριστική του ψυχραιμία κατάφερε να πείσει τον εαυτό του να δει την κατάσταση από μια αποστασιοποιημένη οπτική, απορρίπτοντας ως περιττές όλες τις αμφιβολίες και τις ενστάσεις που προέβαλλε το συνειδητό του μυαλό σε αυτή την καινούρια κατάσταση και αποφάσισε ότι αυτή ήταν η πραγματικότητα. Θα την αντιμετώπιζε όπως θα αντιμετώπιζε την συνάντησή του με έναν τυχαίο άγνωστο. Ακόμα και αν δεν ίσχυε τίποτα απ’ όλα αυτά.
Ήθελε να δει τι είχε να του πει αυτός ο τύπος, αλλά δεν άφηνε τον εαυτό του να πιστέψει ό,τι αυτός ο τύπος του έλεγε. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Χωρίς να το ξέρει όμως, είχε ήδη πάρει την απόφαση να πιστέψει.
Ο Μορφέας ανακουφισμένος και αρκετά έκπληκτος που ο ονειρευτής κατάφερε να παραμείνει στο όνειρο, συνέχισε σε έναν τόνο που έδειχνε ότι αντιλαμβανόταν τη δυσπιστία του και την κατανοούσε ενώ θα προσπαθούσε να του εξηγήσει το ανεξήγητο.
«Τζων βρίσκεσαι σε μια αναπαράσταση της χώρας όπου κατοικώ. Της Χώρας Των Περιπλανώμενων. Βρίσκεσαι σε ένα όνειρο της Ενύπνια.»
Ο Τζων είχε μείνει να τον κοιτάζει επιφυλακτικός, αλλά ένιωθε μια αύρα ειλικρίνειας απ’ τον Μορφέα που τον καθησύχαζε. Ήξερε ότι βρισκόταν σε όνειρο και όχι μόνο αυτό. Αυτή η θεϊκή αύρα, του έλεγε ότι είχε στ’ αλήθεια τον πραγματικό κατασκευαστή μπροστά του.
«Μη σαστίζεις άλλο. Άσε με να σου εξηγήσω.» του είπε και του πρότεινε ένα μαρμάρινο πάγκο σε μια γωνιά του αίθριου.
«Έχω ξαναβρεθεί εδώ… Αλλά… στα αλήθεια…» είπε ο Τζων καθώς καθόταν.
Ο Μορφέας συνέχισε να παρατηρεί προσεκτικά τον Τζων ξαφνιασμένος από την οξυδέρκειά του αλλά δεν άφησε να φανεί αυτή του η έκπληξη.
«Αυτό που λες είναι… εν μέρει σωστό. Εδώ που βρίσκεσαι δεν θα μπορούσες να υπάρξεις μιας και είναι τόπος κατοικίας θεών και κανένας ονειρευτής δεν μπορεί να υπάρξει εδώ. Ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι έχεις φτάσει μέχρι τις πύλες αυτής της χώρας. Αν και δεν τις είδες και τις δύο, ωστόσο έχεις αγγίξει τη μια.»
«Θυμάμαι μια πύλη.» Ο Τζων βρισκόταν σε μια εγκεφαλική υπερένταση. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια το όνειρο στο οποίο είχε περιπλανηθεί πετώντας ανεξέλεγκτα, φτάνοντας σε μια περίεργη περιοχή και στη συνέχεια μπροστά από μια υπέροχη τεράστια πύλη που γυάλιζε όπως το καλύτερο ελεφαντόδοντο.
Μετά θυμήθηκε και τους δύο διώκτες του σε εκείνο το όνειρο, τον Αρνητή του που στο τέλος τον βόηθησε να επιστρέψει στην πραγματικότητα, και την άλλη μοχθηρή μορφή με την οποία είχε έρθει αντιμέτωπος δίπλα στην Πύλη.
Ήταν η πρώτη φορά, μετά από εκείνο το συμβάν, που ξαναέφερνε στη μνήμη του εκείνο το όνειρο. Μετά από εκείνη τη μέρα το μυαλό του είχε παρατήσει ξεχασμένο σε μιαν άκρη το συμβάν, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει ολοένα και χειρότερους εφιάλτες.
«Θες να μου πεις τι θυμάσαι ακριβώς? Σου υπόσχομαι ότι θα λύσω κάθε απορία σου σχετικά με εκείνη τη μέρα.»
Ο Τζων του αφηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην Πύλη, από την προσπάθειά του να ονειρευτεί την Ελπίδα και το πώς ξέφυγε από τον Αρνητή του και την ξέφρενη πορεία του μέσα από τα όνειρα, προς την ατελείωτη πεδιάδα του Μεσοδιαστήματος και το άγγιγμα της Πύλης, μέχρι τη σωτήρια επέμβαση της Ελπίδας που τον γλίτωσε με το τραγούδι της, από ένα φοβερό στην όψη πλάσμα που τον είχε ακινητοποιήσει και, στη συνέχεια τη βοήθεια που του πρόσφερε ο πρώτος του διώκτης που τον επανέφερε στο όνειρό του και πίσω στην πραγματικότητα.
Μια φευγαλέα σκέψη του διέκοψε τον ειρμό και τον έκανε να αφήσει μια πρόταση από την αφήγησή του μισοτελειωμένη, κοιτώντας με απλανές βλέμμα το Μορφέα, που τον παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα προσεκτικά.
«Μα τι είναι η πραγματικότητα?» Είναι η φυσιολογική ζωή που είχε ως πραγματογνώμονας, που αγαπούσε απεριόριστα την κοπέλα του την Ελπίδα, ή αυτή η παράξενη χώρα που μεταφερόταν κάθε φορά που έπεφτε για ύπνο και στην οποία είχε αποκτήσει και χρησιμοποιήσει δυνάμεις πέρα από τη φαντασία του? Τελικά έκανε την ερώτηση ευθέως στο Μορφέα ελπίζοντας να πάρει απάντηση από έναν πραγματικό θεό.
Ο Μορφέας έχοντας σημειώσει την στάση του Φοβήτωρα στο όλο συμβάν και τα ψέματα που είχε πει ο ίδιος του ο αδερφός, όταν τον είχε ρωτήσει, απάντησε σκεπτικός την καίρια ερώτηση του ονειρευτή.
«Κοίτα Τζων. Είναι πολλά που το ανθρώπινο είδος δεν γνωρίζει. Ακόμα και εγώ δεν μπορώ να σου απαντήσω τι είναι πραγματικότητα, γιατί πολύ απλά αυτό είναι κάτι που το βιώνεις εσύ με τις αισθήσεις σου, που μην ξεχνάς, είναι περιορισμένες.
»Παρόλα αυτά μπορώ να σου πω ότι αυτή η Χώρα είναι τόσο πραγματική για μένα, όσο η Γη για εσένα. Σε αυτή τη Χώρα έχουν να φανούν ονειρευτές σαν και εσένα από την αυγή της ανθρωπότητας. Αρχαίοι μάγοι δοκιμάζοντας ναρκωτικά που έβρισκαν στη φύση, διεύρυναν την αντίληψή τους και επισκέπτονταν επανειλημμένα την Ενύπνια σε κατάσταση αυξημένης συνείδησης.
»Αρκετά χρόνια πειραματισμών οδήγησαν κάποιους ικανούς να έρχονται στα Περίχωρα και να συνειδητοποιούν που βρίσκονται χωρίς τη βοήθεια ναρκωτικών. Κανένας όμως από αυτούς δεν έφτασε μέχρι την πηγή των ονείρων, την Πύλη αυτής της Χώρας.
»Εσύ έφτασες μέχρι το Φίλντισι απ’ όπου εξέρχονται τα όνειρα όλων των θνητών και την άγγιξες. Από τότε έχεις αποκτήσει μια ιδιαίτερη διασύνδεση με αυτή τη διάσταση και αν δεν κάνω λάθος και μια διαφορετική οπτική για την πραγματικότητα. Δεν έχεις αισθανθεί καθόλου διαφορετικά από τότε?»
Ο Τζων έμεινε λίγο σκεπτικός. Δεν αισθανόταν καμία αλλαγή στη συνείδησή του ή στον τρόπο που λειτουργούσε το μυαλό του. Πέρα από την σωματική και ψυχολογική κούραση που είχαν επιφέρει οι συνεχείς εφιάλτες, δεν ένιωθε μέσα του καθόλου διαφορετικός. Κοίταξε το Μορφέα σα να του ζητούσε χάρη.
«Κοίτα… Η ζωή μου έχει αλλάξει. Μετά από εκείνη τη μέρα, έχω την εντύπωση ότι πλέον έχω χάσει την ικανότητα να κοιμάμαι. Νιώθω σα να έχω ξεχάσει να κολυμπάω. Αφήνω τον εαυτό μου να επιπλεύσει αλλά βουλιάζω. Από τη στιγμή που θα κλείσω τα μάτια, ξεκινάει το μαρτύριο. Ένα χρόνο τώρα δεν βλέπω τίποτα άλλο πέρα από τους χειρότερούς μου φόβους. Τρομεροί εφιάλτες που δεν έχω καν την ευκαιρία να προσπαθήσω να τους επιβληθώ ή να τους ξεπεράσω.
»Δεν μπορώ να κάνω συνειδητό ονείρεμα όπως τώρα. Ο φόβος είναι πραγματικά παραλυτικός και η μόνη αντίδραση που μου απομένει είναι καθαρά ενστικτώδης. Ξυπνάω για να ξεφύγω.» του είπε και γέλασε μέσα του πικρά, γιατί συνήθιζε να κάνει το αντίθετο. Κοιμόταν για να ξεφύγει.
Ακούγοντας τον, ο Μορφέας αντιλήφθηκε άλλη μια παράμετρο που έδενε με το υπόλοιπο σενάριο. Ο Φοβήτωρας όχι μόνο είχε πει ψέματα για εκείνη τη μέρα στο Φίλντισι, αλλά από τότε καταδίωκε τον ονειρευτή με εφιάλτες, προσπαθώντας να τον εξοντώσει.
Η σύνδεση του Φοβήτωρα με το Θάνατο φαινόταν πλέον ξεκάθαρα. Το θέμα είναι, τι το ιδιαίτερο έχει αυτός ο θνητός και τον θέλει τόσο πολύ ο Θάνατος.
«Τζων δε θα σου πω ψέματα. Η ζωή σου κινδυνεύει. Πρέπει να είσαι εξαιρετικά προσεκτικός από εδώ και πέρα γιατί ο Θάνατος διεκδικεί τη ζωή σου.»
«Εννοείς ότι πρόκειται να πεθάνω?»
«Πρόσεξέ με. Πρόσεξέ με καλά. Δες και άκου με τα μάτια της ονειρικής σου υπόστασης. Ξέρεις ότι είμαι αληθινός έτσι?»
Ο Τζων με ένα σίγουρο νεύμα συμφώνησε σοβαρός. Ο Μορφέας φάνηκε να ανακουφίζεται.
«Χαίρομαι που το αναγνωρίζεις. Λοιπόν άλλο τόσο αληθινός είναι και ο πατέρας μου. Ο άρχοντας αυτού του μέρους. Ο Ύπνος. Ο αδερφός του Θανάτου…»
«Δηλαδή?» στα μάτια του Τζων έλαμψε ο φόβος.
«Ναι… Σε θέλει νεκρό… Ο ίδιος ο Θάνατος, ο αδερφός του πατέρα μου, σε θέλει νεκρό…»
Στο άκουσμα αυτής της πρότασης ο Τζων πάγωσε. Δεν είναι και λίγο να μαθαίνεις ότι ο ίδιος ο Άρχοντας των Νεκρών σε θέλει νεκρό. Πριν προλάβει να το αντιληφθεί πλήρως και να ρωτήσει το «γιατί», ο Μορφέας συνέχισε σε ένα καθησυχαστικό τόνο.
«Άκου… Κάποια στιγμή θα ξυπνήσεις στον κόσμο σου και θα έρθεις αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα μέσα στην οποία έχεις γεννηθεί και έχεις μεγαλώσει και έχει παγιωθεί στην αντίληψή σου ως η μόνη αλήθεια.
»Δεν ξέρω κατά πόσο το μυαλό σου είναι έτοιμο να δεχθεί ότι υπάρχει ένας κόσμος, τον οποίο οι θνητοί επισκέπτονται καθημερινά πέφτοντας για ύπνο. Επίσης δεν ξέρω κατά πόσο είσαι έτοιμος να δεχθείς ότι η ζωή που εσείς οι θνητοί ονομάζετε «μετά θάνατον ζωή» είναι πολύ πιο σύντομη απ’ ότι νομίζεις. Δεν είναι ώρα τώρα να σου εξηγήσω τι ακριβώς συμβαίνει όταν το πνεύμα σου αποχωρίζεται το σώμα σου μια για πάντα, αλλά να ξέρεις ότι αυτός ο αποχωρισμός συμβαίνει καθημερινά και προσωρινά κάθε φορά που κοιμάσαι.
»Όταν κοιμάσαι το πνεύμα σου έρχεται εδώ και ξυπνώντας ξαναγυρίζει πίσω στο σώμα σου, αλλά όταν πεθαίνεις είναι άλλο θέμα. Πας αρχικά στον Τάρταρο και από κει δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό που θέλω από σένα είναι να προσέχεις. Ο Ύπνος έχει ζητήσει να σε δει και μέχρι να έρθει η στιγμή που θα σε παρουσιάσω μπροστά του, δεν μπορώ να σε προφυλάξω.»
«Ο Ύπνος? Ο θεός Ύπνος, ο πατέρας σου? Μεγάλη ζήτηση έχω… Γιατί δεν πάμε τώρα?»
«Δεν είναι εύκολο… Έλα μαζί μου.»
Σηκώθηκαν και τον οδήγησε προς κάτι σκάλες που έφταναν από το αίθριο που στέκονταν, μέχρι το κατώτερο επίπεδο του παλατιού, στα εδάφη της Ενύπνια.
«Όπως σου είπα αυτό εδώ είναι ένα όνειρο. Αυτή εδώ δεν είναι η Ενύπνια, αλλά μια αντιγραφή της. Έχεις ξεφύγει από το όνειρό σου και παλιότερα. Ας το ξανακάνουμε.» Με αυτά τα λόγια του πρότεινε το χέρι. Ο Τζων διστακτικός ρώτησε το Μορφέα μόνο και μόνο για να βγάλει την ερώτηση από μέσα του.
«Το ότι ξέρω ότι είσαι αληθινός, αλλά… Γιατί να σε εμπιστευτώ?»
Ο Μορφέας γνωρίζοντας την επιφυλακτικότητα που έχει ενταθεί στους σύγχρονους ανθρώπους κοίταξε τον Τζων σα να περίμενε την ερώτηση και προτείνοντάς του το χέρι, είπε:
«Τζων… Θα σε πάω μέχρι την Πύλη των Ονείρων που έχεις αγγίξει. Θα πάμε μέχρι το Φίλντισι. Εκεί θα απαντήσω στην ερώτησή σου.»
Ο Τζων έδωσε το χέρι του στον Μορφέα λίγο απρόθυμα, αλλά γεμάτος περιέργεια και αυτομάτως άρχισαν να ίπτανται μαζί. Περνώντας με αστραπιαία ταχύτητα πάνω από όλη την αναπαράσταση της Ενύπνια, αυτή τη φορά δεν διέσχισε το πλήθος των ονείρων που είχε προσπεράσει την πρώτη φορά που το επιχείρησε αυτό.
Αυτή τη φορά εκτοξεύτηκε κατευθείαν από το όνειρό του στο Μεσοδιάστημα, στην πολύχρωμη περιοχή που είχε βρεθεί με την σκόνη από τα υπολείμματα των φυτών της χαλάρωσης που έστελνε η Πασιθέη και δεν έφταναν στους καθορισμένους αποδέκτες τους.
Βγαίνοντας από το όνειρό του στο Μεσοδιάστημα, σταμάτησαν να πετάνε και αιωρήθηκαν αργά προς τα κάτω μέχρι που πάτησαν το έδαφος. Πολύχρωμη σκόνη σαν του φεγγαριού, σηκώθηκε και παιχνίδισε γύρω τους.
«Την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ γύρισα με ιλιγγιώδη ταχύτητα από την Πύλη προς τα πίσω…» θυμήθηκε ο Τζων κοιτάζοντας για ακόμη μια φορά το περιβάλλον του με έκπληξη.
«Αντίθετα με τα Περίχωρα, όπου ένας θνητός συνειδητά ονειρευόμενος έχει άπειρες δυνατότητες, εδώ οι ονειρικές δυνάμεις χάνονται. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή που διακατέχεται από τους νόμους της Ενύπνια. Εδώ ό,τι δυνάμεις έχει κάποιος, είναι οι δυνάμεις που έχει από την κατασκευή του.»
«Μα πως κατάφερα να κινηθώ με τέτοια ταχύτητα?»
«Αυτό είναι ένα μυστήριο. Ίσως έχει να κάνει με την αλληλεπίδρασή σου με το Φίλντισι. Πάμε»
Ο Τζων με ένα πονηρό χαμόγελο κοίταξε το Μορφέα και του είπε:
«Όχι…ΠΑΜΕ» είπε και πριν αφήσει το Μορφέα να απαντήσει, εκτοξεύτηκε μπροστά με ταχύτητα, έχοντας νιώσει τον προορισμό του από μακριά. Κατευθυνόταν προς το Φίλντισι ρίχνοντας ματιές στο Μορφέα που είχε αφήσει πίσω του.
Φτάνοντας εκεί, ένιωσε την ενέργεια της Πύλης να τον καλεί όλο και πιο κοντά. Ο Τζων ξαφνιάστηκε όταν είδε ότι ο Μορφέας ήταν ήδη μπροστά από την Πύλη και τον περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ένα χαμόγελο ανωτερότητας.
«Έχεις πραγματικά κάτι ιδιαίτερο. Αλλά μη ξεχνάς. Εδώ είναι η Χώρα μου… Τώρα για να απαντήσω στην ερώτησή σου. Ρίξε μια ματιά στην Πύλη.»
Ο Τζων κοίταξε προς την Πύλη και αντίκρισε ό,τι και την πρώτη φορά αλλά όχι ακριβώς. Είδε το εφέ της παραμορφωμένης εικόνας του, αλλά η εικόνα του Μορφέα αντικατοπτριζόταν ολοκάθαρα στην επιφάνεια της Πύλης.
Ο Μορφέας πλησίασε την Πύλη και άγγιξε με τον δείκτη του την επιφάνειά της, όπως είχε κάνει ο Τζων την πρώτη φορά. Η επιφάνεια της Πύλης κυμάτισε προς όλες τις κατευθύνσεις όπως σε μια λίμνη και αμέσως σχηματίστηκαν άπειρες αντανακλάσεις του Τζων και του Μορφέα σαν να στέκονταν ανάμεσα σε δύο καθρέφτες. Ο Μορφέας ένευσε προτείνοντάς του να την αγγίξει και εκείνος.
Ο Τζων περίμενε η επαφή να τον ηλεκτρίσει και να τον τινάξει πίσω όπως την πρώτη φορά. Έκανε την κίνηση να αγγίξει την Πύλη, όπως κάποιος που ξέρει ότι θα νιώσει περίεργα ακουμπώντας τη γλώσσα του στους πόλους μιας εννιάβολτης μπαταρίας αλλά παρόλα αυτά το κάνει γιατί το αίσθημα είναι συναρπαστικό.
Μετά την πρώτη επαφή, η ονειρική του υπόσταση είχε αλλάξει. Είχε αποκτήσει μια σύνδεση με την Πύλη και έτσι παρόλο που ένιωσε όλο του το σώμα να γεμίζει από ένα μυρμήγκιασμα σαν να τον διαπερνούσε κάποιο είδος χαμηλής τάσης ηλεκτρισμός, δεν πετάχτηκε πίσω και ούτε το εφέ αντήχησε σε όλη την Ενύπνια, όπως την πρώτη φορά. Η Πύλη τον είχε αποδεχτεί από τότε.
Αγγίζοντάς την, ο Τζων παρατήρησε στον κυματισμό, ότι τα είδωλά του πολλαπλασιάζονταν επ’ άπειρο με την ίδια μορφή, ενώ τα είδωλα του Μορφέα ήταν άπειρα και διαφορετικά από είδωλο σε είδωλο.
Η επαφή του άφησε μια δυσάρεστη επίγευση, ένα προαίσθημα σαν να ήξερε ότι την επόμενη φορά που θα ονειρευτεί, θα δει κάτι κακό. Κάτι πολύ κακό. Κράτησε αυτή την συνειδητοποίηση για τον εαυτό του, συνηθισμένος πλέον στους εφιάλτες και άκουσε το Μορφέα να τον ρωτάει:
«Κοίτα προσεκτικά. Πες μου τι παρατηρείς…»
Στην Ενύπνια δεν υπάρχει ο χρόνος. Ο Τζων κοιτώντας επίμονα, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα παρατήρησε άπειρες μορφές που θα έπαιρνε αιώνες για να ξεχωρίσει. Στην αρχή δίστασε, αλλά μετά από λίγο αποκρίθηκε:
«Στα είδωλά σου, δεν υπάρχει η μορφή μου.»
Ο Μορφέας για άλλη μια φορά παραδέχθηκε τον ονειρευτή.
«Αυτό είναι το κόστος που πλήρωσα για να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου. Είμαι ο Μορφέας, ο θεός που έχει τη δυνατότητα να παίρνει όποια ανθρώπινη μορφή θέλει, αλλά από σήμερα θα λείπεις εσύ από το ρεπερτόριό μου. Από σήμερα είσαι μοναδικός.»
Ο Μορφέας έκανε μια παύση για να δει τον εγωισμό του ονειρευτή να φουσκώνει μέσα του, αλλά η αντίδραση του Τζων ήταν διαφορετική από αυτό που περίμενε. Ο Τζων τον κοιτούσε κρεμασμένος από τα χείλη του περιμένοντας να συνεχίσει και δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στη λέξη “μοναδικός”. Η αντίδραση αυτή τον χαροποίησε.
«Και τώρα για να απαντήσω στην άλλη σου ερώτηση. Αυτή η πύλη είναι η Πύλη των Ονείρων. Όλα τα όνειρα των θνητών κατασκευάζονται στην Ενύπνια από εμένα και τους αδερφούς μου, περνάνε μέσα από εδώ και μετουσιώνονται σε όνειρα στα Περίχωρα, εκεί που πάει το πνεύμα σας, όταν ο εγκέφαλός σας φτάνει σε ένα υψηλότερο διανοητικά επίπεδο, σε ένα συγκεκριμένο στάδιο κατά τη διάρκεια του ύπνου σας. Περνώντας αυτή την Πύλη θα φτάσεις στην πραγματική Ενύπνια. Στο Βασίλειο του Ύπνου. Εκεί που φτιάχνονται τα όνειρα.
»Για να υπάρξει κάτι ή κάποιος στην Ενύπνια σημαίνει ότι είτε είναι ιθαγενής, όπως εγώ και η οικογένειά μου, είτε είναι δημιούργημά μας, είτε είναι ιδέες που ξεπήδησαν από την τεράστια επιθυμία των θνητών για διάφορα πράγματα.
»Κάθε μέρα μια καινούρια ιδέα γεννιέται στην Ενύπνια και γίνεται όνειρο για κάποιον θνητό, μέχρι την ώρα που θα πραγματοποιηθεί. Εσύ δεν είσαι τίποτα από τα παραπάνω και αν προσπαθήσεις να εισέλθεις εδώ, θα βρεθείς στη χώρα του αδερφού του πατέρα μου, μιας και περνώντας την Πύλη, το πνεύμα σου θα αποχωριστεί πλήρως από το σώμα σου και αυτή η κατάσταση οδηγεί στον Τάρταρο. Αυτή τη στιγμή είσαι ακόμα συνδεδεμένος στο όνειρό σου στα Περίχωρα και το σώμα σου σε περιμένει να γυρίσεις πίσω.»
«Μα τότε πως θα μπορέσω να συναντήσω τον Ύπνο?»
«Αυτό δεν το ξέρω ακόμα. Ο πατέρας σπάνια απομακρύνεται από τα διαμερίσματά του, όπου περνάει τον περισσότερο καιρό του κοιμώμενος και μια συνάντηση έξω από την Ενύπνια με το θεό Ύπνο μπορεί να διαρκέσει τόσο πολύ που το σώμα σου να μην αντέξει.
»Μέχρι τη στιγμή που θα βρω τον τρόπο να περάσεις μέσα, θέλω να προσέχεις. Μπορεί ο Θάνατος να σε έχει βάλει στόχο, όμως δεν είναι εύκολο ακόμα και για αυτόν να πάρει μια ανθρώπινη ζωή χωρίς να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Το μόνο που μπορώ να κάνω τώρα για να σε προστατεύσω είναι το εξής…»
Με αυτά τα λόγια τον πλησίασε και με τον αντίχειρα, του άγγιξε το μέτωπο. Ο Τζων ενστικτωδώς έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο άγγιγμα.
Ένιωσε ένα ευχάριστο αίσθημα να γεμίζει ολόκληρο το κορμί του, σαν να είχε βυθιστεί σε ζεστό μπάνιο.
Σε μια γωνιά του μυαλού του, μια εικόνα σχηματίστηκε. Μια ηλιόλουστη μέρα, σε ένα ήρεμο τοπίο στην εξοχή και ένα πελώριο πλατάνι να ρίχνει μια παχιά σκιά στο καταπράσινο γρασίδι. Η εικόνα των φύλων του πελώριου δέντρου που κινούνταν στο απαλό αεράκι που φύσαγε νωχελικά σαν να σε αργή κίνηση, του έφερε στο νου μια οικεία ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας και του μέρους που περνούσε τις πρώτες του διακοπές.
Η ζεστασιά που είχε νιώσει πριν, ήταν η θαλπωρή που ένιωθε σε εκείνο το μέρος. Ένα μονοπάτι ξεδιπλωνόταν στριφογυριστό από τη ρίζα του δέντρου και χανόταν στον ορίζοντα πίσω από μια λοφοπλαγιά.
«Τώρα πλέον έχεις τη δυνατότητα να έρχεσαι εδώ όποτε το επιθυμείς. Αν ποτέ κινδυνεύσεις, μπορείς να έρθεις μέχρι εδώ και να με καλέσεις. Απλώς κλείσε τα μάτια και κοιμήσου. Αυτό το όνειρο της παιδικής σου ηλικίας θα σε περιμένει πάντα στα Περίχωρα, ένα όνειρο που θα μπορείς να εξέρχεσαι και να πηγαίνεις άνετα στο Μεσοδιάστημα και θα είναι εκεί, πάντα ευδιάκριτο, για να μπορείς να γυρίζεις πίσω στο σώμα σου.
Ο Τζων άκουγε απόλυτα χαλαρωμένος και συνάμα έκπληκτος τα λόγια του Μορφέα, αλλά αμέσως σκέφτηκε ότι αν ποτέ κινδυνεύσει δε θα είχε χρόνο να κοιμηθεί…
«Μα πως γίνεται να κλείνω τα μάτια και να κοιμάμαι αμέσως. Αυτό παίρνει κάποια ώρα.»
«Δε θα κοιμάσαι αμέσως. Το μυαλό σου δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτό το επίπεδο. Εγώ απλά σου έδωσα μια επιλογή και μια ασφάλεια. Από σήμερα ή θα κοιμάσαι και θα αφήνεσαι σε ότι όνειρο σε περιμένει στα Περίχωρα που απ’ ότι κατάλαβα είναι πάντα κάποιος εφιάλτης, ή θα επιλέγεις πριν κοιμηθείς να βλέπεις το όνειρο με το πλατάνι και θα ταξιδεύεις μέχρι την Πύλη και πίσω με ευκολία. Έχω μια βάσιμη υποψία ότι μπορούσες να το κάνεις καιρό τώρα χωρίς να το έχεις συνειδητοποιήσει από τότε που άγγιξες το Φίλντισι. Απλά δεν σου έχει δοθεί ο χρόνος να το αντιληφθείς, λόγω των εφιαλτών που σε κατατρέχουν. Με αυτή την επιλογή σου δίνω χρόνο. Είσαι πολύ κοντά στα όρια της κατάρρευσης και αν συνεχίσεις να βλέπεις εφιάλτες τότε το τέλος σου δε θα αργήσει να έρθει. »
Εκείνη τη στιγμή, μια άλλη σκέψη τον ταρακούνησε και είπε με ένα αίσθημα αγανάκτησης:
«Εϊ… Για μια στιγμή. Αν εσύ και οι αδερφοί σου φτιάχνετε τα όνειρα, τότε κάποιος από σας μου έχει κάνει τη ζωή μαρτύριο ένα χρόνο τώρα!!»
Ο Μορφέας ένιωσε ντροπή για λογαριασμό του αδερφού του. Ποτέ άλλοτε ένας Όνειρος, δεν είχε εκμεταλλευτεί έτσι έναν ονειρευτή.
«Τζων, δυστυχώς αυτό είναι αλήθεια. Και είναι άλλο ένα μυστήριο που με προβληματίζει. Ο αδερφός μου ο Φοβήτωρας, φαίνεται ότι είναι ο υπαίτιος της κατάστασής σου. Αυτός φτιάχνει και στέλνει τους εφιάλτες. Το γιατί και αυτός είναι εναντίον σου δεν το γνωρίζω, αλλά σκοπεύω να το μάθω.»
Ο Τζων έριξε άλλη μια ματιά στην τεράστια φιλντισένια πύλη. Όση ώρα βρίσκονταν εκεί οι δυο τους, σφαίρες ονείρων εξέρχονταν και κατευθύνονταν προς τα Περίχωρα όπου και ενσωματώνονταν στην τεράστια ημιδιάφανη ονειροσφαίρα που περιείχε τα όνειρα, όλων των ανθρώπων που ονειρεύονταν εκείνη τη στιγμή.
Ένα αίσθημα δύναμης πλημμύρισε τον Τζων στη σκέψη ότι αν ήθελε θα μπορούσε να ξεφύγει όποτε ήθελε από το όνειρό του, να εισέλθει σε ένα όνειρο κάποιου άλλου και έτσι να επηρεάσει με την παρουσία του τα όνειρα όλης της ανθρωπότητας. Τότε ρώτησε τον Μορφέα:
«Αφού εσείς κατασκευάζετε τα όνειρα, γιατί δεν τα φτιάχνετε έτσι ώστε να εμπνέουν την ανθρωπότητα προς το κοινό καλό? Γιατί δημιουργείτε όνειρα που επιτρέπουν στην ανθρωπότητα να ζουν έρμαια κατώτερων συναισθημάτων όπως το μίσος, ο εγωισμός, η μισαλλοδοξία και η απληστία?»
«Τζων. Κανείς δε μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο παρά μόνο εσύ ο ίδιος. Όπως σου είπα και πριν, κάθε μέρα στην Ενύπνια γεννιούνται ιδέες που τις μετατρέπουμε σε όνειρα. Άλλες φορές πάλι φτιάχνουμε εκείνα τα όνειρα που ανταποκρίνονται στις βαθύτερες επιθυμίες του κάθε θνητού. Όταν κάποιος θέλει κάτι πάρα πολύ ερχόμενος εδώ και φτάνοντας στα Περίχωρα, το όνειρό του τον περιμένει, χωρίς να τηρείται απαραίτητα αυτή η σειρά, γιατί στην Ενύπνια δεν υπάρχει ο χρόνος. Και τα περισσότερα όνειρα, τα λιγότερο σημαντικά, τα φτιάχνουν οι κατώτεροι Όνειροι, απλά για την διασκέδασή τους και τη διασκέδαση των παραληπτών τους. Η ψυχαγωγία είναι απαραίτητη σε κάθε επίπεδο… Είναι όμως προσωπική μου απογοήτευση, να βλέπω τα αριστουργήματα που έχω κατασκευάσει κατά καιρούς να απορρίπτονται από κατώτερους στενόμυαλους ονειρευτές ως “απλώς ένα όνειρο”.
»Δε σου κρύβω ότι κάθε όνειρο που φτιάχνω, πάντα ελπίζω να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τον παραλήπτη του. Οι άνθρωποι έχετε ελεύθερη βούληση. Από τη στιγμή που κρατάτε τη ζωή σας στα χέρια σας, είναι θέμα αποφάσεων αυτή η ζωή να γίνει καλύτερη.
»Αν αποφασίσεις ξυπνώντας, ότι τα έχεις χάσει και συνομιλούσες τόση ώρα με τον εαυτό σου στον ύπνο σου, τότε το μυαλό σου θα απορρίψει ό,τι είπαμε εδώ, ως άχρηστη πληροφορία. Αύριο θα με έχεις ξεχάσει. Αν όμως ανοίξεις λίγο τους πνευματικούς σου ορίζοντες και αρχίσεις να δέχεσαι πράγματα που φαντάζουν αδύνατα, τότε θα δεις ότι είναι πολύ εύκολο να γίνουν δυνατά.»
Ο Τζων παρέμεινε σκεπτικός και κοιτούσε ψηλά καθώς όλο και περισσότερα όνειρα διέσχιζαν τον πολύχρωμο ουρανό από πάνω του. Η μεταλλική γεύση στο στόμα του από την διαχεόμενη ενέργεια του Φιλντισιού και η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο χώρο, διέγειραν τις αισθήσεις του και τον έκαναν να νιώθει αυτή τη διάσταση όλο και πιο πραγματική.
Είχε αρχίσει να πιστεύει ειλικρινά τον Μορφέα και είχε πάψει να πιστεύει ότι βρίσκεται σε ένα όνειρο. Ένιωθε σαν να είχε κάνει ένα μακρινό ταξίδι και είχε ανακαλύψει μια φανταστική χώρα, όπως τη χαμένη Ατλαντίδα ή τη μυθική Θούλη. Ήθελε να δει και να νιώσει τα πάντα, αλλά για πρώτη φορά ένιωσε το σώμα του που τον καλούσε πίσω. Βγήκε από την ονειροπόληση απότομα και κοίταξε το Μορφέα που τον παρατηρούσε εξονυχιστικά.
«Λοιπόν? Μάλλον ήρθε η ώρα να φύγω. Πότε θα τα ξαναπούμε?»
«Όποτε το θελήσεις μπορείς να με καλέσεις στο όνειρο που έχω φτιάξει για σένα.»
«Και πότε θα ξέρω ότι έχεις βρει τη λύση για να περάσω στην Ενύπνια? Εννοώ, ξέρεις, ανησυχώ για το Θάνατο…»
«Όπως όλοι σας…» Ο Μορφέας χαμογέλασε με μια δόση πικρίας. «Μην ανησυχείς. Μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, να θυμάσαι πάντα την ικανότητα για συνειδητό ονείρεμα. Την επόμενη φορά που θα έχεις κάποιο εφιάλτη, προσπάθησε να επηρεάσεις την ροή των γεγονότων που διαδραματίζονται. Αυτό και μόνο θα σε κρατήσει ασφαλή. Απλά χρειάζεται προσπάθεια και εσύ το έχεις ήδη καταφέρει. Αν νομίζεις ότι δε μπορείς να τα καταφέρεις, μπορείς να βλέπεις κάθε μέρα το ίδιο ασφαλές όνειρο που θα σε οδηγεί μέχρι εδώ και πάλι πίσω.»
«Σε ευχαριστώ.» είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Ξαφνιάστηκε και κοίταξε τα χέρια του και το υπόλοιπο σώμα του ασυναίσθητα, νιώθοντας μια αισθητή αλλαγή…
«Νιώθω ήδη ξεκούραστος… Και δυνατός.»
«Όταν ξυπνήσεις μείνε για λίγο στο κρεβάτι σου. Η σημερινή εμπειρία θα αποτυπωθεί εντονότερα στο μυαλό σου και θα ενσωματώσεις καλύτερα όλη την χαλάρωση και την ξεκούραση που σου πρόσφερε η Πασιθέη. Τώρα πήγαινε. Εις το επανιδείν.»
Ο Τζων απομακρύνθηκε με αργό βηματισμό, αφήνοντας πίσω του τον Μορφέα και το Φίλντισι. Κοιτούσε τριγύρω του το γαλήνιο και ψυχεδελικό τοπίο σαν τουρίστας.
Πλησίαζε όλο και πιο κοντά στο όνειρο στο οποίο ο Μορφέας τον είχε ξεναγήσει στην Ενύπνια και αδημονούσε να ξαναέρθει εδώ για να περάσει στην άλλη μεριά της Πύλης και να περπατήσει στη Χώρα Των Περιπλανώμενων. Λαχταρούσε να δει από κοντά όλα τα θαύματά της.
Εισήλθε στην τεράστια ονειροσφαίρα των Περιχώρων και βρήκε αμέσως το όνειρο με την Ενύπνια. Ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στο αίθριο με θέα την Ενύπνια, εκεί που τον είχε συναντήσει ο Μορφέας. Το θέαμα της αναπαράστασης της Ενύπνια ενέτεινε την ανυπομονησία του να επιστρέψει το γρηγορότερο δυνατόν. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να νιώσει μεγαλύτερο δέος απ’ ότι τώρα, όταν θα έβλεπε την αληθινή Ενύπνια και όχι απλά ένα όνειρο αυτής.
Δεν χρειάστηκε να προχωρήσει στο εσωτερικό του παλατιού και να επιστρέψει από εκεί που είχε έρθει. Έμεινε να κοιτάζει συνεπαρμένος το απίστευτο θέαμα της Ενύπνια και νιώθοντας ακόμα ένα πιο έντονο κάλεσμα που τον τραβούσε πίσω προς το σώμα του, αφέθηκε. Σιγά σιγά, όλα γύρω του άρχισαν να ξεθωριάζουν όπως και ο ίδιος.
Άνοιξε τα μάτια του με απόλυτη επίγνωση του τι είχε συμβεί και με απόλυτη ηρεμία αντίκρισε το γνώριμο δωμάτιο του ξενώνα που είχε καταλύσει. Το φως που έμπαινε στο δωμάτιο από τα ανοιχτά παντζούρια μαρτυρούσε ότι ήταν ή νωρίς το πρωί ή αργά το απόγευμα.
Όταν έπεφτε για ύπνο το μεσημέρι και ξυπνούσε αργά το απόγευμα, πάντα ένιωθε αυτόν τον αποπροσανατολισμό. Έκανε ασυναίσθητα τις ασκήσεις έλεγχου της πραγματικότητας. Έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό του και το κοίταξε από όλες τις μεριές παίζοντας με τον υπάρχον φωτισμό. Κοίταξε το ρολόι του. 17:17. Είχε κοιμηθεί τέσσερις ολόκληρες ώρες πράγμα που είχε να επιτύχει ένα χρόνο τώρα.
Το σώμα του τον καλούσε πίσω όχι γιατί είχε κοιμηθεί τόσο λίγο. Τις τρεις από αυτές τις ώρες τις πέρασε ονειρευόμενος, καθώς το όνειρο με την Ενύπνια ήταν ιδιαίτερα απαιτητικό και δεν αρκούσαν τα συνήθη δεκαπέντε λεπτά που διαρκούν τα κανονικά όνειρα. Ο εγκέφαλός του ήταν σε κατάσταση υπερπληροφόρησης και έπρεπε να ησυχάσει. Με ανακούφιση όμως εκτίμησε το γεγονός ότι μετά από τόσο καιρό δεν είχε δει εφιάλτη.
Κάθισε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, όπως του είχε πει ο Μορφέας κοιτάζοντας το ταβάνι. Αμέσως το μυαλό του πήγε την Ελπίδα.
Πώς εξηγείς σε μια επιστήμονα της ανθρώπινης ψυχολογίας ότι μόλις είχες γνωρίσει έναν από τους κατασκευαστές ονείρων όλης της ανθρωπότητας και ότι σε λίγο καιρό θα γνώριζες και τον θεό Ύπνο αυτοπροσώπως?
Είδε δυο σωματώδεις νοσοκόμους με ψεύτικα χαμόγελα, να κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι τους και να πλησιάζουν αργά, κρύβοντας πίσω από την πλάτη τους ένα ζουρλομανδύα. Ανακάθισε προβληματισμένος.
Τώρα που το καλοσκεφτόταν, ούτε ο ίδιος δε θα το πίστευε αν δε το είχε ζήσει. Ή μήπως δεν το είχε ζήσει, και το μυαλό του κουρασμένο από τους συνεχείς εφιάλτες του έδινε μια διέξοδο μέσω της τρέλας? Άραγε οι τρελοί το ξέρουν ότι είναι τρελοί? Αυτό θα το ανακάλυπτε σύντομα.
Την επόμενη φορά που θα έπεφτε για ύπνο, θα προσπαθούσε να επισκεφτεί το όνειρο που του είχε ετοιμάσει ο Μορφέας. Αν βρισκόταν σε μια καταπράσινη πεδιάδα με ένα πλατάνι, τότε θα ήξερε ότι όλα όσα έζησε ήταν αλήθεια.
Ακόμα και αν όλα αυτά ήταν απλά ένα παιχνίδι του μυαλού του, θα επισκεπτόταν ξανά την Ονειροχώρα, ή μάλλον την Ενύπνια, όπως του είπε ο Μορφέας, και θα την εξερευνούσε.
Ένιωθε τέτοιο ενθουσιασμό, που θυμήθηκε τον πρώτο καιρό της γνωριμίας του με την Ελπίδα. Αμέσως μετά σκυθρώπιασε. Τώρα, μετά από ένα χρόνο εφιαλτών και τη σχέση τους σε κρίση, ανακάλυψε ότι δυστυχώς δίσταζε να μοιραστεί τη σημερινή εμπειρία με την κοπέλα που αγαπούσε.
Απ’ την άλλη σκέφτηκε ότι ίσως ήταν καλό που είχε κάτι μόνο δικό του. Είχε μοιραστεί τόσα πολλά απ’ τον εαυτό του μέσα σ’ αυτή τη σχέση και το γεγονός ότι η Ελπίδα ήταν ψυχολόγος τον έκανε ώρες ώρες να αισθάνεται γυμνός μπροστά της. (Χμμ γυμνός…)
Με ένα προφανή συνειρμό, άφησε όλες τις άλλες του σκέψεις κατά μέρος και κατάλαβε ότι η Ελπίδα του έλειπε όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν θα άλλαζε τη συντροφιά της ούτε με το σκήπτρο της Βασιλείας της Ενύπνια.
Σήμερα θα γύριζε σπίτι ξεκούραστος μετά από καιρό και θα της τηλεφωνούσε να επιστρέψει, έστω και για λίγο. Τώρα που είχε ένα σύμμαχο από την άλλη μεριά, θα τα διόρθωνε όλα. Αρκεί να το ήθελε και η Ελπίδα.

* * *

«Αρκετά!» Η φωνή του βγήκε σαν μούγκρισμα θηρίου και σηκώθηκε με ορμή από τη σκαλιστή πολυθρόνα με τα μακάβρια σχέδια για να κάνει αυτό που έπρεπε.
Έβαλε τη σφαίρα στην τσέπη του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω αφήνοντας πίσω του το εργαστήριο και τις όποιες αναστολές. Βγαίνοντας, ένιωσε τον αέρα της Ενύπνια να τον χαϊδεύει στο ογκώδες και άτριχο πρόσωπό του όπως είχε καιρό να τον νιώσει. Ήταν σαν να μύριζε για πρώτη φορά τα αρώματα των υπνωτικών και χαλαρωτικών φυτών που αφθονούσαν στη Χώρα.
Ήθελε να πάει μέχρι τον κήπο των αγαλμάτων και να αντικρίσει την Ενύπνια από το μαύρο θρόνο ίσως για τελευταία φορά. Ένιωσε την ανάγκη να δει ξανά όλη την αχανή έκταση, από την επικράτειά του που βρισκόταν στα σύνορα με τον Τάρταρο, μέχρι το Φίλντισι. Το Κέρατο που βρίσκονταν ψηλά στο βουνό που είχε την πηγή του ο ποταμός της Λήθης, θα το επισκεπτόταν για να ολοκληρώσει την προδοσία του.
Με βαριά βήματα, μοιάζοντας με άγαλμα από τον κήπο με τις κοιμισμένες μορφές που είχε ζωντανέψει, προχωρούσε βλοσυρός και έφτασε στο σκαλιστό στο βράχο θρόνο. Στάθηκε αρκετή ώρα προσπαθώντας να διώξει από μέσα του τις όποιες υποψίες ενοχής και μετάνοιας. Ήξερε ότι εξ’ αιτίας του θα χανόταν το πιο θαυμαστό μέρος που είχε αντικρίσει ποτέ θεός ή άνθρωπος. Όμως ένας θεός, ακόμα και κατώτερος όπως αυτός, δεν είχε την πολυτέλεια της μετάνοιας.
Ίσως να το είχε ανάγκη η πλευρά του χαρακτήρα του που είχε μεγαλύτερη επαφή με τους ανθρώπους. Οι ενοχές και η μετάνοια ήταν συναισθήματα που οι άνθρωποι βίωναν περισσότερο απ’ ότι έπρεπε.
Λάθος αποφάσεις ή ενέργειες αντίθετες με το πλαίσιο στο οποίο είχαν διαμορφώσει την κοινωνία τους, τους έφερναν συχνά αντιμέτωπους με αυτή τη μιζέρια, τις ενοχές και το μετάνιωμα, που αν το καλοσκέφτονταν δεν υπήρχε λόγος να νιώθουν.
Ο καθένας απλά θα έπρεπε να σκέφτεται από πριν τις επιπτώσεις των πράξεών του και όχι να επιθυμεί μια δεύτερη ευκαιρία αργότερα. Όμως έχοντας δημιουργήσει μια κοινωνία που κινείται με φρενήρεις ρυθμούς δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη.
Σε κάθε περίπτωση όμως – ότι έγινε, έγινε. Έτσι είναι.
Τώρα, με αυτό που επρόκειτο να κάνει, όλη αυτή η ταλαιπωρία θα τελείωνε. Έτσι αφέθηκε να παρατηρεί σαν ξένος τη Χώρα που σε λίγο καιρό δεν θα ξαναέβλεπε.
Ξαφνικά είδε τον Μορφέα από την άλλη μεριά του θρόνου και συνεπαρμένος όπως ήταν από τις σκέψεις του, άνοιξε άθελά του την κουβέντα. Μα πόσο είχε εξαπλωθεί μέσα του η ανθρώπινη φύση?
Ένας θεός δεν αμφιβάλλει για τις αποφάσεις του. Ξέρει ότι είναι σωστές. Ένας θεός δεν απολογείται σε κανέναν για τίποτα. Μόνο όταν άκουσε την ανησυχία και την συγκαταβατικότητα στη φωνή του Μορφέα, ξύπνησε από το λήθαργο της αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης και θυμήθηκε τον τελικό του σκοπό.
Θα βοηθούσε το Θάνατο να τελειοποιήσει το ανθρώπινο είδος και να απαλλαγεί και ο ίδιος από αυτούς, απολαμβάνοντας στο έπακρο τη θεϊκή του φύση.
Έφυγε μετά από μια σύντομη λογομαχία που είχε με τον Μορφέα, χωρίς να θέλει να δώσει σημασία στο γεγονός ότι αυτός είχε καταλάβει κάποια πράγματα. Έτσι κι αλλιώς, αυτό που κουβαλούσε και που θα αποχωριζόταν σε λίγο θα έδινε ένα τέλος σε όλα αυτά.
«Υπομονή αδερφέ, θα δεις ότι σύντομα οι άνθρωποι θα πλησιάσουν την τελειότητα. Ίσως πιο γρήγορα από σύντομα.» του είπε και γέλασε μέσα του καθώς η τελειότητα είχε μια μεγάλη συνάφεια με το τέλος.
Κατευθύνθηκε προς το Κέρατο πεζός, θέλοντας να αναμιχθεί ξανά με τα φανταστικά πλάσματα της Ενύπνια και να ξαναδεί από κοντά τις ξεχωριστές τοποθεσίες της.
Του πήρε αρκετή ώρα να φτάσει μέχρι τους πρόποδες και να σκαρφαλώσει το πανύψηλο βουνό, ένα χρονικό διάστημα στο οποίο ο Τζων βίωσε το όνειρο του Μορφέα που του εξηγούσε την κατάσταση και τον ξεναγούσε σε μια αναπαράσταση της Ενύπνια. Το επόμενο όνειρο του Τζων δεν θα ήταν τόσο ευχάριστο…
Φτάνοντας εκεί έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του ασυναίσθητα, για να δει αν κάποιος τον παρακολουθεί, δείχνοντας ίσως υποσυνείδητα, ότι είχε επίγνωση της κακίας στην πράξη του.
Κοίταξε αρκετά προσεκτικά ακόμα και αν βρισκόταν απομονωμένος στην χιονοσκέπαστη κορυφή του βουνού που κανείς πέρα από το Μορφέα δεν πήγαινε συχνά. Όμως δεν κοίταξε πάνω. Ακόμα και αν κοίταζε όμως θα ήταν δύσκολο να προσέξει έναν πανέμορφο κάτασπρο πήγασο που έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα σε μεγάλο ύψος. Το βλέμμα του εστίασε στη θαυμαστή Πύλη.
Δυο τεράστια γυαλιστερά μυτερά Κέρατα, σαν από το κεφάλι ενός τιτάνιου Μινώταυρου, έστεκαν αντικριστά και καμπύλωναν στο τέλος τους σχηματίζοντας ενωμένα την αψίδα της Πύλης που έμοιαζε με την είσοδο μιας τεράστιας σπηλιάς στο βουνό.
Δεξιά και αριστερά από τα κέρατα, οι πρώτες σταγόνες από το μαύρο νερό που αποτελούσε τον ποταμό της Λήθης κηλίδωνε το χιόνι και ενώνονταν μπροστά από την Πύλη σε ένα ρυάκι που κατεβαίνοντας το βουνό μεγάλωνε σταδιακά και κατέληγε στο μεγαλοπρεπές ποτάμι που διέσχιζε την Ενύπνια.
Η Πύλη έμοιαζε κοιμισμένη και ο μόνος ήχος ήταν εκείνος του δυνατού ανέμου που φυσούσε και ξεσήκωνε νιφάδες από το χιόνι που κάλυπτε όλο το βουνό και σταματούσε απότομα σα χαλί μπροστά από την Πύλη.
Έβαλε τη σφαίρα στο χέρι του και εκείνη φάνηκε να ανταποκρίνεται στην εγγύτητά της με την Πύλη των προφητικών Ονείρων. Οι φωτεινές γραμμές γύρω της διέγραφαν τροχιές σε φρενήρεις ρυθμούς κάνοντάς τη να μοιάζει σαν να είχε πάρει ολόκληρη φωτιά.
Την κράτησε μπροστά του, στο ύψος των ματιών και απομάκρυνε το χέρι του, αφήνοντάς τη να αιωρείται. Οι φωτεινές γραμμές τώρα, είχαν καλύψει όλη τη μαύρη επιφάνεια της σφαίρας, που πλέον έμοιαζε με παλλόμενο άστρο έτοιμο να εκραγεί.
Τα κατάμαυρα μάτια του αντανακλούσαν το φως της σφαίρας καθώς αιωρούμενη, κατευθυνόταν αργά προς την Πύλη.
Διαπερνώντας την, η Πύλη έμοιαζε να ξυπνάει και διαταράχθηκε στιγμιαία. Ηλεκτρικές εκκενώσεις εκτονώνονταν γύρω της και άρχισαν να παίρνουν μια σκοτεινή απόχρωση και ακτίνες μαύρου φωτός εξαπλώθηκαν ολόγυρα σα μίασμα, κρύβοντας από την όρασή του κάθε τι που άγγιζαν. Μετά από λίγο η Πύλη επανήλθε στο φυσιολογικό, όχι όμως και όλα όσα είχαν ακουμπήσει οι σκοτεινές ακτίνες.
Τα κέρατα της Πύλης έχασαν απότομα τη ζωντάνια εξέπεμπαν και τη γυαλάδα τους και του φάνηκε σαν να αρρωστήσει και είχαν αφεθεί να σαπίσουν. Εκεί που είχαν πέσει οι ακτίνες του μαύρου φωτός είχαν μείνει τρύπες. Ο Φοβήτωρας δεν ασχολήθηκε με τις αλλαγές. Δεν τον ενδιέφερε πλέον. Ακόμα και αν η Πύλη είχε καταστραφεί από την επαφή της με το ανοσιούργημα που μόλις είχε αφήσει από τα χέρια του, εκείνος ήξερε ότι σύντομα δε θα υπήρχε ανάγκη για προφητικά όνειρα. Δε θα υπήρχε η ανάγκη για κανένα όνειρο.
Όπως και κάθε άλλο όνειρο, η σφαίρα είχε προορισμό τα Περίχωρα. Και εκεί θα υλοποιούταν με στόχο τον Τζων την επόμενη φορά που θα έπεφτε για ύπνο.
«Το έκανα.» μονολόγησε ο Φοβήτωρας που ένιωθε ψυχρός σα σίδερο αλλά όχι από το κρύο που επικρατούσε γύρω του. Ένιωθε την ψύχρα που είχε το υλικό του πύργου του Θανάτου. Ξεκίνησε για το εργαστήριό του, περιμένοντας να δεχθεί το επόμενο κάλεσμα για μια επίσκεψη στο Σιδερένιο Πύργο.

* * *

Ο Ίκελος έλαβε το μήνυμα του Μορφέα στο μυαλό του και παράτησε ένα όνειρο που έφτιαχνε στη μέση, αφήνοντας να το συνεχίσει και να το ολοκληρώσει ένας κατώτερος Όνειρος. Ο θνητός που θα το έβλεπε θα ζούσε για λίγο το όνειρό του αλλά θα απογοητευόταν πολύ από το τέλος. Το επόμενο πρωί θα ξυπνούσε μπερδεμένος… (αλλά αντί άλλων έβλεπα πάλι στον ύπνο μου χθες).
Ο καλύτερος τρόπος για να παρακολουθήσεις κάποιον είναι από ψηλά. Δεν έχουν πέσει έξω οι θνητοί που έχουν κατασκευάσει μια παντοδύναμη οντότητα που την ονομάζουν “Θεό” της οποίας η μεγαλοπρέπεια και η παντοδυναμία της, της επιτρέπει να είναι αρκετά μικροπρεπής για να κατασκοπεύει όλες τις πράξεις όλων των ανθρώπων.
Όλοι οι θεοί αυτό έκαναν. Παρατηρούσαν. Παλιότερα όταν ο ήλιος ήταν θεός, τίποτα δεν έμενε «κρυπτόν» κάτω από το βλέμμα του. Έτσι λοιπόν σήμερα, ο θεός Ίκελος θα κατασκόπευε από ψηλά τον αδερφό του. Σπάνια κάποιος όταν ψάχνει κάτι ή όταν θέλει να δει αν τον παρακολουθούν κοιτάει ψηλά.
Κάλεσε με ένα εντυπωσιακό σφύριγμα έναν εξίσου εντυπωσιακό πήγασο. Το πανέμορφο πλάσμα άκουσε το κάλεσμα από εκεί που πετούσε ανέμελο και ανταποκρινόμενο άμεσα, έκανε έναν μεγαλοπρεπή κύκλο στον ουρανό και με μια απίστευτη κάθετη εφόρμηση, προσγειώθηκε με χάρη μπροστά του και γονάτισε για να τον αφήσει να τον ιππεύσει.
Πήρε λίγη φόρα και με δυο δυνατά φτερουγίσματα βρέθηκαν στον αέρα. Μετά από δυο κύκλους πάνω από την Ενύπνια και κοιτώντας για τυχόν σημάδια του τεράστιου αδερφού τους που δεν περνούσε εύκολα απαρατήρητος, τον είδε να σκαρφαλώνει το βουνό του Κέρατου. Με το ιπτάμενο υποζύγιο πήρε ύψος και περίμενε τον αδερφό του να φτάσει στην κορυφή.
Παρατηρούσε από ψηλά τον Φοβήτωρα, καθώς το υπέροχο ιπτάμενο άλογο μπαινόβγαινε στα σύννεφα προσφέροντάς τους κάλυψη, αψηφώντας με ευκολία τους δυνατούς ανέμους. Τον είδε να συμπεριφέρεται με μια σχετική μυστικότητα, κοιτώντας καχύποπτα γύρω του και να βγάζει κάτι από την τσέπη του, το οποίο άρχισε να λάμπει με μια λάμψη που το έκανε να ξεχωρίζει από απόσταση. Μια μικρή, παλλόμενη σφαίρα που, από τόσο μακριά, έμοιαζε με αστέρι του ουρανού, έφυγε από το χέρι του και πέρασε μέσα από το Κέρατο που αντέδρασε στιγμιαία.
Εκκενώσεις μαύρου φωτός διασκορπίστηκαν στο χώρο και μετά επικράτησε η συνήθης ηρεμία. Φάνηκε ότι ο Φοβήτωρας είχε στείλει ένα καθόλου συνηθισμένο και δυσοίωνο όνειρο μέσα από την Πύλη νομίζοντας ότι δεν τον είχε δει κανείς.
Εκείνη τη στιγμή ο Ίκελος, λυπήθηκε πραγματικά τον ονειρευτή που θα ήταν ο αποδέκτης αυτού του εφιάλτη. Παραξενεύτηκε που ο Φοβήτωρας έστελνε έναν προφητικό εφιάλτη. Κάτι τέτοιο ήταν τελείως ασυνήθιστο.
Κρίνοντας από την ονειροσφαίρα που μόλις είχε δει, ένιωσε απόλυτη βεβαιότητα ότι ο αποδέκτης δε θα επιβίωνε από αυτή την εμπειρία. Αλλά πάλι, σκέφτηκε, μόνο ο Θάνατος μπορεί να πάρει μια ζωή στον ύπνο της και αυτό, μόνο όταν εκείνος βρίσκεται στα Περίχωρα.
Μήπως βρήκε ο Θάνατος τρόπο να σκοτώνει θνητούς στην επικράτεια του Ύπνου χωρίς να είναι παρόν? Και γιατί ο Φοβήτωρας τον βοηθάει σε αυτό? Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και χωρίς να μπορεί να δώσει απάντηση ακόμα στα ερωτήματα αυτά, παρατήρησε το Φοβήτωρα που έφευγε από την Πύλη και τον ακολούθησε διακριτικά από ψηλά, καθώς εκείνος κατέβηκε το βουνό και χάθηκε ανάμεσα στα άλλα πλάσματα της Ενύπνια, μέχρι που έφτασε και μπήκε στο εργαστήριό του.
Σκέφτηκε ότι σύντομα ο Φοβήτωρας ίσως ξαναέφευγε με κατεύθυνση την αρχή της σπηλιάς που οδηγούσε βαθύτερα στον Τάρταρο και έτσι αποφάσισε να προσγειωθεί και να περιμένει την αναχώρηση του αδερφού του.
Χωρίς να ξέρει ότι ο αδερφός του τηλε-μεταφέρεται κατά βούληση σε όποιο σημείο ήθελε στο βασίλειο του Θανάτου, έχοντας την άδεια του Άρχοντα των Νεκρών, θα περίμενε μέχρι εκείνος να έκανε την κίνησή του και μετά υπολόγιζε να τον ακολουθήσει, πηγαίνοντας από τον συμβατικό δρόμο.
Ίσως αν καθώς περίμενε, ειδοποιούσε τον Μορφέα ότι ένα επικίνδυνο όνειρο περιμένει κάποιον θνητό στα Περίχωρα, η μοίρα του Τζων θα ήταν διαφορετική. Αλλά δεν το έκανε, γνωρίζοντας ότι αν το όνειρο υλοποιηθεί, ο θνητός δε θα μπορούσε να το αποφύγει. Επίσης ήξερε ότι ο Μορφέας θα συναντούσε το θνητό και δεν ήθελε να τον απασχολήσει.
Όπως και να έχει το θέμα, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, σε μια χώρα που δεν υπάρχει ο χρόνος.
Ο Ίκελος, αν και φαινομενικά ήταν επιπόλαιος χαρακτήρας, είχε μια προνοητικότητα που εν μέρει την είχε αποκτήσει από την επιρροή που ασκούσε το ανθρώπινο είδος πάνω του.
Χωρίς να έχει ποτέ χρειαστεί, γιατί δεν υπήρχε ποτέ κανένας κίνδυνος στην Ενύπνια, εκείνος ήθελε να είναι προετοιμασμένος για κάθε ενδεχόμενο.
Τον γοήτευε το ανθρώπινο είδος που ερχόταν αντιμέτωπο με το άγνωστο και θα ήθελε και εκείνος να ζήσει κάποτε μια περιπέτεια, σαν αυτές που του άρεσε να βλέπει γιατί αν και θεός, ήταν λάτρης της έβδομης τέχνης των ανθρώπων. Είχε βρει τρόπο να παρακολουθεί όλες τις ταινίες του σινεμά και του άρεσαν ιδιαίτερα εκείνες στις οποίες ο ήρωας σκαρφιζόταν διάφορα τεχνάσματα για να ανταπεξέλθει στους κινδύνους και στο τέλος έβγαινε πάντα νικητής μέσα από απίστευτες αντιξοότητες. Η ώρα για να ζήσει τη δική του, έστω και μικρή, περιπέτεια είχε έρθει και αισθανόταν το ρίγος της ανυπομονησίας μέσα του.
Επίσης του άρεσε να πειραματίζεται όπως οι θνητοί, με απρόοπτα πολλές φορές αποτελέσματα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Μορφέας τον είχε βρει υπό την επήρεια των υπνωτικών και ναρκωτικών φυτών που φύονταν άφθονα στην Ενύπνια και ή τον είχαν κάνει να δημιουργήσει τα πιο παράδοξα όνειρα ή απλά τον είχαν αφήσει να παραληρεί ακούγοντας τα χρώματα και κοιτάζοντας τους ήχους.
Παρόλα αυτά, με αυτούς τους πειραματισμούς είχε καταφέρει να δημιουργήσει διάφορα φίλτρα που είχαν βοηθήσει ακόμα και το Φοβήτωρα στην κατασκευή ονείρων και αυτή του την προσφορά δεν την αρνιόταν κανείς. Πέραν του ότι ήταν προνοητικός ήταν και επινοητικός.
Έτσι είχε πάντα πάνω του το μυστικό του όπλο και διάφορα φίλτρα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν ακόμα και τον ίδιο τον Ύπνο. Χωρίς να ξέρει ότι σε λίγο θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει την τελευταία του δημιουργία, ένα φίλτρο από μαριχουάνα, αφιόνι, βαλεριάνα, λίγο θυμάρι, λίγο χαμομήλι, εκχύλισμα παπαρούνας και νερό από το ποτάμι της Λήθης, περίμενε το Φοβήτωρα καθισμένος πάνω από την είσοδο του εργαστηρίου του.

* * *

Ο Τζων είχε μαζέψει τα πράγματά του από το δωμάτιο του ξενώνα, είχε κάνει τσεκ άουτ, είχε πάρει έναν καφέ στο αμάξι σε πλαστικό ποτήρι και τώρα 18:18, βρισκόταν ήδη στο δρόμο με προορισμό το σπίτι του.
Ένιωθε ξεκούραστος και με μια ενέργεια που δεν είχε ξανανιώσει, μετά από το απίστευτο όνειρο που μόλις είχε δει στο μεσημεριανό του ύπνο.
Έχοντας για συντροφιά στο cd του αυτοκινήτου, τους Depeche Mode να τραγουδάνε:
“I’m going to take my time
I have all the time in the world
To make you mine”

για κάποιο λόγο ένιωθε σίγουρος ότι σύντομα θα ήταν και πάλι μαζί με την Ελπίδα.
Παρά την ενεργητικότητά του, οδηγούσε χωρίς βιασύνη στην εθνική οδό, απολαμβάνοντας τη διαδρομή στην ελληνική ύπαιθρο. Τα επαγγελματικά ταξίδια δεν του επέτρεπαν τέτοιες πολυτέλειες και είχε καιρό να κλέψει λίγο χρόνο για τον εαυτό του και να παρατηρήσει την ομορφιά του τοπίου που οι σκέψεις του δεν τον άφηναν να προσέχει.
Ο ήλιος έδυσε μετά από λίγη ώρα και τώρα το λυκόφως του απογεύματος, χρωμάτιζε τον ορίζοντα στο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά, με ένα υπέροχο βαθύ μπλε, με τόνους πορτοκαλί και κόκκινου. Τα σύννεφα βρίσκονταν χαμηλά μοιάζοντας με τραβηγμένες πινελιές λευκού και ώχρας σε έναν καμβά κάποιου ιμπρεσιονιστή.
Τρεις ώρες αργότερα, μετά από μια ήσυχη διαδρομή που είχε απολαύσει σχεδόν το κάθε της λεπτό, βρέθηκε να απολαμβάνει ακόμα και τους φωτισμένους δρόμους στο κέντρο της νυχτερινής Αθήνας και τα τσιμεντένια κτίρια που πάντα αποτελούσαν προσβολή για την αισθητική του.
Όμως τίποτα δεν μπορούσε να του χαλάσει τη διάθεση, ούτε καν τα αψυχολόγητα κορναρίσματα στο μποτιλιάρισμα που θα τον καθυστερούσε να φτάσει σπίτι του λίγο περισσότερο από την ώρα που είχε υπολογίσει.
Από την άλλη προσπαθούσε χρόνια, να μην τον ενοχλούν πράγματα τα οποία δεν ήταν στο χέρι του, όπως ο κακός καιρός, το μποτιλιάρισμα, οι καθυστερήσεις στις συγκοινωνίες, οι μη συνεπείς άνθρωποι στα ραντεβού τους και… ο θάνατος. Ακόμα και με αυτή τη σκέψη γέλασε.
Έφτασε στο σπίτι του νιώθοντας σαν ένα εκατομμύριο δολλάρια. Άφησε τη βαλίτσα του σε μιαν άκρη στο χωλ και χωρίς καθυστέρηση έπιασε το τηλέφωνο σχηματίζοντας τον αριθμό της Ελπίδας. Μετά από δυο τρία χτυπήματα η γνώριμη γλυκιά φωνή της, του απαντούσε με τη χαρακτηριστική βραχνάδα που λάτρευε.
«Παρακαλώ?»
«Ελπίδα? Μωρό μου?» Ο ενθουσιασμός στη φωνή του, λίγο έλειψε να γίνει τρομακτικός.
«Τζων? Τι κάνεις αγάπη?»
«Καλά. Γύρισα από την Πάτρα. Μόλις έφτασα σπίτι και πήρα να δω τι κάνεις.»
«Ακούγεσαι πολύ χαρούμενος. Κέρδισες το λαχείο?»
«Ναι μωρό μου. Εσύ είσαι το λαχείο μου.» της είπε και γέλασε.
«Ωραία Τζων χαίρομαι… που σε ακούω καλά. Τις τελευταίες φορές η τηλεφωνική μας επικοινωνία έμοιαζε με αναγγελία θανάτου…»
«Ναι το ξέρω. Όπως ξέρεις και εσύ ότι δεν ήμουν και πολύ καλά τον τελευταίο ένα χρόνο…», άφησε το θέμα να αιωρηθεί και να πέσει.
«…Αλλά τώρα νιώθω τέλεια!»
«Συνέβη κάτι?»
«Κάτι συνέβη. Ξέρεις… σχετικά με την κατάστασή μου…» δεν μπορούσε να της κρύψει τίποτα, «…αλλά τίποτα που δε μπορεί να περιμένει μέχρι να σε δω από κοντά…» Της είπε προσπαθώντας να μην της μιλήσει από το τηλέφωνο για κάτι τόσο παράξενο όσο το μεσημεριανό του όνειρο.
«Μου λείπεις… ”όπως στις ερήμους λείπει η βροχή”. Μόλις βρεθούμε θα σου λεπτομέρειες.»
Η Ελπίδα κράτησε μια νοητική σημείωση να ρωτήσει για τα ευχάριστα αλλά περίεργα νέα και μη θέλοντας να τον πιέσει, του αποκρίθηκε συγκρατημένα:
«Κι εσύ μου λείπεις Τζων… Η αλήθεια είναι ότι μου λείπεις τόσο πολύ που δε μπορώ να συγκεντρωθώ στο διδακτορικό μου. Ανησυχούσα και για την υγεία σου… Είχα πολλά στο μυαλό μου…Γι’ αυτό…» έκανε μια δραματική παύση που τον έκανε να πιστεύει ότι τώρα θα την άκουγε να λέει ότι η σχέση τους τελείωνε και τα σχετικά…
«Έρχομαι σε τρεις μέρες!!! Βρήκα στο ιντερνέτ μια προσφορά για σούπερ φτηνά εισιτήρια πήγαινε – έλα.» Κράτησε την αναπνοή της για να ακούσει καλύτερα την αντίδρασή του. Τα δευτερόλεπτα σιωπής που ακολούθησαν την έκαναν να αναρωτιέται αν είχε την έκφρασή του εγκεφαλικού που περίμενε ότι θα έχει, στο αστειάκι που του έπαιξε. Γελούσε από μέσα της χαρούμενη. Τον αγαπούσε ακόμα και είχε ανάγκη για λίγη συντροφικότητα. Όπως είχε νιώσει και έντονα την ανάγκη για σεξ τόσους μήνες μόνη στο Leeds. Τη σιωπή διέκοψε ένα διστακτικό «Τι?»
«Αλήθεια…» του απάντησε με νάζι.
Ο Τζων ήταν έκπληκτος. Αυτή η μέρα δε θα μπορούσε να του πάει καλύτερα. Σκεφτόταν μήπως κάποιος του κάνει πλάκα.
« Ελπίδα μωρό μου. Αυτά είναι τέλεια νέα. Ανυπομονώ να σε ξαναδώ. Αρκετά περάσαμε μακριά.»
«Έχεις δίκιο. Κι εγώ ανυπομονώ Τζων… Δε μπορώ άλλο να σε σκέφτομαι μόνο. Θέλω να σε νιώσω κιόλας. Με όλες μου τις αισθήσεις. Θέλω να σε βλέπω, να σε ακούω, να σε αγγίζω…ειδικά τα βράδια…ή και κατά τη διάρκεια της ημέρας καμιά φορά…θέλω να σε νιώσω πάνω μου… Μέσα μου…»
«Κι εγώ…» και καθώς η απάντησή του έσβηνε, είπε πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσε να είχε εκφράσει. «Δεν έχεις ιδέα πόσο μου λείπεις. Θα σε περιμένω. Θα μιλήσουμε ξανά αύριο για να μου πεις λεπτομέρειες, σχετικά με το ταξίδι. Τι θα κάνεις τώρα?»
«Έχω να τελειώσω μια μελέτη που διαβάζω σχετικά με τους μηχανισμούς που μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά το χρόνο, ξέρεις π.χ. όταν είμαστε μαζί και δεν ξέρουμε πόση ώρα κάναμε έρωτα…(γέλια), ή όταν περιμένουμε στην ουρά και το ρολόι σέρνεται…, και επίσης τις δομές του εγκεφάλου που ελέγχουν τον κιρκαδιανό ρυθμό. Μετά θα κάνω ένα ζεστό μπάνιο και θα πέσω στο κρεβάτι και θα σε σκέφτομαι…»
«Μμμ τρελαίνομαι να μου μιλάς επιστημονικά… Κι εγώ θα κάνω ένα μπανάκι και θα πέσω νωρίς για ύπνο. Αύριο πρέπει να πάω στο γραφείο. Καληνύχτα μωρό μου…και όνειρα γλυκά…» συμπλήρωσε με νόημα.
«Καληνύχτα Τζωνάκο μου… Φιλάκια. Σ’ αγαπώ.»
«Κι εγώ…Φιλάκια.»
Έκλεισε το τηλέφωνο και τώρα ένιωθε σαν ένα εκατομμύριο δολάρια και πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ. Καθόλου άσχημα, σκέφτηκε. Έβαλε ένα CD στο CD player και με τους ήχους των Smithereens και του Behind The Wall of Sleep μπήκε στο μπάνιο κάνοντας το πιο χαλαρωτικό ντους που είχε γίνει ποτέ στον κόσμο.
Βγήκε αχνιστός και χαμογελαστός, σκουπίζοντας το στέρνο του με το μπουρνούζι του και σχεδόν γουργούριζε από ευχαρίστηση. Έφτιαξε ένα τοστ, το έφαγε απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά και κοίταξε την ώρα. 23:23. Κάθισε με το μπουρνούζι και δυο δάχτυλα ουίσκι με πάγο μπροστά από την τηλεόραση και την άφησε να του γεμίσει το μυαλό με αδιάφορες εικόνες.
Τώρα του έβγαινε κούραση ενός χρόνου, όμως σε τρεις μέρες θα ξαναέσμιγε με την Ελπίδα και αυτό ήταν η μόνη εικόνα που έβλεπε κοιτώντας την οθόνη.
Έβλεπε να την σφίγγει στην αγκαλιά του, να φιλάει τα χείλη της και να νιώθει στο άγγιγμα του το απαλό της δέρμα. Σχεδόν μύριζε το άρωμά από τα υπέροχα σπαστά μαύρα μαλλιά της. Την ήθελε.
Η ώρα είχε πάει 01:01 και ένιωθε τα βλέφαρά του βαριά, από μια γλυκιά εξάντληση. Πήγε προς το κρεβάτι, έπεσε στα καθαρά σεντόνια και στο μαξιλάρι του, που του είχε λείψει, και έκλεισε τα μάτια με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, αφέθηκε να παρασυρθεί σε έναν ύπνο που ήξερε ότι θα ήταν διαφορετικός μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις.
Ήθελε να ελέγξει αν αυτά που είδε στον μεσημεριανό του ύπνο ήταν αλήθεια και είχε αποφασίσει πέφτοντας για ύπνο, να δει το όνειρο με το πλατάνι που θα τον οδηγούσε ξανά μέχρι την Πύλη που είχε αγγίξει και πίσω. Σήμερα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στη Γη που ήξερε ακριβώς το όνειρο που επρόκειτο να δει. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε.
Νιώθοντας το μυαλό του να γλιστρά στα μονοπάτια του ύπνου και έχοντας ακόμα το χαμόγελο της ευτυχίας στα χείλη του, άρχισε να βλέπει μακριά στον ορίζοντα το ηλιόλουστο τοπίο με το τεράστιο πλατάνι.
Είχε ήδη φτάσει στα Περίχωρα και καθώς περίμενε ότι με κάθε νοητό βήμα του θα πλησίαζε όλο και πιο κοντά στο πλατάνι, ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη προς μια άλλη κατεύθυνση και χωρίς να προλάβει να προβάλει αντίσταση, το τοπίο ξαφνικά χάθηκε από το οπτικό του πεδίο και τότε το είδε. Το όνειρο του Θανάτου τον περίμενε.

* * *

Η παλλόμενη σφαίρα πέρασε μέσα από το Κέρατο και κατευθύνθηκε με ταχύτητα προς τα Περίχωρα. Φτάνοντας εκεί ενσωματώθηκε στην τεράστια ημιδιάφανη φούσκα καταλαμβάνοντας το χώρο της και αφήνοντας ρήγματα στην επιφάνεια της φούσκας, που αδυνατούσε να αφομοιώσει ένα όνειρο που έκρυβε μέσα του το θάνατο.
Ο Τζων εμφανίστηκε ακριβώς εκεί, σε μια καρέκλα, σε ένα λευκό δωμάτιο, με ένα υπηρεσιακό ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο απέναντί του, να μετράει ένα ένα τα δευτερόλεπτα και εκείνος να το κοιτάζει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, παράλυτος από τη δύναμη του χρόνου.
Η γραμμική ροή της σκέψης του είχε μπλοκαριστεί. Σκεφτόταν τα πάντα και τίποτα. Στο μόνο πράγμα που μπορούσε να εστιάσει ήταν το αλουμινένιο ρολόι μπροστά του, που γυάλιζε σαν την κόψη ενός ξυραφιού.

* * *

Ο δείκτης των δευτερολέπτων γύριζε αργά. Χτύπαγε πάνω σε κάθε χαρακιά του ρολογιού απέναντί του, πιο βαριά κι από σφυρί σε αμόνι ενός κουρασμένου σιδηρουργού. Η κρούση ήταν κάτι παραπάνω από ανελέητη. Ήταν ανυπόφορη.
Την ένιωθε να τραντάζει τα μηνίγγια του και με κάθε χτύπημα, νόμιζε ότι το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σκάσει προς τα έξω. Τα άκρα του είχαν μουδιάσει και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο ρολόι στον τοίχο, σε κάτι πίσω απ’ αυτό, σε κάποιο αόρατο μακρινό ορίζοντα, που όταν τον άφηνε ο πονοκέφαλος του ερχόταν σαν φευγαλέα εικόνα στο νου. Μια οικεία εικόνα μιας γυναίκας που κάτι προσπαθούσε να του πει, αλλά δεν του θύμιζε τίποτα.
Καθόταν σε μια καρέκλα με αλουμινένια πόδια και λευκό πλαστικό κάθισμα και πλάτη. Είχε πάρει μια στάση παραίτησης, ίσως επίτηδες, μιας και τα πάντα είναι θέμα στυλ. Μπορεί να μην μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο απ’ το να παραιτηθεί.
Η αλήθεια είναι ότι δεν τα βάζεις με το χρόνο. Είσαι περικυκλωμένος. Είναι πίσω σου, είναι δίπλα σου και το σίγουρο είναι ότι θα τον βρεις μπροστά σου. Δεν υπάρχει περίπτωση να του ξεφύγεις, να τον κερδίσεις. Δε μπορείς να τον καταλάβεις. Η μόνη λύση είναι να τον ξεγελάσεις, αλλά ακόμα και τότε έχεις καταφέρει να ξεγελάσεις μόνο τον εαυτό σου.
Βρισκόταν σε μια φάση που δεν μπορούσε παρά να συμβαδίσει με τα αιώνια δευτερόλεπτα που τον παρασέρνανε, που τον ταλανίζανε, που τον νικούσαν. Ένα-ένα μικρό χτύπημα κάθε φορά με απίστευτη δύναμη, σαν τα μυγάκια στο παρ-μπριζ σε μια νυχτερινή βόλτα στην εξοχή.
Ιδού, ένα έρμαιο του χρόνου, ένα εύκολο θύμα ακόμα και όταν ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα, τώρα απόλυτα παραδομένος, με το στόμα μισάνοιχτο, με το ένα χέρι στο γόνατο και την παλάμη προς τα πάνω, το κεφάλι γυρτό, με το άδειο του βλέμμα να αντικρίζει το άπειρο. Και να το αισθάνεται.
Πλέον δεν σκεπτόταν τίποτα. Δε μπορούσε άλλωστε, όντας έρμαιο των σαδιστικών ορέξεων του χρόνου που αποφάσισε να σταματήσει λίγο το ταξίδι του και να ασχοληθεί μαζί του, τιμώντας τον. Έτσι για να περάσει την ώρα του.
Στο άδειο του μυαλό, τα μαστιγώματα του δείκτη έσκιζαν την σιωπή του στα δύο και αντηχούσαν επ’ άπειρο με μηδενικό ρυθμό απόσβεσης και αυξανόμενη ένταση απ’ τα απανωτά πλήγματα.
Ένιωθε αβοήθητος. Αν μπορούσε να μιλήσει, αν μπορούσε να ανακτήσει τον έλεγχο των μυών του και να κουνήσει το στόμα του ξεφυσώντας αέρα απ’ τα πνευμόνια του, θα ούρλιαζε φτύνοντας αίμα.
Πίσω, η κατάστασή στο φυσικό του σώμα ήταν απελπιστική και δεν το ήξερε. Το μυαλό του ήταν ανίκανο να αντιδράσει από την τρομακτική δύναμη που ασκούσε το ρολόι μπροστά του και όση απ’ τη συνείδησή του ήταν ζωντανή και δεν είχε παρασυρθεί απ’ το ρεύμα του χρόνου, αγωνιούσε να τον απαλλάξει από το μαρτύριο αλλά μάταια.
Δεν είχε ξαναφτάσει σε τέτοια κατάσταση απάθειας, τόση ώστε ίσα που την αντιλαμβανόταν και εκείνο το μέρος του εγκεφάλου του που προσπαθούσε να τον αφυπνίσει, αδυνατούσε γιατί είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Μπορεί και να προσπαθούσε να σωθεί χρόνια τώρα και να μην είχε νόημα να προσπαθεί πλέον. Το σίγουρο είναι ότι όταν ο χρόνος θα αποφάσιζε να τον αφήσει περνώντας ολοκληρωτικά από πάνω του, αυτός μάλλον θα ένιωθε καλύτερα αν είχε περάσει μια ολόκληρη αιωνιότητα απλά περιμένοντας κάτι να αλλάξει, γνωρίζοντας ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.
Μήπως ήταν από πάντα εκεί? Εικόνες που να του θυμίζουν μια πρότερη κατάστασή του δεν υπήρχαν. Είχαν παρασυρθεί σε ένα απύθμενο έρεβος που ήθελε λίγο ακόμα να καταπιεί και τον ίδιο. Δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Κάτι που να προκαλέσει ένα ερέθισμα, να σκεφτεί αν κάποτε υπήρξε κάτι καλύτερο ή κάτι χειρότερο απ’ αυτό που ζούσε τώρα.
Τώρα? Ποτέ άλλοτε δεν είχε παρατηρήσει τόσες στιγμές του “τώρα”. Ποτέ άλλοτε δεν τις είχε ζήσει ολόκληρες. Πάντα κάτι του ξέφευγε, κάτι έλειπε. Ποτέ άλλοτε το Τώρα δεν τον είχε πλημμυρίσει με τόση πληροφορία. Ήταν βασανιστικό. Κάθε στιγμή ήταν ίδια με αυτή που μόλις τον είχε προσπεράσει, εντείνοντας το μαρτύριό του, και όμως κάθε στιγμή έβαζε τη δική της ανατριχιαστική πινελιά και έκανε αισθητή την παρουσία της με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Πάντα έκανε σχέδια για το μέλλον ή σκάλιζε το παρελθόν κρατώντας στο μυαλό του μια παιδιάστικη γραμμική πορεία για τον χρόνο ξεχνώντας να τοποθετήσει τον εαυτό του στο τώρα. Τώρα όμως…
Όσο τα δευτερόλεπτα γέμιζαν με ορμή και απίστευτη πίεση το άδειο του κεφάλι, το άνευρο κορμί του και το κάθε του άτομο, αυτός ένιωθε το Χρόνο. Μια απειροελάχιστη ποσότητα μιας στιγμής. Λίγο πριν. Τώρα. Μετά. Αιώνια.
Ξεκινούσε απ’ το κενό του βλέμμα και επεκτεινόταν προς κάθε κατεύθυνση του χώρου, που πλέον αντιλαμβανόταν εκατοστό προς εκατοστό, σαν μπάλα φωτιάς καθαρής ενέργειας, εναλλασσόμενου λευκού και μαύρου φωτός, μέχρι που άρχιζε να ξεχειλίζει από μέσα του, κάνοντας τα μάτια του, τα αυτιά του, το στόμα του, κάθε πόρο στο σώμα του να λάμπουν.
Δεν διέρρηξε τα φυσικά του όρια, την ονειρική σωματική του υπόσταση. Άρχισε να τον διευρύνει, να τον τεντώνει, άρχισε να επεκτείνεται φτάνοντας τα όριά του στο άπειρο, εναρμονίζοντας το χρόνο με το χώρο του.
Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός απ’ τα 16db που παρήγαγε ο δείκτης των δευτερολέπτων στο ρολόι στον τοίχο. Αυτός δεν ήταν πια εκεί… Μπορεί να είναι εκεί ακόμα… Ή ήταν πάντα εκεί και θα είναι εκεί για πάντα?
Ξαφνικά όλα σταμάτησαν. Οι χτύποι του ρολογιού, οι χτύποι της καρδιάς του, ο ρυθμός της ανάσας του. Η αλουμινένια καρέκλα ήταν άδεια και ολόκληρο το δωμάτιο θρυμματίστηκε σαν απολίθωμα. Το όνειρο χάθηκε από τα Περίχωρα, όπως και το πνεύμα του. Είχε ήδη φτάσει στον τελικό του προορισμό.
Το σώμα του κείτονταν ακίνητο στο κρεβάτι του. Το πρόσωπό του είχε παγώσει σε μια έκφραση που δεν μαρτυρούσε το μαρτύριο που μόλις είχε περάσει. Φαινόταν ανατριχιαστικά γαλήνιος. Ήταν νεκρός.

* * *

Ο Φοβήτωρας έκλεισε πίσω του την πόρτα του εργαστηρίου του και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ένιωσε σαν εισβολέας στον προσωπικό του χώρο.
Κοίταξε γύρω του το μικρό δωμάτιο στο οποίο είχε φτιάξει μερικούς από τους καλύτερους εφιάλτες, το χώρο στον οποίο είχε περάσει ατελείωτες ώρες, μελετώντας τους φόβους των ανθρώπων, προσπαθώντας να τους αναπαράγει και δεν μπορούσε να συσχετιστεί με τίποτα από εκεί μέσα. Ήταν σαν να βρισκόταν εκεί για πρώτη φορά.
Είχε μόλις στείλει το όνειρο του Θανάτου στον Τζων και δεν ένιωθε κανένα συναίσθημα μέσα του, παρά μόνο μια ενοχλητική υποψία ενοχής και μια αποξένωση.
Αν ο ονειρευτής είχε πεθάνει ίσως θα έπρεπε να νιώθει απαλλαγμένος από τη συμφωνία που είχε κάνει με το Θάνατο.
Σήκωσε την σκαλιστή πολυθρόνα του από κει που την είχε πετάξει όταν βγήκε, κάθισε αργά και κοίταζε το άπειρο περιμένοντας. Από τραγική ειρωνεία, καθισμένος εκεί έμοιαζε με το όνειρο που μόλις είχε στείλει στον Τζων και τον είχε σκοτώσει. Έμοιαζε νεκρός στην πολυθρόνα του. Ένας νεκρός που περιμένει το Θάνατο.
Το τεράστιο χέρι του πήγε ασυναίσθητα στα μελάνια και τις πένες που χρησιμοποιούσε για να γράψει τις ιδέες του για κάποιους εφιάλτες. Πήρε άγαρμπα μια πένα χύνοντας κάποια μπουκαλάκια από μελάνι στο τραπέζι και μια μοναδική λέξη του ήρθε στο μυαλό. Μια λέξη που ένιωθε την ανάγκη να την καταγράψει για να θυμηθεί τον επόμενο στόχο του. Ή να μπορέσει να ξεχάσει αυτό που μόλις είχε κάνει.
Χάραξε στο ξύλο του τραπεζιού με μια σιδερένια πένα το όνομα «Ελπίδα». Το χαραγμένο όνομα φάνηκε να γεμίζει δυσοίωνα με το μαύρο χυμένο μελάνι στο τραπέζι.
Το κάλεσμα του Θανάτου δεν άργησε, αν και στο Φοβήτωρα αυτές οι ώρες φάνηκαν ατελείωτες. Η πνευματική επαφή με τον Θάνατο του ανακάτεψε τα σωθικά και του έφερε ναυτία για άλλη μια φορά, κάνοντάς τον να ξεχάσει το όνομα που είχε χαράξει μόλις πριν λίγο.
«Φοβήτωρα? Δε πιστεύω να πήγε κάτι στραβά…»
«Τι εννοείς?»
«Έκανες τη δουλειά σου σωστά?»
«Του έστειλα το όνειρο. Τι συμβαίνει?»
«Δεν τον νιώθω ζωντανό, αλλά δεν είναι εδώ. Υπάρχει περίπτωση το πνεύμα του να έφτασε για κάποιο λόγο εκεί?»
«Αποκλείεται. Αν ήταν στην Ενύπνια θα τον καταλάβαινα.»
«Βρες τον! Θέλω να μου τον παραδόσεις εσύ ο ίδιος… Μόλις τον έχω στο Σιδερένιο Πύργο θα σε απαλλάξω από την συμφωνία μας.»
«Η συμφωνία μας λήγει εδώ. Το δικό μου κομμάτι ήταν να βοηθήσω να πέσει στα χέρια σου νωρίτερα από το αναμενόμενο.»
Ένα κύμα δυσφορίας κατέκλυσε τον Φοβήτωρα που, αν και καθήμενος, λίγο έλειψε να σωριαστεί στο πάτωμα.
«Όταν τον έχω στα χέρια μου θα σε απαλλάξω.» Η φωνή του Θανάτου ακούστηκε μέσα στο κεφάλι του ζοφερή, γεμάτη σήψη, σαν το μέλλον που είχε βάλει σε κίνηση ο ίδιος στέλνοντας το όνειρο στον Τζων.
«Που μπορεί να είναι?»
«Μάλλον στις όχθες της Λήθης στον Τάρταρο… Μπορεί να έχει ήδη βρει το δρόμο του μέχρι τον Βαρκάρη αλλά θέλω να τον συνοδεύσεις σε όλη τη διαδρομή.»
Ο Φοβήτωρας χωρίς να έχει αντιληφθεί στην πνευματική του επικοινωνία, ότι τα λόγια του Άρχοντα των Νεκρών έκρυβαν μια αμφιβολία, προσπάθησε να ανασυγκροτηθεί.
Με μια του σκέψη τηλε-μεταφέρθηκε στην σκοτεινή σπηλιά στην είσοδο του Ταρτάρου, στις όχθες της Λήθης.

* * *

Ο Ίκελος είχε δει το Φοβήτωρα να μπαίνει στο εργαστήριο και περίμενε αρκετή ώρα μέχρι να ακούσει το θόρυβο που περίμενε. Ακούγοντας προσεκτικά, κατάλαβε από το χαρακτηριστικό ήχο της έκλυσης ενέργειας ότι ο αδερφός του μόλις είχε τηλε-μεταφερθεί και φωνάζοντας ξανά τον πήγασο ξεκίνησε και αυτός πετώντας να κατευθύνεται προς τον Τάρταρο, ποντάροντας ότι θα τον έβρισκε εκεί.
Άλογο και αναβάτης βρέθηκαν και πάλι στον ουρανό και μετά από ένα παράγγελμα του Ίκελου, το πανέμορφο ιπτάμενο άτι έστριψε απότομα και ξεχύθηκε με απίστευτη δύναμη προς την περιοχή της Ενύπνια που συνόρευε με τον Τάρταρο.
Δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι εκεί, τόσο κοντά στα σύνορα της επικράτειας του Θανάτου, βρίσκονταν όλα τα φρικτά πλάσματα και οι χειρότερες περιοχές που είχε κατασκευάσει ο Φοβήτωρας για τους εφιάλτες του.
Φρικτά δημιουργήματα, αλλά πραγματικά αριστουργήματα τρόμου, που ο ίδιος ο δημιουργός τους θέτοντας σε κίνηση τα γρανάζια του χρόνου με ένα ανίερο όνειρο, είχε μόλις θέσει σε τροχιά ολοκληρωτικού αφανισμού.